Λέει λοιπόν ό ’Αλέξανδρος: «Διογένη, μου φαίνεται ότι αστειεύεσαι· αν εγώ συλλάβω τον Δαρείο και επιπλέον τον βασιλιά των ’Ινδών, τίποτα πια δεν με εμποδίζει να είμαι ό πιο τρανός απ’ όλους τούς βασιλιάδες πού υπήρξαν ποτέ. Γιατί τί θα υπολείπεται πια αν έχω κυριεύσει τη Βαβυλώνα και τα Σούσα και τα Εκβάτανα και την αυτοκρατορία των ’Ινδιών;»
Κι ό Διογένης, βλέποντάς τον να φλέγεται από τη φιλοδοξία, κι όλη τη ψυχή του να είναι τεντωμένη και να πετάει προς τα εκεί σαν τούς γερανούς πού τεντώνονται και πετούν προς τα εκεί πού όρμησαν, λέει στον ’Αλέξανδρο, «Με τα μυαλά πού έχεις δεν θα είσαι στ αλήθεια βασιλιάς ούτε και θα κατέχεις από κανέναν τίποτα περισσότερο, ακόμη κι αν θα πηδήξεις πάνω από τα τείχη της Βαβυλώνας και κυριέψεις με αυτό τον τρόπο την πόλη κι όχι σκάβοντας απ’ έξω τάφρο μέσα στο τείχος ή κάτω από αυτό, και το ίδιο με τα τείχη στα Σούσα, στη Βακτριανή. Επίσης ούτε κι αν μιμηθείς τον Κυρό και ακολουθώντας τον ποταμό γλιστρήσεις μέσα σαν νερόφιδο ή αν διασχίζοντας — κολυμπώντας— τον ’Ωκεανό κυριέψεις μια ήπειρο πιο μεγάλη από την ’Ασία».
«Και ποιος αντίπαλος θα μου απομένει πια, αν καταβάλω όσους ανέφερα;
«Ό πιο δυσμάχητος απ’ όλους, ένας πού δε μιλάει περσικά, ούτε μηδικά, όπως ό Δαρείος, άλλα μακεδονικά κι ελληνικά».
Ο Αλέξανδρος τότε ταράχτηκε και ανησύχησε μήπως ό Διογένης ήξερε κάποιον στη Μακεδονία ή στην Ελλάδα πού ετοιμαζόταν να πολεμήσει, και ρώτησε: «Ποιος είναι αυτός ό αντίπαλός μου στην Ελλάδα ή στη Μακεδονία;»
«Πώς», είπε ό Διογένης· «δεν τον ξέρεις εσύ πού νομίζεις πώς ξέρεις περισσότερα από κάθε άλλον;»
«Λοιπόν», έκανε ό ’Αλέξανδρος, «θα τον πεις ή θα τον κρατήσεις κρυφό;»
«Από πολλή ώρα σου τον λέω, εσύ όμως δεν ακούς ότι ο μεγαλύτερος εχθρός και αντίπαλος του εαυτού σου είσαι εσύ ο ίδιος για όσον καιρό παραμένεις κακός και ανόητος· κι αυτός είναι ό άνθρωπος πού εσύ τον ξέρεις λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο. Κανένας, βλέπεις, αλόγιστος και κακός άνθρωπος δεν γνωρίζει τον εαυτό του. Γιατί διαφορετικά δεν θα όριζε ό Απόλλωνας ότι το πιο δύσκολο πράγμα για τον καθένα είναι να έχει αυτογνωσία. Ή μήπως νομίζεις ότι ή αφροσύνη δεν είναι ή πιο μεγάλη και πιο σοβαρή πάθηση και ζημιά για όσους την έχουν και ότι ό αλόγιστος άνθρωπος είναι ό πιο επιβλαβής για τον ίδιο του τον εαυτό; Ή μήπως δεν παραδέχεσαι ότι όποιος είναι ό πιο επιβλαβής —για τον καθένα μας— και όποιος προξενεί ένα σωρό κακά, αυτός είναι και ό πιο μεγάλος και πιο σοβαρός εχθρός μας; "Ας δυσανασχετείς κι ας τινάζεσαι για αυτά πού σου λέω, και ας με νομίζεις τον πιο ελεεινό άνθρωπο και ας με βρίζεις σε όλους και, αν το νομίζεις σωστό, ακόμη και να με καρφώσεις με το ξίφος σου· γιατί είμαι ό μόνος άνθρωπος από τον όποιο θα ακούσεις την αλήθεια — από κανέναν άλλο δεν θα την μάθεις. Γιατί δήλοι τους είναι χειρότεροι από ’μένα και δουλοπρεπέστεροι».
Αυτά έλεγε ό Διογένης, αδιαφορώντας εντελώς για το αν θα τον τιμωρούσε ο ’Αλέξανδρος άλλα συνάμα έχοντας και τη βεβαιότητα ότι δεν θα συνέβαινε τίποτα. Γιατί ήξερε ότι ό ’Αλέξανδρος ήταν δούλος της δόξας και δεν θα διέπραττε κανένα λάθος σε σχέση με αυτήν. Έτσι, είπε στον ’Αλέξανδρο ότι δεν είχε ούτε καν το χαρακτηριστικό γνώρισμα των βασιλιάδων.
Ό Αλέξανδρος απόρησε και του απάντησε: «Μα δεν έλεγες τώρα δα ότι ό βασιλιάς δεν χρειάζεται τέτοια σημάδια;»
«Βεβαίως, μα τον Δία», απάντησε ό Διογένης, «δεν χρειάζεται τα εξωτερικά σημάδια, όπως τιάρες και πορφυρένιους μανδύες· τέτοια πράγματα ασφαλώς δεν του χρησιμεύουν σε τίποτα - το διακριτικό σημάδι της φύσης όμως πρέπει να το έχει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο».
«Και ποιό είναι αυτό το σημάδι;» είπε ό ’Αλέξανδρος.
«Είναι αυτό», αποκρίθηκε ό Διογένης, «πού το έχει ό βασιλιάς ακόμη και στις μέλισσες. Ή δεν έχεις ακουστά ότι στις μέλισσες υπάρχει βασιλιάς βγαλμένος από τη φύση, κι όχι όπως γίνεται με εσάς πού λέτε ότι κατέχετε το αξίωμα επειδή ή γενιά σας κρατάει από τον Ηρακλή;»
«Ποιό είναι αυτό το σημάδι;» είπε ό ’Αλέξανδρος.
«Δεν έχεις ακούσει από τούς γεωργούς ότι εκείνη η μέλισσα είναι η μόνη χωρίς κεντρί, αφού αυτή δεν χρειάζεται κανένα όπλο εναντίον κανενός; Γιατί καμιά από τις άλλες μέλισσες δεν πρόκειται να της αμφισβητήσει τα βασιλικά δικαιώματα ούτε και πρόκειται να πολεμήσει εναντίον της, όταν έχει αυτό το προνόμιο. ’Απεναντίας εσύ μου δίνεις την εντύπωση πώς όχι μόνο περπατάς αρματωμένος άλλα ότι ακόμη και κοιμάσαι με τα όπλα.
Δεν ξέρεις», είπε, «ότι το να οπλοφορεί κανείς είναι γνώρισμα ανθρώπου ο όποιος φοβάται; Κι άνθρωπος πού φοβάται δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει βασιλιάς περισσότερο απ’ ότι δούλος». Σαν το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος τράβηξε λίγο το χέρι από το ξίφος.
Με αυτά τα λόγια ό Διογένης τον παρακινούσε να εμπιστεύεται λιγότερο τα όπλα και περισσότερο τις αγαθές πράξεις και το να φέρεται με δικαιοσύνη. «’Εσύ όμως», συνέχισε, «κουβαλάς μέσα σου μια ψυχή ερεθισμένη, ένα κεντρί τόσο ακράτητο κι άγριο. Δεν θα πετάξεις αύτη την αρματωσιά πού έχεις τώρα; Κι αφού βάλεις επάνω σου ένα απλό ρούχο, δεν θα υπηρετήσεις εκείνους που είναι καλύτεροί σου; Τι, θα περιφέρεσαι με αυτό το γελοίο κορδόνι επάνω σου; 'Ύστερα από λίγο θα σου φυτρώσει μήπως ένα λοφίο κι ένα λύρα, όπως στα κοκόρια; Δεν έχεις ακούσει για τη γιορτή των Σακών πού έχουν οι Πέρσες, έχει πού ετοιμάζεσαι να εκστρατεύσεις;»
Κι εκείνος αμέσως ρώτησε τη γιορτή είναι αυτή —ήθελε, βλέπεις, να γνωρίζει τα πάντα σχετικά με τούς Πέρσες.
Ο Διογένης του απάντησε: «Παίρνουν ένα φυλακισμένο, από εκείνους πού έχουν καταδικαστεί εις θάνατον, τον καθίζουν στο θρόνο του βασιλιά, του δίνουν το ένδυμα το βασιλικό και τον αφήνουν τις μέρες εκείνες να διατάζει και να πίνει και να ζαχαρώνει με τις παλλακίδες του βασιλιά, και κανένας δεν τον εμποδίζει σε τίποτα να κάνει ότι θέλει. Μετά από αυτά όμως τον γδύνουν, τον μαστιγώνουν και τον κρεμούν. Τί νομίζεις ότι συμβολίζει αυτό το πράγμα και γιατί το κάνουν οι Πέρσες; Δεν συμβολίζει το ότι συχνά άνθρωποι αλόγιστοι και αχρείοι αποκτούν αύτη τη βασιλική εξουσία κι αυτό τον τίτλο, και αφού αποχαλινωθούν για ένα διάστημα, έπειτα έχουν επαίσχυντο και οικτρό τέλος; Κι έτσι, όταν βγάλουν τον άνθρωπο από τις αλυσίδες, φυσικό είναι ένας αλόγιστος κι ένας πού δεν γνωρίζει αύτη τη διαδικασία, να χαίρεται και να καλοτυχίζει τον εαυτό του για ότι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, ενώ όποιος γνωρίζει περί τίνος πρόκειται να μη θέλει να ακολουθήσει αδιαμαρτύρητα αλλά να προτιμάει τις αλυσίδες με τις όποιες ήταν δεμένος ως τότε.
Δίων Χρυσόστομος – Λόγοι IV(4): Περί βασιλείας
Aπόσπασμα από το βιβλίο "Οι αρχαίοι κυνικοί - Αποσπάσματα και μαρτυρίες" - Ν.Μ.Σκουτερόπουλος
Αντικλείδι , http://antikleidi.com