Ιερόσυλες απορίες - Point of view

Εν τάχει

Ιερόσυλες απορίες



"ΑΜΩΜΗ" ΣΥΛΛΗΨΗ,


Όταν κατά την έρευνα ενός περιστατικού, ενός γεγονότος, διαπιστώνονται πράγματα ανήκουστα, κατά πόσον άραγε θα μπορούσε να καταλογισθεί διάπραξη ιεροσυλίας στον ερευνητή, όταν δεν υπάρχει κανείς δόλος εκ μέρους του ούτε καμία συκοφαντική πρόθεση, καθώς στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε αυτά που έγραψαν κάποιοι άλλοι. Πόσο δίκαιο είναι άραγε να επιρρίπτεται μομφή σε κάποιον που επισημαίνει μια κλοπή ή δείχνει τον κλέφτη και να μην κατακρίνεται η ίδια η πράξη ή να μην κατηγορείται ο ίδιος ο κλέφτης, απλά και μόνο επειδή είχαμε συνηθίσει ή μας επιβλήθηκε να θεωρούμε τον «κλέφτη» πρόσωπο υπεράνω πάσης υποψίας; Μην βιαστείτε να μου πετάξετε πέτρες πριν φτάσετε στο τέλος του σχετικά σύντομου αυτού κειμένου.

Όσοι είχαμε την τύχη να τελειώσουμε εξατάξιο Γυμνάσιο, προ 40ετίας περίπου, σε μια εποχή που φορούσαμε υποχρεωτικά το πηλήκιο με την κουκουβάγια, απαγορευόταν ο κινηματογράφος, ίσχυε ο περιορισμός της κυκλοφορίας των μαθητών, με τους καθηγητές μας να περιφέρονται σαν «περίπολα» και μας απέβαλε ο Γυμνασιάρχης αν δεν ήμασταν «εν χρώ κεκαρμένοι» δηλαδή κουρεμένοι γουλί, μάθαμε πέντε ψίχουλα γράμματα και κάποια Αρχαία Ελληνικά, με τις γραμματικές και τα συντακτικά τους (Τζάρτζανο – Ζούκη), χάρη στα οποία μάθαμε να μπορούμε να διαβάζουμε και να κατανοούμε χωρίς πρόβλημα και τη γλώσσα των Ευαγγελίων.

Νιώθαμε βέβαια την καταπίεση και μας κακοφαινόταν πολύ, αλλά τελικά δεν έπαθε τίποτα η προσωπικότητα μας ούτε μείναμε στραβοί που δεν κάναμε μαθήματα σεξουαλικής αγωγής. Σεβόμασταν τους καθηγητές μας, το Σχολείο μας το οποίο δεν το καταστρέφαμε, τις συμμαθήτριες μας τις οποίες δεν τις βιάζαμε και όσοι έχουν τη μύγα ας μυγιάζονται.

Μάθαμε λοιπόν από τότε ότι όταν ένα ρήμα είναι σύνθετο (πρόθεση+ρήμα), αλλάζει τελείως το νόημα του ανάλογα με την χρησιμοποιούμενη κάθε φορά πρόθεση. Ας πάρουμε για παράδειγμα μερικά απλά και συνηθισμένα ρήματα όπως είναι το «έχω», το «φέρω», το «λέγω», το «έρχομαι». Το ρήμα έχω με διάφορες προθέσεις γίνεται: εισέχω, εξέχω, προσέχω, απέχω, προέχω, υπερέχω, παρέχω, κατέχω κλπ. Το ρήμα φέρω γίνεται : εισφέρω , εκφέρω, προφέρω, αναφέρω, υποφέρω κλπ. Το ρήμα λέγω γίνεται : εκλέγω, προλέγω, συλλέγω, επιλέγω κλπ. Το επίμαχο ρήμα έρχομαι γίνεται: εισέρχομαι, συνέρχομαι, εξέρχομαι, ανέρχομαι, κατέρχομαι, προέρχομαι, προσέρχομαι κλπ.

Βλέπουμε λοιπόν ότι κάθε ένα από αυτά τα ρήματα, ανάλογα με την πρόθεση του, αποκτά τελείως διαφορετικό νόημα. Ας επικεντρώσουμε όμως την προσοχή μας σε δύο σύνθετα ρήματα του απλού ρήματος «έρχομαι», το εισέρχομαι (εις+έρχομαι) και το προσέρχομαι (προς+έρχομαι). Το μεν πρώτο σημαίνει ότι μπαίνω μέσα, το δε δεύτερο ότι πλησιάζω (όσοι πιστοί προσέλθετε) . 

Σύμφωνα με τον Ζήνωνα τον Κιτιέα, μια από τις πέντε αρετές του Λόγου (του Ελληνικού Λόγου εννοείται) είναι και η Σαφήνεια. «Σαφήνεια δε εστί λέξις γνωρίμως παριστάσα το νοούμενον» (Διογένους Λαέρτιου, Βίοι Φιλοσόφων) . Για να δούμε λοιπόν από κοντά τι συμβαίνει με τη σαφήνεια μιας συγκεκριμένης περικοπής από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, που αναφέρεται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, Κεφ. Α , Στίχ. 26-35, κατά πόσον «παριστάνει το νοούμενον»: «Εν δε τω μηνί έκτω απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ υπό του Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, ή όνομα Ναζαρέτ, προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ώ όνομα Ιωσήφ, εξ οίκου Δαυίδ, και το όνομα της παρθένου Μαριάμ. και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε΄ χαίρε, κεχαριτωμένη΄ ο Κύριος μετά σου΄ ευλογημένη συ εν γυναιξίν. η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. και είπεν ο άγγελος αυτή΄ μη φοβού Μαριάμ΄ εύρες γάρ χάριν παρά τω Θεώ. και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. είπε δε η Μαριάμ προς τον άγγελον΄ πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή΄ Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι΄ διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιόςΘεού.» 

Το πρώτο επίμαχο σημείο της περικοπής είναι ο στίχος 28 «και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε….». Η λέξη «εισελθών» είναι μετοχή αορίστου του ρήματος εισέρχομαι, το οποίο όπως προαναφέρθηκε σημαίνει: μπαίνω μέσα. Στη δευτερεύουσα αυτή χρονική πρόταση λοιπόν έχουμε τη μετοχή εισελθών, το υποκείμενο ο άγγελος και το αντικείμενο προς αυτήν η οποία δεν είναι άλλη από την Μαριάμ. Και εδώ είναι που δημιουργείται η πρώτη «ιερόσυλη» απορία. Η πρόταση είναι σαφέστατη και δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι δηλαδή ο άγγελος μπήκε προς αυτήν. Εάν επρόκειτο περί απλής προσέγγισης, οπότε δεν θα υπήρχε τίποτε το μεμπτόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς θα έγραφε «και προσελθών ο άγγελος προς αυτήν». Μπορεί κανείς να μας πει τι θα του στοίχιζε του Λουκά εάν αντί εισελθών έγραφε προσελθών; 

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι η επίμαχη φράση κατά την εποχή που γράφτηκε δεν είχε τίποτε το μεμπτόν. Πολύ ωραία! Διαβάστε όμως τώρα, πως την αποδίδει ο Π. Ν. Τρεμπέλας : « Και αφού εμβήκεν ο άγγελος εις το δ ω μ ά τ ι ο ν της, της είπε….». Παρατηρήσατε τι άλλαξε στην απόδοση; Μα το αντικείμενο της πρότασης!! Με άλλα λόγια η Μαριάμ έγινε δωμάτιο!!! Γιατί άραγε; 

Ο Π. Ν. Τρεμπέλας δεν ήταν ένα τυχαίο άτομο αλλά θεολόγος, επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ένας άνθρωπος, κατά τεκμήριο, πάρα πολύ μορφωμένος. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να του καταλογίσουμε άγνοια, ή οποιαδήποτε αδυναμία στο χειρισμό του λόγου και της γραφής. Υπέπεσε λοιπόν εν αγνοία του σ’ αυτό το ατόπημα ή όχι; Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η επίμαχη φράση του ευαγγελίου όπως είναι διατυπωμένη αναφέρεται ευθέως και πέραν πάσης αμφιβολίας σε σεξουαλική πράξη; Αυτός να ήταν άραγε ο λόγος που ανάγκασε τον Π. Ν. Τρεμπέλα να κάνει αυτήν την παράφραση; Γνώριζε τι σημαίνει ακριβώς αυτή η φράση και από πού; Αυτός ήταν ο λόγος που προσπάθησε να αποφύγει το « σκόπελο » της πιστής απόδοσης της φράσης αυτής ;

Τη φράση αυτή τη συναντάμε και στην Παλαιά Διαθήκη, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, που δεν είναι και λίγες, από τις οποίες παρατίθενται ενδεικτικά οι ακόλουθες, όπου η συγκεκριμένη και επίμαχη φράση, υποδηλώνει σαφέστατα, πέραν πάσης αμφιβολίας, σεξουαλική πράξη.

Έχουμε και λέμε λοιπόν: « και εγένετο προς εσπέραν και ανέστη Δαυίδ από της κοίτης αυτού και περιεπάτει επί του δώματος του οίκου του βασιλέως και είδε γυναίκα λουομένην από του δώματος, και η γυναίκα καλή τω είδει σφόδρα, και απέστειλε Δαυίδ και εζήτησε την γυναίκα και είπεν΄ ουχί αύτη Βηρσαβεέ θυγάτηρ Ελιάβ γυνή Ουρίου του Χετταίου; Και απέστειλε Δαυίδ αγγέλους και έλαβεν αυτήν και εισήλθε προς αυτήν , και εκοιμήθη μετ’ αυτής, και αυτή αγιαζομένη από ακαθαρσίας αυτής, και επέστρεψεν εις τον οίκον αυτής, και εν γαστρί έλαβεν η γυνή΄ και αποστείλασα απήγγειλε τω Δαυίδ και είπεν΄ εγώ ειμί εν γαστρί έχω....» Σαμουήλ Β΄ ΙΑ , 2- 21. Στην περίπτωση κατά την οποία η Ραχήλ έκανε τη μαστρωπό στη δούλη της Βαλλάν: «και έδωκεν αυτώ Βαλλάν την παιδίσκην αυτής αυτώ γυναίκα και εισήλθε προς αυτήν Ιακώβ». Γένεσις Λ. 4.

Εκεί όπου η Σάρα εξωθεί τον Αβραάμ σε μοιχεία, ζητώντας ταυτόχρονα και τα ρέστα : «είπε δε Σάρα προς Άβραμ΄ Ιδού συνέκλεισε με Κύριος του μη τίκτειν΄ είσελθε ούν προς την παιδίσκην μου, ίνα τεκνοποιήσωμεν εξ αυτής, υπήκουσε δε Άβραμ της φωνής Σάρας, και λαβούσα Σάρα η γυνή Άβραμ Άγαρ την Αιγυπτίαν την εαυτής παιδίσκην, μετά δέκα έτη του οικήσαι Άβραμ εν γή Χαναάν, έδωκεν αυτήν τω Άβραμ ανδρί αυτής γυναίκα. Και εισήλθε προς Άγαρ, και συνέλαβε, και είδεν ότι εν γαστρί έχει, και ητιμάσθη η κυρία εναντίον αυτής…». Γένεσις Κεφ. ΙΣΤ, 2.

Εκεί όπου ο Αυνάν συνουσιάζεται με τη γυναίκα του πονηρού αδελφού του Ήρ τον οποίον απέκτεινεν ο «Θεός»: «είπε δε Ιούδας τω Αυνάν΄ είσελθε προς την γυναίκα του αδελφού σου και επιγάμβρευσαι αυτήν και ανάστησον σπέρμα τω αδελφώ σου 9 γνούς δε Αυνάν ότι ουκ αυτώ έσται το σπέρμα, εγένετο όταν εισήρχετο προς την γυναίκα του αδελφού του , εξέχεεν επι την γης του μη δούναι σπέρμα τω αδελφώ αυτού». Γένεσις ΛΗ, 8-9.

Είναι πολύ δύσκολο λοιπόν να συμπεράνει κανείς ότι ο Τρεμπέλας γνώριζε ότι η φράση αυτή στην Παλαιά Διαθήκη αναφερόταν σε σεξουαλική πράξη, και ότι εν γνώσει του προέβη στην παραποίηση αυτή κάνοντας την Μαριάμ «δωμάτιο»; 

Γράφει πουθενά το Ευαγγέλιο ότι την ώρα που ήρθε ο άγγελος Γαβριήλ, η Μαριάμ βρισκόταν σε ένα δωμάτιο; Δεν θα μπορούσε να βρισκόταν κάπου αλλού, πχ στην αυλή ή στον κήπο; Από πού έβγαλε το συμπέρασμα ο Τρεμπέλας ότι η Μαριάμ βρισκόταν εκείνη τη στιγμή μέσα στο δωμάτιο της; Μήπως το επινόησε επειδή δεν μπορούσε να δικαιολογήσει διαφορετικά εκείνο το «εισελθών»; Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πως θα απέδιδε ο Τρεμπέλας τα συγκεκριμένα εδάφια της ΠΔ, αν ανελάμβανε να τα «ερμηνεύσει» και αυτά ;

Όλα αυτά τα ερωτήματα παύουν να είναι μετέωρα, σε συνδυασμό με την επόμενη επίμαχη φράση, στην παραποίηση της οποίας «δίνει πλέον ρέστα» ο Π. Ν. Τρεμπέλας.

Όταν ψεύδεται κάποιος πρέπει να πει άλλα δέκα ψέμματα για να καλύψει το πρώτο και να έχει έτοιμα άλλα εκατό. Μας λέει λοιπόν ο ευαγγελιστής Λουκάς: « .... και διελογίζετο αύτη ποταπός είη ο ασπασμός ούτος...» !! Για κάποιον που γνωρίζει στοιχειωδώς την καθαρεύουσα και ελάχιστα αρχαία Ελληνικά «ποταπός ασπασμός» σημαίνει ένα αισχρό φίλημα, με ότι συνεπάγεται η αισχρότητα ενός τέτοιου φιλιού.

Για να είμαστε όμως και ακριβοδίκαιοι, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη, ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις, κάποιες λέξεις και φράσεις εκείνης της εποχής χρησιμοποιούνται με διαφορετική έννοια σήμερα. Όλα τα σύγχρονα λεξικά αποδίδουν στη λέξη «ποταπός» την έννοια του τιποτένιου, του χυδαίου, του αισχρού. Παλαιότερα λεξικά, όπως του Σουίδα, επεξηγεί τη λέξη πότερον ως άρα, ποίον, ποταπόν. Το λεξικό Δημητράκου τη μία φορά μας παραπέμπει και στη λέξη ποδαπός που έχει την έννοια: από πού, από ποια χώρα, ποίας καταγωγής, ποίου είδους, τι λογής, και την άλλη την αποδίδει με τις προαναφερθείσες μειωτικές έννοιες.

Η λέξη ασπασμός, και τότε και σήμερα, σημαίνει το φίλημα. Ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν σήμαινε «χαιρετισμό». Ο «πάνσοφος αλιεύς» ευαγγελιστής, ο δεχθείς και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, δεν βρήκε να χρησιμοποιήσει μια άλλη λέξη από το πλουσιότατο Ελληνικό λεξιλόγιο, αντί της λέξεως «ποταπός»; Υπήρχε το «πότερον», το «ως», το «άρα», το «ποίον». Καμιά από αυτές τις λέξεις δεν τον ικανοποιούσε και διάλεξε τον «ποταπό»; Παρ’ όλα αυτά ας υποθέσουμε ότι για τον ευαγγελιστή Λουκά ήταν αθώα και σήμαινε πχ «τι είδους», «τι λογής».

Ο ασπασμός όμως πού και πως «κολλάει» στο περιστατικό; Όπως σήμερα έτσι και τότε εξακολουθεί να σημαίνει «φίλημα», με την επίμαχη φράση να συνεχίζει να μένει μετέωρη, κυρίως από την ολοφάνερη προσπάθεια συγκάλυψης και αποπροσανατολισμού των καλοπροαίρετων αναγνωστών της Κ Δ . Άκουσε ποτέ κανείς εδώ και 18 αιώνες οτιδήποτε για κάποιον, απλό έστω, «ασπασμό» στο περιστατικό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου; 

Επειδή όμως χαλούσε τη «σούπα» του Π. Ν. Τρεμπέλα για την εξιδανικευμένη σκηνή του Ευαγγελισμού, παραποιεί τον «ποταπό ασπασμό» σε «σημασία του χαιρετισμού». Αν λέγαμε σήμερα ότι κάποιος «ησπάσθη ποταπώς» μια γυναίκα, που θα πήγαινε το μυαλό μας; Ότι την χαιρέτισε απλώς ευγενικά, με τη γυναίκα να αναρωτιέται για τη σημασία του χαιρετισμού; Ο «ασπασμός» (και τι ασπασμός!) που πήγε;

Βέβαια λίγο πιο κάτω στην περικοπή, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο Λουκάς προσπαθεί να «μπαλώσει» την κατάσταση, καθώς βάζει την Μαριάμ να ρωτάει πως θα αποκτήσει παιδί, χωρίς να έχει γνωρίσει άντρα; Μπορεί να μας πει κανείς με βεβαιότητα, τι σήμαινε εκείνη την εποχή η φράση «γνωρίζω άντρα»; Έχω σεξουαλική επαφή με άντρα ή είμαι νομίμως παντρεμένη;

Μην ξεχνάμε ότι στην αρχή της περικοπής λέει ο Λουκάς ότι η Μαριάμ ήταν μνηστευμένη με τον Ιωσήφ, δηλαδή αρραβωνιασμένη, όχι νομίμως παντρεμένη. Τι θα του έλεγε του Ιωσήφ; Ότι μύρισε τον «κρίνο»; Διότι μια έγκυος γυναίκα, ακόμη και αρραβωνιασμένη, υπήρχε άμεσος κίνδυνος να επισύρει την εφαρμογή του απάνθρωπου Μωσαϊκού Νόμου (θάνατος δια λιθοβολισμού), καθώς μόνο νομίμως παντρεμμένες γυναίκες επιτρεπόταν να αποκτήσουν παιδιά.

Την καθησυχάζει λοιπόν ο άγγελος Γαβριήλ λέγοντας ότι έχει την «κάλυψη του θεού» και δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο. Μπορούμε όμως να μην σκύψουμε για λίγο και πάνω από τον άγγελο Γαβριήλ, τον μετέπειτα «αρχάγγελο» για να δούμε πόσο και τι είδους «άγγελος» ήταν; Ο άγγελος λοιπόν, με τη γενική έννοια του όρου, ήταν ένα άτομο το οποίο μετέφερε μηνύματα, αγγελίες, ένας μαντατοφόρος, ένας αγγελιοφόρος. Στη χριστιανική θρησκεία ο άγγελος ήταν μια ανώτερη οντότητα που μετέφερε στα ανθρωποειδή τις θελήσεις, τις εντολές και κατά περίπτωση να αποτελεί το μακρύ τιμωρό «χέρι» του θεού.

Τώρα κατά πόσον ένας θεός είχε ανάγκη από έναν μαντατοφόρο για να δίνει τις εντολές του στους ανθρώπους είναι από τις ιστορίες που δεν πρέπει να ψηλαφίζουν οι «ευσεβείς» χριστιανοί. Όσο για τον ίδιο τον «άγγελο» δεν θα πρέπει να τον φαντάζονται διαφορετικά απ’ ότι τον βλέπουν ζωγραφισμένο στις εικόνες οι ευσεβείς χριστιανοί, δηλαδή με φτερά και τον απαραίτητο «κρίνο». Θα ήταν η μέγιστη ιεροσυλία δηλαδή να θεωρήσουν ότι δεν ήταν παρά ένας απλός αγγελιοφόρος, ένας πράκτορας, ένας Ναζιραίος ή Ναζαρηνός του πανίσχυρου, μυστικού και άτεγκτου Εβραϊκού Ιερατείου, το οποίο για αιώνες έπαιζε με ανεπανάληπτη επιτυχία το ρόλο του «Θεού». Έτσι απλά εξηγούνται τα πάντα και μπαίνουν στη θέση τους. 

Μετά από όλα αυτά πως θα μπορούσαν άραγε να μην δημιουργηθούν «ιερόσυλες» απορίες;

Και να φανταστεί κανείς ότι η φράση αυτή βρίσκεται εκεί μπροστά μας, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο για 18 αιώνες, χωρίς να τολμά να την αγγίξει κανείς.

Τι την ήθελε λοιπόν τη μετάφραση ο Τρεμπέλας; Για να «διορθώσει » τα πράγματα απευθυνόμενος σε αδαείς, αθεράπευτα αφελείς και ηλίθιους ή να τα κάνει χειρότερα;

Ποιοί λοιπόν εξαπατούν αναίσχυντα ποιούς; Πάντως σε κάθε περίπτωση η ιδέα ότι κάποιοι γελάνε σαρδόνια πίσω από την πλάτη μας, γίνεται ολοένα και πιο αφόρητη σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς τι είναι πιο εξοργιστικό, η βλακεία, η αφέλεια ή η ηλιθιότητα;

Πως θα μπορούσε κανείς να αμφιβάλλει ότι και οι δύο επίμαχες φράσεις του ευαγγελίου είναι σαφέστατες και παριστούν, κατά τον Ζήνωνα τον Κιτιέα, «γνωρίμως το νοούμενον»; 

Κανείς λογικός λοιπόν δεν μπορεί να αμφιβάλλει για το γνωρίμως νοούμενον, δεν μπορεί όμως δυστυχώς και να αγνοήσει την διαχρονική παρουσία των παραβολάνων* του πατριάρχου Αλεξανδρείας Κύριλλου, εμπνευστή και ηθικού αυτουργού της άγριας δολοφονίας (μεληδόν διασπάσαντες, οστράκοις ανείλον) της Ελληνίδας Φιλοσόφου, Μαθηματικού και Αστρονόμου Υπατίας.

Βέβαια σήμερα κυκλοφορούν με άλλα ονόματα πχ «αγωνιζόμενοι χριστιανοί», «γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί» (υπονοώντας έμμεσα ότι όλοι οι άλλοι είναι «γιαλαντζί» ορθόδοξοι Χριστιανοί), σύλλογοι θεολόγων, ιεροψαλτών, μέλη παραθρησκευτικών οργανώσεων κλπ. Άτομα χωρίς καμιά κρίση, λες και έχουν υποστεί ομαδική λοβοτομή, έτοιμα όμως να διαπράξουν το αγριώτερο έγκλημα στο όνομα της θρησκείας της «αγάπης» (όπως στην περίπτωση της Υπατίας) εάν εξέλιπε ο φόβος του Εισαγγελέα.

Δεχόμενοι λοιπόν ότι το περιστατικό του « Ευαγγελισμού » της Θεοτόκου συνέβη πράγματι, και συμπερασματικά εξιδανικευμένο μόνο μέσα από την καλπάζουσα φαντασία των θρησκευτικών λειτουργών της χριστιανικής θρησκείας και των θεολόγων, ενώ φαίνεται ξεκάθαρα ότι αναφέρεται σε μια σεξουαλική πράξη, το όλο θέμα δεν μπορεί να μην πάρει και άλλες περαιτέρω διαστάσεις, οι οποίες δεν είναι άλλες από αυτές ενός ξεκάθαρου και πέραν πάσης αμφιβολίας βιασμού.

Υπενθυμίζεται και πάλι, ότι η καημένη η Μαριάμ, μια άβγαλτη κοπελίτσα στην εφηβική της ηλικία, ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ. Εάν ήταν ελεύθερη ή εάν «δράστης» ήταν ο Ιωσήφ, δεν θα μπορούσε κανείς να μιλά με βεβαιότητα για βιασμό. Απλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τέτοια περιστατικά συνέβαιναν, συμβαίνουν και θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν όσο υπάρχουν άνθρωποι

Η Μαριάμ όμως, καθώς ήταν ήδη αρραβωνιασμένη, δεν θα μπορούσε ούτε να διανοηθεί κάν, όπως και οποιαδήποτε γυναίκα, να συνευρεθεί σεξουαλικά και με τη θέληση της, με άλλον άνδρα και μάλιστα τελείως άγνωστο της. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με έναν βιασμό ή όχι; Να και άλλη μια ιερόσυλη απορία που περιμένει την απάντηση της.

Οι επόμενες «απορίες» δεν είναι τόσο οδυνηρές, δείχνουν όμως και αυτές σαφέστατα τη δολιότητα των προθέσεων του «ερμηνευτή» της Καινής Διαθήκης, Π. Ν. Τρεμπέλα, ο οποίος την παραποιεί ασύστολα, προκειμένου να τη φέρει στα μέτρα των απόψεων του και στα μέτρα όλων των Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Ελλάδος συμπεριλαμβανομένης, τα οποία επαίνεσαν το «αξιόλογο» έργο του με θερμές συγχαρητήριες επιστολές που δημοσιεύονται στην αρχή του Βιβλίου της ΚΔ. Όλες αυτές οι επιστολές δείχνουν, κατ’ ελάχιστον, ότι τόσο τα Πατριαρχεία όσο και η Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι άμοιρα ευθυνών για την προκρούστεια λογική από την οποία διακατέχεται όλη η «ερμηνευτική» προσπάθεια του Π. Ν. Τρεμπέλα… (Τεντώνεται ότι δεν φτάνει και κόβεται ότι περισσεύει).

Η «ΑΠΟΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ»

Πάμε λοιπόν στην επόμενη « απορία» η οποία αναφέρεται στην ιστορία της «αποξηρανθείσης συκής», επειδή δεν είχε σύκα: «Και τη επαύριον εξελθόντων αυτών από Βηθανίας επείνασε΄ και ιδών συκήν έχουσαν φύλλα, ήλθεν ει άρα τι ευρήσει εν αυτή΄ και ελθών επ’ αυτήν ουδέν εύρεν ει μη φύλλα΄ ου γαρ ην καιρός σύκων. και αποκριθείς είπεν αυτή΄ μηκέτι εκ σου εις τον αιώνα μηδείς καρπόν φάγοι΄ και ήκουον οι μαθηταί αυτού… και ότε οψέ εγένετο, εξεπορεύετο έξω της πόλεως, Και παραπορευόμενοι πρωί είδον την συκήν εξηραμμένην εκ ριζών. και αναμνησθείς ο Πέτρος λέγει αυτώ΄ ραββί, ίδε η συκή εν κατηράσω εξήρανται. και αποκριθείς ο Ιησούς λέγει αυτοίς΄ έχετε πίστιν Θεού. αμήν γαρ λέγω υμίν ότι ός αν είπη τω όρει τούτω, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, και μη διακριθή εν τη καρδία αυτού, αλλά πιστεύσει ότι ά λέγει γίνεται, έσται αυτώ ό εάν είπη». Κατά Μάρκον, Κεφ. ΙΑ , Στίχοι 12-14 και 19-23.

Το ίδιο επεισόδιο αναφέρεται και στο Κατά Ματθαίον, Κεφ. ΚΑ, Στίχοι 17- 22, ως ακολούθως: «και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πόλεως εις Βηθανίαν και ηυλίσθη εκεί. Πρωϊας δε επανάγων εις την πόλιν επείνασε΄ και ιδών συκήν μίαν επί της οδού ήλθεν επ’ αυτήν, και ουδέν εύρεν εν αυτή ει μη φύλλα μόνον, και λέγει αυτή΄ μηκέτι εκ σού καρπός γένηται εις τον αιώνα, και εξηράνθη παραχρήμα η συκή. και ιδόντες οι μαθηταί εθαύμασαν λέγοντες, πως παραχρήμα εξηράνθη η συκή; αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς΄ αμήν λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε, ου μόνον το της συκής ποιήσετε, αλλά κάν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται΄ και πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε.».

Έτσι για να ευθυμήσουμε λίγο, βλέπουμε τους «πάνσοφους αλιείς» κατ’ αρχήν να διαφωνούν μεταξύ τους. Ο ένας λέει ότι ο Ιησούς επείνασεν «εξελθόντων αυτών από Βηθανίας» βγαίνοντας από την Βηθανία ενώ ο άλλος λέει επείνασεν το πρωί «επανάγων εις την πόλιν», δηλαδή μπαίνοντας στην πόλη της Βηθανίας. Ο ένας λέει ότι η συκή εξηράνθη «παραχρήμα», ο άλλος λέει ότι την είδαν ξεραμένη την άλλη μέρα το πρωί. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα έγραφαν αν δεν είχαν δεχθεί και την «επιφοίτηση» του Αγίου Πνεύματος; 

Και οι δύο συμφωνούν ότι η συκή είχε μόνο φύλλα. Ο Μάρκος, ενώ θα μπορούσε να το παραλείψει, χωρίς να του ζητήσει κανείς το λόγο, διευκρινίζει αφελέστατα, ότι «ου γάρ ην καιρός σύκων». Δηλαδή η συκιά δεν είχε σύκα είτε γιατί ήταν πολύ νωρίς (Μάρτιος-Απρίλιος) είτε πολύ αργά (Σεπτέμβρης – Οκτώβρης). Σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να ξέρουμε αν η συκιά ήταν στείρα ή όχι, όπως φαντάστηκε ο Τρεμπέλας. Αλλά ακόμη και οι αυτοφυείς αγριοσυκιές κάνουν σύκα, μπορεί λίγα, μπορεί κατώτερης ποιότητας, αλλά κάνουν σύκα. Άρα μπορούμε να συμπεράνουμε ασφαλώς ότι το «ου γάρ ην καιρός σύκων» είναι ακριβές.

Αλλά και αν ακόμη ήταν «καιρός σύκων», αποκλείεται να πήγαν κάποιοι νωρίτερα και να τα είχαν μαζέψει; Ήταν σοβαρός λόγος αυτός για τον Ιησού Χριστό, τον Θεάνθρωπο, τον Θεό της Αγάπης, να καταραστεί ένα αθώο δέντρο; Και εν πάση περιπτώσει όταν πεινάει κάποιος, θα έτρωγε ποτέ σύκα για να χορτάσει και μάλιστα πρωϊνιάτικα; Θα τον έπιανε τέτοιο κόψιμο που δεν θα προλάβαινε ούτε να σκεφτεί ούτε ν’ ανάψει το φως, όπως λέει και το σχετικό ανέκδοτο. Και στο κάτω – κάτω της γραφής το, έστω και χωρίς σύκα, αθώο δεντράκι δεν θα ήταν χρήσιμο για τη σκιά του μέσα στην καρακαντήλα της ερήμου για τον κάθε κουρασμένο και καταϊδρωμένο οδοιπόρο; Πως θα μπορούσε ένας θεός μιας πολυθρύλητης «αγάπης», μιας αγάπης που έγινε το σήμα κατατεθέν της θρησκείας του, να δικαιολογηθεί, καταρώμενος ένα αθώο δέντρο; Δεν περίσσευε και γι’ αυτό λίγη « αγάπη»;

Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο ευαγγελιστές ενώ θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν το γεγονός, αν διέθεταν ελάχιστη εξυπνάδα (που να τη βρούν;), εκθέτουν ακόμη περισσότερο τον ραβίνο - δάσκαλο τους και δικό μας Ιησού Χριστό. Τον βάζουν να διδάσκει τη δύναμη της πίστης. Τι τραγική ειρωνεία! Ενώ από τη μια λέει ότι όποιος έχει πίστη μπορεί να πει στο όρος «σήκω και πέσε στη θάλασσα» και κείνο να πέσει, από την άλλη ο καλός μας ο Χριστούλης, ο Υιός του Θεού, ο δάσκαλος της Πίστης, δεν έχει πίστην ούτε ως «κόκκον σινάπεως» για να πει στην καημένη τη συκιά: «Γέμισε με ώριμα και γλυκά σύκα για να φάω και εγώ για να χορτάσω αλλά και όποιος περάσει από δω και κάτσει στη σκιά σου», παρά μόνο την καταριέται να ξεραθεί. Μπορεί άραγε να μου λύσει κανείς αυτήν την απορία;

Μάταια προσπαθεί να δικαιολογηθεί ο Π.Ν. Τρεμπέλας λέγοντας ότι η συκιά «δεν είχε ούτε άγουρα σύκα», υπονοώντας ότι την καταράστηκε ο Χριστός γιατί ήταν στείρα, πράγμα το οποίο δεν αναφέρουν τα ευαγγέλια, αλλά ήταν αποτέλεσμα της «πλούσιας» φαντασίας του, η οποία κάλπαζε ακάθεκτη. Γι αυτό και τα εύσημα από τα Πατριαρχεία. Δεν είναι μικρό πράγμα να φαντάζεσαι δύο χιλιάδες χρόνια μετά, τι νόμιζαν οι μαθηταί του Χριστού. Νόμισαν!!! οι μαθηταί ότι είχε πεινάσει ο Χριστός ενώ εκείνος ήθελε να τους δώσει μάθημα ποια θα είναι η τύχη κάθε άκαρπου πνευματικά ανθρώπου. Έλεος πια, λυπηθείτε μας!!!!!

Γιατί ο Λουκάς δεν βάζει το Χριστό να τους πει κατ’ ευθείαν , και χωρίς περιστροφές, μια και η Ελληνική γλώσσα , όπως είπαμε στην αρχή, είναι σαφέστατη, τι ήθελε να τους διδάξει, παρά ταλαιπωρεί 18 αιώνες μετά κάποιον «ερμηνευτή» του, εκθέτοντάς τον ανεπανόρθωτα;

Τελικά ο Τρεμπέλας μου φαίνεται ότι ξαναγράφει τα ευαγγέλια από την αρχή κατά το δοκούν.

Ποιοι να είναι άραγε κατά τον Τρεμπέλα «πνευματικοί» άνθρωποι»; Οι αδαείς, οι ηλίθιοι και οι αφελείς που τον άκουγαν και τον διαβάζουν, θαυμάζοντας την πομπώδη αλλά ακαταλαβίστικη λογοκοπία του;

Θα μπορούσε άραγε ο Τρεμπέλας ή κάποιος σαν εκείνον να μας υποδείξει για παράδειγμα έναν τύπο «άκαρπου πνευματικά» ανθρώπου; Τι να ήταν κατά τον Τρεμπέλα οι «πτωχοί τω πνεύματι» που μακάριζε ο Χριστός στην επί του Όρους ομιλία του; Ας αποφασίσει τέλος πάντων κάποιος ποιοι είναι οι πνευματικοί και ποιοί οι «άκαρποι» πνευματικά άνθρωποι, για να «μορφωθούμε» λιγάκι και μείς οι υπόλοιποι αδαείς.

Και αν τέλος πάντων υπάρχουν και κάποιοι μη πνευματικοί άνθρωποι, με τη όποια σημασία του όρου, γιατί θα πρέπει να έχουν την τύχη της «ξηρανθείσης συκής»; Αποκλείεται δηλαδή να είναι άτομα παραγωγικά και χρήσιμα στην κοινωνία, έστω και με τη «σκιά» τους; Με ποια δικαιολογία, κατά τον Τρεμπέλα, τους καταριέται ο Χριστός να «ξεραθούν» και ο ίδιος ο Τρεμπέλας τους αρνείται μια θέση κάτω από τον Ήλιο, όπως δικαιούνται όλα τα ζωντανά που ζουν επάνω σ’ αυτόν τον έρμο πλανήτη;

«ΕΛΗΛΥΘΕΝ Η ΩΡΑ ΙΝΑ ΔΟΞΑΣΘΕΙ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»

Η τελευταία απορία της εργασίας αυτής αναφέρεται στην περίπτωση των «Ελλήνων» που ήθελαν να γνωρίσουν από κοντά τον Ιησού: «Ήσαν δε τινές Έλληνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή. ούτοι ούν προσήλθον Φιλίππω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και ηρώτων αυτόν λέγοντες΄ κύριε θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. έρχεται Φίλιππος και λέγει τω Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος λέγουσι τω Ιησού΄ ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων΄ ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθεί ο υιός του ανθρώπου. αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει΄ εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει», Κατά Ιωάννην, Κεφ. ΙΒ, Στίχ. 20 – 24.

Εδώ ο Τρεμπέλας ξεπερνάει και το εαυτό του, στην προσπάθεια του να δικαιολογήσει τι γύρευαν Έλληνες σε Εβραϊκές θρησκευτικές γιορτές. Και ιδού, η ασυγκράτητη φαντασία του θριαμβεύει. «Ανακαλύπτει» ότι ήταν προσήλυτοι, αλλιώς δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η παρουσία τους στη γιορτή του Εβραϊκού Πάσχα. Τώρα αν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν κάνει ούτε νύξη περί «προσηλύτων», αυτό δεν τρομάζει τον Τρεμπέλα. Τι «Έλληνες» να ήταν άραγε αυτοί οι οποίοι μάλιστα ξέχασαν να συστηθούν, διευκολύνοντας λίγο τον Τρεμπέλα διότι η φαντασία του θα έπρεπε να κάνει ακόμη μεγαλύτερα άλματα για να δικαιολογήσει πως ήταν δυνατόν Έλληνες να ονομάζονται πχ Ισαάκ, Ιακώβ, Μωϋσή κλπ. Κατά τον Τρεμπέλα λοιπόν υπήρχαν κάποιοι Έλληνες εκείνη την εποχή που ζήλεψαν τα «υψηλά» νοήματα της Εβραϊκής θρησκείας, τα ηθικά αναστήματα των ηρώων της Βίβλου, τον έντονο «φιλελληνισμό» της και αποφάσισαν να την ασπασθούν;

Ωραία !!! Αξίζει ένα μεγάλο εύγε στον Τρεμπέλα.

Μπορεί να μας παρουσιάσει οποιοσδήποτε μια, μόνο μια, περίπτωση προσηλυτισμού Έλληνος στην Εβραϊκή θρησκεία;

Εκ πρώτης όψεως αγνοεί φαίνεται ο Τρεμπέλας ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν Εβραϊκές παροικίες στις σημαντικότερες πόλεις τις κυρίως Ελλάδος, καθώς και τις Μικράς Ασίας. Πρόκειται για τις ίδιες παροικίες τις οποίες θα επισκεφθεί ο Παύλος 30 περίπου χρόνια αργότερα και στις οποίες θα απευθύνει τις πασίγνωστες επιστολές του, όπως ο ίδιος ο Τρεμπέλας το αναφέρει σαφώς στις εισαγωγές του. Προσέξτε δολιότητα. Ενώ απευθύνεται σε Εβραίους, τους αποκαλεί «Θεσσαλονικείς», «Κορινθίους», «Εφεσίους», «Ρωμαίους» κοκ, με τους αφελείς να νομίζουν ότι απευθυνόταν συλλήβδην σε όλους τους Θεσσαλονικείς, Κορινθίους, Εφεσίους, Ρωμαίους (Εβραίους και μη) κλπ.

Ο ίδιος Ευαγγελιστής λίγα κεφάλαια πιο πάνω αναφέρει: «είπον ουν οι Ιουδαίοι προς εαυτούς΄ που ούτος μέλλει πορεύεσθαι, ότι ημείς ουχ ευρήσομεν αυτόν; Μη εις την διασποράν των Ελλήνων πορεύεσθαι και διδάσκειν τους Έλληνας;» Κεφ. Ζ, Στίχος 35.

Ο Τρεμπέλας μεταφράζει το επίμαχο σημείο ως ακολούθως: «Μήπως πρόκειται να αφήσει την ευλογημένην χώραν του Ισραήλ και να υπάγη εις τους μεταξύ των Ελλήνων εγκατεστημένους και διεσπαρμένους Ιουδαίους και να διδάσκει τους Έλληνας εξευτελίζων ούτω τον εαυτόν του;». Αναρωτιέμαι ποιος άραγε να έχει την τρικυμία στο κρανίο, ο Τρεμπέλας, αυτοί που ενέκριναν όλες αυτές τις αρλούμπες ή αυτοί που διαβάζουν την ανεκδιήγητη αυτή εργασία του Τρεμπέλα και χαμπάρι δεν παίρνουν ότι κάποιοι τους κοροϊδεύουν ασύστολα γελώντας σαρδόνια πίσω από την πλάτη τους. Τα υπόλοιπα σχόλια δικά σας και η όποια εκδοχή πάλι δική σας.

Από αυτές τις παροικίες λοιπόν προέρχονταν οι «Έλληνες» του Τρεμπέλα, πράγμα το οποίο όφειλε να γνωρίζει ή αν δεν το γνώριζε, κάποιος από τα Πατριαρχεία θα έπρεπε να του το επισημάνει. Σε κάθε περίπτωση, η Ερμηνεία αυτή της Καινής Διαθήκης, αφήνει εκτεθειμένο έναντι του Ελληνισμού και των συνειδητοποιημένων Ελλήνων, τόσο τον ίδιο όσο και τα Πατριαρχεία και την Εκκλησία της Ελλάδος που την ενέκριναν πανηγυρικά .

Στη συνέχεια της περικοπής διαβάζουμε ότι ο Ιησούς «απεκρίνατο αυτοίς λέγων΄ ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθεί ο υιός του ανθρώπου». Οι σημερινοί Έλληνες Χριστιανοί ( οι Εβραιοέλληνες του Δ. Λιαντίνη ) κατάπιαν το δόλωμα μαζί με το αγκίστρι και την πετονιά, νομίζοντας ότι ο Ιησούς εννοούσε αυτούς, καμαρώνοντας αφελέστατα που έλαχε σ’ αυτούς η τύχη να «δοξάζουν τον υιόν του ανθρώπου», ενώ στην πραγματικότητα εννοούσε ότι μέσω των Εβραϊκών παροικιών, που θα μετατρέπονταν σε «γιάφκες», όπως και έγινε, θα διεδίδετο η νέα θρησκεία στους Έλληνες Εθνικούς και θα τους έπαιρνε «ο διάολος τον πατέρα», όπως και τους τον πήρε. 

Εν κατακλείδι, καθώς η Ελληνική Γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα στον Κόσμο που διαθέτει «Αρετές», μία των οποίων είναι και η σαφήνεια, όταν ένα οποιοδήποτε κείμενο χρειάζεται «ερμηνεία», κάτι δεν πάει καλά, κάποιοι προσπαθούν κάτι να κρύψουν. Το ίδιο συμβαίνει όταν το απλούστατο και αυτονόητο, παρουσιάζεται με «παραβολές» και δεν λέγεται ευθέως, χωρίς να αφήνει την παραμικρή αμφιβολία, με αποτέλεσμα να αισθάνεται κανείς ή ότι είναι ηλίθιος ή ότι κάποιοι τον θεωρούν ηλίθιο. Έχει παρατηρήσει κανείς ότι κάθε φορά που τα βρίσκουν «σκούρα» οι επαγγελματίες ή οι ερασιτέχνες απολογητές του Χριστιανισμού, πριν ακόμη επεξεργαστούν την απάντηση αρχίζουν με τη μόνιμη φράση «δεν εννοεί αυτό» και στη συνέχεια προσπαθούν να εξηγήσουν με αρλούμπες τι «εννοεί», προκαλώντας πονοκέφαλο στον συνομιλητή τους στην προσπάθεια του να κατανοήσει το αρλουμποειδές σκεπτικό τους. 

Αλληλούϊα λοιπόν και περαστικά σας όλων υμών των Εβραιοελλήνων που καμαρώνετε κατά περίπτωση για τους ευκλεείς ημών προγόνους. 
-------------------------
* Οι παραβολάνοι ήταν ένα είδος «μπράβων» όπως θα λέγαμε σήμερα, τους οποίους στρατολογούσε η Εκκλησία της Αλεξανδρείας, κυρίως από την περιοχή του λιμανιού της, και ήταν άτομα σωματώδη και χειροδύναμα, χαμηλής πνευματικής στάθμης και νοημοσύνης, και φανατικοί βέβαια χριστιανοί, τα οποία χρησιμοποιούνταν για την αντιμετώπιση και εξάλειψη των πάσης φύσεως «αιρετικών», όπως η Υπατία η Αλεξανδρινή την οποία κατακρεούργησαν με όστρακα.
via

Pages