Ἦταν ἕνας κακὸς ἄνθρωπος, μὲ λαιμὸ χοντρὸ καὶ μάτια κοντόθωρα· καὶ τὸν ἐλέγαν ἄρχοντα Σκληρόκαρδo. Ἦταν κι ἕνας ἄλλος, μὲ πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά· καὶ τὸν ἐλέγαν ἄρχοντα Στενόμυαλo. Κι ἐζοῦσαν ὁ καθένας χωριστὰ στὴ χώρα του.
Ὁ ἕνας εἶχε τὰ πιὸ ψηλὰ δέντρα καὶ τὰ πιὸ ὄμορφα λουλούδια τῆς γῆς. Χαρούμενα πεῦκα κι ἄλικα τριαντάφυλλα, καρπερὲς ἐλιές, καὶ μυρωδάτα γαρύφαλλα, χαρὰ τ᾿ ἀνθρώπου καὶ μόνο νὰ τὰ βλέπει.
Κι ἀκόμα -ἄ! καὶ νά ῾μαστε κεῖ- κάτι Μεγάλα Δέντρα, π᾿ ἀνθίζαν καραμέλες καὶ σοκολάτες κι ὅ,τι ζαχαρωτὸ φανταστεῖς.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι σου νὰ κόψεις τὸ παραμικρό.
Ὁ ἕνας εἶχε τὰ πιὸ ψηλὰ δέντρα καὶ τὰ πιὸ ὄμορφα λουλούδια τῆς γῆς. Χαρούμενα πεῦκα κι ἄλικα τριαντάφυλλα, καρπερὲς ἐλιές, καὶ μυρωδάτα γαρύφαλλα, χαρὰ τ᾿ ἀνθρώπου καὶ μόνο νὰ τὰ βλέπει.
Κι ἀκόμα -ἄ! καὶ νά ῾μαστε κεῖ- κάτι Μεγάλα Δέντρα, π᾿ ἀνθίζαν καραμέλες καὶ σοκολάτες κι ὅ,τι ζαχαρωτὸ φανταστεῖς.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι σου νὰ κόψεις τὸ παραμικρό.
Γιατὶ ὁ Σκληρόκαρδος εἶχε κάτι ψηλοὺς φύλακες, μὲ χίλια μάτια καὶ ἑκατὸ χέρια, καὶ τὸ κάθε μάτι ἄγρυπνο κοιτοῦσε μὴν κόψει κανεὶς τίποτα ἀπ᾿ τὰ δέντρα, καὶ μὲ τὰ μακριά τους χέρια σ᾿ ἁρπάζαν καὶ σ᾿ ἀμπαροκλείδωναν στὴν πιὸ μαύρη φυλακὴ μὲ τὰ πιὸ στενὰ παράθυρα.
Κι οὔτε τὸ φῶς ξανάβλεπες, οὔτε ξανάκουγες τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν. Γιατὶ τέτοια διαταγὴ εἶχε βγάλει ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, ποὺ καθισμένος στ᾿ ὁλόχρυσο θρονί του τραγουδοῦσε δυνατὰ κάνοντας τάχα τὸν εὐτυχισμένον, κι ἂς ἦταν ὁ πιὸ δυστυχισμένος σ᾿ ὅλη τὴ γῆς, ἀφοῦ κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν ἀγαπoῦσε.
Μὰ κι ἡ καρδιά του ἦταν πάντα γεμάτη φαρμάκι, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη του ζήλια γιὰ τὰ πλούτη τοῦ γείτονά του ἄρχoντα.
Γιατὶ ὁ Στενόμυαλος, αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.
Γεμάτες οἱ ἀποθῆκες του χρυσάφια, διαμάντια, ρουμπίνια.
Καὶ μόλις ἔκανες νὰ σκάψεις λίγο τὸ χῶμα -ὤπ! ἀστράφτανε μπρός σου ὅλα τὰ ὄμορφα γυαλιστερὰ πετράδια τῆς γῆς...
Κόκκινα, πράσινα, βυσσινιά.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι νὰ πάρεις τὸ παραμικρό.
Γιατὶ ὁ Στενόμυαλος εἶχε κάτι θεόρατους στρατιῶτες μ᾿ ἑκατὸ μάτια καὶ χίλια χέρια. Καὶ τὸ κάθε χέρι ἤτανε ἕνα σπαθὶ καὶ -χράπ! σοῦ ῾κοβε ἀμέσως τὸ δικό σου τὸ χεράκι· αὐτοὶ εἴχανε χίλια, βλέπεις, καὶ δὲν τοὺς ἔμελε.
Μὰ κι ὁ πλούσιος ἄρχοντας δὲ ζοῦσε εὐτυχισμένος.
Γιατὶ φώλιαζε πάντα στὴν καρδιά του ὁ φόβος μὴ χάσει τὸ κίτρινο χρυσάφι. Κι ἡ λαχτάρα ὅλο νὰ τὸ κάνει πιὸ πολύ, ὅλο νὰ μαζεύει.
Καὶ μὲ τὸ στενὸ μυαλό του καθόταν καὶ σκεδίαζε πῶς ν᾿ ἁρπάξει τὴ χώρα τοῦ γείτονά του ἄρχοντα.
Μὲ χρῆμα ἢ μὲ στρατὸ -αὐτὸ δὲν τὸν ἔνοιαζε.
Ἔτσι ζοῦσαν οἱ δύο κακογείτονες. Κι οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ζοῦσαν κι αὐτοὶ δυστυχισμένοι. Γιατὶ οἱ κακοὶ ἄρχοντες δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ σκάψουν τὴ γῆς, νὰ φυτρώσει στάρι, νὰ ζυμώσουν ὄμορφο ψωμὶ νὰ φᾶνε. Κι οὔτε πάλι νὰ κόψουν ἀπ᾿ τὰ δέντρα.
Κι ἔτσι μέναν ἀπάνω οἱ ὄμορφοι ροδοκόκκινοι καρποί. Κι ὕστερα χλωμίαιναν, ζάρωναν καὶ πέθαιναν: γιατὶ κανεὶς ποτὲ δὲν τοὺς χαιρόταν.
Κι οὔτε τὸ φῶς ξανάβλεπες, οὔτε ξανάκουγες τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν. Γιατὶ τέτοια διαταγὴ εἶχε βγάλει ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, ποὺ καθισμένος στ᾿ ὁλόχρυσο θρονί του τραγουδοῦσε δυνατὰ κάνοντας τάχα τὸν εὐτυχισμένον, κι ἂς ἦταν ὁ πιὸ δυστυχισμένος σ᾿ ὅλη τὴ γῆς, ἀφοῦ κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν ἀγαπoῦσε.
Μὰ κι ἡ καρδιά του ἦταν πάντα γεμάτη φαρμάκι, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη του ζήλια γιὰ τὰ πλούτη τοῦ γείτονά του ἄρχoντα.
Γιατὶ ὁ Στενόμυαλος, αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.
Γεμάτες οἱ ἀποθῆκες του χρυσάφια, διαμάντια, ρουμπίνια.
Καὶ μόλις ἔκανες νὰ σκάψεις λίγο τὸ χῶμα -ὤπ! ἀστράφτανε μπρός σου ὅλα τὰ ὄμορφα γυαλιστερὰ πετράδια τῆς γῆς...
Κόκκινα, πράσινα, βυσσινιά.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι νὰ πάρεις τὸ παραμικρό.
Γιατὶ ὁ Στενόμυαλος εἶχε κάτι θεόρατους στρατιῶτες μ᾿ ἑκατὸ μάτια καὶ χίλια χέρια. Καὶ τὸ κάθε χέρι ἤτανε ἕνα σπαθὶ καὶ -χράπ! σοῦ ῾κοβε ἀμέσως τὸ δικό σου τὸ χεράκι· αὐτοὶ εἴχανε χίλια, βλέπεις, καὶ δὲν τοὺς ἔμελε.
Μὰ κι ὁ πλούσιος ἄρχοντας δὲ ζοῦσε εὐτυχισμένος.
Γιατὶ φώλιαζε πάντα στὴν καρδιά του ὁ φόβος μὴ χάσει τὸ κίτρινο χρυσάφι. Κι ἡ λαχτάρα ὅλο νὰ τὸ κάνει πιὸ πολύ, ὅλο νὰ μαζεύει.
Καὶ μὲ τὸ στενὸ μυαλό του καθόταν καὶ σκεδίαζε πῶς ν᾿ ἁρπάξει τὴ χώρα τοῦ γείτονά του ἄρχοντα.
Μὲ χρῆμα ἢ μὲ στρατὸ -αὐτὸ δὲν τὸν ἔνοιαζε.
Ἔτσι ζοῦσαν οἱ δύο κακογείτονες. Κι οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ζοῦσαν κι αὐτοὶ δυστυχισμένοι. Γιατὶ οἱ κακοὶ ἄρχοντες δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ σκάψουν τὴ γῆς, νὰ φυτρώσει στάρι, νὰ ζυμώσουν ὄμορφο ψωμὶ νὰ φᾶνε. Κι οὔτε πάλι νὰ κόψουν ἀπ᾿ τὰ δέντρα.
Κι ἔτσι μέναν ἀπάνω οἱ ὄμορφοι ροδοκόκκινοι καρποί. Κι ὕστερα χλωμίαιναν, ζάρωναν καὶ πέθαιναν: γιατὶ κανεὶς ποτὲ δὲν τοὺς χαιρόταν.
Τότες λοιπὸν ἐφύτρωσε ἕνα Μεγάλο Δέντρο, κοντὰ στὸν ψηλὸ τοῖχο ποὺ χώριζε τὴ μία χώρα ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Τὸ πρωὶ ἦταν ὥσαμε μία βέργα, τὸ μεσημέρι εἶχε γίνει ψηλὸ σὰν τὸν παπποῦ, τ᾿ ἀπογεματάκι μποροῦσες νὰ δέσεις κούνια νὰ παίξεις.
Καὶ κεῖ κατὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου βγάνει κάτι ὄμορφα κίτρινα λουλούδια καὶ ξαφνικὰ -τί ἦταν αὐτό; ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση!... Τρία ὁλόχρυσα ἀστραφτερὰ μῆλα κρεμόντουσαν ἀπ᾿ τὰ κλώνια του!
Βλέπουν ὁ Σκληρόκαρδος κι ὁ Στενόμυαλος τὴ λάμψη αὐτή, τρέχουν στὸν πιὸ ψηλὸ τοῖχο -τί νὰ δοῦν;!...
Ἡ μηλιὰ ἔχει τὶς ρίζες της στὴ χώρα τοῦ ἑνὸς καὶ τὰ κλωνιά της στ᾿ ἄλλου!...
Ε, τότες ἦταν π᾿ ἄφρισαν οἱ κακοὶ γείτονες ἀπ᾿ τὸ θυμὸ καὶ τὴ ζήλια τους.
Στὴν ἀρχὴ ἐφοβέριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μόνο μὲ λόγια:
- Ἔλα, ἂν σοῦ βαστᾶ, νὰ τὰ κόψεις!, φώναζε ὁ Στενόμυαλος στὸ Σκληρόκαρδο, γιατὶ στὴ μεριά του κρεμόντουσαν τὰ μῆλα.
- Τόλμησε ἂν μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀγγίξεις!, οὔρλιαζε ὁ Σκληρόκαρδος ποὺ στὴ δική του μεριὰ ἦταν ἡ ρίζα τοῦ δέντρου. Θὰ κόψω τὴ μηλιά, νὰ μὴν ξανακάνει μῆλα. Χά, χά!
- Εἶσαι παλιάνθρωπος!, ἄφρισε ὁ Στενόμυαλος.
- Δική μου εἶν᾿ ἡ Μηλιά... Κλέφτη!, μάνιασε ὁ Σκληρόκαρδος.
Κι ὅπως τ᾿ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι ἀπ᾿ τὸ θυμὸ σκύβει καὶ σηκώνει μία πέτρα καὶ τὴ σφεντονίζει, νὰ τὸν χτυπήσει στὸ κεφάλι, νὰ τὸν ξεκάνει. Μὰ αὐτός, σβέλτος, κάνει δίπλα καὶ τὸν περνᾶ ξυστὰ καὶ τὴ γλιτώνει.
Αὐτὸ ἦταν. Βγάζουν εὐτὺς τὶς μεγάλες τους σπάθες, ἔρχονται κι οἱ Στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ καὶ τὰ ἑκατὸ μάτια, φωνάζει κι ὁ ἄλλος τὰ φουσάτα, τοὺς φύλακες μὲ τὰ χίλια μάτια καὶ τὰ ἑκατὸ σπαθιά, κι ἀρχίζει ἕνας πόλεμος, ἕνας σκοτωμός, νὰ μὴν ἔχει τελειωμό.
Ἐκεῖ νά ῾σουνα νὰ δεῖς τὸ Σκληρόκαρδο νὰ λυσσομανᾶ, ν᾿ ἀφρίζει, τοὺς στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ νὰ πελεκοῦν, νὰ πετσοκόβουν, νὰ λιανίζουν, ὡσότου πᾶνε, πήρανε δρόμο οἱ φύλακες τοῦ δύστυχου τοῦ Στενόμυαλου.
Καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἔπιασαν, τοῦ ῾κοψαν εὐτὺς τὸ κεφάλι, τὸ ῾βαλαν ἀπάνου σ᾿ ἕνα ξύλο καὶ τὸ γύριζαν νὰ τὸ βλέπει ὁ κόσμος νὰ τοὺς φοβᾶται.
Τόσο αἷμα ἀνθρώπινο χύθηκε κείνη τὴ μέρα ποὺ οἱ στρατιῶτες βάψανε τὰ φέσια τους κόκκινα. Κι ἀπὸ τότες, ὡς τὰ σήμερα, τὸ ἴδιο χρῶμα ἔχουν.
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατὶ νίκησε, γυρνᾶ τότες νὰ δεῖ ὁ δυνατὸς Σκληρόκαρδος τὰ μῆλα, νὰ τὰ καμαρώσει, πάνω στὴ δική του πιὰ τὴ Μηλιά...
Αἴ! Ἄφαντα τὰ μῆλα!... Τρίβει, ξανατρίβει τὰ μάτια του, ζαλίζεται, πέφτει χάμου, ἀνασηκώνεται, ξανατρίβει τὰ μάτια του.
Αἴ! Ἄφαντα τὰ μῆλα!... Κι ἡ Μηλιὰ μόνη, χωρὶς λουλούδια, μὲ μαραμένα τὰ κλαδιά, μὲ ποτισμένη τὴ ρίζα της αἷμα, ἕτοιμη κι αὐτὴ νὰ μαραθεῖ, νὰ πέσει.
Τότε χαλᾶ τὸν κόσμο στὶς φωνές.
Καὶ μαζεύονται ὅλοι καὶ ψάχνουν τὸ χῶμα καὶ σκάβουν καὶ ξανασκάβουν καὶ φτάνουν ὡς τὰ σπλάχνα τῆς γῆς.
Μὰ πουθενὰ χρυσὰ μῆλα.
Τότες ὁ Σκληρόκαρδος διατάζει νὰ μαζευτοῦν ἀπ᾿ ὅλον τὸν κόσμο οἱ πιὸ ἔξυπνοι Περβολάρηδες κι οἱ πιὸ καλοὶ Χτίστες.
Καὶ ξεχωρίζει τοὺς καλύτερους καὶ τοὺς βάζει νύχτα μέρα νὰ κοιτοῦν τὴ Μηλιά, νὰ τὴν ποτίζουν νὰ τὴν κλαδεύουν καὶ νὰ τὴν μπολιάζουν, μὴ κι ἀνθίσει καὶ βγάλει πάλι μῆλα.
Καὶ τοὺς χτίστες τοὺς παίρνει καὶ τοὺς βάζει νὰ χτίσουν τὸν πιὸ γερὸ τοῖχο· κι ἀπάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι ἀπάνω στὸ κάστρο πύργους κι ἀπάνω στοὺς πύργους πoλεμίστρες.
Καὶ μέσα ἀπὸ τὶς πολεμίστρες φυλᾶνε μὲ τὰ μακριὰ κοντάρια καὶ τοὺς χρυσοὺς θώρακες ψηλοὶ στρατιῶτες μ᾿ ἄγρυπνα μάτια καὶ κοφτερὰ σπαθιά, μὴ τολμήσει κανεὶς καὶ ξεπεράσει τὸ νέο σύνoρo.
Γιατὶ τώρα ἔχει μέσα φυλαγμένη ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, τὴ δική του Μηλιά, τὴ Μηλιὰ-ποὺ-κάνει-τὰ-Χρυσὰ-Μῆλα.
Τὸ πρωὶ ἦταν ὥσαμε μία βέργα, τὸ μεσημέρι εἶχε γίνει ψηλὸ σὰν τὸν παπποῦ, τ᾿ ἀπογεματάκι μποροῦσες νὰ δέσεις κούνια νὰ παίξεις.
Καὶ κεῖ κατὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου βγάνει κάτι ὄμορφα κίτρινα λουλούδια καὶ ξαφνικὰ -τί ἦταν αὐτό; ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση!... Τρία ὁλόχρυσα ἀστραφτερὰ μῆλα κρεμόντουσαν ἀπ᾿ τὰ κλώνια του!
Βλέπουν ὁ Σκληρόκαρδος κι ὁ Στενόμυαλος τὴ λάμψη αὐτή, τρέχουν στὸν πιὸ ψηλὸ τοῖχο -τί νὰ δοῦν;!...
Ἡ μηλιὰ ἔχει τὶς ρίζες της στὴ χώρα τοῦ ἑνὸς καὶ τὰ κλωνιά της στ᾿ ἄλλου!...
Ε, τότες ἦταν π᾿ ἄφρισαν οἱ κακοὶ γείτονες ἀπ᾿ τὸ θυμὸ καὶ τὴ ζήλια τους.
Στὴν ἀρχὴ ἐφοβέριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μόνο μὲ λόγια:
- Ἔλα, ἂν σοῦ βαστᾶ, νὰ τὰ κόψεις!, φώναζε ὁ Στενόμυαλος στὸ Σκληρόκαρδο, γιατὶ στὴ μεριά του κρεμόντουσαν τὰ μῆλα.
- Τόλμησε ἂν μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀγγίξεις!, οὔρλιαζε ὁ Σκληρόκαρδος ποὺ στὴ δική του μεριὰ ἦταν ἡ ρίζα τοῦ δέντρου. Θὰ κόψω τὴ μηλιά, νὰ μὴν ξανακάνει μῆλα. Χά, χά!
- Εἶσαι παλιάνθρωπος!, ἄφρισε ὁ Στενόμυαλος.
- Δική μου εἶν᾿ ἡ Μηλιά... Κλέφτη!, μάνιασε ὁ Σκληρόκαρδος.
Κι ὅπως τ᾿ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι ἀπ᾿ τὸ θυμὸ σκύβει καὶ σηκώνει μία πέτρα καὶ τὴ σφεντονίζει, νὰ τὸν χτυπήσει στὸ κεφάλι, νὰ τὸν ξεκάνει. Μὰ αὐτός, σβέλτος, κάνει δίπλα καὶ τὸν περνᾶ ξυστὰ καὶ τὴ γλιτώνει.
Αὐτὸ ἦταν. Βγάζουν εὐτὺς τὶς μεγάλες τους σπάθες, ἔρχονται κι οἱ Στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ καὶ τὰ ἑκατὸ μάτια, φωνάζει κι ὁ ἄλλος τὰ φουσάτα, τοὺς φύλακες μὲ τὰ χίλια μάτια καὶ τὰ ἑκατὸ σπαθιά, κι ἀρχίζει ἕνας πόλεμος, ἕνας σκοτωμός, νὰ μὴν ἔχει τελειωμό.
Ἐκεῖ νά ῾σουνα νὰ δεῖς τὸ Σκληρόκαρδο νὰ λυσσομανᾶ, ν᾿ ἀφρίζει, τοὺς στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ νὰ πελεκοῦν, νὰ πετσοκόβουν, νὰ λιανίζουν, ὡσότου πᾶνε, πήρανε δρόμο οἱ φύλακες τοῦ δύστυχου τοῦ Στενόμυαλου.
Καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἔπιασαν, τοῦ ῾κοψαν εὐτὺς τὸ κεφάλι, τὸ ῾βαλαν ἀπάνου σ᾿ ἕνα ξύλο καὶ τὸ γύριζαν νὰ τὸ βλέπει ὁ κόσμος νὰ τοὺς φοβᾶται.
Τόσο αἷμα ἀνθρώπινο χύθηκε κείνη τὴ μέρα ποὺ οἱ στρατιῶτες βάψανε τὰ φέσια τους κόκκινα. Κι ἀπὸ τότες, ὡς τὰ σήμερα, τὸ ἴδιο χρῶμα ἔχουν.
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατὶ νίκησε, γυρνᾶ τότες νὰ δεῖ ὁ δυνατὸς Σκληρόκαρδος τὰ μῆλα, νὰ τὰ καμαρώσει, πάνω στὴ δική του πιὰ τὴ Μηλιά...
Αἴ! Ἄφαντα τὰ μῆλα!... Τρίβει, ξανατρίβει τὰ μάτια του, ζαλίζεται, πέφτει χάμου, ἀνασηκώνεται, ξανατρίβει τὰ μάτια του.
Αἴ! Ἄφαντα τὰ μῆλα!... Κι ἡ Μηλιὰ μόνη, χωρὶς λουλούδια, μὲ μαραμένα τὰ κλαδιά, μὲ ποτισμένη τὴ ρίζα της αἷμα, ἕτοιμη κι αὐτὴ νὰ μαραθεῖ, νὰ πέσει.
Τότε χαλᾶ τὸν κόσμο στὶς φωνές.
Καὶ μαζεύονται ὅλοι καὶ ψάχνουν τὸ χῶμα καὶ σκάβουν καὶ ξανασκάβουν καὶ φτάνουν ὡς τὰ σπλάχνα τῆς γῆς.
Μὰ πουθενὰ χρυσὰ μῆλα.
Τότες ὁ Σκληρόκαρδος διατάζει νὰ μαζευτοῦν ἀπ᾿ ὅλον τὸν κόσμο οἱ πιὸ ἔξυπνοι Περβολάρηδες κι οἱ πιὸ καλοὶ Χτίστες.
Καὶ ξεχωρίζει τοὺς καλύτερους καὶ τοὺς βάζει νύχτα μέρα νὰ κοιτοῦν τὴ Μηλιά, νὰ τὴν ποτίζουν νὰ τὴν κλαδεύουν καὶ νὰ τὴν μπολιάζουν, μὴ κι ἀνθίσει καὶ βγάλει πάλι μῆλα.
Καὶ τοὺς χτίστες τοὺς παίρνει καὶ τοὺς βάζει νὰ χτίσουν τὸν πιὸ γερὸ τοῖχο· κι ἀπάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι ἀπάνω στὸ κάστρο πύργους κι ἀπάνω στοὺς πύργους πoλεμίστρες.
Καὶ μέσα ἀπὸ τὶς πολεμίστρες φυλᾶνε μὲ τὰ μακριὰ κοντάρια καὶ τοὺς χρυσοὺς θώρακες ψηλοὶ στρατιῶτες μ᾿ ἄγρυπνα μάτια καὶ κοφτερὰ σπαθιά, μὴ τολμήσει κανεὶς καὶ ξεπεράσει τὸ νέο σύνoρo.
Γιατὶ τώρα ἔχει μέσα φυλαγμένη ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, τὴ δική του Μηλιά, τὴ Μηλιὰ-ποὺ-κάνει-τὰ-Χρυσὰ-Μῆλα.
T᾿ Ἀρχοντόπουλα
Ὕστερα γέννησε ἡ γυναίκα τοῦ Σκληρόκαρδου κι ἔκανε ἕναν γιό. Κι ἔτυχε τὴν ἴδια μέρα νὰ γεννήσει κι ἡ γυναίκα τοῦ Στενόμυαλου καὶ νὰ κάνει κι αὐτὴ γιό.
Σὰν μεγάλωσαν, ὁ ἕνας εἶχε πιὸ χοντρὸ λαιμὸ καὶ πιὸ ἄγρια μάτια ἀπὸ τὸν πατέρα του.
Καὶ τὸν εἶπαν κι αὐτὸν Σκληρόκαρδο.
Κι ὁ ἄλλος, αὐτὸς εἶχε ἀκόμα πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά.
Καὶ τὸν εἶπαν ἄρχοντα Στενόμυαλον...
Καὶ μόλις πάτησε τὰ δεκαεφτά, ὁ νέος Σκληρόκαρδος βγάζει τὸ γέρο πατέρα του ἀπὸ τὸ θρόνο, τὸν κλείνει γερὰ καὶ σφαλιχτὰ στὴν πιὸ μαύρη φυλακὴ καὶ γίνεται Ἄρχοντας αὐτός.
Καὶ τὴν ἴδια μέρα, βγάζει κι ἡ μάνα τοῦ Στενόμυαλου τὸ ματοβαμμένο χρυσὸ δαχτυλίδι τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ τὸ φορά.
Ἔτσι ἔγινε κι αὐτὸς Ἄρχοντας.
Τώρα οἱ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο δὲν τολμοῦσαν νὰ κόψουν τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὰ δέντρα ἢ νὰ σκάψουν μὲ τὴν τσάπα τους τὴ γῆς, μὰ καὶ μόνο νὰ ποῦν ὅ,τ᾿ εἶχαν στὴν καρδιὰ καὶ στὸ μυαλό τους.
Γιατὶ οἱ δύο νέοι ἄρχοντες ἔχουν κατάσκοπους σ᾿ ὅλη τὴ χώρα.
Καὶ κὶχ νά ῾κανες, σοῦ ῾κοβαν τὸ κεφάλι.
Ὕστερα βγῆκε ἕνας λόγος, ποὺ ῾λέγε πὼς ἡ Χρυσὴ Μηλιὰ θ᾿ ἀνθίσει καὶ θὰ κάνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα σὲ τρία χρόνια. Καὶ πὼς ὅποιος βρεθεῖ τὴ βλογημένη κείνη ὥρα κοντά της καὶ κόψει τὰ Χρυσὰ Μῆλα, αὐτὸς θὰ ἐξουσιάζει μὲ τὸ σπαθί του καὶ τὶς δύο χῶρες.
Κι ὁ κόσμος -τότες- θὰ ζεῖ εὐτυχισμένος.
Μόλις τ᾿ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ δύο Ἄρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σὰν τὸ φλουρὶ -ὁ ἕνας ἀπὸ φόβο, ὁ ἄλλος ἀπὸ ἔχθρητα καὶ ζήλια.
Κι ἀρχίζει τότες καὶ ῾τοιμάζεται ὁ Νέος Στενόμυαλος κρυφά, νὰ πάρει πίσω τὰ Χρυσὰ Μῆλα ποὺ μὲ τὸν παλιὸ τοῖχο ἦταν στὴ δική του μεριά.
Κι ὁ Σκληρόκαρδος, αὐτὸς δὲν κοιμᾶται πιὰ ἀπὸ τὸ φόβο του μὴν τοῦ πάρουν τὰ Χρυσὰ Μῆλα· γιατὶ μὲ τὸν παλιὸ τοῖχο μονάχα ἡ ρίζα τοῦ δέντρου ἦταν στὴ δική του τὴ μεριά.
Βγάζει λοιπὸν διαλαλητὴ καὶ φωνάζει τοὺς πιὸ καλοὺς μαστόρους ἀπ᾿ ὅλες τὶς χῶρες.
Καὶ μὲ τὴν προσταγή του κόβουν οἱ ξυλοκόποι τὶς καρπερὲς ἐλιὲς νὰ σιάξουν Φράχτες. Κι οἱ μαραγκοὶ πριονίζουν τὰ ὄμορφα πεῦκα καὶ σιάχνουν χοντρὲς πόρτες. Κι οἱ σιδεράδες λιώνουν τὸ σκληρὸ σίδερο καὶ σιάχνουν μεγάλες ἀμπάρες καὶ χοντρὰ Καρφιά. Κι οἱ χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα καὶ χτίζουν κάστρα, πύργους, πολεμίστρες. Καὶ στὸ τέλος γυρίζουν καὶ τὸ ποτάμι, ποὺ πότιζε τὴ χώρα, καὶ τὸ φέρνουν νὰ περνᾶ πλατὺ κι ἀφρισμένο μπρὸς ἀπὸ τ᾿ ἄπαρτο κάστρο ποὺ φυλάγει μέσα ὁ Ἄρχοντας τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά.
Μὰ ὁ πονηρὸς Στενόμυαλος αὐτὸς φωνάζει ξένους τεχνίτες ποὺ δουλεύουνε μόνο τὴ νύχτα.
Κρυμμένοι σ᾿ ἕνα βαθὺ λαγούμι, σαράντα μπόγια κάτ᾿ ἀπ᾿ τὴ γῆς, κρυφὰ μαστορεύουν καὶ ζητᾶνε νὰ βροῦνε νέες τέχνες, τὸν ἄπαρτο τὸν πύργο νὰ γκρεμίσουν καὶ τὸ παλιὸ τὸ σύνορο ἄκοπα νὰ διαβoῦν.
Καὶ ξοδεύει τὸ χρυσάφι ὁ Στενόμυαλος καὶ σκορπᾶ τὸ μαργαριτάρι καὶ σὲ λίγο ἀδειάζουν ὅλες οἱ ἀποθῆκες ποὺ ἀπ᾿ τὸν καιρὸ τοῦ πατέρα του ἦταν γεμάτες.
Κι οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε ἀκόμα πιὸ δυστυχισμένoι.
Γιατὶ τὰ πουλάκια φύγαν ἀπ᾿ τὰ δάση· καὶ τὰ τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως τὸ κελάηδημα τoυς· καὶ τὰ παιδιὰ εἶναι ἀδύνατα καὶ πολὺ χλωμά· κι οἱ καρπερὲς ἐλιὲς κείτονται κομμένες στὸ χῶμα...
Κι ὅσοι δὲν εἶναι στρατιῶτες, δουλεύουν μόνο γιὰ νὰ γεμίζει τὶς ἀποθῆκες καὶ νὰ ξοδεύει ὁ ἕνας ἄρχοντας, ἢ γιὰ νὰ χτίζει ψηλὰ κάστρα ὁ ἄλλoς.
Καὶ μία μέρα ἀκούγεται ἕνα φοβερὸ ποδοβολητὸ καὶ τρέμει ἡ γῆς καὶ σιοῦνται συθέμελα τὰ Κάστρα. Κι οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ πετιοῦνται πάνω τρομαγμένοι καὶ τί νὰ δoῦν!...
Ἕνα μεγάλο σύννεφο ν᾿ ἁπλώνεται, ὥσπου φτάνει τὸ μάτι σου, κι ὅλο νὰ θολώνει καὶ ν᾿ ἀντριεύεται.
Κι ἔρχεται εὐτὺς ὁ Σκληρόκαρδoς. Καὶ βαροῦνε οἱ σάλπιγγες· κι αὐτὸς καβάλα ἀπάνω στ᾿ ὁλόλευκο ἄτι του, ποὺ δαγκάνει τὰ σίδερα καὶ χλιμιντρᾶ νὰ πολεμήσει, προχωρᾶ καταπάνου στὸ σύννεφο νὰ δεῖ.
Καὶ ξαφνικὰ ἀστράφτουν χίλιες ἀστραπὲς καὶ πέφτουν χίλιοι κεραυνοὶ κι ἀντιβουίζουνε βουνὰ καὶ κάμποι. Καὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ π᾿ ἄστραψε ἀπ᾿ τὸν κουρνιαχτό, φαίνουνται γιὰ πρώτη φορὰ οἱ σημαῖες καὶ τὰ μπαϊράκια τ᾿ ἄρχοντα Στενόμυαλου.
Καὶ ξανατρέμει ἡ γῆς καὶ σκοτεινιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ κρύβεται ὁ ἥλιος...
Κι ἀρχίζουν μέσα σ᾿ ἕνα βουερὸ κι ἀπαίσιο μούγκρισμα νὰ σφυρίζουν καὶ νά ῾ρχουνται καταπάνου στὸ κάστρο μπάλες ἀπὸ καυτὸ σίδερο.
Καὶ τινάζουν τοὺς πύργους στὸν ἀγέρα, καὶ πέφτουν οἱ τοῖχοι σὲ συντρίμμια, κι οὐρλιάζουν οἱ στρατιῶτες, ποὺ τὸ καυτὸ μολύβι τοὺς θερίζει τὰ ποδάρια, τοὺς κόβει κορμιά, τοὺς σφάζει ζωντανούς.
Καὶ τὸ ποτάμι γίνεται κόκκινο ἀπ᾿ τὸ πολὺ γαῖμα, κι ἀφρίζει θυμωμένο τὸν ὁλοκόκκινον ἀφρὸ κι ὁρμᾶ νὰ πνίξει τ᾿ ἄλογα καὶ τὰ κανόνια καὶ τὴν κόκκινη ἀπ᾿ τὸ αἷμα μηλιὰ ποὺ κάνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα.
Τρέχουν εὐτὺς οἱ μυριάδες στρατός, μ᾿ ἀμέτρητους κουβᾶδες, σκύβουν στ᾿ ἀφρισμένο τὸ ποτάμι, κι ἀδειάζουν στ᾿ ἄσπλαχνο διψασμένο χῶμα τὸ κόκκινο αἷμα.
Κι ἀπὸ τότες, ὁ παλιὸς ἀνθισμένος κάμπος ἔχει παντοῦ κόκκινο χῶμα. Καὶ κανένα λουλούδι δὲ φυτρώνει. Οὔτε δέντρο. Κι οὔτε πουλὶ δὲν περνᾶ ψηλὰ στὸν οὐρανό...
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατὶ νίκησε, τρέχει ὁ Νέος Στενόμυαλος πάνω στ᾿ ὁλόμαυρο ἄτι του, περνᾶ τὸ κόκκινο ποτάμι, βρίσκει τὸ σκοτωμένο Σκληρόκαρδο, τοῦ κόβει τὸ κεφάλι, καὶ πάει καὶ τὸ κρεμᾶ στὴ ματοβαμμένη Μηλιά.
Κι ἔτσι πῆρε ἐκδίκηση...
Ἀλλ᾿ ἄδικα περιμένει νὰ πάρει καὶ τὰ Χρυσὰ Μῆλα.
Περνᾶνε χίλιες μέρες, ἑκατὸ βδομάδες, πενήντα χρόνια, βγάζει ψαρὰ γένια κι ἄσπρα μαλλιά, ὅμως ὄχι, δὲν ἀνθίζει γι᾿ αὐτὸν ἡ Μηλιά.
Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες. Καὶ τοὺς βάζει νὰ σκάβουν βαθιὰ λαγούμια, πέρα ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ Μηλιά.
Ὕστερα, ξεζεύει μόνος του τὰ χίλια ἄλογα ποὺ ῾σέρναν τὰ κανόνια καὶ τὰ στήνει ὅλα μαζί, γυρισμένα καταπάνου στὴ χώρα τοῦ νικημένου Σκληρόκαρδου...
Καὶ μὲ τὰ κανόνια καὶ μὲ τὰ λαγούμια, πιστεύει πὼς ἔκλεισε μέσα καὶ τὴ χρυσή του τύχη.
Γιατὶ ἂν ἀνθίσει ἡ Μηλιά, μὲς στὴ δική του χώρα θὰ κάνει τὰ μῆλα, γιὰ τοὺς δικούς του μονάχα τοὺς γιούς, τ᾿ ἀρχοντόπουλα.
Σὰν μεγάλωσαν, ὁ ἕνας εἶχε πιὸ χοντρὸ λαιμὸ καὶ πιὸ ἄγρια μάτια ἀπὸ τὸν πατέρα του.
Καὶ τὸν εἶπαν κι αὐτὸν Σκληρόκαρδο.
Κι ὁ ἄλλος, αὐτὸς εἶχε ἀκόμα πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά.
Καὶ τὸν εἶπαν ἄρχοντα Στενόμυαλον...
Καὶ μόλις πάτησε τὰ δεκαεφτά, ὁ νέος Σκληρόκαρδος βγάζει τὸ γέρο πατέρα του ἀπὸ τὸ θρόνο, τὸν κλείνει γερὰ καὶ σφαλιχτὰ στὴν πιὸ μαύρη φυλακὴ καὶ γίνεται Ἄρχοντας αὐτός.
Καὶ τὴν ἴδια μέρα, βγάζει κι ἡ μάνα τοῦ Στενόμυαλου τὸ ματοβαμμένο χρυσὸ δαχτυλίδι τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ τὸ φορά.
Ἔτσι ἔγινε κι αὐτὸς Ἄρχοντας.
Τώρα οἱ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο δὲν τολμοῦσαν νὰ κόψουν τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὰ δέντρα ἢ νὰ σκάψουν μὲ τὴν τσάπα τους τὴ γῆς, μὰ καὶ μόνο νὰ ποῦν ὅ,τ᾿ εἶχαν στὴν καρδιὰ καὶ στὸ μυαλό τους.
Γιατὶ οἱ δύο νέοι ἄρχοντες ἔχουν κατάσκοπους σ᾿ ὅλη τὴ χώρα.
Καὶ κὶχ νά ῾κανες, σοῦ ῾κοβαν τὸ κεφάλι.
Ὕστερα βγῆκε ἕνας λόγος, ποὺ ῾λέγε πὼς ἡ Χρυσὴ Μηλιὰ θ᾿ ἀνθίσει καὶ θὰ κάνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα σὲ τρία χρόνια. Καὶ πὼς ὅποιος βρεθεῖ τὴ βλογημένη κείνη ὥρα κοντά της καὶ κόψει τὰ Χρυσὰ Μῆλα, αὐτὸς θὰ ἐξουσιάζει μὲ τὸ σπαθί του καὶ τὶς δύο χῶρες.
Κι ὁ κόσμος -τότες- θὰ ζεῖ εὐτυχισμένος.
Μόλις τ᾿ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ δύο Ἄρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σὰν τὸ φλουρὶ -ὁ ἕνας ἀπὸ φόβο, ὁ ἄλλος ἀπὸ ἔχθρητα καὶ ζήλια.
Κι ἀρχίζει τότες καὶ ῾τοιμάζεται ὁ Νέος Στενόμυαλος κρυφά, νὰ πάρει πίσω τὰ Χρυσὰ Μῆλα ποὺ μὲ τὸν παλιὸ τοῖχο ἦταν στὴ δική του μεριά.
Κι ὁ Σκληρόκαρδος, αὐτὸς δὲν κοιμᾶται πιὰ ἀπὸ τὸ φόβο του μὴν τοῦ πάρουν τὰ Χρυσὰ Μῆλα· γιατὶ μὲ τὸν παλιὸ τοῖχο μονάχα ἡ ρίζα τοῦ δέντρου ἦταν στὴ δική του τὴ μεριά.
Βγάζει λοιπὸν διαλαλητὴ καὶ φωνάζει τοὺς πιὸ καλοὺς μαστόρους ἀπ᾿ ὅλες τὶς χῶρες.
Καὶ μὲ τὴν προσταγή του κόβουν οἱ ξυλοκόποι τὶς καρπερὲς ἐλιὲς νὰ σιάξουν Φράχτες. Κι οἱ μαραγκοὶ πριονίζουν τὰ ὄμορφα πεῦκα καὶ σιάχνουν χοντρὲς πόρτες. Κι οἱ σιδεράδες λιώνουν τὸ σκληρὸ σίδερο καὶ σιάχνουν μεγάλες ἀμπάρες καὶ χοντρὰ Καρφιά. Κι οἱ χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα καὶ χτίζουν κάστρα, πύργους, πολεμίστρες. Καὶ στὸ τέλος γυρίζουν καὶ τὸ ποτάμι, ποὺ πότιζε τὴ χώρα, καὶ τὸ φέρνουν νὰ περνᾶ πλατὺ κι ἀφρισμένο μπρὸς ἀπὸ τ᾿ ἄπαρτο κάστρο ποὺ φυλάγει μέσα ὁ Ἄρχοντας τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά.
Μὰ ὁ πονηρὸς Στενόμυαλος αὐτὸς φωνάζει ξένους τεχνίτες ποὺ δουλεύουνε μόνο τὴ νύχτα.
Κρυμμένοι σ᾿ ἕνα βαθὺ λαγούμι, σαράντα μπόγια κάτ᾿ ἀπ᾿ τὴ γῆς, κρυφὰ μαστορεύουν καὶ ζητᾶνε νὰ βροῦνε νέες τέχνες, τὸν ἄπαρτο τὸν πύργο νὰ γκρεμίσουν καὶ τὸ παλιὸ τὸ σύνορο ἄκοπα νὰ διαβoῦν.
Καὶ ξοδεύει τὸ χρυσάφι ὁ Στενόμυαλος καὶ σκορπᾶ τὸ μαργαριτάρι καὶ σὲ λίγο ἀδειάζουν ὅλες οἱ ἀποθῆκες ποὺ ἀπ᾿ τὸν καιρὸ τοῦ πατέρα του ἦταν γεμάτες.
Κι οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε ἀκόμα πιὸ δυστυχισμένoι.
Γιατὶ τὰ πουλάκια φύγαν ἀπ᾿ τὰ δάση· καὶ τὰ τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως τὸ κελάηδημα τoυς· καὶ τὰ παιδιὰ εἶναι ἀδύνατα καὶ πολὺ χλωμά· κι οἱ καρπερὲς ἐλιὲς κείτονται κομμένες στὸ χῶμα...
Κι ὅσοι δὲν εἶναι στρατιῶτες, δουλεύουν μόνο γιὰ νὰ γεμίζει τὶς ἀποθῆκες καὶ νὰ ξοδεύει ὁ ἕνας ἄρχοντας, ἢ γιὰ νὰ χτίζει ψηλὰ κάστρα ὁ ἄλλoς.
Καὶ μία μέρα ἀκούγεται ἕνα φοβερὸ ποδοβολητὸ καὶ τρέμει ἡ γῆς καὶ σιοῦνται συθέμελα τὰ Κάστρα. Κι οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ πετιοῦνται πάνω τρομαγμένοι καὶ τί νὰ δoῦν!...
Ἕνα μεγάλο σύννεφο ν᾿ ἁπλώνεται, ὥσπου φτάνει τὸ μάτι σου, κι ὅλο νὰ θολώνει καὶ ν᾿ ἀντριεύεται.
Κι ἔρχεται εὐτὺς ὁ Σκληρόκαρδoς. Καὶ βαροῦνε οἱ σάλπιγγες· κι αὐτὸς καβάλα ἀπάνω στ᾿ ὁλόλευκο ἄτι του, ποὺ δαγκάνει τὰ σίδερα καὶ χλιμιντρᾶ νὰ πολεμήσει, προχωρᾶ καταπάνου στὸ σύννεφο νὰ δεῖ.
Καὶ ξαφνικὰ ἀστράφτουν χίλιες ἀστραπὲς καὶ πέφτουν χίλιοι κεραυνοὶ κι ἀντιβουίζουνε βουνὰ καὶ κάμποι. Καὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ π᾿ ἄστραψε ἀπ᾿ τὸν κουρνιαχτό, φαίνουνται γιὰ πρώτη φορὰ οἱ σημαῖες καὶ τὰ μπαϊράκια τ᾿ ἄρχοντα Στενόμυαλου.
Καὶ ξανατρέμει ἡ γῆς καὶ σκοτεινιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ κρύβεται ὁ ἥλιος...
Κι ἀρχίζουν μέσα σ᾿ ἕνα βουερὸ κι ἀπαίσιο μούγκρισμα νὰ σφυρίζουν καὶ νά ῾ρχουνται καταπάνου στὸ κάστρο μπάλες ἀπὸ καυτὸ σίδερο.
Καὶ τινάζουν τοὺς πύργους στὸν ἀγέρα, καὶ πέφτουν οἱ τοῖχοι σὲ συντρίμμια, κι οὐρλιάζουν οἱ στρατιῶτες, ποὺ τὸ καυτὸ μολύβι τοὺς θερίζει τὰ ποδάρια, τοὺς κόβει κορμιά, τοὺς σφάζει ζωντανούς.
Καὶ τὸ ποτάμι γίνεται κόκκινο ἀπ᾿ τὸ πολὺ γαῖμα, κι ἀφρίζει θυμωμένο τὸν ὁλοκόκκινον ἀφρὸ κι ὁρμᾶ νὰ πνίξει τ᾿ ἄλογα καὶ τὰ κανόνια καὶ τὴν κόκκινη ἀπ᾿ τὸ αἷμα μηλιὰ ποὺ κάνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα.
Τρέχουν εὐτὺς οἱ μυριάδες στρατός, μ᾿ ἀμέτρητους κουβᾶδες, σκύβουν στ᾿ ἀφρισμένο τὸ ποτάμι, κι ἀδειάζουν στ᾿ ἄσπλαχνο διψασμένο χῶμα τὸ κόκκινο αἷμα.
Κι ἀπὸ τότες, ὁ παλιὸς ἀνθισμένος κάμπος ἔχει παντοῦ κόκκινο χῶμα. Καὶ κανένα λουλούδι δὲ φυτρώνει. Οὔτε δέντρο. Κι οὔτε πουλὶ δὲν περνᾶ ψηλὰ στὸν οὐρανό...
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατὶ νίκησε, τρέχει ὁ Νέος Στενόμυαλος πάνω στ᾿ ὁλόμαυρο ἄτι του, περνᾶ τὸ κόκκινο ποτάμι, βρίσκει τὸ σκοτωμένο Σκληρόκαρδο, τοῦ κόβει τὸ κεφάλι, καὶ πάει καὶ τὸ κρεμᾶ στὴ ματοβαμμένη Μηλιά.
Κι ἔτσι πῆρε ἐκδίκηση...
Ἀλλ᾿ ἄδικα περιμένει νὰ πάρει καὶ τὰ Χρυσὰ Μῆλα.
Περνᾶνε χίλιες μέρες, ἑκατὸ βδομάδες, πενήντα χρόνια, βγάζει ψαρὰ γένια κι ἄσπρα μαλλιά, ὅμως ὄχι, δὲν ἀνθίζει γι᾿ αὐτὸν ἡ Μηλιά.
Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες. Καὶ τοὺς βάζει νὰ σκάβουν βαθιὰ λαγούμια, πέρα ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ Μηλιά.
Ὕστερα, ξεζεύει μόνος του τὰ χίλια ἄλογα ποὺ ῾σέρναν τὰ κανόνια καὶ τὰ στήνει ὅλα μαζί, γυρισμένα καταπάνου στὴ χώρα τοῦ νικημένου Σκληρόκαρδου...
Καὶ μὲ τὰ κανόνια καὶ μὲ τὰ λαγούμια, πιστεύει πὼς ἔκλεισε μέσα καὶ τὴ χρυσή του τύχη.
Γιατὶ ἂν ἀνθίσει ἡ Μηλιά, μὲς στὴ δική του χώρα θὰ κάνει τὰ μῆλα, γιὰ τοὺς δικούς του μονάχα τοὺς γιούς, τ᾿ ἀρχοντόπουλα.
Ὁ Σπιθοβολάκης
Ὕστερα, ἂν πεῖς πὼς δὲ γέννησε πάλι ἡ Ἀρχόντισσα, θὰ ῾λεγες ἕν᾿ ἄσκημο ψέμα. Γιατὶ κι οἱ δύο Ἀρχόντισσες γεννούσανε ὅλο ἀγόρια, τό ῾να πιὸ ἄγριο καὶ πιὸ κακὸ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο...
Καὶ κάθε ἕνας τους, ἤθελε γιὰ δική του μονάχα τὴ Μηλιά. Ἔκανε λοιπὸν νέον Πόλεμο νὰ τὴν πάρει πίσω. Κι ὁ ἄλλος -αὐτὸς ἔκανε πόλεμο, νὰ τὴ φυλάξει.
Καὶ κάθε φορὰ λέγανε ψέματα -πὼς ὅλο καὶ θ᾿ ἀνθίσει ἡ Μηλιά, ὅλο καὶ θὰ κάνει τὰ ὄμορφα χρυσαφιὰ λουλούδια της. Καὶ πὼς τότες ὁ κόσμος θὰ ζεῖ εὐτυχισμένος...
Ὅμως ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη Πείνα, κι ἡ πιὸ φοβερὴ Δίψα -ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦμε ἀπάνω στὴ γῆς.
Οἱ ἀνθρῶποι τρώγαν καὶ ποντίκια καὶ γάτες· καὶ γιὰ νὰ πιοῦνε νερὸ ἁπλῶναν στὴ γῆς ἀπάνω κουβάδες καὶ ντενεκέδες, κι ὅ,τι ἄλλο εἶχαν, μὴ ρίξει ὁ οὐρανὸς καμιὰ στάλα νά ῾χουν νὰ πιοῦν.
Ἔ, τότες λοιπόν, μία καλομοίρα Γριά, εἶχε ψάξει χίλιες φορὲς τὴν ἀποθήκη της μὴ βρεῖ μία σταλίτσα ἀλεύρι, νὰ ψήσει ψωμί.
Καὶ λέει: «βρὲ δὲν πάω νὰ ψάξω μίαν ἀκόμα;» Κι ἀδειάζει, ποὺ λέτε, ὅλα της τὰ σακιὰ καὶ στὸ τελευταῖο βρίσκει μία χουφτίτσα ἀλεύρι...
Ἐκεῖ νὰ δεῖς χαρὰ τὴ Γριά: καὶ τ᾿ αὐτιά της γελούσανε! Πιάνει γλήγορα γλήγορα καὶ τὸ ζυμώνει καὶ τὸ πλάθει καὶ σιάχνει ἕνα κουλουράκι καὶ τὸ σκεπάζει μὲ τὴν κάπα της ὄμορφα ὄμορφα, νὰ ζεσταθεῖ, νὰ φουσκώσει.
Τώρα, ἡ Γριούλα αὐτὴ εἶχε δεκατρία παιδιά, καὶ τῆς εἶχαν πεθάνει ὅλα στὸν πόλεμο. Κι ὁ πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια, καὶ κάθε χρόνο ἔχανε κι ἕνα παιδί, κι ἔτσι τῆς ἔμεινε μόνο τὸ τελευταῖο, ποὺ τὸ λέγανε Σπιθοβολάκη.
Αὐτὸς ἦταν τὸ πιὸ καλὸ παιδὶ τῆς γειτονιᾶς· μὰ τί τὰ θές, ἦταν καὶ λίγο σκανταλιάρικο... Κείνη τὴ μέρα εἶχε χωθεῖ στὸ πιθαράκι μὲ τὸ λάδι, ἔτσι γιὰ νὰ πεταχτεῖ ἀπὸ μέσα τὴν ὥρα ποὺ θὰ τρώγανε καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ γελάσουν.
Μὰ σὰν εἶδε τὸ κουλουράκι -ὤπ! δίνει μία, καὶ νὰ τὸν ἔξω ἀπ᾿ τὸ πιθάρι!... Τσίμπα ἀπὸ δῶ, τσίμπα ἀπὸ κεῖ, ἔφαγε δίχως νὰ τὸ καταλάβει ὅλο τὸ ζυμάρι...
Τί νὰ κάνει τότε; Κάθεται, παίρνει χῶμα, σιάχνει λάσπη, πλάθει ἕνα ὁλόιδιο κουλουράκι, τὸ πασπαλίζει μὲ τὴν ἀλευρόσκονη πού ῾χε μείνει, καὶ -τσούπ! ξανατρυπώνει στὸ πιθαράκι...
Ἔρχεται ὁ Γέρος κι ἡ Γριὰ νὰ φᾶνε κι ἀρχίζουν τὶς φωνές.
- Σπιθοβολάκη!... Ποῦ ῾σαι, βρὲ Σπιθοβολάκη;... Ἔλα, ἔλα νὰ φᾶς!...
Σὰν εἶδαν κι ἀπόειδαν ποὺ δὲν ἐρχόταν ὁ προκομμένος ὁ γιός τους, κάθονται νὰ φᾶνε.
Πιάνει ὁ Γέρος τὸ κουλουράκι, τὸ δαγκώνει...
- Χάι, χάι! T᾿ εἶν᾿ αὐτό... Φτού! Χαφτού!
Κι ἀρχίζει τὰ γέλια τότες ὁ Σπιθοβολάκης μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ πιθαράκι, καὶ ψάχνουν αὐτοὶ θυμωμένοι νὰ τὸν βροῦν κι ἀπὸ δῶ τὸν ἔχουν, ἀπὸ κεῖ τοὺς φεύγει.
Κι ἀπὸ τὰ πολλὰ τὰ γέλια παίρνει δρόμο, μαζὶ μὲ τὸ πιθάρι... Καὶ βλέπει ἡ Γριὰ ἕνα κοτζὰμ πιθάρι νὰ τὸ σκάει ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ καταλαβαίνει πὼς κάποια διαολιὰ θά ῾ναι πάλι τοῦ Σπιθοβολάκη καὶ πιάνει τὴ σκούπα κι ἀρχινᾶ νὰ τὸν κυνηγᾶ.
Τρέχει, τρέχει ὁ Σπιθοβολάκης μέσα ἀπὸ τὸ πιθάρι. Κι ἔχει βγάλει ὄξω τὰ ποδάρια του, μὰ τὸ κεφάλι του μεγάλωσε ἀπ᾿ τὰ πολλὰ γέλια καὶ δὲ βγαίνει...
Τέλος φτάνει κοντὰ στὴ Χρυσὴ Μηλιά, δίνει μιὰ τοῦ πιθαριοῦ στὸν κορμό, τὸ σπᾶ καὶ λευτερώνεται. Μὰ ἡ μάνα του τὸν ἔχει φτάσει κι ἁπλώνει τὸ χέρι της -ἄπ!... νὰ τὸν τσακώσει.
- Μηλιά, μηλιά, ἀνέβασ᾿ μὲ ψηλά! λέει τότες ὁ Σπιθοβολάκης.
Κι εὐτύς, σκύβει ἡ Μηλιά, κι ὡσότου κλείσει ἡ μάνα του τὰ χέρια της, νὰ τὸν ὁ Σπιθοβολάκης ψηλά, πάvω στὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς καὶ χοροπηδᾶ καὶ σκάει στὰ γέλια!...
Καὶ βγάζει ἕνα σκοινὶ πού ῾χε δεμένο στὴ μέση του καὶ δένει μία ψηλὴ κούνια κι ἀρχινᾶ τὸ γέλιο καὶ τὸ ξεφωνητὸ καὶ τὸ τραγούδι...
Κι ἡ γριούλα μία φοβᾶται μὴ τῆς πέσει, μία τὴν πιάνουν τὰ γέλια μὲ τὴ διαολιὰ καὶ τὸ κέφι τοῦ γιοῦ της.
Ἡ Μηλιὰ χαίρεται κι αὐτὴ κι ἀναγαλλιάζει, ἕνα παιδὶ σκαρφαλωμένο ἀπάνω της νὰ παίζει καὶ νὰ τραγουδᾶ...
Ἡ καρδιὰ τῆς χτυπᾶ χαρούμενη· καὶ ξεχνᾶ τὸ πηχτὸ κόκκινο γαῖμα ποὺ τὴν πότιζαν οἱ Κακοὶ Ἄρχoντες.
Κι ὁ Ἥλιος χαίρεται κι αὐτὸς ποὺ εἶδε τὴ χαρακαμένη μανούλα νὰ γελάσει. Καὶ λίγο πρὶν δύσει, στέλνει τὶς τρεῖς πιὸ ὄμορφες ἀχτίνες του, νὰ τοὺς κρατήσουν συντροφιά, νὰ παίζουν κι ὅταν θὰ σκοτεινιάσει.
Μὰ ξαφνικὰ -τί ἦταν αὐτό;... -οἱ τρεῖς φωτεινὲς ἠλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιὰ ὄμορφα λoυλoύδια. Ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση! Καὶ -νὰ τά!... τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα λάμπουν μέσα στὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς.
- Σπιθοβολάκη μου! Σπιθοβολάκη, φωνάζει τότες ἡ Γριoύλα. Κόψε, κόψε τὰ Χρυσὰ Μῆλα!
- Θὰ μοῦ τὰ δώσεις ἂν κατέβω; λέει ὁ Σπιθoβoλάκης.
- Ναί, γιόκα μoυ.
- Καὶ δὲ θὰ μὲ δείρεις γιὰ τὸ κουλουράκι; ξαναρωτᾶ τὸ σκανταλιάρικο.
- Ὄχι, γιόκα μoυ.
- Ἔ, τότες γιατί νὰ κατέβω; Ἄσε νὰ τελειώσω πρῶτα τὴν κούνια μoυ!... Xόπ!... Καὶ ξεκαρδίζεται νὰ γελᾶ, ὅπως πετᾶ -ὄπλα, λὰ κάτω ἀπὸ τὴν Μηλιὰ τὰ χρυσὰ τὰ Μῆλα.
- Σπιθοβολάκη, Σπιθοβολάκη, λέει τότες ἡ Μανούλα τoυ. Δῶς μου τὰ Χρυσὰ τὰ Μῆλα κι ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὴν πιὸ Χρυσὴν Εὐχὴ τῆς Μανoύλας. Τότες ὁ Σπιθοβολάκης ἀφήνει γλήγορα τὸ παιχνίδι, σκαρφαλώνει εὐτὺς πιὸ ψηλὰ καὶ ρίχνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα στὴ γλυκιά του Μανούλα. Κι ἐκείνη τοῦ λέει ψιθυριστά, στὸ μικρὸ ἔξυπνο αὐτάκι του, μία Μαγικὴ Λέξη, τρεῖς φορές: «Εἰρήνη-Εἰρήνη-Εἰρήνη».
Καὶ κρατοῦσε στὰ χέρια της τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα ποὺ θὰ φέρναν στὸν κόσμο τὴν εὐτυχία.
Ξανασκαρφαλώνει τότες ὁ Σπιθοβολάκης πολὺ ψηλά, πάνω στὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά. Κι ἀρχίζει νὰ φωνάζει, μὲ μία φωνὴ ποὺ λυγίζανε τὰ δέντρα ἀπ᾿ τὴν ἀνάσα πού ῾βγαζε κάθε φoρά.
Καὶ τὸν ἀκοῦν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ζοῦσαν χωριστὰ στὴ χώρα τοῦ τελευταίου Σκληρόκαρδου καὶ τοῦ τελευταίου Στενόμυαλου κι ἔρχουνται εὐτὺς νὰ δοῦν τί τρέχει.
- Παιδιά, λέει τότες μὲ τὴ βροντερή του φωνὴ ὁ παλικαρὰς ὁ Σπιθοβολάκης, ἡ Μηλιὰ ἄνθισε, γιατὶ νὰ κάνουμε πόλεμο γιὰ τὰ Χρυσὰ Μῆλα;... Ἡ Μηλιὰ ἄνθισε, κι ὅλοι οἱ Σκληρόκαρδοι κι ὅλοι οἱ Στενόμυαλοι μήτε τὸ πῆραν χαμπάρι, οὔτε τὴ Χρυσὴν Εὐχὴ τῆς Μανούλας ἔχουν μαζί τους... Εἰρήνη-Εἰρήνη-Εἰρήνη!
- Ζήτω-ω-ω!... θὰ γίνει!, φωνάζουν τότες κι ὅλα μαζὶ τ᾿ ἀγαπημένα παιδιά.
Κι ἀρχίζουν εὐτὺς τὸ τραγούδι καὶ τὸ χορὸ καὶ πιάνουνται ὅλοι χέρι μὲ χέρι κι ἀρχίζουν νὰ χοροπηδοῦν καὶ νὰ χορεύουν γύρω γύρω, -ὤπα, ὤπ! οὖλοι μαζί! -γύρω ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά.
Καὶ τὸ χαρούμενο τραγούδι τους, γοργὸ σὰν κρούσταλλο νεράκι ἔλεγε:
Καὶ κάθε ἕνας τους, ἤθελε γιὰ δική του μονάχα τὴ Μηλιά. Ἔκανε λοιπὸν νέον Πόλεμο νὰ τὴν πάρει πίσω. Κι ὁ ἄλλος -αὐτὸς ἔκανε πόλεμο, νὰ τὴ φυλάξει.
Καὶ κάθε φορὰ λέγανε ψέματα -πὼς ὅλο καὶ θ᾿ ἀνθίσει ἡ Μηλιά, ὅλο καὶ θὰ κάνει τὰ ὄμορφα χρυσαφιὰ λουλούδια της. Καὶ πὼς τότες ὁ κόσμος θὰ ζεῖ εὐτυχισμένος...
Ὅμως ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη Πείνα, κι ἡ πιὸ φοβερὴ Δίψα -ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦμε ἀπάνω στὴ γῆς.
Οἱ ἀνθρῶποι τρώγαν καὶ ποντίκια καὶ γάτες· καὶ γιὰ νὰ πιοῦνε νερὸ ἁπλῶναν στὴ γῆς ἀπάνω κουβάδες καὶ ντενεκέδες, κι ὅ,τι ἄλλο εἶχαν, μὴ ρίξει ὁ οὐρανὸς καμιὰ στάλα νά ῾χουν νὰ πιοῦν.
Ἔ, τότες λοιπόν, μία καλομοίρα Γριά, εἶχε ψάξει χίλιες φορὲς τὴν ἀποθήκη της μὴ βρεῖ μία σταλίτσα ἀλεύρι, νὰ ψήσει ψωμί.
Καὶ λέει: «βρὲ δὲν πάω νὰ ψάξω μίαν ἀκόμα;» Κι ἀδειάζει, ποὺ λέτε, ὅλα της τὰ σακιὰ καὶ στὸ τελευταῖο βρίσκει μία χουφτίτσα ἀλεύρι...
Ἐκεῖ νὰ δεῖς χαρὰ τὴ Γριά: καὶ τ᾿ αὐτιά της γελούσανε! Πιάνει γλήγορα γλήγορα καὶ τὸ ζυμώνει καὶ τὸ πλάθει καὶ σιάχνει ἕνα κουλουράκι καὶ τὸ σκεπάζει μὲ τὴν κάπα της ὄμορφα ὄμορφα, νὰ ζεσταθεῖ, νὰ φουσκώσει.
Τώρα, ἡ Γριούλα αὐτὴ εἶχε δεκατρία παιδιά, καὶ τῆς εἶχαν πεθάνει ὅλα στὸν πόλεμο. Κι ὁ πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια, καὶ κάθε χρόνο ἔχανε κι ἕνα παιδί, κι ἔτσι τῆς ἔμεινε μόνο τὸ τελευταῖο, ποὺ τὸ λέγανε Σπιθοβολάκη.
Αὐτὸς ἦταν τὸ πιὸ καλὸ παιδὶ τῆς γειτονιᾶς· μὰ τί τὰ θές, ἦταν καὶ λίγο σκανταλιάρικο... Κείνη τὴ μέρα εἶχε χωθεῖ στὸ πιθαράκι μὲ τὸ λάδι, ἔτσι γιὰ νὰ πεταχτεῖ ἀπὸ μέσα τὴν ὥρα ποὺ θὰ τρώγανε καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ γελάσουν.
Μὰ σὰν εἶδε τὸ κουλουράκι -ὤπ! δίνει μία, καὶ νὰ τὸν ἔξω ἀπ᾿ τὸ πιθάρι!... Τσίμπα ἀπὸ δῶ, τσίμπα ἀπὸ κεῖ, ἔφαγε δίχως νὰ τὸ καταλάβει ὅλο τὸ ζυμάρι...
Τί νὰ κάνει τότε; Κάθεται, παίρνει χῶμα, σιάχνει λάσπη, πλάθει ἕνα ὁλόιδιο κουλουράκι, τὸ πασπαλίζει μὲ τὴν ἀλευρόσκονη πού ῾χε μείνει, καὶ -τσούπ! ξανατρυπώνει στὸ πιθαράκι...
Ἔρχεται ὁ Γέρος κι ἡ Γριὰ νὰ φᾶνε κι ἀρχίζουν τὶς φωνές.
- Σπιθοβολάκη!... Ποῦ ῾σαι, βρὲ Σπιθοβολάκη;... Ἔλα, ἔλα νὰ φᾶς!...
Σὰν εἶδαν κι ἀπόειδαν ποὺ δὲν ἐρχόταν ὁ προκομμένος ὁ γιός τους, κάθονται νὰ φᾶνε.
Πιάνει ὁ Γέρος τὸ κουλουράκι, τὸ δαγκώνει...
- Χάι, χάι! T᾿ εἶν᾿ αὐτό... Φτού! Χαφτού!
Κι ἀρχίζει τὰ γέλια τότες ὁ Σπιθοβολάκης μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ πιθαράκι, καὶ ψάχνουν αὐτοὶ θυμωμένοι νὰ τὸν βροῦν κι ἀπὸ δῶ τὸν ἔχουν, ἀπὸ κεῖ τοὺς φεύγει.
Κι ἀπὸ τὰ πολλὰ τὰ γέλια παίρνει δρόμο, μαζὶ μὲ τὸ πιθάρι... Καὶ βλέπει ἡ Γριὰ ἕνα κοτζὰμ πιθάρι νὰ τὸ σκάει ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ καταλαβαίνει πὼς κάποια διαολιὰ θά ῾ναι πάλι τοῦ Σπιθοβολάκη καὶ πιάνει τὴ σκούπα κι ἀρχινᾶ νὰ τὸν κυνηγᾶ.
Τρέχει, τρέχει ὁ Σπιθοβολάκης μέσα ἀπὸ τὸ πιθάρι. Κι ἔχει βγάλει ὄξω τὰ ποδάρια του, μὰ τὸ κεφάλι του μεγάλωσε ἀπ᾿ τὰ πολλὰ γέλια καὶ δὲ βγαίνει...
Τέλος φτάνει κοντὰ στὴ Χρυσὴ Μηλιά, δίνει μιὰ τοῦ πιθαριοῦ στὸν κορμό, τὸ σπᾶ καὶ λευτερώνεται. Μὰ ἡ μάνα του τὸν ἔχει φτάσει κι ἁπλώνει τὸ χέρι της -ἄπ!... νὰ τὸν τσακώσει.
- Μηλιά, μηλιά, ἀνέβασ᾿ μὲ ψηλά! λέει τότες ὁ Σπιθοβολάκης.
Κι εὐτύς, σκύβει ἡ Μηλιά, κι ὡσότου κλείσει ἡ μάνα του τὰ χέρια της, νὰ τὸν ὁ Σπιθοβολάκης ψηλά, πάvω στὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς καὶ χοροπηδᾶ καὶ σκάει στὰ γέλια!...
Καὶ βγάζει ἕνα σκοινὶ πού ῾χε δεμένο στὴ μέση του καὶ δένει μία ψηλὴ κούνια κι ἀρχινᾶ τὸ γέλιο καὶ τὸ ξεφωνητὸ καὶ τὸ τραγούδι...
Κι ἡ γριούλα μία φοβᾶται μὴ τῆς πέσει, μία τὴν πιάνουν τὰ γέλια μὲ τὴ διαολιὰ καὶ τὸ κέφι τοῦ γιοῦ της.
Ἡ Μηλιὰ χαίρεται κι αὐτὴ κι ἀναγαλλιάζει, ἕνα παιδὶ σκαρφαλωμένο ἀπάνω της νὰ παίζει καὶ νὰ τραγουδᾶ...
Ἡ καρδιὰ τῆς χτυπᾶ χαρούμενη· καὶ ξεχνᾶ τὸ πηχτὸ κόκκινο γαῖμα ποὺ τὴν πότιζαν οἱ Κακοὶ Ἄρχoντες.
Κι ὁ Ἥλιος χαίρεται κι αὐτὸς ποὺ εἶδε τὴ χαρακαμένη μανούλα νὰ γελάσει. Καὶ λίγο πρὶν δύσει, στέλνει τὶς τρεῖς πιὸ ὄμορφες ἀχτίνες του, νὰ τοὺς κρατήσουν συντροφιά, νὰ παίζουν κι ὅταν θὰ σκοτεινιάσει.
Μὰ ξαφνικὰ -τί ἦταν αὐτό;... -οἱ τρεῖς φωτεινὲς ἠλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιὰ ὄμορφα λoυλoύδια. Ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση! Καὶ -νὰ τά!... τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα λάμπουν μέσα στὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς.
- Σπιθοβολάκη μου! Σπιθοβολάκη, φωνάζει τότες ἡ Γριoύλα. Κόψε, κόψε τὰ Χρυσὰ Μῆλα!
- Θὰ μοῦ τὰ δώσεις ἂν κατέβω; λέει ὁ Σπιθoβoλάκης.
- Ναί, γιόκα μoυ.
- Καὶ δὲ θὰ μὲ δείρεις γιὰ τὸ κουλουράκι; ξαναρωτᾶ τὸ σκανταλιάρικο.
- Ὄχι, γιόκα μoυ.
- Ἔ, τότες γιατί νὰ κατέβω; Ἄσε νὰ τελειώσω πρῶτα τὴν κούνια μoυ!... Xόπ!... Καὶ ξεκαρδίζεται νὰ γελᾶ, ὅπως πετᾶ -ὄπλα, λὰ κάτω ἀπὸ τὴν Μηλιὰ τὰ χρυσὰ τὰ Μῆλα.
- Σπιθοβολάκη, Σπιθοβολάκη, λέει τότες ἡ Μανούλα τoυ. Δῶς μου τὰ Χρυσὰ τὰ Μῆλα κι ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὴν πιὸ Χρυσὴν Εὐχὴ τῆς Μανoύλας. Τότες ὁ Σπιθοβολάκης ἀφήνει γλήγορα τὸ παιχνίδι, σκαρφαλώνει εὐτὺς πιὸ ψηλὰ καὶ ρίχνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα στὴ γλυκιά του Μανούλα. Κι ἐκείνη τοῦ λέει ψιθυριστά, στὸ μικρὸ ἔξυπνο αὐτάκι του, μία Μαγικὴ Λέξη, τρεῖς φορές: «Εἰρήνη-Εἰρήνη-Εἰρήνη».
Καὶ κρατοῦσε στὰ χέρια της τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα ποὺ θὰ φέρναν στὸν κόσμο τὴν εὐτυχία.
Ξανασκαρφαλώνει τότες ὁ Σπιθοβολάκης πολὺ ψηλά, πάνω στὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά. Κι ἀρχίζει νὰ φωνάζει, μὲ μία φωνὴ ποὺ λυγίζανε τὰ δέντρα ἀπ᾿ τὴν ἀνάσα πού ῾βγαζε κάθε φoρά.
Καὶ τὸν ἀκοῦν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ζοῦσαν χωριστὰ στὴ χώρα τοῦ τελευταίου Σκληρόκαρδου καὶ τοῦ τελευταίου Στενόμυαλου κι ἔρχουνται εὐτὺς νὰ δοῦν τί τρέχει.
- Παιδιά, λέει τότες μὲ τὴ βροντερή του φωνὴ ὁ παλικαρὰς ὁ Σπιθοβολάκης, ἡ Μηλιὰ ἄνθισε, γιατὶ νὰ κάνουμε πόλεμο γιὰ τὰ Χρυσὰ Μῆλα;... Ἡ Μηλιὰ ἄνθισε, κι ὅλοι οἱ Σκληρόκαρδοι κι ὅλοι οἱ Στενόμυαλοι μήτε τὸ πῆραν χαμπάρι, οὔτε τὴ Χρυσὴν Εὐχὴ τῆς Μανούλας ἔχουν μαζί τους... Εἰρήνη-Εἰρήνη-Εἰρήνη!
- Ζήτω-ω-ω!... θὰ γίνει!, φωνάζουν τότες κι ὅλα μαζὶ τ᾿ ἀγαπημένα παιδιά.
Κι ἀρχίζουν εὐτὺς τὸ τραγούδι καὶ τὸ χορὸ καὶ πιάνουνται ὅλοι χέρι μὲ χέρι κι ἀρχίζουν νὰ χοροπηδοῦν καὶ νὰ χορεύουν γύρω γύρω, -ὤπα, ὤπ! οὖλοι μαζί! -γύρω ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά.
Καὶ τὸ χαρούμενο τραγούδι τους, γοργὸ σὰν κρούσταλλο νεράκι ἔλεγε:
καὶ τὰ Μῆλα εἶναι Χρυσά·
καὶ σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
θὰ σκορπίσουν τὴ χαρά,
τράλα, λάλα, λά·
τράλα, λάλα, λά! Πήδα -χόπλα! Λύγα! -χόπλα!
Ἴσια τὸ κορμὶ -ἔϊ χό!
Τρέξτε ὅλοι, πιάστε ὅλοι
τὸ Λεβέντικο Χορό,
τράλα, λάλα, λό·
τράλα, λάλα, λό!
Οἱ Ἄρχοντες
Τότες ἀκοῦν οἱ κακοὶ Ἄρχοντες τὸ τραγούδι τῶν παιδιῶν. Καὶ γιομίζει ἡ καρδιὰ τοὺς φαρμάκι. Καὶ τρέμουν τὰ χέρια τους ἀπὸ θυμό· καὶ λυσσᾶνε π᾿ ἄνθισε γιὰ τὰ Παιδιὰ ἡ Μηλιὰ καὶ δὲν ἄνθισε γι᾿ αὐτούς...
Κι ἁρπάζουν εὐτὺς τ᾿ ἄγρια ἀσημένια σπαθιὰ καὶ βγαίνουν ὄξω...
Μὰ τί νὰ δοῦν;!!...
Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά, πιασμένα χέρι χέρι, νὰ πηδοῦν ἐλεύτερα γύρω γύρω ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιὰ καὶ νὰ τραγουδοῦν...
Κι ἡ Μηλιά, εὐτυχισμένη, ν᾿ ἁπλώνει ὅσο μπορεῖ τὰ μεγάλα δυνατά της κλαδιά, ν᾿ ἀγκαλιάσει ὅλα τὰ παιδιά.
Μὰ ξαφνικά- ... τί ἦταν αὐτό;... -ἀστράφτει ὁ οὐρανός!... Χαράζει ἡ Ἀνατολή, φωτάει ἡ Δύση!... Κι ἀνθίζουν ὅλα τὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς -ἀπ᾿ Ἀγάπη! Καὶ χιλιάδες Χρυσὰ Μῆλα ἀστράφτουν ψηλά, πέφτουν σὰν ἀστέρια καὶ φυτρώνουν ἐκεῖ ποὺ πατοῦσαν τὰ ποδαράκια τῶν παιδιῶν... Κι οἱ Κακοὶ Ἄρχοντες, αὐτοὶ βλέπουν καὶ λυσσοῦν -καὶ τρέμουνε τ᾿ ἄσκημα χέρια τους.
Γιατὶ ἄνθισαν γιὰ τὰ παιδιὰ τὰ μῆλα· κι εἶναι τὰ Μῆλα Χρυσὰ κι εἶναι ὄμορφα· καὶ δὲν εἶναι γι᾿ αὐτούς.
Ἔ τότες, βγάζουν τ᾿ Ἀσημένια Σπαθιὰ κι ὁρμοῦν, καὶ τὰ μάτια τους πετοῦν φωτιές.
Καὶ ζυγώνουν σὰν ἄνεμος καὶ σηκώνουν τ᾿ ἄσπλαχνα σπαθιά, καὶ νά, τὰ κατεβάζουν, νὰ κόψουν τ᾿ ἀγαπημένα χεράκια, νὰ σφάξουν τὰ Παιδιά, νὰ φτάσουν τὴ Χρυσὴ Μηλιά, ν᾿ ἁρπάξουν αὐτοὶ τὰ μῆλα!
Μὰ τὰ σπαθιὰ δὲν κόβουν.
Καὶ τὰ χεράκια δὲ σπᾶνε.
Καὶ τὰ παιδιὰ τραγουδοῦν ἄφοβα καὶ χορεύουν.
Καὶ σφίγγουν ὅλο πιὸ πολὺ τ᾿ ἀγαπημένα χέρια.
Κι ὁ Μεγάλος Κύκλος ποὺ ῾ναὶ πιασμένα καὶ χορεύουν ὅλα τὰ Παιδιά, γίνεται τότες πιὸ δυνατὸς ἀπ᾿ τὸν πιὸ φοβερὸν πολεμιστή, πιὸ φοβερὸς κι ἀπ᾿ τὸ ψηλὸ Κάστρο.
Τότες, θολώνουν τ᾿ ἄγρια μάτια τους.
Καὶ τὰ κοφτερὰ Σπαθιά, πέφτουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους.
Καὶ ζαλίζουνται, πέφτουν χάμου. Κι ἀνασηκώνουνται· καὶ ξαναπέφτουν.
Καὶ τὸ φαρμάκι πού ῾χουνε στὴ μαύρη ψυχή τους, ἔπηξε κι ἔγινε πηχτὸ κόκκινο γαῖμα. Καὶ σταματᾶ τὴν ἄσπλαχνη καρδιά τους· νὰ μὴ χτυπᾶ πιά.
Καὶ παραλυοῦνε τὰ μακριὰ σουβλερά τους δαχτύλια. Καὶ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ σκοτώνουν.
Ἔ, σὰν εἶδαν τ᾿ Ἀρχοντόπουλα τοὺς ἀγαπημένους τους ἄρχοντες σκοτωμένους, φωνάζουν τοὺς φύλακες μὲ-τὰ-Χίλια-Μάτια.
Κι ἀπὸ τοὺς Μαύρους Τάφους ξεπηδοῦν οἱ Στρατιῶτες μὲ-τὰ-Χίλια Σπαθιά.
Καὶ ὅλοι μαζὶ οἱ ὀχτροὶ τῶν παιδιῶν ζυγώνουν, μὲ πνιχτὰ βήματα, μὲ μάτι θολὸ κι ἀγριεμένα Σπαθιά. Καὶ θέλουν κι αὐτοὶ νὰ σφάξουν τὰ παιδιά, ν᾿ ἁρπάξουν τὰ Χρυσὰ τὰ Μῆλα.
Μὰ τὰ παιδιὰ δὲν τοὺς βλέπουν καὶ δὲν τοὺς ἀκοῦν. Καὶ χαρούμενα σφίγγουν τὰ χέρια. Κι ὅλο τραγουδοῦν.
Καὶ πετᾶ τὸ τραγούδι τους γοργὸ κι ἀντηχεῖ ὡς τὸν Κόκκινον Κάμπο, κεῖ, ποὺ Πουλὶ δὲν πετᾶ καὶ Λουλούδι δὲ φυτρώνει.
Καὶ τ᾿ ἀκοῦν οἱ φτωχοὶ Περβολάρηδες ποὺ δεμένοι στὶς χρυσὲς ἁλυσίδες τοῦ Σκληρόκαρδου σκάβουν. Τί, δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν τὴ Μηλιὰ ν᾿ ἀνθίσει.
Καὶ τ᾿ ἀκοῦν οἱ Καλοὶ Χτίστες ποὺ δεμένοι στὶς βαριὲς ἁλυσίδες τοῦ Στενόμυαλου χτίζουν. Τί, δὲν μπόρεσαν νὰ φυλάξουν καλὰ τὴ Χρυσὴ Μηλιά.
Καὶ σηκώνουν τὰ μάτια καὶ βλέπουν τὸν Ἥλιο. Μὰ ξαφνικά, τὸ τραγούδι ὁρμᾶ στὴ μεγάλη κόκκινη φωτιὰ καὶ τὴ σβήνει.
Τότες σωπαίνουν τὰ μεγάλα νεροπρίονα στὸ δάσος. Κι ἀπ᾿ τὰ βαθύσκια Δάση βγαίνουν οἱ ξυλοκόποι.
Καὶ φύλλο δὲν τρέμει, κι ἀγέρας δὲ φυσᾶ.
Κι ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι, π᾿ ἀγαποῦν τὰ Παιδιά, βλέπουν τότες τοὺς χίλιους μαύρους φύλακες ποὺ ζυγώνουν. Τί, ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς καὶ φάνηκε ὁ Ἥλιος· κι ἀκούγονται τὰ βαριά τους πατήματα καὶ γυαλίζουνε τ᾿ ἀσημένια τους σπαθιά... Καὶ ὡσὰν τοὺς εἶδαν, κάνουν ἔτσι καὶ σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες.
Καὶ -νά τοι!- τρέχουν, πετοῦν, ξεχύνουνται, μὲ τσάπες καὶ τσεκούρια, μὲ πριόνια καὶ μυστριά, μὲ σίδερα ποὺ βρῆκαν καὶ κλαδιὰ ποὺ κόψαν.
Ἀστράφτει στὰ μάτια τους ἡ Ἀγάπη.
Καὶ γοργὰ χτυπᾶ στὶς φλέβες τὸ κόκκινο Ἀνθρώπινο αἷμα. Καὶ ἐρχόμενοι, ἐκεῖνα τὰ παλικάρια, ἐχυθῆκαν ἀπάνω τους, ὡσὰν λεοντάρια λυσσασμένα.
Καὶ τότες -ἄϊ χά! -σηκώνουνται ψηλὰ τ᾿ ἀτσάλινα μπράτσα. Καὶ πρὶν κατέβουν, ξεψυχοῦν οἱ στρατιῶτες-μὲ-τὰ-χίλια-Σπαθιά. Καὶ σὰν κατέβουν, λιανίζουν, πετσοκόβουν, πελεκοῦν τοὺς λυσσασμένους φύλακες τῶν Ἀρχοντάδων.
Ὅμως ὅσοι ἀπομεῖναν ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ τελευταίου Σκληρόκαρδου καὶ τοῦ τελευταίου Στενόμυαλου ἑνωθήκανε τότες σ᾿ἕνα μεγάλο στρατό, κι ὁρμῆσαν καὶ πάλι καταπάνου στὰ παιδιὰ γιὰ νὰ κόψουν τὰ ἑνωμένα τους χέρια καὶ νὰ πάρουν αὐτοί, γιὰ λογαριασμό τους μονάχα, τὰ τρία -ὁλόχρυσα- Μῆλα.
Καὶ τότες καὶ οἱ πατεράδες καὶ ὅλες οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν ποὺ εἶδαν τὸν κίνδυνο αὐτὸν ὁρμήσανε καταμπρός, ἄλλοι ἀπὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν πίσω μεριά τους· καὶ ἐκάναν τὴν καρδιά τους σκληρὴ καὶ ἄπονη: Καὶ ἁρπάξαν τοὺς κακοὺς αὐτοὺς στρατιῶτες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ γυρίσαν κατὰ πίσω τὴν κεφαλή τους καὶ τοὺς ἐχτύπησαν μὲ ὅλη τους τὴ δύναμη στὸ κεφάλι. Καὶ μετὰ τοὺς ἐγύρισαν τὸ χέρι καὶ τοὺς ἐπῆραν τὸ μαχαίρι, ὅπου ἐκρατοῦσαν πρὶν μέσα στὰ δόντια τους γιὰ νὰ σφάξουν οἱ κακοῦργοι αὐτοὶ τὰ παιδιά. Καὶ μὲ τὸ ἴδιο αὐτὸ ἀτσάλινο μαχαίρι τοὺς χτυπῆσαν μὲ μεγάλη δύναμη, ἴσα μέσα στὴν καρδιά. Ἔτσι σκληρὰ καὶ ἄπονα τοὺς ἐσκοτώσανε. Καὶ μένανε ἐκεῖ αὐτοὶ πάνω στὸ χῶμα ξαπλωμένοι -δίχως νὰ μποροῦνε πιὰ νὰ κάνουν κακὸ σὲ κανέναν ἄνθρωπο- οὔτε καὶ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ κυνηγούσανε πρὶν μὲ κακία μεγάλη.
Ἐτότες ἐφάνηκε κι ἕνας καβαλάρης μὲ σπαθὶ ξεγυμνωμένο καὶ ἄρματα λαμπερά. Καὶ ἄρχισε νὰ σφάζει τοὺς φύλακες, ὅσοι εἴχανε ἀπομείνει· καὶ τοὺς ἐπῆρε κυνηγώντας πέρα ἀπὸ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά, μέσα στὰ βουνά.
Καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὴ γῆ.
Καὶ τὰ παιδιὰ βοηθώντας, καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐσταθήκανε νικητές.
Πιάνουνε λοιπὸν τ᾿ Ἀρχοντόπουλα καὶ τὰ κλείνουνε στὶς δικές τους σκοτεινὲς φυλακές.
Καὶ τοὺς στρατιῶτες τοὺς κόβουν εὐτὺς τὰ πολλὰ χέρια. Καὶ τοὺς ἀφήνουνε μόνο δύο, νὰ δουλεύουν καὶ νὰ τρῶν.
Καὶ τοὺς Φύλακες -αὐτοὺς τοὺς πᾶνε καὶ τοὺς στήνουν μὲς στ᾿ ἀνθισμένα ἀμπέλια, νὰ φυλοῦν τὰ σταφύλια μὲ τὰ χίλια τους μάτια, μὴν ἔρθει κάνα πουλάκι καὶ τσιμπήσει τὶς γλυκὲς ζουμερὲς ρόγες...
Κι ἁρπάζουν εὐτὺς τ᾿ ἄγρια ἀσημένια σπαθιὰ καὶ βγαίνουν ὄξω...
Μὰ τί νὰ δοῦν;!!...
Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά, πιασμένα χέρι χέρι, νὰ πηδοῦν ἐλεύτερα γύρω γύρω ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιὰ καὶ νὰ τραγουδοῦν...
Κι ἡ Μηλιά, εὐτυχισμένη, ν᾿ ἁπλώνει ὅσο μπορεῖ τὰ μεγάλα δυνατά της κλαδιά, ν᾿ ἀγκαλιάσει ὅλα τὰ παιδιά.
Μὰ ξαφνικά- ... τί ἦταν αὐτό;... -ἀστράφτει ὁ οὐρανός!... Χαράζει ἡ Ἀνατολή, φωτάει ἡ Δύση!... Κι ἀνθίζουν ὅλα τὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς -ἀπ᾿ Ἀγάπη! Καὶ χιλιάδες Χρυσὰ Μῆλα ἀστράφτουν ψηλά, πέφτουν σὰν ἀστέρια καὶ φυτρώνουν ἐκεῖ ποὺ πατοῦσαν τὰ ποδαράκια τῶν παιδιῶν... Κι οἱ Κακοὶ Ἄρχοντες, αὐτοὶ βλέπουν καὶ λυσσοῦν -καὶ τρέμουνε τ᾿ ἄσκημα χέρια τους.
Γιατὶ ἄνθισαν γιὰ τὰ παιδιὰ τὰ μῆλα· κι εἶναι τὰ Μῆλα Χρυσὰ κι εἶναι ὄμορφα· καὶ δὲν εἶναι γι᾿ αὐτούς.
Ἔ τότες, βγάζουν τ᾿ Ἀσημένια Σπαθιὰ κι ὁρμοῦν, καὶ τὰ μάτια τους πετοῦν φωτιές.
Καὶ ζυγώνουν σὰν ἄνεμος καὶ σηκώνουν τ᾿ ἄσπλαχνα σπαθιά, καὶ νά, τὰ κατεβάζουν, νὰ κόψουν τ᾿ ἀγαπημένα χεράκια, νὰ σφάξουν τὰ Παιδιά, νὰ φτάσουν τὴ Χρυσὴ Μηλιά, ν᾿ ἁρπάξουν αὐτοὶ τὰ μῆλα!
Μὰ τὰ σπαθιὰ δὲν κόβουν.
Καὶ τὰ χεράκια δὲ σπᾶνε.
Καὶ τὰ παιδιὰ τραγουδοῦν ἄφοβα καὶ χορεύουν.
Καὶ σφίγγουν ὅλο πιὸ πολὺ τ᾿ ἀγαπημένα χέρια.
Κι ὁ Μεγάλος Κύκλος ποὺ ῾ναὶ πιασμένα καὶ χορεύουν ὅλα τὰ Παιδιά, γίνεται τότες πιὸ δυνατὸς ἀπ᾿ τὸν πιὸ φοβερὸν πολεμιστή, πιὸ φοβερὸς κι ἀπ᾿ τὸ ψηλὸ Κάστρο.
Τότες, θολώνουν τ᾿ ἄγρια μάτια τους.
Καὶ τὰ κοφτερὰ Σπαθιά, πέφτουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους.
Καὶ ζαλίζουνται, πέφτουν χάμου. Κι ἀνασηκώνουνται· καὶ ξαναπέφτουν.
Καὶ τὸ φαρμάκι πού ῾χουνε στὴ μαύρη ψυχή τους, ἔπηξε κι ἔγινε πηχτὸ κόκκινο γαῖμα. Καὶ σταματᾶ τὴν ἄσπλαχνη καρδιά τους· νὰ μὴ χτυπᾶ πιά.
Καὶ παραλυοῦνε τὰ μακριὰ σουβλερά τους δαχτύλια. Καὶ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ σκοτώνουν.
Ἔ, σὰν εἶδαν τ᾿ Ἀρχοντόπουλα τοὺς ἀγαπημένους τους ἄρχοντες σκοτωμένους, φωνάζουν τοὺς φύλακες μὲ-τὰ-Χίλια-Μάτια.
Κι ἀπὸ τοὺς Μαύρους Τάφους ξεπηδοῦν οἱ Στρατιῶτες μὲ-τὰ-Χίλια Σπαθιά.
Καὶ ὅλοι μαζὶ οἱ ὀχτροὶ τῶν παιδιῶν ζυγώνουν, μὲ πνιχτὰ βήματα, μὲ μάτι θολὸ κι ἀγριεμένα Σπαθιά. Καὶ θέλουν κι αὐτοὶ νὰ σφάξουν τὰ παιδιά, ν᾿ ἁρπάξουν τὰ Χρυσὰ τὰ Μῆλα.
Μὰ τὰ παιδιὰ δὲν τοὺς βλέπουν καὶ δὲν τοὺς ἀκοῦν. Καὶ χαρούμενα σφίγγουν τὰ χέρια. Κι ὅλο τραγουδοῦν.
Καὶ πετᾶ τὸ τραγούδι τους γοργὸ κι ἀντηχεῖ ὡς τὸν Κόκκινον Κάμπο, κεῖ, ποὺ Πουλὶ δὲν πετᾶ καὶ Λουλούδι δὲ φυτρώνει.
Καὶ τ᾿ ἀκοῦν οἱ φτωχοὶ Περβολάρηδες ποὺ δεμένοι στὶς χρυσὲς ἁλυσίδες τοῦ Σκληρόκαρδου σκάβουν. Τί, δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν τὴ Μηλιὰ ν᾿ ἀνθίσει.
Καὶ τ᾿ ἀκοῦν οἱ Καλοὶ Χτίστες ποὺ δεμένοι στὶς βαριὲς ἁλυσίδες τοῦ Στενόμυαλου χτίζουν. Τί, δὲν μπόρεσαν νὰ φυλάξουν καλὰ τὴ Χρυσὴ Μηλιά.
Καὶ σηκώνουν τὰ μάτια καὶ βλέπουν τὸν Ἥλιο. Μὰ ξαφνικά, τὸ τραγούδι ὁρμᾶ στὴ μεγάλη κόκκινη φωτιὰ καὶ τὴ σβήνει.
Τότες σωπαίνουν τὰ μεγάλα νεροπρίονα στὸ δάσος. Κι ἀπ᾿ τὰ βαθύσκια Δάση βγαίνουν οἱ ξυλοκόποι.
Καὶ φύλλο δὲν τρέμει, κι ἀγέρας δὲ φυσᾶ.
Κι ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι, π᾿ ἀγαποῦν τὰ Παιδιά, βλέπουν τότες τοὺς χίλιους μαύρους φύλακες ποὺ ζυγώνουν. Τί, ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς καὶ φάνηκε ὁ Ἥλιος· κι ἀκούγονται τὰ βαριά τους πατήματα καὶ γυαλίζουνε τ᾿ ἀσημένια τους σπαθιά... Καὶ ὡσὰν τοὺς εἶδαν, κάνουν ἔτσι καὶ σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες.
Καὶ -νά τοι!- τρέχουν, πετοῦν, ξεχύνουνται, μὲ τσάπες καὶ τσεκούρια, μὲ πριόνια καὶ μυστριά, μὲ σίδερα ποὺ βρῆκαν καὶ κλαδιὰ ποὺ κόψαν.
Ἀστράφτει στὰ μάτια τους ἡ Ἀγάπη.
Καὶ γοργὰ χτυπᾶ στὶς φλέβες τὸ κόκκινο Ἀνθρώπινο αἷμα. Καὶ ἐρχόμενοι, ἐκεῖνα τὰ παλικάρια, ἐχυθῆκαν ἀπάνω τους, ὡσὰν λεοντάρια λυσσασμένα.
Καὶ τότες -ἄϊ χά! -σηκώνουνται ψηλὰ τ᾿ ἀτσάλινα μπράτσα. Καὶ πρὶν κατέβουν, ξεψυχοῦν οἱ στρατιῶτες-μὲ-τὰ-χίλια-Σπαθιά. Καὶ σὰν κατέβουν, λιανίζουν, πετσοκόβουν, πελεκοῦν τοὺς λυσσασμένους φύλακες τῶν Ἀρχοντάδων.
Ὅμως ὅσοι ἀπομεῖναν ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ τελευταίου Σκληρόκαρδου καὶ τοῦ τελευταίου Στενόμυαλου ἑνωθήκανε τότες σ᾿ἕνα μεγάλο στρατό, κι ὁρμῆσαν καὶ πάλι καταπάνου στὰ παιδιὰ γιὰ νὰ κόψουν τὰ ἑνωμένα τους χέρια καὶ νὰ πάρουν αὐτοί, γιὰ λογαριασμό τους μονάχα, τὰ τρία -ὁλόχρυσα- Μῆλα.
Καὶ τότες καὶ οἱ πατεράδες καὶ ὅλες οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν ποὺ εἶδαν τὸν κίνδυνο αὐτὸν ὁρμήσανε καταμπρός, ἄλλοι ἀπὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν πίσω μεριά τους· καὶ ἐκάναν τὴν καρδιά τους σκληρὴ καὶ ἄπονη: Καὶ ἁρπάξαν τοὺς κακοὺς αὐτοὺς στρατιῶτες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ γυρίσαν κατὰ πίσω τὴν κεφαλή τους καὶ τοὺς ἐχτύπησαν μὲ ὅλη τους τὴ δύναμη στὸ κεφάλι. Καὶ μετὰ τοὺς ἐγύρισαν τὸ χέρι καὶ τοὺς ἐπῆραν τὸ μαχαίρι, ὅπου ἐκρατοῦσαν πρὶν μέσα στὰ δόντια τους γιὰ νὰ σφάξουν οἱ κακοῦργοι αὐτοὶ τὰ παιδιά. Καὶ μὲ τὸ ἴδιο αὐτὸ ἀτσάλινο μαχαίρι τοὺς χτυπῆσαν μὲ μεγάλη δύναμη, ἴσα μέσα στὴν καρδιά. Ἔτσι σκληρὰ καὶ ἄπονα τοὺς ἐσκοτώσανε. Καὶ μένανε ἐκεῖ αὐτοὶ πάνω στὸ χῶμα ξαπλωμένοι -δίχως νὰ μποροῦνε πιὰ νὰ κάνουν κακὸ σὲ κανέναν ἄνθρωπο- οὔτε καὶ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ κυνηγούσανε πρὶν μὲ κακία μεγάλη.
Ἐτότες ἐφάνηκε κι ἕνας καβαλάρης μὲ σπαθὶ ξεγυμνωμένο καὶ ἄρματα λαμπερά. Καὶ ἄρχισε νὰ σφάζει τοὺς φύλακες, ὅσοι εἴχανε ἀπομείνει· καὶ τοὺς ἐπῆρε κυνηγώντας πέρα ἀπὸ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά, μέσα στὰ βουνά.
Καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὴ γῆ.
Καὶ τὰ παιδιὰ βοηθώντας, καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐσταθήκανε νικητές.
Πιάνουνε λοιπὸν τ᾿ Ἀρχοντόπουλα καὶ τὰ κλείνουνε στὶς δικές τους σκοτεινὲς φυλακές.
Καὶ τοὺς στρατιῶτες τοὺς κόβουν εὐτὺς τὰ πολλὰ χέρια. Καὶ τοὺς ἀφήνουνε μόνο δύο, νὰ δουλεύουν καὶ νὰ τρῶν.
Καὶ τοὺς Φύλακες -αὐτοὺς τοὺς πᾶνε καὶ τοὺς στήνουν μὲς στ᾿ ἀνθισμένα ἀμπέλια, νὰ φυλοῦν τὰ σταφύλια μὲ τὰ χίλια τους μάτια, μὴν ἔρθει κάνα πουλάκι καὶ τσιμπήσει τὶς γλυκὲς ζουμερὲς ρόγες...
Ὁ χορὸς τῆς χρυσῆς μηλιᾶς
Σκύβει τότες ὁ Σπιθοβολάκης, μαζεύει τὰ ὁλόχρυσα Μῆλα καὶ τὰ φυτεύει βαθιά, στὰ καρπερὰ σπλάχνα τῆς γῆς.
Κι ὁ Γέρος -χά! -αὐτὸς μοιράζει σ᾿ ὅλους τὶς χίλιες Ἀσημένιες τσάπες.
Κι ἀπὸ πίσω -νὰ τὴν! -σκαλίζει μ᾿ ἕνα σκαλιστηράκι κι ἡ Γριά.
Καὶ σὰ βρίσκει παλιὸ κίτρινο κοντάρι, τὸ σιάχνει εὐτὺς δρεπάνι-δρεπανάκι. Καὶ σὰ βρίσκει παλιὸ σκουριασμένο κανόνι, τὸ ρίχνει εὐτὺς στὴ μεγάλη κόκκινη Φωτιά.
Καὶ τὸ παίρνουν οἱ Σιδερᾶδες, τὸ χτυποῦν στὸ δυνατὸ ἀμόνι καὶ τὸ σιάχνουν ὄμορφο ἀλέτρι.
Καὶ πιάνει ὁ παλικαρᾶς ὁ Σπιθοβολάκης τ᾿ ἀλέτρι κι ὀργώνει μὲ μιᾶς ὁλάκερη τὴ γῆς. Κι ἀπ᾿ τὸ γερὸ καὶ βαθὺ σκάψιμο, πέφτουν οἱ ψεύτικοι Πύργοι, γκρεμίζουνται οἱ ψηλοὶ μαῦροι Τοῖχοι, γεμίζουν χῶμα τὰ φιδωτὰ λαγούμια, πέφτουν οἱ Σκοτεινὲς φυλακές, καὶ τίποτα πιὰ δὲ χωρίζει ὅλα τὰ Παιδιά!
Κι ἀπὸ πίσω -νά κι ὁ Γέρος! ρίχνει τὸ στάρι.
Καὶ νά καὶ τὰ Παιδιὰ -αὐτὰ θερίζουν τὰ κυματιστὰ ὁλόχρυσα στάχια.
Μὰ φυτρῶσαν καὶ τὰ Μῆλα. Καὶ βγῆκαν παντοῦ οἱ ὄμορφες ἀληθινὲς Μηλιές.
Καὶ ὅλοι ὅσοι βρίσκουνται τώρα κοντὰ στὴ Χρυσὴ Μηλιά, πιάνουνται χέρι μὲ χέρι, σφιχτὰ κι ἀγαπημένα, στὸν πιὸ λεβέντικο χορὸ πού ῾γινε ποτές.
Καὶ πιάνει ὁ Σπιθοβολάκης τὸν κάβο κι ἡ Γριούλα τὴν ἄλλη ἄκρη. Κι ὁ Γέρος -χάι -αὐτὸς κάνει ἔτσι καὶ φωνάζει, φωνάζει ὅλα τὰ Παιδιά, ἀπ᾿ ὅλη τὴ γῆς, στὸ χορὸ τῆς Χρυσῆς τῆς Μηλιᾶς.
Καὶ βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια μὲ σβέλτα μάτια καὶ χλωμὸ πρόσωπο, Ἀραπάκια μὲ σγουρὸ μαλλὶ κι ἀστραφτερὸ χαμόγελο, Ἰνδιανάκια μὲ κόκκινο δέρμα καὶ πολύχρωμα φτερά, Ἐσκιμωάκια μὲ λοξὰ μάτια καὶ τολμηρὸ πρόσωπο.
Κι ὁ Γέρος -χά! -αὐτὸς μοιράζει σ᾿ ὅλους τὶς χίλιες Ἀσημένιες τσάπες.
Κι ἀπὸ πίσω -νὰ τὴν! -σκαλίζει μ᾿ ἕνα σκαλιστηράκι κι ἡ Γριά.
Καὶ σὰ βρίσκει παλιὸ κίτρινο κοντάρι, τὸ σιάχνει εὐτὺς δρεπάνι-δρεπανάκι. Καὶ σὰ βρίσκει παλιὸ σκουριασμένο κανόνι, τὸ ρίχνει εὐτὺς στὴ μεγάλη κόκκινη Φωτιά.
Καὶ τὸ παίρνουν οἱ Σιδερᾶδες, τὸ χτυποῦν στὸ δυνατὸ ἀμόνι καὶ τὸ σιάχνουν ὄμορφο ἀλέτρι.
Καὶ πιάνει ὁ παλικαρᾶς ὁ Σπιθοβολάκης τ᾿ ἀλέτρι κι ὀργώνει μὲ μιᾶς ὁλάκερη τὴ γῆς. Κι ἀπ᾿ τὸ γερὸ καὶ βαθὺ σκάψιμο, πέφτουν οἱ ψεύτικοι Πύργοι, γκρεμίζουνται οἱ ψηλοὶ μαῦροι Τοῖχοι, γεμίζουν χῶμα τὰ φιδωτὰ λαγούμια, πέφτουν οἱ Σκοτεινὲς φυλακές, καὶ τίποτα πιὰ δὲ χωρίζει ὅλα τὰ Παιδιά!
Κι ἀπὸ πίσω -νά κι ὁ Γέρος! ρίχνει τὸ στάρι.
Καὶ νά καὶ τὰ Παιδιὰ -αὐτὰ θερίζουν τὰ κυματιστὰ ὁλόχρυσα στάχια.
Μὰ φυτρῶσαν καὶ τὰ Μῆλα. Καὶ βγῆκαν παντοῦ οἱ ὄμορφες ἀληθινὲς Μηλιές.
Καὶ ὅλοι ὅσοι βρίσκουνται τώρα κοντὰ στὴ Χρυσὴ Μηλιά, πιάνουνται χέρι μὲ χέρι, σφιχτὰ κι ἀγαπημένα, στὸν πιὸ λεβέντικο χορὸ πού ῾γινε ποτές.
Καὶ πιάνει ὁ Σπιθοβολάκης τὸν κάβο κι ἡ Γριούλα τὴν ἄλλη ἄκρη. Κι ὁ Γέρος -χάι -αὐτὸς κάνει ἔτσι καὶ φωνάζει, φωνάζει ὅλα τὰ Παιδιά, ἀπ᾿ ὅλη τὴ γῆς, στὸ χορὸ τῆς Χρυσῆς τῆς Μηλιᾶς.
Καὶ βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια μὲ σβέλτα μάτια καὶ χλωμὸ πρόσωπο, Ἀραπάκια μὲ σγουρὸ μαλλὶ κι ἀστραφτερὸ χαμόγελο, Ἰνδιανάκια μὲ κόκκινο δέρμα καὶ πολύχρωμα φτερά, Ἐσκιμωάκια μὲ λοξὰ μάτια καὶ τολμηρὸ πρόσωπο.
Ἡ Μηλιά μας ἔχει ἀνθίσει
καὶ τὰ Μῆλα εἶναι χρυσά·
καὶ σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
θὰ σκορπίσουν τὴ χαρά,
τράλα, λάλα, λά·
τράλα, λάλα, λά!
καὶ τὰ Μῆλα εἶναι χρυσά·
καὶ σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
θὰ σκορπίσουν τὴ χαρά,
τράλα, λάλα, λά·
τράλα, λάλα, λά!
Κι ὁ Μεγάλος Κύκλος ἁπλώνει καὶ μεγαλώνει καὶ γυρνᾶ καὶ χορεύει καὶ τραγουδᾶ καὶ σὲ λίγο ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴ γῆς μας, ὅπως ταξιδεύει φωτεινὴ κι ὄμορφη στὸ Γαλάζιο Ἄπειρο.
Κι ἡ Γῆς ἀναγαλλιάζει χαρούμενη, ὅλα τὰ παιδιὰ ἀγαπημένα, νὰ χορεύουν ἀπάνω της καὶ νὰ τραγουδοῦν.
Ἡ καρδιά της χτυπᾶ χαρούμενη.
Καὶ ξεχνᾶ τὸ πηχτὸ κόκκινο γαῖμα ποὺ τὴν πότιζαν οἱ Κακοὶ ἄρχοντες.
Κι ἀνθίζει εὐτὺς τὰ χαρούμενα δέντρα κι ὡριμάζει ἄφθονούς τους χρυσούς της καρπούς.
Καὶ βάζει τὰ ποτάμια νὰ ποτίζουν καὶ δένει τὸ πιὸ ὄμορφο στάρι. Καὶ λέει στὰ ψηλὰ βουνὰ νὰ κρατοῦν τ᾿ ἄσπρο χιόνι, νά ῾χουν καὶ τὸ καλοκαίρι νερὸ νὰ ποτίζουν οἱ ἄνθρωποι.
Κι ὁ Ἥλιος αὐτὸς στέλνει τὶς πιὸ ὄμορφες Ἀχτίνες του. Καὶ γελοῦν καὶ χορεύουν μὲ ὅλα τὰ Παιδιά!
Κι εἶναι ὅλοι δυνατοὶ -καὶ χαρούμενοι- καὶ πολύ, μὰ πολὺ εὐτυχισμένοι.
Γιατὶ τὰ πουλάκια ξαναγύρισαν στὰ δάση. Καὶ τὰ τριαντάφυλλα ξανάνθισαν μὲ τὸ κελάηδημά τους. Καὶ τὰ Παιδιὰ εἶναι πολὺ γερὰ καὶ ροδοκόκκινα. Κι οἱ καρπερὲς Ἐλιὲς ἀνθίζουν ξανὰ τὸν πιὸ ὄμορφο καρπὸ καὶ χαρίζουν σ᾿ ὅλους τὸ χρυσὸ χρυσὸ λάδι, τῆς μίας Ἀτέλειωτης Εἰρήνης τῶν Ἀνθρώπων.
Τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα εἶχαν ἀνθίσει.
Κι ἡ Γῆς ἀναγαλλιάζει χαρούμενη, ὅλα τὰ παιδιὰ ἀγαπημένα, νὰ χορεύουν ἀπάνω της καὶ νὰ τραγουδοῦν.
Ἡ καρδιά της χτυπᾶ χαρούμενη.
Καὶ ξεχνᾶ τὸ πηχτὸ κόκκινο γαῖμα ποὺ τὴν πότιζαν οἱ Κακοὶ ἄρχοντες.
Κι ἀνθίζει εὐτὺς τὰ χαρούμενα δέντρα κι ὡριμάζει ἄφθονούς τους χρυσούς της καρπούς.
Καὶ βάζει τὰ ποτάμια νὰ ποτίζουν καὶ δένει τὸ πιὸ ὄμορφο στάρι. Καὶ λέει στὰ ψηλὰ βουνὰ νὰ κρατοῦν τ᾿ ἄσπρο χιόνι, νά ῾χουν καὶ τὸ καλοκαίρι νερὸ νὰ ποτίζουν οἱ ἄνθρωποι.
Κι ὁ Ἥλιος αὐτὸς στέλνει τὶς πιὸ ὄμορφες Ἀχτίνες του. Καὶ γελοῦν καὶ χορεύουν μὲ ὅλα τὰ Παιδιά!
Κι εἶναι ὅλοι δυνατοὶ -καὶ χαρούμενοι- καὶ πολύ, μὰ πολὺ εὐτυχισμένοι.
Γιατὶ τὰ πουλάκια ξαναγύρισαν στὰ δάση. Καὶ τὰ τριαντάφυλλα ξανάνθισαν μὲ τὸ κελάηδημά τους. Καὶ τὰ Παιδιὰ εἶναι πολὺ γερὰ καὶ ροδοκόκκινα. Κι οἱ καρπερὲς Ἐλιὲς ἀνθίζουν ξανὰ τὸν πιὸ ὄμορφο καρπὸ καὶ χαρίζουν σ᾿ ὅλους τὸ χρυσὸ χρυσὸ λάδι, τῆς μίας Ἀτέλειωτης Εἰρήνης τῶν Ἀνθρώπων.
Τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα εἶχαν ἀνθίσει.