Ο Λούθηρος την εποχή του Μνημονίου - Point of view

Εν τάχει

Ο Λούθηρος την εποχή του Μνημονίου



Η επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες κρύβει παγίδες και απρόοπτα που πηγάζουν από διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα και νοηματοδοτήσεις. Η «σκληρή» στάση της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα στο θέμα του Μνημονίου μπορεί να εξηγηθεί, τουλάχιστον εν μέρει, από τα διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα που χαρακτηρίζουν τους δύο λαούς, πρότυπα που εμπνέονται από κυρίαρχες θρησκευτικές αξίες που εμποτίζουν τον δημόσιο βίο.
lutherΟι Γερμανοί στην πλειοψηφία τους είναι προτεστάντες Λουθηρανοί (οι Βαυαροί αποτελούν την Καθολική μειοψηφία). Και είναι ο Λουθηρανισμός, και όχι γενικά και αόριστα ο «προτεσταντισμός», που αποτελεί πηγή της βαθύτερης ηθικής νοηματοδότησης του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου των Γερμανών. Σύμφωνα με τον Λούθηρο (1483-1546) λοιπόν, τον Γερμανό ιδρυτή του «Λουθηρανισμού», η δημόσια σφαίρα δεν αποτελεί τον χώρο που διαδραματίζεται η σωτηρία του ανθρώπου.
Σε αντίθεση με τον Καλβίνο, ο οποίος έδωσε πρωταρχική αξία στην πολιτική και επαγγελματική δράση του υποκειμένου μέσα στη δημόσια σφαίρα ως τον «τρόπο» της σωτηρίας του, ο Λούθηρος έδωσε πρωταρχική σωτηριακή αξία στην ιδιωτική θρησκευτική πίστη και τον πολιτικό κομφορμισμό (ή αλλιώς υποταγή στην κοσμική εξουσία). Άρα, ούτε η επαγγελματική ευθύνη, ούτε η δημόσια δράση του πιστού αποτελούν για τον Λούθηρο θέματα σημαντικά ή σχετικά με τη σωτηρία του ανθρώπου. Αντίθετα, ο δημόσιος χώρος είναι χώρος ηθικά ουδέτερος, ο χώρος που αναπτύσσονται σχέσεις καθαρά επαγγελματικές και τεχνοκρατικές, σχέσεις φορμαλιστικές, χωρίς να υπεισέρχεται σε αυτές η συμπάθεια ή η ηθική ευθύνη.
Για αυτόν τον λόγο στην Γερμανία επιβίωσε η μεσαιωνική θεώρηση των οικονομικών συναλλαγών μεταξύ αγνώστων, ως σχέση caveat emptor, σύμφωνα με την οποία ο πωλητής δεν φέρει ευθύνη απέναντι στον αγοραστή για το προϊόν που του πώλησε μετά το πέρας της συναλλαγής. Από τη στιγμή που δύο μέρη υπογράψουν μία συμφωνία είναι υποχρεωμένα να την πραγματοποιήσουν, έστω και αν αυτή αποδειχθεί επιβλαβής για ένα απ’ αυτά, όχι γιατί έτσι υπαγορεύει ρητά ο Λουθηρανισμός, αλλά επειδή ο τελευταίος άφησε εκτός της δικαιοδοσίας του μία προϋπάρχουσα, «βάρβαρη» πρακτική.
Όσο για τον γερμανικό Καθολικισμό, καθώς αυτός δεν αναγνωρίζει στον δημόσιο βίο κάποια αυτούσια σωτηριακή αξία, λίγα είχε να προσθέσει ή να αντιπαραθέσει στο κοσμοείδωλο του Λουθηρανισμού το οποίο και έγινε κυρίαρχο. Έτσι λοιπόν στη Γερμανία καλλιεργήθηκε ένας ηθικός δυισμός: Από την μία μεριά ο δημόσιος χώρος της σκληρής, τεχνοκρατικής, και άτεγκτης πειθαρχίας όπου ο συναισθηματισμός απαγορεύεται, και από την άλλη ένας ιδιωτικός χώρος ανάπτυξης στενών, συναισθηματικών, προσωπικών σχέσεων αποκομμένος όμως από τον δημόσιο χώρο.
Πόσο διαφορετική είναι η ηθική κοσμοαντίληψη των Ελλήνων! Παρόλο που ούτε η Ορθοδοξία προσδίδει στην επαγγελματική ζωή σωτηριακή αξία (το ορθόδοξο αρχέτυπο του πιστού δεν είναι ο επιτυχημένος επαγγελματίας, ούτε ο ιδιωτεύων πιστός, αλλά ο αναχωρητής-μοναχός που γυρνά την πλάτη του στον εγκόσμιο βίο), εντούτοις συλλαμβάνει τη δημόσια σφαίρα ως τον κατεξοχήν χώρο έκφρασης του συναισθήματος, είτε του ατομικού είτε του συλλογικού.
Καθώς η Ορθόδοξη πίστη, σε αντίθεση με τον ατομο-κεντρικό Λουθηρανισμό, είναι συλλογικο-κεντρική, ο δημόσιος χώρος θεωρείται ως φυσικός χώρος έκφρασης του θρησκευτικού συναισθήματος, είτε αυτό εκφράζει τη συμπάθεια προς τον πάσχοντα, είτε εκφράζει την οργή προς τον ένοχο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο δημιουργείται ένα παράδοξο φαινόμενο που ένας προτεστάντης (τόσο ένας Λουθηρανός όσο και ένας Καλβινιστής) αδυνατούν να αντιληφθούν παρά μόνο ως υποκριτική ανηθικότητα: Η δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα είναι συγχρόνως έντονα ανήθικη και έντονα ηθικοκανονιστική.
Αποτελεί χώρο ανάπτυξης τόσο αμοραλιστικών επαγγελματικών πρακτικών (φοροδιαφυγή, συντεχνιασμός, νεποτισμός, πελατειοκρατία, κ/λπ.), όσο και ανάπτυξης πολιτικών αιτημάτων, διαγγελμάτων, και συγκρούσεων διατυπωμένων σε όρους ηθικής τάξης, δηλαδή σε όρους ιερού και βέβηλου, καλού και κακού, δικαίου και αδίκου. Ο Ορθόδοξος συνειρμός «η συμφωνία με ζημιώνει, άρα είναι άδικη, άρα πρέπει να ακυρωθεί» έρχεται σε άμεση σύγκρουση με το γερμανικό caveat emptor, σύμφωνα με το οποίο «ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας».
Ηθικό δίδαγμα: Μην υπογράφεις διεθνείς συμφωνίες αν δεν γνωρίζεις τι πραγματικά εννοεί ο συμβαλλόμενος ως συμφωνηθέν – ειδικά αν είναι πιο ισχυρός από εσένα.
του Μανούσου Μαραγκουδάκη, Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και Επισκέπτης Καθηγητής στο Yale University
στο protagon.gr
via

Pages