Δεν γίνεται να αλλάξεις τον κόσμο, δεν γίνεται. Όπου δεις τοίχο πηγαίνεις και γκρεμίζεσαι. Πάρτο απόφαση, είναι και κάποιοι τοίχοι που δεν σπάνε.
Μπορείς να ματώνεις με τις ώρες επάνω στα ντουβάρια ή να κρεμάσεις πάνω τους δυο τρία κάδρα που να απεικονίζουν όσα βρίσκονται στην αντίπερα όχθη, κι εκείνοι, οι τοιχολάτρες, δεν θα μπορέσουν να δουν ποτέ.
Μη μένεις πίσω από τους τοίχους. Μην τους κοιτάς, μην τους υπολογίζεις.
Ο χρόνος κυλά, η ζωή σε σπρώχνει μπροστά κι εσύ απελπισμένος δίχως διέξοδο, είσαι ένα βήμα πριν αφομοιωθείς και γίνεις ένα με τη μάζα από μπετόν που κάποτε θύμιζε ανθρώπινη σάρκα.
Κι όμως, υπάρχει τρόπος διαφυγής.
Κάνε την ψυχή σου σκάλα και πέρνα από την άλλη.
Το φαίνεσθαι και όχι το «είναι» έχει σημασία. Αποδέξου το. Οι τοιχολάτρες, εκτός των άλλων λατρεύουν τις βιτρίνες.
Καθρεφτίζουν μέσα τους το είδωλό τους, τον τέλειο εαυτό τους που με τόσο κόπο συντηρούν, κι όμως ποτέ δεν τον βρίσκουν αρκετά καλό.
Γιατί οι άνθρωποι είναι γεμάτοι ψεγάδια από όπου κι αν τους κοιτάξεις. Μέσα ή έξω. Κουβαλούν τραύματα, πληγές, ρυτίδες και μη χειρότερα...αμείλικτη ματαιοδοξία.
Το ψεύτικο είναι όμορφο γιατί πουλάει, δεν κοστίζει σε αισθήματα παρά μόνο σε έπαρση και λίγες πενταροδεκάρες που θέλει για να φτιασιδωθεί.
Η αλήθεια από την άλλη, μένει στο ράφι χωρίς λούσα, πίσω από τις βιτρίνες, πέρα από τους τοίχους, φορτωμένη συναίσθημα που δεν κοστολογείται.
Παίρνεις σφυρί να ρίξεις τον τοίχο κι οι άνθρωποι που μόνο σε καλούπια στεριώνουν, το θέλουν, στ' αλήθεια το θέλουν, αλλά πάνω που ρίχνεις τα πρώτα κομμάτια και μπαίνει αέρας, τους κυριεύει πανικός και δεν μπορούν να ανασάνουν το φρέσκο οξυγόνο που φουσκώνει ξαφνικά τα πνευμόνια τους.
Ζητούν τα διαπιστευτήριά σου, τι σόι μάστορας είσαι εσύ, και πού το βρήκες το σφυρί, είναι από σφένδαμο η λαβή του ή μήπως από καμιά αχλαδιά;
Και προσπαθούν να βρουν στο τέλειο το ατέλειο, και γίνονται οι ίδιοι τοίχοι, γιατί φοβούνται το διαφορετικό από εκείνο που τους δίδαξαν για αληθινά σπουδαίο και όμορφο.
Κι αν το σφυρί είναι μονάχα το γυμνό σου χέρι, κι αυτό ακόμα, δεν μπορούν να το δουν. Δεν είναι πως δεν θέλουν, δεν μπορούν, τους είναι αδιανόητο. Δεν έχουν μάθει να παλεύουν με γυμνά τα χέρια κι ας είναι κατά τα φαινόμενα εκείνοι οι δυνατοί.
Μα εσύ ξέρεις πως δεν γίνεται να σκάψεις την ψυχή φορτωμένος πανοπλίες χωρίς να την πληγώσεις.
Κι ωστόσο, δυσανασχετούν με τις σκασμένες σου γροθιές, δεν είναι θέαμα αυτό για την αισθητική τους.
Διαγράφεσαι αυτόματα, κρίνεσαι ανεπαρκής. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Βγαίνεις εκτός, ακυρώνεσαι, σ' αφήνουν απέξω.
Και αυτό, είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να σου προσφέρουν.
Ανεβαίνεις τη σκάλα και καθώς η ψυχή σου αναρριχάται και περνά απέναντι, τα πληγιασμένα σου χέρια αφήνουν μήνυμα που μοιάζει με μουντζούρα στον πεντακάθαρο τοίχο τους:
«Εκεί που χωράτε, εγώ δεν αντέχω»
Μπορείς να ματώνεις με τις ώρες επάνω στα ντουβάρια ή να κρεμάσεις πάνω τους δυο τρία κάδρα που να απεικονίζουν όσα βρίσκονται στην αντίπερα όχθη, κι εκείνοι, οι τοιχολάτρες, δεν θα μπορέσουν να δουν ποτέ.
Μη μένεις πίσω από τους τοίχους. Μην τους κοιτάς, μην τους υπολογίζεις.
Ο χρόνος κυλά, η ζωή σε σπρώχνει μπροστά κι εσύ απελπισμένος δίχως διέξοδο, είσαι ένα βήμα πριν αφομοιωθείς και γίνεις ένα με τη μάζα από μπετόν που κάποτε θύμιζε ανθρώπινη σάρκα.
Κι όμως, υπάρχει τρόπος διαφυγής.
Κάνε την ψυχή σου σκάλα και πέρνα από την άλλη.
Το φαίνεσθαι και όχι το «είναι» έχει σημασία. Αποδέξου το. Οι τοιχολάτρες, εκτός των άλλων λατρεύουν τις βιτρίνες.
Καθρεφτίζουν μέσα τους το είδωλό τους, τον τέλειο εαυτό τους που με τόσο κόπο συντηρούν, κι όμως ποτέ δεν τον βρίσκουν αρκετά καλό.
Γιατί οι άνθρωποι είναι γεμάτοι ψεγάδια από όπου κι αν τους κοιτάξεις. Μέσα ή έξω. Κουβαλούν τραύματα, πληγές, ρυτίδες και μη χειρότερα...αμείλικτη ματαιοδοξία.
Το ψεύτικο είναι όμορφο γιατί πουλάει, δεν κοστίζει σε αισθήματα παρά μόνο σε έπαρση και λίγες πενταροδεκάρες που θέλει για να φτιασιδωθεί.
Η αλήθεια από την άλλη, μένει στο ράφι χωρίς λούσα, πίσω από τις βιτρίνες, πέρα από τους τοίχους, φορτωμένη συναίσθημα που δεν κοστολογείται.
Παίρνεις σφυρί να ρίξεις τον τοίχο κι οι άνθρωποι που μόνο σε καλούπια στεριώνουν, το θέλουν, στ' αλήθεια το θέλουν, αλλά πάνω που ρίχνεις τα πρώτα κομμάτια και μπαίνει αέρας, τους κυριεύει πανικός και δεν μπορούν να ανασάνουν το φρέσκο οξυγόνο που φουσκώνει ξαφνικά τα πνευμόνια τους.
Ζητούν τα διαπιστευτήριά σου, τι σόι μάστορας είσαι εσύ, και πού το βρήκες το σφυρί, είναι από σφένδαμο η λαβή του ή μήπως από καμιά αχλαδιά;
Και προσπαθούν να βρουν στο τέλειο το ατέλειο, και γίνονται οι ίδιοι τοίχοι, γιατί φοβούνται το διαφορετικό από εκείνο που τους δίδαξαν για αληθινά σπουδαίο και όμορφο.
Κι αν το σφυρί είναι μονάχα το γυμνό σου χέρι, κι αυτό ακόμα, δεν μπορούν να το δουν. Δεν είναι πως δεν θέλουν, δεν μπορούν, τους είναι αδιανόητο. Δεν έχουν μάθει να παλεύουν με γυμνά τα χέρια κι ας είναι κατά τα φαινόμενα εκείνοι οι δυνατοί.
Μα εσύ ξέρεις πως δεν γίνεται να σκάψεις την ψυχή φορτωμένος πανοπλίες χωρίς να την πληγώσεις.
Κι ωστόσο, δυσανασχετούν με τις σκασμένες σου γροθιές, δεν είναι θέαμα αυτό για την αισθητική τους.
Διαγράφεσαι αυτόματα, κρίνεσαι ανεπαρκής. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Βγαίνεις εκτός, ακυρώνεσαι, σ' αφήνουν απέξω.
Και αυτό, είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να σου προσφέρουν.
Ανεβαίνεις τη σκάλα και καθώς η ψυχή σου αναρριχάται και περνά απέναντι, τα πληγιασμένα σου χέρια αφήνουν μήνυμα που μοιάζει με μουντζούρα στον πεντακάθαρο τοίχο τους:
«Εκεί που χωράτε, εγώ δεν αντέχω»