Πώς βγήκε η φράση «Από πού κι ως πού, και πώς, και πόσα;
—Απ’Αθήνας στα Λιβάδια (ή Λεβαδειά), Θόδωρος και πεντακόσια»
Υπάρχει ένας μύθος γύρω από τη φράση αυτή, που θέλει να εκβιάσει τη σοφία των Ελλήνων και που το δημοσίευσε στην εφημερ. «Εστία» (1885, τ. ΙΘ' σ. 285) ο Νικόλαος Πολίτης, που γράφει τα εξής:
«Τον παλαιό καιρό ήτανε πολλοί σοφοί και μεγάλοι άνθρωποι εις την πατρίδα μας, και όλα τα βασίλεια που το άκουγαν αυτό εζήλευαν και έλεγαν, πώς να κάνουν να τους φτάσουν τους Έλληνας στη γνώμη και τα γράμματα. Μια φορά λοιπόν, αποφασίσανε και εμαζεύθησαν όλοι οι σοφοί που ήσαν εις τους άλλους τόπους και εξεκίνησαν να έλθουν εδώ, διά να ιδούν, αν θα μπορέσουν να τους βάλουν κάτω τους δικούς μας. Τ ο έμαθαν όμως οι Αθηναίοι αυτό και ένας από τους σοφούς τους Αθηναίους εντύνεται σα βοσκός, παίρνει το ραβδί του και ένα κοπάδι πρόβατα και κατεβαίνει στον Πειραιά και τα ’βοσκέ. Σαν έφθασαν οι σοφοί από τα ξένα, ο πρώτος που συνάντησαν, άμα βγήκαν έξω εις τον Πειραιά ήταν εκείνος ο βοσκός. Τους ήλθε λοιπόν τότες το νου να δοκιμάσουν, για να ιδούν τι πράμα είναι και οι παρακατιανοί άνθρωποι στην Ελλάδα, και έτσι να κρίνουν, αν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τους μεγάλους. Πάνε λοιπόν στον βοσκό, τον χαιρετάνε και ερωτούν μονομιάς για το όνομά του και τα πρόβατά του έτσι σύντομα σύντομα, για να ιδούν αν θα τους καταλάβη και πώς θ’ αποκριθή:
«Άπό πού κι ώς πού, πώς καί πόσα;» Και τότε ο δήθεν βοσκός τους απάντησε:
«’Απ΄ Αθήνα στα λειβάδια, Θόδωρος και πεντακόσια!»! Εκείνοι τά ’χασαν τότε, και λεν αναμεταξύ τους.
«Μωρέ, πού πάμε καί μέ ποιούς γυρεύομε νά τά βάλωμε! Ένας παλιοβοσκός, καί μάς έδωσε τέτοια άπάντηση, άμμή οι σοφοί τί θά είναι! Πίσωτε νά φύγωμε!»
«Και έτσι γύρισαν πίσω’ς στον τόπο τους καταντροπιασμένοι».
Υπάρχει, βέβαια, και η Βοιωτική παραλλαγή η οποία λέει τα εξής: «Μια φορά, ήταν ένας μεγάλος φιλόσοφος εις την Αθήνα, και αυτός έτυχε να βγει περιοδεία, ως τη Λεβαδειά να ειπούμε και τα περίχωρα. Αυτό το έμαθαν άλλοι δυο μικρότεροι φιλόσοφοι, ένας από τη Λαμία και άλλος από την Άμφισσα, έσμιξαν οι δυο κι αποφάσισαν να παν ν’ ανταμώσουν τον μεγάλο φιλόσοφο που ήρχετο. Επήγαν το λοιπόν, εις τη θέση Κέρατα της Λειβαδειάς, που ήταν να περάσει από κει ο Αθηναίος, και ηύραν δυο τσοπάνηδες και εζήτησαν κι άλλαξαν τα ρούχα τους μ’ αυτούς. Οι τσοπάνηδες τράβηξαν παράμερα και έμειναν οι φιλόσοφοι με τα πρόβατα. Σε λίγο πέρασε από κοντά τους ο μεγάλος φιλόσοφος και τους εχαιρέτησε και τους ερώτησε: « Από πού και πού πώς και πώς πόσα; κι εκείνοι του αποκρίθηκαν, καθώς είπαμε. Τότε στάθηκε ο φιλόσοφος και εσυλλογίσθη και είπε με το νου του, πως, οι τσοπάνηδες μιλούν έτσι, πόσο μάλλον οι γραμματισμένοι· εγώ δε θα βγω μπροστά σ αυτούς και εγύρισε πίσω».
Κατά δε την παραλλαγή του Chandier, σύμφωνα με την οποία, αυτό άκουσε στην Αθήνα και τη Σμύρνη, ο βοσκός δεν ήταν μεταμφιεσμένος φιλόσοφος, αλλά αληθινός βοσκός, και απάντησε έτσι που απάντησε, για να δείξει την πνευματικότητα και την νοημοσύνη των Αθηναίων. Αυτόν πάλι που ρώτησε, δεν ήταν αλλοεθνής, αλλά Έλληνας, που ήθελε να βεβαιωθεί αν και οι κοινοί πολίτες, ο απλός λαός των Αθηνών, ήταν έξυπνοι.
Από το βιβλίο του Τάκη Νασούλη "ΛΕΞΕΙΣ & ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ"