Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της φύσης και της κοινωνίας δεν προέκυψε απροϋπόθετα. Η φιλοσοφία δεν γεννήθηκε, όπως η Παλλάδα Αθηνά, από το κεφάλι του Δία. Κι ακόμη, η φιλοσοφική συνείδηση δεν διαμορφώθηκε αγνοώντας την πολυπλοκότητα της εκάστοτε ρεαλιστικής πραγματικότητας.
Η αλήθεια της δεν αγνοεί τις πολιτισμικές εκρήξεις της καθημερινότητας. Θεμελιώδης προϋπόθεση για την κυοφορία της φιλοσοφικής σκέψης ήταν η αναπόδραστη εξέλιξη του πρακτικού βίου, με κύρια γνωρίσματα τη σχετικά προχωρημένη τεχνική, αλλά και μια αναπτυγμένη παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας.
Εξάλλου, και ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας συντέλεσε ως ένα βαθμό στο να εμφανιστούν ορισμένες κοινωνικές ομάδες ή και ξεχωριστά άτομα, τα οποία, όντας απαλλαγμένα από πρακτικές ανάγκες, εξασφάλισαν σχόλη για να εμβαθύνουν στη μελέτη των προβλημάτων της φύσης, του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Από άποψη περιεχομένου, η ελληνική σκέψη, πριν ακόμα αποκτήσει συστηματική μορφή, είχε μια πρώτη οικείωση, μέσω της γλώσσας του μύθου, με ερμηνείες και έννοιες της ζωής. Χάρη στην πλούσια ποιητική φαντασία που καλλιέργησαν οι διάφορες μυθικές αφηγήσεις, είχε κατακτήσει ένα πλουραλιστικό υπόβαθρο γνώσης, έστω και αν η υφή αυτής της γνώσης εξακολουθούσε να είναι θρησκευτική και μυθολογική.
Γενικώς, η παραδοσιακή ποιητική φαντασία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενεργοποίηση της συλλογικής συνείδησης, αλλά και σε πιο απαιτητικές θεωρήσεις, οι οποίες ζητούν να διαρρήξουν προκαταλήψεις και άκριτες παραδοχές της. Μέσω αυτής της φαντασίας, οι πιο απλοί άνθρωποι συνδέθηκαν με μια ορισμένη αντίληψη κοινωνικής ηθικής και συμπεριφοράς. Αυτή
η συλλογική τους έκφραση, όμως, δεν αρκούσε για να εμβαθύνουν στη γνώση της αληθινής πραγματικότητας, με συνέπεια να αισθάνονται πάντοτε την ανάγκη να υποτάσσονται στο νόμο των ανθρώπων και στη δύναμη των θεών.
Οι πιο προχωρημένες ατομικές συνειδήσεις, από τη δική τους πλευρά, κατόρθωσαν να καλλιεργήσουν μια θεωρητική λεπταισθησία και ανάλογη διασκεπτική ευαισθησία, που τους επέτρεπε να εμβαθύνουν στη λογικότητα της κοινωνικής τους σχέσης.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την ιστορική εγκυρότητα του όλου μυθικού πλούτου σκέψης, το γεγονός ότι εκφράστηκε με ποιητική μορφή, αργότερα, με την ανάδυση πιο λογικών μορφών γνώσης, δημιούργησε την εντύπωση ότι η φιλοσοφία βρίσκεται σε αντιπαλότητα με την ποίηση. Αυτή την άποψη την ενίσχυσε και η συμβολική εικόνα που αναφέρει ο Πλάτων στην Πολιτεία, κατά την οποία η πρώτη πράξη των φιλοσόφων που αναλαμβάνουν τη διοίκηση της πόλης είναι να απελάσουν διά παντός τους ποιητές. Με αυτή την εικόνα, όμως, ο Πλάτων δεν ενδιαφέρεται να εξορίσει την ποίηση από την ιδανική του πολιτεία, δηλαδή δεν στρέφεται ενάντια στην ποίηση καθεαυτήν, αλλά θέλει κυρίως να δηλώσει τη θριαμβευτική κυριαρχία της φιλοσοφίας του Λόγου.
Η προχωρητική ανάπτυξη της φιλοσοφίας, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί έξω από τη συνεπή και μεθοδική υπέρβαση της μυθικο-ποιητικής παράδοσης. Το κύριο μέλημα της φιλοσοφικής έρευνας είναι η διερεύνηση της πραγματικότητας ως ενός αντικειμενικού όλου.
Το παρόν που απαιτεί κατανόηση δεν είναι μια αθροιστική πολλότητα παραδοσιακών αξιών και αντιλήψεων που είχε κληροδοτήσει ο μυθικός κόσμος. Πολύ περισσότερο δεν είναι μια αδιαφοροποίητη ολότητα επιμέρους γνώσεων και ενεργειών. Αντιθέτως, προβάλλει ως ένα εγχείρημα πολιτισμικής ολοκλήρωσης και φιλοσοφικής παίδευσης.
Γίνεται έτσι αντικείμενο εκείνης της μακράς διαδικασίας που το γέννησε και διατηρεί μέσα του ανεξάλειπτη την απαίτηση να σκεφτεί το παρελθόν ως μια πρώτη έκφραση της αλήθειας του.
Αυτό σημαίνει ότι ο φιλοσοφικός λόγος δεν αντιτίθεται στατικά και απόλυτα προς τον αφηγηματικό λόγο της μυθικής παράδοσης, αλλά αναδύεται ως διαλεκτική του άρνηση: ως προς τη μορφή, αξιοποιεί την αμεσότητα της αφήγησης και την παιδαγωγία της ποιητικής έκφρασης· ως προς το περιεχόμενο, κατανοεί την ορισμένη αλήθεια του παρελθόντος ως αναγκαίο στάδιο του δικού του σχηματισμού σε κριτικό λόγο του νοείν. Κατ’ αυτή την έννοια, δεν διατείνεται ότι κατέχει τη γνώση, άρα δεν φιλοδοξεί να εκπροσωπεί τη σοφία του κόσμου, αλλά αποπειράται τη διαμόρφωσή του ως μια αυτοεκδιπλωνόμενη πορεία προς τη γνώση, ως αέναη εξέλιξη προς τη δική του αυτογνωσία και προς τη συγκρότηση ιδίας νοηματικής γλώσσας.
Αυτή η διαδικασία συνιστά το αρχέγονο στοιχείο της ελληνικής φιλοσοφίας και συντείνει στο να κατακυρώνεται ο λόγος της ως έγχρονη μεθερμήνευση των εκάστοτε καιρικών της εμφανίσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο λόγος αναζητεί την ολόκληρη αλήθεια και σε αυτό το πλαίσιο επιχειρεί πάντοτε να διασαφηνίζει και την κατ’ αναγκαιότητα αναφορά του φιλοσοφείν σε παλαιότερες μορφές της ελληνικής σκέψης.
Η φιλοσοφία έτσι επιβεβαιώνεται ως «φιλο-σοφία», δηλαδή ως «αγάπη της σοφίας». Στην πρωταρχική της σημασία, η «αγάπη της σοφίας» παραπέμπει σε μια πνευματική καλλιέργεια γενικά. Σε μια ευρύτερη ερμηνεία, προσδιορίζει τη φιλοσοφία ως έρευνα της ουσίας των πραγμάτων, ως μια πράξη που κατατείνει προς την αληθινή γνώση και φιλοδοξεί να κατακυρώνεται ως κατανοητική πράξη της νόησης.
Τι εννοούμε, όμως, όταν μιλάμε για κατανοητική πράξη της νόησης; Το νοείν, ως συστηματική δράση του νου, ανα-λύει τα ανορθόλογα σχήματα της θρησκευτικο-μυθολογικής παράδοσης και, μέσα από μια εξελικτική διαδικασία κριτικής αντιπαράθεσης με αυτά, διαλύει βαθμιαία κάθε μυστικιστική αποθέωση του κόσμου των παραστάσεων και δοξασιών.
Συγχρόνως, δεν μένει στην προβολή μιας αμείλικτα ορθολογικής σύλληψης, αλλά ασκεί μεθοδικά τη φιλοσοφική αυτοσυνείδηση στο να αξιοποιεί τη δύναμη του συναισθήματος και με αποδεικτικό τρόπο να εξηγεί τα φαινόμενα του κόσμου.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σωκράτη, ο οποίος, δυνάμει ακριβώς του συνδυασμού συναισθήματος ή ενστίκτου και λογικής, έχει καταγραφεί στην ιστορία των ιδεών ως η πιο άτοπη φιλοσοφική αυτοσυνείδηση.
Στον Θεαίτητο, ο Πλάτων παρουσιάζει τον Σωκράτη να αυτοχαρακτηρίζεται ως εξής: «Λένε ότι είμαι ο πιο άτοπος και κάνω τους ανθρώπους να απορούν». Διά αυτής της οδού, το ίδιο το νοείν αποκαθαίρεται από την κλειστότητα της μονοσήμαντης αυτοαναπαραγωγής του και ανυψώνεται σε δια-λογιστική πράξη κατανόησης και αμφισβήτησης. Ο λόγος γίνεται κατανοητικός: δεν περιορίζεται πλέον ούτε στην έμπνευση των Μουσών, ούτε στην αφήγηση της μυθικής σκέψης, ούτε μόνο στην αισθητηριακή εμπειρία. Αντιθέτως, επιζητεί να εισχωρήσει στις έσχατες αρχές ή αιτίες των πραγμάτων και της φύσης.
Η εσωτερική του αυταξία στηρίζεται σε δύο προϋποθέσεις:
α) αμφισβητεί την άκριτη αποδοχή του δεδομένου και ανάγει την πολλαπλότητα του αισθητού κόσμου σε μια ενιαία βάση.
β) διεκδικεί την αληθινή ουσία της πραγματικότητας μέσα από τη λογική εξήγηση που αντέχει στην κριτική και έχει καθολική ισχύ.
Η γνώση που υπόσχεται αυτός ο λόγος χωρεί πίσω από τα φαινόμενα και δεν ταυτίζεται με την εξωτερικά-εμπειρικά σωρευμένη γνώση, αλλά την περιλαμβάνει ως στάδιο της όλης γνωσιακής διαδικασίας: «Η πολυμάθεια δεν διδάσκει τη βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων…»
Η εξωτερική του αυταξία έγκειται στο ότι δεν είναι ιδιωτικός λόγος, αλλά κοινός, δημόσιος, που εκτίθεται στη δίνη των γεγονότων και μαθαίνει να δια-λέγεται. Έτσι, γίνεται προσιτός στον καθένα και αποτείνεται στο σύνολο των ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη της πόλης.
Δεν συνδέεται, επομένως, άμεσα με ιδεολογικούς σκοπούς, αλλά με θεμελιώδη ερωτήματα του ανθρώπου, γι’ αυτό και ευδοκιμεί ως ο λόγος της αγοράς, ως ανοιχτός διάλογος ανάμεσα σε ατομικότητες που εκτίθενται στην αμοιβαία αυτοεξέταση και αντικειμενικά τείνουν να υπερβούν τη φτηνή τους προφάνεια: «Η σχολή του Σωκράτη είναι η αγορά, ο δημόσιος χώρος, όπου τον βλέπουμε να περπατά μεταξύ των εμπόρων, των άσημων ανθρώπων, όσο και των αριστοκρατών, φλυαρώντας με τον έναν, ερωτώντας τον άλλον και μην παύοντας να παίρνει ως θέμα μελέτης τα χίλια-δυο προβλήματα της καθημερινής ζωής».
Όποιος θέλει λοιπόν να φιλοσοφήσει στην πόλη, πρέπει να τολμά να μεθίσταται από την κατά σύμβαση ζωή στον κόσμο του απορείν και στη σπουδή της ανθρώπινης έννοιας.