Στο Κριτήριο βασίλευε η σιωπή κι ο άνθρωπος ήρθε γυμνός και στάθηκε μπρος στο Θεό.
Κι ο Θεός άνοιξε την ανθρώπινη βιογραφία.
Και είπεν ο Θεός προς τον άνθρωπον: «Η ζωή σου είναι μια κακία. Φαινόσουνα πάντα σκληρός σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη απ’ τη βοήθειά σου, και σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη απ’ την καθοδήγησή σου έδειχνες πάντα μια πικρή και σκληρή καρδιά. Οι φτωχοί τρέχαν πίσω σου και σου φώναζαν να τους ελεήσεις μα συ δεν τους άκουγες και τ’ αυτιά σου ήταν σφαλιστά στους ανθρώπους που άφηνα γω να υποφέρουν. Έκλεψες την κληρονομιά του ορφανού και τις αλεπούδες που έπιασες τις έριξες κρυφά στ’ αμπέλι του γείτονά σου για να του κάνουν κακό. Επήρες το ψωμί των παιδιών και το ’ριξες στους σκύλους. Τους λεπρούς μου, που κάθονταν στα βουρκάδια φχαριστημένοι, υμνώντας και δοξολογώντας το όνομά μου, τους έβγαλες από κει και τους πέταξες στο δρόμο, κι απάνω στη γη μου, απ’ την οποία και πλάστηκες, έχυσες αίμα αθώο».
Κι ο άνθρωπος απάντησε: «Κύριε, όλα τα όσα είπας εποίησα».
Κι ο Θεός γύρισε τ’ άλλο φύλλο της ανθρώπινης βιογραφίας.
Και είπεν ο Θεός προς τον άνθρωπον: «Η ζωή σου είναι μια κακία. Την ομορφιά, που χάρισα στη δυναμικότητα των ματιών σου για να βλέπουν, εσύ την πέταξες, και την καλοσύνη, που εγώ στην έδωσα κρυφά, δεν τη φανέρωσες. Οι τοίχοι της κάμαράς σου ήταν στολισμένοι με ζωγραφιές και για να ξυπνήσεις απ’ το ανόσιο κρεβάτι σου ήθελες να σου παίζουν φλογέρες. Έστησες εφτά βωμούς για να λατρέψεις την αμαρτία κ’ έφαγες πράγματα που ήταν απαγορευμένα για να τα φας και το πορφυρένιο σου φόρεμα ήταν γαρνιρισμένο με τρία σύμβολα αισχρά. Τα είδωλά σου δεν ήταν από μάλαμα κι ούτε από χρυσάφι που στοιχίζει ακριβά, μα ήταν από κρέας που θνήσκει. Έβαζες στα μαλλιά τους το άρωμα και στα χέρια τους τα ρόδια. Τα πόδια τους τους τα ’πλενες με κροκούς και μπρος τους άπλωσες πλούσια χαλιά. Για να χρωματίσεις τα φρύδια τους μεταχειρίστηκες αντιμόνιο και τα πόδια τους τους τ’ άλειψες με μύρα. Αυτά ήταν τα είδωλά σου, που ’πεφτες και προσκύναγες και το θρόνο τους τον έστηνες μπρος στον ήλιο. Δηλαδή, έδειχνες στον ήλιο την ντροπή σου και στο φεγγάρι την αφροσύνη σου».
Κι ο άνθρωπος απάντησε: «Κύριε, όλα τα όσα είπας εποίησα».
Κι ο Θεός γύρισε για τρίτη φορά το φύλλο της ανθρώπινης βιογραφίας.
Και είπεν ο Θεός προς τον άνθρωπον:
«Το κακό στην όλη του έκφραση ήταν η ζωή σου. Εσύ πλέρωνες την καλοσύνη με την κακία κ’ ήσουν πάντα κακός μ’ αυτούς που σου φέρνονταν καλά. Τα χέρια που σε τρέφανε τα πλήγωσες και τα στήθια που σε νανούριζαν τα κορόιδεψες. Όποιος σου ’φερνε το νερό έφευγε διψασμένος από κοντά σου κ’ οι φυγόδικοι που τη νύχτα κρύβονταν στις σπηλιές για να μην τους πιάσουν προδίνονταν την ημέρα από σένα, που εκτελούσες έτσι το ημερήσιό σου καθήκον. Τον εχθρό σου, που δε σε πείραξε από καλοσύνη του, συ τον βαρούσες στήνοντάς του παγίδες, και το φίλο σου, που σεργιάνιζε μαζί σου, τον πουλούσες για λεφτά. Και σ’ όσους σου ’φερναν την αγάπη, εσύ τους πρόσφερες για ανταπόδοση την κακοήθεια».
Κι ο άνθρωπος απάντησε: «Κύριε, όλα τα όσα είπας εποίησα».
Κι ο Θεός έκλεισε το βιβλίο της ανθρώπινης βιογραφίας και είπε: «Τώρα θα σε στείλω στον Άδη, ναι, εκεί κάτω στην Κόλαση θα σε στείλω».
Κι ο άνθρωπος φώναξε: «Δεν μπορείς!»
Και είπεν ο Θεός προς τον άνθρωπον: «Γιατί δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση;»
«Γιατί εμένα η ζωή μου ολάκερη ήταν Κόλαση, κι ότι είχα το σκόρπισα σ’ αυτήν», απάντησε ο άνθρωπος.
Κ’ η σιωπή απλώθηκε παντού στο Κριτήριο.
Ύστερα μίλησε ο Θεός και είπεν ο Θεός προς τον άνθρωπον: «Μια που δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση, τότες θα σε στείλω στον ουρανό, στον Παράδεισο ναι, στα ουράνια θα σε στείλω».
Κι ο άνθρωπος φώναξε: «Δεν μπορείς!»
Και είπεν ο Θεός προς τον άνθρωπον: «Γιατί δεν μπορώ να σε στείλω στον ουρανό;»
«Γιατί εγώ ποτέ και πουθενά δεν μπόρεσα ως τα τώρα να σκεφτώ τον ουρανό», απάντησε ο άνθρωπος.
Κ’ η αιώνια σιωπή βασίλεψε πάλι στο Κριτήριο.
_________
~ Aπό το βιβλίο του Oscar Wilde “Το φάντασμα του Κάντερβιλ, η σφίγγα δίχως το αίνιγμα και άλλα διηγήματα”.
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com