Αποτελεί μία από τις παλαιότερες και πιο αμφιλεγόμενες επιστημονικές συζητήσεις: οι άνθρωποι γεννιούνται με ορισμένα χαρακτηριστικά ή τα αποκτούν κατά τη διάρκεια της ζωής τους; Τα επιχειρήματα για το ρόλο της φύσης και της ανατροφής προκαλούν μεγάλες αντιπαραθέσεις εδώ και αιώνες, αλλά σήμερα η επιστήμη έχει αρχίσει να αποκαλύπτει τη συναρπαστική πραγματικότητα.
Η ανακάλυψη της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στα γονίδια και στις πολιτικές προτιμήσεις κέντρισε το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
«Οι αριστεροί γεννιούνται, δεν γίνονται», έγραφαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, προβάλλοντας αναφορές ότι επιστήμονες στις ΗΠΑ είχαν "αποκαλύψει” πως οι άνθρωποι που διαθέτουν ένα συγκεκριμένο γονίδιο ήταν πιθανότερο να διαθέτουν αριστερές πολιτικές απόψεις. Εκ πρώτης όψεως, αυτό το εύρημα ήταν η πιο πρόσφατη συνεισφορά στη συζήτηση περί φύσης και ανατροφής – το ερώτημα του κατά πόσον είμαστε γεννημένοι με χαρακτηριστικά που προϋπάρχουν στα γονίδιά μας ή τα αποκτάμε στη μετέπειτα ζωή μας.
Πληθώρα παρόμοιων ειδησεογραφικών αναφορών έχουν δημοσιευτεί στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων τα τελευταία χρόνια, συνήθως προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι τα γονίδια κρατούν το κλειδί για την εξήγηση διάφορων μορφών συμπεριφοράς, από την τάση του ανθρώπου να εκτίθεται σε κίνδυνο έως τη συζυγική απιστία, ακόμα και την παραφροσύνη. Πίσω από τη στάση των μέσων ενημέρωσης βρίσκεται μια ερεθιστική θεωρητική υπόθεση: ακριβώς όπως δεν έχουμε τη δυνατότητα επιλογής για το χρώμα των ματιών μας, το DNA μάς υπαγορεύει τον τύπο του ανθρώπου που θα γίνουμε στη διάρκεια της ζωής μας.
Ασαφές Μήνυμα
Όμως, η αλήθεια πίσω από τη δημοσιογραφική ιστορία του «αριστερού γονιδίου» είναι μάλλον διαφορετική. Βασίζεται σε μια εξελισσόμενη επιστημονική έρευνα, η οποία καταρρίπτει την υποτιθέμενη διχοστασία ανάμεσα στη φύση και την ανατροφή. Επισημαίνει μια νέα, κάπως διαφοροποιημένη άποψη ότι τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά είναι αποτέλεσμα και των δύο παραμέτρων.
Ο Τζέιμς Φάουλερ, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, στο Σαν Ντιέγκο, επικεφαλής της ομάδας μελέτης, προσπάθησε να εξηγήσει αυτήν την άποψη, υποστηρίζοντας ότι το γονίδιο που βρίσκεται στο επίκεντρο της υπόθεσης – γνωστό ως DRD4 – στην πραγματικότητα αποκάλυπτε μια συσχέτιση με αριστερές απόψεις σε άτομα που είχαν ενεργή κοινωνική ζωή (θεωρώντας, δηλαδή, την κοινωνικότητα επιπλέον παράγοντα).
«Είναι η κρίσιμη αλληλεπίδραση των δύο παραγόντων – η γενετική προδιάθεση και το κοινωνικό περιβάλλον που προκύπτει από την ύπαρξη πολλών φίλων κατά τη διάρκεια της εφηβείας- που συνδέεται με την πιο αριστερή πολιτική τοποθέτηση», υποστήριξε ο Φάουλερ. Πολλά από τα μέσα ενημέρωσης έθεσαν το επιχείρημα ξεκάθαρα κάτω από την κατηγορία της «φύσης» και προχώρησαν υιοθετώντας τη γενετική προδιάθεση. Η ανθεκτικότητα της συζήτησης είναι εκπληκτική – και ταυτόχρονα ανησυχητική.
Η πίστη στην υπεροχή των γονιδίων, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου 20ου αιώνα, τροφοδότησε απάνθρωπες πρακτικές, όπως η βίαιη στείρωση των «μικρόνοων» ανθρώπων στη δεκαετία του 1930 στις ΗΠΑ και οι επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990.
Οι γονείς μας επηρεάζουν και διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς μας;
Tabula Rasa
Η αντίδραση ενάντια στον γενετικό ντετερμινισμό έχει με τη σειρά της προκαλέσει υπερβολές Η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είναι tabula rasa, «άγραφοι πίνακες», το μέλλον των οποίων καθορίζεται εξ ολοκλήρου από το περιβάλλον τους, έχει οδηγήσει σε παράξενες θεωρίες ανατροφής των παιδιών και σε βασανιστική ενοχή των γονέων, οι οποίοι κατηγορούν τον εαυτό τους για τις αποτυχίες των απογόνων τους. Πάντως, οι πρωτοπόροι της συζήτησης περί φύσης – ανατροφής θεωρούσαν ότι είχαν τις καλύτερες προθέσεις και δρούσαν προς όφελος της κοινωνίας.
Όταν ο Άγγλος φιλόσοφος Τζον Λοκ διατύπωσε την άποψη περί «άγραφου πίνακα» σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά στο γνωστό έργο του Δοκίμιο για την ανθρώπινη, νόηση, το 1690, πίστευε ότι στρεφόταν ενάντια σε καταπιεστικές έννοιες όπως το προπατορικό αμάρτημα και η ελέω θεού βασιλεία. Αν όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, υποστήριξε ο Λοκ, τότε ο καθένας θα μπορούσε -και θα έπρεπε- να έχει το ίδιο δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία και στην επιδίωξη της ευτυχίας. Ήταν μια άποψη που εντυπωσίασε τον Τόμας Τζέφερσον, αρχιτέκτονα της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ.
Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν οι βικτοριανοί διανοούμενοι Χέρμπερτ Σπένσερ και Φράνσις Γκάλτον συνέδεσαν τη θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη με τη μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας, πίστευαν ότι ενεργούν προς όφελος του γενικού καλού. Αλλά, παρόλο που ακόμη δεν είχαν ανακαλυφθεί τα γονίδια, ο Δαρβίνος είχε μια πιο εξελιγμένη άποψη για την κληρονομικότητα σε σύγκριση με πολλούς από τους υποστηρικτές του. Πίστευε ότι η ανθρώπινη ομιλία ήταν ένα πιθανό παράδειγμα αυτού που αποκαλούσε «ένστικτο για την απόκτηση μιας τέχνης».
Ορισμένοι σύγχρονοι του Δαρβίνου διέκριναν τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην περίφημη άποψη του Σπένσερ για την εξέλιξη ως αποτέλεσμα της επιβίωσης του ισχυρότερου και την αντίληψη του Γκάλτον για την ευγονική – τη συστηματική «βελτίωση» της ανθρώπινης φυλής μέσω της επιλεκτικής αναπαραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί διανοούμενοι διέγραψαν τέτοιου είδους ενδοιασμούς, πιστεύοντας ότι τα γεγονότα μιλούσαν από μόνα τους. Ήδη από το 1865 ο Γκάλτον είχε δημοσιεύσει μια μελέτη για την υπεροχή των παιδιών από επιφανείς οικογένειες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το ποσοστό επιτυχίας τοϋς ήταν 240 φορές μεγαλύτερο από αυτό των απογόνων όλων των κοινωνικών στρωμάτων.
Μία δεκαετία αργότερα, ο Γκάλτον επανήλθε με μία προσέγγιση η οποία έμελλε να αποτελέσει τη βάση της συζήτησης περί φύσης και ανατροφής: τη σύγκριση πανομοιότυπων διδύμων. Η εύρεση τόσο πολλών ομοιοτήτων μεταξύ αυτών των διδύμων κατά τη διάρκεια της ζωής τους ώθησε τον Γκάλτον να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η φύση σαφώς επικρατούσε της ανατροφής, και έτσι η επιλεκτική αναπαραγωγή ήταν για την κοινωνία η μοναδική επιλογή για πρόοδο. Αυτήν την άποψη συμμερίζονταν πολλοί μεταξύ εκείνων που παρακολούθησαν το Α Διεθνές Συνέδριο για την Ευγονική στο Λονδίνο το 1912 – συμπεριλαμβανομένου του Λεονάρδου Δαρβίνου, γιου του Κάρολου. Ως πρόεδρος της εταιρείας Ευγονικής, ο Λεονάρδος Δαρβίνος προειδοποίησε για τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι μελλοντικές γενιές αν επέτρεπαν στους «ακατάλληλους άντρες» να αναπαραχθούν. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό το συνέδριο υπήρξαν διαφορετικές απόψεις. Στην ομιλία του στο συνέδριο, ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ εξέφρασε την ανησυχία ότι το όλο ζήτημα περί κληρονομικότητας ήταν πολύ πιο περίπλοκο απ’ ό,τι πίστευαν οι επιστήμονες και προειδοποίησε για τον κίνδυνο οι ζηλωτές της ευγονικής να διασπείρουν αυτές τις απόψεις στην κοινωνία.
Οι ναζί προώθησαν την ιδέα της άριας κυρίαρχης φυλής, μέσω χου καλά σχεδιασμένου προγράμματος της χιτλερικής νεολαίας.
Επιλεκτική αναπαραγωγή
Οι απόψεις του Μπάλφουρ αποδείχθηκαν προφητικές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η ιδέα της ευγονικής εξαπλώθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Έναν χρόνο μετά την ομιλία του Λεονάρδου Δαρβίνου, πολλές πολιτείες είχαν θεσπίσει νόμους για την υποχρεωτική στείρωση των «διανοητικά καθυστερημένων». Η εξέλιξη δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Γερμανούς υποστηρικτές της ευγονικής, με αποτέλεσμα αυτά τα παρεμβατικά μέτρα να πάρουν τη μορφή νόμων σε λίγους μήνες από τη στιγμή που οι ναζί ήρθαν στην εξουσία, το 193 3. Ξεκίνησαν με τη στείρωση χιλιάδων ανθρώπων με χαρακτηριστικά όπως η σχιζοφρένεια και ολοκλήρωσαν με τη σφαγή εκατομμυρίων στα στρατόπεδα θανάτου, όπως στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου.
Η ήττα των ναζί το 1945 και η επακόλουθη | αποστροφή στις πρακτικές τους επανέφεραν τη συζήτηση περί φύσης και ανατροφής στην άποψη περί «άγραφου πίνακα». Για άλλη μία φορά, οι υποστηρικτές ήταν σε θέση να επικαλεστούν φαινομενικά αδιάσειστα στοιχεία επιστημονικής έρευνας για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους. Και για άλλη μία φορά, τα συμπεράσματά τους αποδείχτηκαν εξαιρετικά αδύναμα να ερμηνεύσουν ένα τόσο περίπλοκο θέμα.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, ο Αμερικανός ψυχολόγος Τζον Γουότσον υποστήριξε ότι οι συζητήσεις για τα χαρακτηριστικά και τα ένστικτα δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν και, κατά συνέπεια, δεν έχουν νόημα. Αντ’ αυτού, διατύπωσε την άποψη ότι θα έπρεπε να δοθεί έμφαση στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συμπεριφέρονται, αντιδρώντας στον κόσμο γύρω τους. Αυτό, υποστήριξε, θα μπορούσε να καταδείξει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να επιτύχουν οτιδήποτε βάλουν στο μυαλό τους. Ο Γουότσον και οι στενοί συνεργάτες του συγκέντρωσαν πλήθος τεκμηρίων για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους – ορισμένα από αυτά θα τα χαρακτήριζε κανείς εκκεντρικά.
Ακόμη πιο παράξενη ήταν η άρνηση των συμπεριφοριστών να αποδεχθούν ότι, ενώ η έρευνά τους ήταν σύμφωνη με τη σημασία της ανατροφής, δεν κατάφερνε να αποκλείσει το ρόλο και άλλων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της γενετικής. Η σπουδαιότητα αυτών των άλλων παραγόντων έμελλε να αποδειχθεί από τα αμφιλεγόμενα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στο Πανεπιστήμιο του Γουινσκόνσιν-Μάντισον.
Ο ψυχολόγος Χάρι Χάρλοου χώρισε μωρά πιθήκους από τη μητέρα τους και τα έκλεισε σε κλουβιά με δύο ομοιώματα «μαμάδων». Η μία ήταν απλώς κούκλα από σύρμα, στην οποία είχε τοποθετηθεί ένα μπουκάλι γάλα, ενώ η άλλη ήταν πιο φυσική στην όψη και στην αφή όταν τη χάιδευαν οι μικροί πίθηκοι, αλλά δεν είχε γάλα. Σύμφωνα με τους συμπεριφοριστές, οι πίθηκοι θα έπρεπε σύντομα να μάθουν να αγνοούν την ψυχρότητα της συρμάτινης μητέρας και να επικεντρώνονται στην καίριας σημασίας λήψη του γάλακτος. Ωστόσο, ο Χάρλοου διαπίστωσε ότι οι πίθηκοι περνούσαν περισσότερο χρόνο με την πιο φυσική – στην όψη – και καλύτερη για χάδια -αλλά χωρίς γάλα – μητέρα, κάνοντας μόνο σύντομες εξορμήσεις στη συρμάτινη μητέρα όταν πεινούσαν. Ο Χάρλοου απέδειξε αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι -εκτός από τους συμπεριφοριστές- θα θεωρούσαν προφανές: η συμπεριφορά δεν διαμορφώνεται μόνο από το περιβάλλον, αλλά από περισσότερους παράγοντες. Οι πίθηκοι κουβαλούσαν το ένστικτο για το τι θα έπρεπε να περιμένουν από τη γονική -εν προκειμένω μητρική- φροντίδα και το αναζητούσαν.
Δοκιμές σε παιδιά – Τα παράξενα πειράματα των πρωτοπόρων συμπεριφοριστών
Η αναζήτηση ενδείξεων για το ρόλο του περιβάλλοντος στην ανθρώπινη συμπεριφορά οδήγησε τους πρώτους ερευνητές να πραγματοποιήσουν μερικά πολύ ασυνήθιστα πειράματα. To 1931, ο Αμερικανός ψυχολόγος Γουίνθρου Κέλογκ και η σύζυγος του αποφάσισαν να ερευνήσουν πώς οι γονεϊκές μέθοδοι ανατροφής επηρεάζουν την ανάπτυξη, επιχειρώντας να μεγαλώσουν τον 10 μηνών γιο τους, Ντόναλντ, μαζί με ένα θηλυκό μωρό χιμπατζή. Ο χιμπατζής αποδείχθηκε τουλάχιστον εξίσου ικανός με τον γιο τους σε διάφορα τεστ στα οποία τους υπέβαλαν -γεγονός που κατέδειξε την ισχύ των επιρροών του περιβάλλοντος-, αλλά δεν έδειξε δείγματα ότι αποκτά ικανότητα για ομιλία.
Το πείραμα του «Μικρού Άλμπερτ» του Αμερικανού ψυχολόγου Τζον Γουότσον
Όταν ο γιος τους άρχισε να αξιοποιεί τους θορύβους για να μπορέσει να επικοινωνήσει, όπως ο χιμπατζής, οι Κέλογκ εγκατέλειψαν το πείραμα. Ίσως το πιο αμφιλεγόμενο πείραμα διεξήχθη από τον Αμερικανό ψυχολόγο Τζον Γουότσον σε ένα μωρό οκτώ μηνών, το οποίο έγινε γνωστό ως το πείραμα του «Μικρού Άλμπερτ». Ο Γουότσον έδειξε ότι ήταν δυνατό να προκαλέσει κανείς παράλογους φόβους μέσω της σύνδεσής τους με δυνατούς και δυσάρεστους θορύβους. Σε μία περίοδο αρκετών μηνών, ο «Μικρός Άλμπερτ» ανέπτυξε φοβίες σε κουνέλια και σκύλους, μέσα από πειράματα που δεν θα επιτρέπονταν στις μέρες μας.
Μαλθακότητα
Τα αποδεικτικά στοιχεία του Χάρλοου για τα έμφυτα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς προέκυψαν σε μια χρονική στιγμή που και οι δύο ομάδες επιχειρημάτων στη συζήτηση φύσης- ανατροφής είχαν σοβαρές επιπτώσεις στους γονείς και στα παιδιά. Οι συμπεριφοριστές συνέγραψαν εγχειρίδια παιδικής ανατροφής, στα οποία υποστήριζαν ότι τα παιδιά θα γίνουν «μαλθακά» εάν οι γονείς τα φιλούν λέγοντάς τους καληνύχτα ή τα αγκαλιάζουν υπερβολικά.
Παράλληλα, στοιχεία για την επίδραση της γενετικής είχαν με τη σειρά τους επίδραση στο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής. Μελέτες σε ομογυζωτικούς διδύμους έδειξαν ότι η νοημοσύνη είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομική, φέρνοντας στο προσκήνιο επιχειρήματα για τη διοχέτευση εκπαιδευτικών πόρων ειδικά σε παιδιά που έδειχναν ότι είχαν ιδιαίτερες προοπτικές. Στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτό οδήγησε στην εισαγωγή του 11-plus, ενός αμφιλεγόμενου εθνικού συστήματος εξέτασης, που επέλεγε παιδιά για ακαδημαϊκή εκπαίδευση από τα 11 έτη. Χρόνια αργότερα, οι μελέτες διδύμων που επηρέασαν αυτήν την πρακτική αμφισβητήθηκαν, αλλά μέχρι τότε ο ισχυρισμός ότι τα γονίδια καθορίζουν το πεπρωμένο του ανθρώπου είχε χάσει μεγάλο μέρος της ισχύος του – τουλάχιστον πέραν της ακαδημαϊκής κοινότητας. Οι γονείς είχαν από καιρό αντιληφθεί ότι, παρά τις προσπάθειές τους, οι απόγονοι τους συχνά κατέληγαν με εντελώς διαφορετική προσωπικότητα, γεγονός που δεν οδηγούσε σε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με το βαθμό επηρεασμού τους είτε από τη φύση είτε από την ανατροφή.
Ωστόσο, στην ακαδημαϊκή κοινότητα η συζήτηση καλά κρατούσε. Το 1975, ο ειδικός στη μελέτη των μυρμηγκιών Έντουαρντ Γουίλσον από το Χάρβαρντ υποστήριξε στο βιβλίο του Κοινωνιο-βιολογία ότι τα γονίδια από μόνα τους μπορούν να παραγάγουν ιδιαίτερα σύνθετη συμπεριφορά. Όμως, στην προσπάθειά του να επεκτείνει τα επιχειρήματά του στην ανθρώπινη συμπεριφορά προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων – αν μη τι άλλο, επειδή θεωρήθηκε ότι προσπαθεί να αναβιώσει τον γενετικό ντετερμινισμό μαζί με την παράμετρο της ευγονικής. Εν τω μεταξύ, οι επιστήμονες συνέχισαν να αναζητούν αποδεικτικά στοιχεία για τη γενετική επίδραση σε όλους τους τομείς της ζωής, από τον σεξουαλικό προσανατολισμό έως την επιλογή σταδιοδρομίας.
Ασαφής απόδειξη
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο ακαδημαϊκός κόσμος φάνηκε, τελικά, να καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με την κοινή λογική: ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι ένα μείγμα της φύσης, της ανατροφής και των συγκυριών στη ζωή των ανθρώπων.
Το 1998, η Αμερικανίδα ψυχολόγος Τζούντιθ Ριτς Χάρις κυκλοφόρησε το βιβλίο της Η υπόθεση της ανατροφής (The Free Press), το οποίο έγινε μπεστ σέλερ και πρόσφερε επιστημονική τεκμηρίωση σε κάτι που οι γονείς είχαν υποπτευθεί: οι γονικές δεξιότητες ασκούν σχετικά μικρή επίδραση στην πορεία των παιδιών. Παράλληλα, γενετικές μελέτες ανακάλυψαν αυξανόμενες αποδείξεις για τους τρόπους με τους οποίους τα γονίδια και το περιβάλλον αλληλεπιδρούν, καταρρίπτοντας και διακωμωδώντας την κλασική μεταξύ τους αντιπαράθεση.
Όλο και περισσότερο οι μελέτες αποκαλύπτουν ότι δεν είναι απλώς η ύπαρξη ενός γονιδίου που έχει σημασία, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται – και το γεγονός ότι είναι εκτεθειμένο σε διάφορες επιρροές. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι η μονογαμική συμπεριφορά των αρουραίων των λιβαδιών συνδέεται με έναν γενετικό «διακόπτη» που κάνει τους εγκεφάλου τους ευαίσθητους στη βασοπρεσίνη, την ορμόνη που απελευθερώνεται κατά τη διάρκεια του σεξ.
Φαίνεται ότι παραμένουν με τους σεξουαλικούς συντρόφους τους, λόγω της έκφρασης ενός γονιδίου που τους κάνει να εθίζονται στην απελευθέρωση βασοπρεσίνης. Ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνει χώρα η γονιδιακή έκφραση μπορεί επίσης να επηρεαστεί από εξωτερικές επιρροές. Πειράματα με αρουραίους από ερευνητές στο Πανεπιστήμιο McGill του Καναδά έδειξαν ότι τα επίπεδα των ορμονών στους νεαρούς αρουραίους που φροντίζονται ιδιαίτερα από τις μητέρες τους επηρεάζονται λιγότερο από το στρες απ’ ό,τι σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες τα παιδιά αρουραίοι έχουν παραμεληθεί. Με άλλα λόγια, η έκφραση των ίδιων γονιδίων έχει μεταβληθεί από τον τρόπο ανατροφής. Αλλάζοντας με βιοχημικές μεθόδους τον τρόπο με τον οποίο το γονίδιο εκφράζεται, η ομάδα κατάφερε εν συνεχεία να μετατρέψει λιγότερο «αγχωτικούς» αρουραίους σε νευρικούς και το αντίστροφο. Αυτό αυξάνει την πιθανότητα ακύρωσης των επιπτώσεων της κακής ανατροφής των ανθρώπων κάποια στιγμή αργότερα στη ζωή τους.
Γλωσσική Προδιάθεση
Τέτοιου είδους γενετικές συσχετίσεις έχουν βρεθεί σε ανθρώπους με χαρακτηριστικά που κυμαίνονται από την κατάθλιψη και τη σχιζοφρένεια έως τις πολιτικές ακόμη και σεξουαλικές προτιμήσεις. Ίσως το πιο εντυπωσιακό από όλα είναι ότι οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει στοιχεία που στηρίζουν την πεποίθηση του Δαρβίνου σχετικά με το ρόλο τόσο της φύσης όσο και της ανατροφής στην ομιλία. Οι ερευνητές έχουν καταλήξει ότι ένα γονίδιο που ονομάζεται FOXP2 σχετίζεται με την ικανότητα του ανθρώπου να μαθαίνει μια γλώσσα. Η ύπαρξη του γονιδίου από μόνη της δεν είναι αρκετή – θα πρέπει να είναι η σωστή παραλλαγή και να εκφράζεται με τον σωστό τρόπο. Όσοι διαθέτουν τη συγκεκριμένη παραλλαγή, όμως, είναι πιο εύκολο να μαθαίνουν να μιλούν μια γλώσσα από άλλους ανθρώπους. Απαιτήθηκε πάνω από ένας αιώνας, αλλά η συζήτηση περί φύσης και ανατροφής μπορεί, τελικά, να αναγνωριστεί γι’ αυτό που πραγματικά φαίνεται να είναι: ψευδές δίλημμα.
Αν υπάρχει κάποιο όφελος από το όλο θέμα, αυτό μπορεί να είναι η ανάδειξη του κινδύνου να θεωρούμε ότι κάθε μία πλευρά σε μια επιστημονική συζήτηση κατέχει το μονοπώλιο στην αλήθεια.
Υπάρχει γονίδιο ομοφυλοφιλίας;
Το 1993, ο Ντιν Χάμερ του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου έγινε διάσημος από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων σε ολόκληρο τον κόσμο, με τη δημοσίευση στοιχείων για την ύπαρξη γονιδίων που συνδέονται με την ομοφυλοφιλία – στήριξε το επιχείρημά του σε μελέτες που έκανε σε ομοφυλόφιλα αδέλφια. Περίπου τα τρία τέταρτα των αδελφών είχαν ίδιες αλληλουχίες DNA σε μέρος του φυλετικού χρωμοσώματος Χ, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα «ομοφυλόφιλο γονίδιο» σε αυτήν την περιοχή του γονιδιώματός τους. Άλλοι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στην περίπτωση πανομοιότυπων διδύμων υπάρχει πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να υπάρχουν δύο ομοφυλόφιλα αγόρια απ’ ό,τι στην περίπτωση ετεροζυγωτικών διδύμων – η προσέγγιση αυτή ενισχύει την ιδέα των ομοφυλόφιλων γονιδίων.
Το 1999, ωστόσο, η μεγαλύτερη γονιδιακή έρευνα σε διδύμους, από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Δυτικού Οντάριο στον Καναδά, απέτυχε να αναπαράγει τα αρχικά συμπεράσματα του Χάμερ, γεγονός που δημιούργησε αμφιβολίες σχετικά με τη θεωρία του. Σε κάθε περίπτωση, ο Χάμερ προσπάθησε να τονίσει ότι ακόμη και αν τα γονίδια υπάρχουν, δεν καθορίζουν τη σεξουαλικότητα, καθώς μελέτες διδύμων έχουν αποκαλύψει τη σημασία μη γενετικών παραγόντων.
Από το περιοδικό της Καθημερινής 20 ΜΕΓΑΛΕΣ ΙΔΕΕΣ Ιανουάριος 2015