Αν το τζίνι σας προσέφερε τρεις ευχές σε ότι αφορά τις σχέσεις σας τι θα ευχόσασταν; Οι περισσότεροι νομίζω θα συμπεριλαμβάναμε μια αλλαγή που έχει να κάνει με τον άλλον…Να γίνει πιο βοηθητικός, πιο συνεργάσιμος, να σταματήσει τη γκρίνια, να γίνει πιο τρυφερός. Όσο όμως δεν υπάρχουν τζίνι και μαγικά ραβδάκια, ο μόνος τρόπος να αλλάξει ο άλλος, είναι η δική μας αλλαγή!
Είναι συνήθως πιο εύκολο να εντοπίσουμε ‘τα λάθη’ του άλλου από τα δικά μας, για τον ίδιο λόγοπου η παρατήρηση του άλλου είναι πιο εύκολη από την αυτοπαρατήρησή μας. Εντοπίζουμε λοιπόν τα λάθη του άλλου.
Επόμενο βήμα; Υπομονή ίσως.. Όσο όμως ‘υπομένουμε’ τόσο συνήθως αυτό που μας ενοχλεί ως δια μαγείας γίνεται πιο έντονο. Υπομένουμε εμείς επιμένει πιο έντονα αυτό. Όχι, δεν είναι η κακή μοίρα μας που φταίει, συνήθως αυτό που συμβαίνει στους ‘υπομονετικούς’ ανθρώπους είναι ότι στην προσπάθειά τους να κάνουν υπομονή, προσηλώνουν την προσοχή τους σ’ αυτό που με τόσο κόπο προσπαθούν να υπομείνουν, με αποτέλεσμα να το υπερμεγενθύνουν. ‘Διαβάζουν’ στη συμπεριφορά του άλλου διαρκώς το λάθος του, καθώς εφόσον βρίσκονται στη ‘μάχη της υπομονής’ πρέπει να δώσουν περιεχόμενο σ’ αυτήν.
Κάποια στιγμή και η υπομονή τελειώνει και τότε αρχίζει η δράση. Η δράση αυτή διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο και από σχέση σε σχέση. Επισημάνσεις, παρατηρήσεις, γκρίνια, κριτική, παράπονα, επιθέσεις. Η μορφή της δράσης διαφορετική, το αίτημα όμως το ίδιο: να σταματήσει ο άλλος να κάνει αυτό που κάνει. Τι ακολουθεί; Συνήθως απογοήτευση. Είτε γιατί η προσδοκώμενη αλλαγή του άλλου δεν έρχεται είτε επειδή έρχεται αλλά δε διαρκεί για πολύ.
Γιατί να είναι τόσο κλασσική αυτή η κατάληξη στις προσπάθειες μας για αλλαγή στις συμπεριφορές του άλλου; Ίσως επειδή το θέμα δεν είναι να γνωστοποιήσουμε στον άλλον τι θέλουμε να αλλάξει. Αν αυτή είναι η πρόθεσή μας, μια απλή αναφορά ή περιγραφή είναι αρκετή. Ίσως ο άλλος όμως να μην αλλάζει, όχι επειδή δεν ξέρει τι μας ενοχλεί, αλλά επειδή δεν μπορεί στις συγκεκριμένες συνθήκες της σχέσης (το ‘δε θέλει’ ας το δούμε λίγο από τη ματιά του ‘δεν ξέρει πώς’).
Το ερώτημα λοιπόν ‘πώς θα αλλάζαμε στον άλλον αυτά που μας ενοχλούν’ μετατρέπεται σε ‘κάνοντας τι θα βοηθούσαμε τον άλλον να τα αλλάξει’.
Και έτσι έχουμε αμέσως συμπεριλάβει στην προσπάθειά μας τον εαυτό μας. Η προσδοκώμενη αλλαγή δεν είναι η δική του αλλά η δική μας. Τι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε στη δική μας συμπεριφορά ώστε να βοηθήσει στην αλλαγή του άλλου; Τις περισσότερες φορές οι συμπεριφορές που μας ενοχλούν στον άλλον, έρχονται ως απάντηση σε δικές μας συμπεριφορές, οι οποίες δικές μας απαντούν σε προηγούμενες του άλλου . και πάει λέγοντας.
Τι θα γινόταν λοιπόν, αν αντί να ψάχνουμε αν η κότα έκανε το αβγό, αποφασίζαμε με μια δική μας αλλαγή να σπάσουμε αυτές τις αλυσιδωτές συμπεριφορές επικοινωνίας μας;
Αν για παράδειγμα, στο φίλο που μας εκνευρίζει με την επιμονή του στο να ακούγεται η γνώμη του, αντί να εναντιωνόμασταν γινόμασταν απλά αδιάφοροι; Ή στη γκρίνια της συζύγου αντί να υπεκφεύγουμε κουρασμένοι, δίναμε βαρύτητα στους μονολόγους της και δείχναμε ενδιαφέρον; Ίσως και τίποτα . σίγουρα όμως αντιδρώντας με τον ίδιο τρόπο όπως πάντα, το ‘ίσως τίποτα’ είναι ‘σίγουρα τίποτα’.
Γιατί είναι λιγάκι ανόητο επαναλαμβάνοντας το ίδιο πράγμα να περιμένουμε διαφορετικά αποτελέσματα! είναι σωστό θα χρειασθεί να αποκτήσετε εμμονή και υπευθυνότητα πάνω σ΄αυτό.
Εύα Θεοδοσιάδου Ψυχολόγος – οικογενειακή θεραπεύτρια .iatronet.gr/