Παλιά, το Δωδεκαήμερο, οι μυλωνάδες κλείνανε τους μύλους και δεν αλέθανε. Ένας φουκαριάρης που παλιά παιδάκι είχε κάμει πασπαλιάρης σε κάποιο μύλο και ήξερε την δουλειά του μυλωνά, ξώμεινε από αλεύρι για να μην τον πάρουνε χαμπάρι και το μάθει ο μυλωνάς, τα μεσάνυχτα φόρτωσε το μουλάρι του με γέννημα, πήγε και άνοιξε μόνος του τον μύλο και τον έβαλε μπροστά ν’ αλέθει. Κοντά του είχε πάρει και λίγο κρέας, για να ψήσει μέχρι ν’ απολέσει ο μύλος το άλεσμα. Εκεί, που έψενε κάτι γουρουνίσια κοψίδια, μαζευτήκανε κάμποσα κατσιμπουχέρια και πετάξανε στην φωτιά απάνου στον μεζέ, μια βουρλιά σφαρδάκλια να μαγαρίσουνε το ψητό του και χοροπηδώντας άτακτα γύρω από την φωτιά λέγανε:
«Το παχιό σου μαζί με τ’ αχαμνά μας, τ’ αχαμνά μας μαζί με το παχιό σου!
Το παχιό σου μαζί με τ’ αχαμνά μας, τ’ αχαμνά μας μαζί με το παχιό σου»!
Καθώς χορεύανε και απηδοβολάγανε γύρω- γύρω από την φωτιά, ο άνθρωπος παράτησε το κρέας που το μαγαρίσανε τα κατσιμπουχέρια και αφού φόρτωσε το άλεσμα, καβάληκε μισογόμι στο μουλάρι του και έφυγε. Κάποια στιγμή, τα κατσιμποχέρια, καταλάβανε ότι έλειπε ο μυλωνάς και γυρίζανε τρογύρω από τον μύλο και λέγανε:
-Μας έφυγε ο κερατάς και κατά που πάει; Μας έφυγε ο κερατάς και κατά που πάει; Κι όπου πάει εμείς θα τόνε πιάσουμε. Κι άμα τον πιάσουμε θα τον φουρκίσουμε! Και άμα τον φουρκίσουμε τότε θα γλεντήσουμε!
Και γυρίζανε πάλι γύρω- γύρω και τον ψάχνανε.
Ο άνθρωπος βάρεσε το μουλάρι του και το ανάγκασε να τους ξεφύγει. Μόλις κοντοζύγωσε στα πρώτα σπίτια του χωριού, πίσω του ερχόσαντε πιλάλα, σκαστά τα κατσιμποχέρια. Μόλις ζυγώσανε κοντά, λάλησε ένας κόκορας αγκουρμαστήκανε, κοιταχθήκανε μεταξύ τους και είπανε: «Αμάν τώρα καήκαμε, όπου να ’ναι ξημερώνει και ποιος μας σώνει».
Αμέσως λάλησε και άλλος κόκορας, ευτούνα κοντοσταθήκανε λίγο φοβούμενα μην τα δει το φως της ημέρας. Εν τω μεταξύ, ο άνθρωπος με το μουλάρι και το αλεύρι έφθασε όξω από το σπίτι και φωνάζει την γυναίκα του, να φέρει κάρβουνα με λιβάνι. Εκείνη, το κατάλαβε, και βγήκε γρήγορα με λίγα κάρβουνα απάνου σε μια σπασμένη κεραμίδα και λίγο λιβάνι. Τα κατσιμπουχέρια, μόλις μυρίσανε το λιβάνι μ’ ένα στόμα είπανε:
Άει! Κερατά τούτη τη φορά την γλίτωσες, άλλη φορά δεν γίνεται χάρη!
Και αφού πετάξανε την βουρλιά με τα μισοψημένα σφαρδάκλια στην πόρτα του, μ’ ένα στόμα είπανε:
-Αμέτε να φύγουμε! Και χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι.
----------------------------
Λεξιλόγιο:
Αγκουρμαστήκανε, = αφουγκραστήκανε (τοπική διάλεκτος)
Απηδοβολάγανε, = πηδούσανε.
Βουρλιά, η = η αρμάθα
Κατσιμπουχέρια, τα = οι καλικάτζαροι (τοπική διάλεκτος βόρειας Ορεινής Ηλείας).
Μαγαρίσανε, = βρώμισαν.
Πασπαλιάρης, ο = ο βοηθός του μυλωνά.
Σφαρδάκλια, τα = οι βάτραχοι (τοπική διάλεκτος)