«Ο όχλος ούτε θέλει, ούτε αναζητεί τη γνώση και οι ηγέτες του όχλου, για το δικό τους συμφέρον, προσπαθούν να ενισχύσουν το φόβο του όχλου και την απέχθειά του για κάθε τι το νέο και το άγνωστο. Η σκλαβιά, που μέσα σε αυτήν ζει η ανθρωπότητα, βασίζεται σε αυτό το φόβο. Είναι μάλιστα δύσκολο να φανταστεί κανείς όλη τη φρίκη αυτής της σκλαβιάς. Δεν καταλαβαίνουμε τι χάνουν οι άνθρωποι. Αλλά για να κατανοήσουμε την αιτία αυτής της σκλαβιάς, αρκεί να δούμε πως ζουν οι άνθρωποι, τι αποτελεί τον σκοπό της ύπαρξής τους, ποιο είναι το αντικείμενο των επιθυμιών τους, των παθών και των φιλοδοξιών τους, τι σκέπτονται, για ποια πράγματα μιλούν, τι σκοπούς υπηρετούν και τι πράγματα λατρεύουν. Σκεφτείτε σε τι ξοδεύει τα χρήματά της η πολιτισμένη ανθρωπότητα. Ακόμα κι αν εξαιρέσουμε τον πόλεμο, τι είναι εκείνο που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο σεβασμό, σε τι στηρίζεται η μεγαλύτερη μάζα; Αν, για μια στιγμή, σκεφτούμε αυτά τα ζητήματα, θα φανεί καθαρά ότι η ανθρωπότητα, έτσι όπως είναι σήμερα, με τα σημερινά ενδιαφέροντά της, δεν μπορεί να περιμένει κάτι το διαφορετικό από αυτό που έχει. Αλλά, όπως είπα ήδη, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.»
«Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει γεννηθεί, αλλά για να γεννηθεί, πρέπει πρώτα να πεθάνει και για να πεθάνει πρέπει πρώτα να ξυπνήσει.»
«Όταν ο άνθρωπος ξυπνήσει, μπορεί να πεθάνει. Όταν πεθάνει, μπορεί να γεννηθεί.»
«Μιλήσαμε ήδη αρκετά για το νόημα της «γέννησης». Αυτό έχει σχέση με την αρχή της ανάπτυξης της ουσίας (…) Αλλά για να μπορέσει ο άνθρωπος να το πετύχει αυτό, ή τουλάχιστο να αρχίσει να το πετυχαίνει, πρέπει να πεθάνει, δηλαδή πρέπει να ελευθερωθεί από χιλιάδες μικρο – προσκολλήσεις και ταυτίσεις που τον κρατούν στην κατάσταση που βρίσκεται.
Είναι προσκολλημένος στο κάθε τι στη ζωή του. Προσκολλημένος στη φαντασία του, στη βλακεία του, ακόμα και στον πόνο του, ίσως περισσότερο σε αυτόν παρά σε οτιδήποτε άλλο. Πρέπει να ελευθερωθεί από την προσκόλλησή του. Η προσκόλληση σε πράγματα, η ταύτιση με πράγματα, διατηρούν ζωντανά μέσα του χιλιάδες από άχρηστα εγώ. Αυτά τα εγώ πρέπει να πεθάνουν, για να γεννηθεί το μεγάλο Εγώ. Αλλά πώς να τα αναγκάσει κανείς να πεθάνουν; Δεν θέλουν να πεθάνουν.
Σε αυτό το σημείο, η δυνατότητα της αφύπνισης έρχεται να σώσει την κατάσταση. Αφυπνίζομαι, σημαίνει αντιλαμβάνομαι τη μηδαμινότητά μου, δηλαδή την απόλυτη και πλήρη μηχανικότητά μου και την πλήρη και απόλυτη αδυναμία μου. Και δεν αρκεί να την αντιληφθεί κανείς φιλοσοφικά, με λέξεις. Είναι απαραίτητο να την αντιληφθεί με καθαρά, απλά και συγκεκριμένα γεγονότα, με τα δικά του γεγονότα. Όταν ο άνθρωπος αρχίζει να γνωρίζει λίγο τον εαυτό του, θα ανακαλύψει μέσα του πολλά πράγματα, που θα τον τρομοκρατήσουν. Όσο ο άνθρωπος δεν τρομοκρατείται με τον εαυτό του, δεν γνωρίζει τίποτα γι αυτόν. Κάποιος έχει δει κάτι στον εαυτό του που τον τρομοκρατεί. Αποφασίζει να το αποβάλει, να το σταματήσει, να το τερματίσει. Αλλά όσες προσπάθειες κι αν κάνει, νιώθει ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει, ότι όλα παραμένουν όπως ήταν πριν. Εδώ θα δει την αδυναμία του, την ανικανότητα και τη μηδαμινότητά του.
Ή πάλι, όταν ό άνθρωπος αρχίζει να γνωρίζει τον εαυτό του, βλέπει ότι δεν έχει τίποτα δικό του, δηλαδή ότι όλα όσα θεωρούσε δικά του, οι απόψεις του, οι σκέψεις του, οι πεποιθήσεις του, τα γούστα του, οι συνήθειές του, ακόμα και τα σφάλματα και οι αδυναμίες του, δεν είναι δικά του, αλλά ότι έχουν σχηματιστεί ή με τη μίμηση ή είναι δανεισμένα από αλλού. Αν τα νιώσει αυτά, ίσως να νιώσει τη μηδαμινότητά του. Και νιώθοντας τη μηδαμινότητά του θα πρέπει να δει τον εαυτό του όπως πραγματικά είναι,όχι για ένα δευτερόλεπτο, ούτε για ένα λεπτό, αλλά αδιάκοπα, χωρίς να το λησμονήσει ποτέ.
Αυτή η αδιάκοπη συνειδητότητα της μηδαμινότητάς του και της αδυναμίας του, θα του δώσει κάποτε το θάρρος να «πεθάνει», δηλαδή να πεθάνει όχι απλώς νοητικά ή στη συνειδητότητά του, αλλά και να απαρνηθεί πραγματικά και για πάντα αυτές τις πλευρές του εαυτού του που, ή είναι περιττές από την πλευρά της εσωτερικής του ανάπτυξης ή την εμποδίζουν.Αυτές οι πλευρές είναι, πρώτα απ’όλα, το «ψεύτικο εγώ» του και μετά όλες οι φανταστικές ιδέες που εχει για την «ατομικότητά» του, τη «θέλησή» του, τη «συνειδητότητά» του, την «ικανότητά του να ενεργεί», τις δυνάμεις του, την πρωτοβουλία του, την αποφασιστικότητά του και τα παρόμοια.»
«Η ζωή φυσικά συνεχίζει ο δρόμο της, αλλά οι άνθρωποι δεν παύουν να πιστεύουν τις δικές τους ή στων άλλων τις θεωρίες και πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να γίνει κάτι. Όλες αυτές οι θεωρίες είναι βέβαια πέρα για πέρα φανταστικές, βασικά γιατί δεν υπολογίζουν το πιο σημαντικό δηλαδή το δευτερεύοντα ρόλο που παίζουν στην παγκόσμια κίνηση η ανθρωπότητα και η οργανική ζωή. Οι διανοητικές θεωρίες τοποθετούν τον άνθρωπο στο κέντρο των πάντων. Τα πάντα υπάρχουν γι αυτόν, ο ήλιος, τα αστέρια, το φεγγάρι, η γη. Ξεχνούν ακόμα και το σχετικό μέγεθος του ανθρώπου, τη μηδαμινότητα του την εφήμερη ύπαρξή του και άλλα πράγματα. Ισχυρίζονται ότι αν θέλει ο άνθρωπος, μπορεί να αλλάξει τη ζωή του, δηλαδή να οργανώσει τη ζωή του σύμφωνα με λογικές αρχές. Και όλη την ώρα εμφανίζονται νέες θεωρίες που, με τη σειρά του, προκαλούν αντίθετες θεωρίες. Και όλες αυτές οι θεωρίες και η σύγκρουση ανάμεσά τους, συνιστούν, χωρίς άλλο, μια από τις δυνάμεις που κρατούν την ανθρωπότητα στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα. Πέρα από αυτό, όλες αυτές οι θεωρίες για τη γενική ευημερία και τη γενική ισότητα, δεν είναι μόνο ανέφικτες, αλλά θα ταν και μοιραίες αν πραγματοποιούνταν. Τα πάντα στη φύση έχουν τη σκοπιμότητά τους, τόσο η ανισότητα των ανθρώπων όσο και η δυστυχία του.»
«Αν μπορούσε κανείς να καταλάβει όλη τη φρίκη της ζωής των συνηθισμένων ανθρώπων, που γυρίζουν γύρω από ασήμαντα ενδιαφέρονται και από ασήμαντους σκοπούς, αν μπορούσε να καταλάβει τι χάνουν, θα καταλάβαινε ότι ένα πράγμα μόνο είναι σοβαρό γι αυτόν – να ξεφύγει από τον γενικό νόμο, να ελευθερωθεί. Τι μπορεί να είναι σοβαρό για έναν φυλακισμένο και καταδικασμένο σε θάνατο; Μόνο ένα: πώς να σωθεί, πώς να γλιτώσει. Τίποτα άλλο.»
Αποσπάσματα απο το βιβλίο του Peter Ouspensky,
"Αναζητώντας τον κόσμο του θαυμαστού"