Συμβαίνει συχνά να συζητάς με τους γονείς και να διαπιστώνεις τον φόβο τους από την αύξηση τον τελευταίο καιρό των πιθανών βλαπτικών ερεθισμάτων, στα οποία εκτίθενται καθημερινά τα παιδιά τους, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της εφηβείας. Ύποπτες παρέες, δίκτυο, ξενύχτι σε κλαμπ είναι μερικές από αυτές τις πηγές των επίφοβων πηγών του κακού όπως λένε. Συνήθως όμως διακρίνει κανείς και μία επιδίωξη των γονιών μείωσης ή αποφυγής, κατά το δυνατόν, αυτών των επίφοβων χώρων, με την ελπίδα πως μειώνεται παράλληλα ο κίνδυνος υιοθέτησης κάποιας «παρεκκλίνουσας» συμπεριφοράς από τα παιδιά ή τους έφηβους.
Με τη συζήτηση όμως διαπιστώνεις ότι για κάθε γονιό είναι διαφορετικές αυτές οι επίφοβες πηγές των ερεθισμάτων και οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές των εφήβων. Η αντίληψη για αυτές εξαρτάται από τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις των γονιών, καθώς και την περισσότερο ή λιγότερο αυστηρή ή φιλελεύθερη διαπαιδαγώγηση που υιοθετούν και προσπαθούν να τηρήσουν στην οικογένεια τους.
Όμως, ανεξαρτήτως διαπαιδαγώγησης, συχνά οι περισσότεροι γονείς δίνουν περισσότερο βάρος στην αναίρεση των επιδράσεων που θεωρούν αρνητικές και ασχολούνται λιγότερο με την θωράκιση των νέων ανθρώπων, έτσι ώστε να αξιολογούν και να επιλέγουν τον σωστό δρόμο, απέναντι σε επιδράσεις και επηρεασμούς κάθε είδους.
Είναι φανερό πως αυτό θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο σε κάθε διαπαιδαγώγηση, επειδή ή ποικιλία και η διαφορετικότητα των επιδράσεων συντελεί ακριβώς στην ωρίμανση του νέου ανθρώπου και συνακόλουθα στην θωράκιση του απέναντι σε επιλογές που δεν προάγουν την ψυχοκοινωνική του εξέλιξη.
Όμως δυστυχώς οι περισσότεροι γονείς ακολουθούν μια αντίστροφη πορεία, ανάλογη με αυτήν που επέλεξαν οι γονείς στην κινηματογραφική ταινία ο «Κυνόδοντας». Μια ταινία ενός νέου Έλληνα σκηνοθέτη η οποία μάλιστα βραβεύθηκε στο φεστιβάλ των Καννών. Σε αυτήν την ταινία φαίνονται καθαρά τα αδιέξοδα της πολιτικής να απομακρύνουμε τα νεαρά παιδιά από τις «βλαπτικές» επιρροές, που καθημερινά τους βομβαρδίζουν. Για όσους δεν είδαν την ταινία τα τρία παιδιά της οικογένειας στην ταινία βρίσκονται ήδη στην εφηβεία, έχοντας μεγαλώσει περίκλειστα στους τέσσερις τοίχους της οικογενειακής γαλήνης, πιστεύοντας ότι ο έξω κόσμος μοιάζει με δ,τι οι γονείς τους μεταφέρουν ως αληθινό, ανάλογα πάντοτε με δ,τι αυτοί θεωρούν «αποδεκτό». Τα παιδιά δηλαδή δεν έχουν αυτό που ονομάζουμε προσλαμβάνουσες παραστάσεις του έξω κόσμου. Το ευφυέστατο, βέβαια, σενάριο έχει καταστροφική κατάληξη για τον«επαναστάτη» έφηβο το ένα από τους τρεις πού θα αποδράσει από το κλειστό σπίτι στον έξω κόσμο. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν ο πραγματικός κόσμος του είναι παντελώς άγνωστος.
Η υπερβολική ασφαλώς εξιστόρηση στον «Κυνόδοντα» αναδεικνύει όμως την αδήριτη ανάγκη ανοίγματος της οικογένειας στη υπαρκτή πραγματικότητα. Η επιλογή των ερεθισμάτων και των επιρροών, καθώς και τυχόν αφομοίωση τους, θα καθοριστεί από το χαρακτήρα του κάθε παιδιού όπως και τις βασικές αξίες πού διαμορφώνει. Σε αυτό το δεύτερο ο ρόλος της οικογένειας είναι καίριος και δεν θα πάψει να υφίσταται όσα – και όποιας μορφής – ερεθίσματα έρχονται από τον κάθε λογής περίγυρο.
Γι αυτό και χρειάζεται καθημερινή και σε βάθος ενασχόληση με τα παιδιά, αξιολογώντας από κοινού, συμφωνώντας και διαφωνώντας, συμπεριφορές πού προκύπτουν συνεχώς σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο τοπίο. Κάτι τέτοιο αποτελεί προϋπόθεση για την διάπλαση των ανθρώπων με πολυμέρεια και ισχυρούς ηθικούς κώδικες. Η πολυμέρεια προφυλάσσει από τον εγκλωβισμό σε αλάθητες θεωρίες «μιας και μοναδικής αλήθειας», από τις πάμπολλες πού κυκλοφορούν και ασκούν γοητευτική επίδραση σε νέους ανθρώπους, λόγω της τάσης τους προς το απόλυτο.
Οι (υπό διαμόρφωση) ηθικοί κώδικες προφυλάσσουν από την άκριτη τάση προσομοίωσης των νέων στην «αγέλη» και το συχνό μιμητισμό των υιοθετούμενων από αυτήν συμπεριφορών. Τελικά οι νέοι πού καλούνται να κρίνουν των ποικιλία των ερεθισμάτων και επιρροών συνηθέστερα αποκτούν μία κριτική στάση απέναντι σε όλα αυτά.
Σίγουρα ο ρόλος της οικογένειας είναι διαπαιδαγωγικός, καθώς βασικός τρόπος επηρεασμού των παιδιών είναι η στάση ζωής που έχει αυτή για τα γεγονότα. Πρέπει οι νέοι να βλέπουν να υιοθετούν όσα διακηρύσσουν οι γονείς και να τους πείθουν με το παράδειγμα τους. Ιδιαίτερα σε μικρότερες ηλικίες η δύναμη τού παραδείγματος είναι καθοριστική. Τα παιδιά αναπτύσσονται αντιγράφοντας λόγο, συμπεριφορές και τρόπους αντιμετώπισης προβλημάτων από τους γονείς, ακολουθώντας τα καθημερινά παραδείγματα πού προσφέρουν, πριν ακόμα αποκτήσουν λεκτική επικοινωνία. Τα παιδιά θα δοκιμάσουν αυτό πού τρώμε και τον τρόπο με τον οποίο το τρώνε, θά μιμηθούν το ντύσιμο του μπαμπά ή της μαμάς, ανάλογα με το φύλο τους.
Αν προσπαθούνε οι γονείς να επιλύσουν τα προβλήματα υψώνοντας τη φωνή ή συζητώντας, θα προσπαθήσουν να κάνουν το ίδιο, ώστε να επιτύχουν το σκοπό τους.
Όπως και η αξία τού παραδείγματος αποδεικνύεται ευεργετική για την υιοθέτηση υγιεινών προτύπων ζωής, τα οποία καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό στην παιδική ηλικία Συναντάμε συχνότερα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά σε οικογένειες όπου ο ένας ή και οι δυο γονείς είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Οι ώρες τηλεθέασης των παιδιών βρίσκονται επίσης σε σχέση ανάλογη με τις αντίστοιχες ώρες τηλεθέασης των ενηλίκων στο σπίτι.
Το ίδιο συμβαίνει και με το κάπνισμα, που εδώ η βλαπτικότητα του ξεκινάει από την εποχή που η μητέρα είναι έγκυος και καπνίζει μέχρι το παθητικό κάπνισμα που υφίστανται τα νεαρά παιδιά. Και αν ο γονιός, ο δάσκαλος και ο γιατρός έχουν πειστεί για τις αρνητικές επιπτώσεις τού καπνίσματος και συστήνουν αποχή από αυτό, καλά θα κάνουν να αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση.
Τελικά η συνειδητοποίηση της ισχύος τού παραδείγματος που δίνουν στους νεώτερους μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική και για τους γονείς. ‘Αποκτούν οι τελευταίοι ένα επιπλέον κίνητρο ώστε να βελτιώσουν την καθημερινή τους ζωή, υιοθετώντας όλες εκείνες τις συμπεριφορές πού είναι ωφέλιμες και αποφεύγοντας τις επιβλαβείς. Μέ αυτόν τον τρόπο θα κερδίσουνε την εκτίμηση των παιδιών τους στις επιλογές τους, αποφεύγοντας το «δάσκαλε που δίδασκες» και τονώνοντας σημαντικά την αυτοεκτίμησή τους.