Φίχτε Γιόχαν (1762-1814) - Point of view

Εν τάχει

Φίχτε Γιόχαν (1762-1814)



Johann_Gottlieb_FichteΟ Γερμανός φιλόσοφος Γιόχαν Φίχτε (Johann Gottlieb Fichte) απετέλεσε μαζί με τον Σέλινγκ και τον Χέγκελ τη μεγάλη τριάδα του κλασικού γερμανικού ιδεαλισμού, η οποία αναπτύχθηκε από τα θεωρητικά και ηθικά κείμενα του Ιμμάνουελ Καντ.
Ο Φίχτε θεωρείται φιλόσοφος που γεφύρωσε τις ιδέες του Καντ, από τον οποίον άντλησε έμπνευση και του Γερμανού ιδεαλιστή Χέγκελ. Σχετικά πρόσφατα, φιλόσοφοι και ερευνητές άρχισαν να εκτιμούν τον Φίχτε ως σημαντικό φιλόσοφο αφ’ εαυτού εξαιτίας των ενοράσεών του για τη φύση της αυτοσυνείδησης ή της αντίληψης του εαυτού. Όπως ο Ντεκάρτ και ο Καντ πριν από αυτόν, ασχολήθηκε με το πρόβλημα της υποκειμενικότητας και της συνείδησης. Ο Φίχτε έγραψε επίσης έργα πολιτικής φιλοσοφίας και θεωρείται ένας από τους πατέρες του γερμανικού εθνικισμού στο ζήτημα κυρίως του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού.
Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στην Ιένα, Βίτενσμπεργκ και Λειψία ενώ αργότερα διετέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Φιλοσοφία
Η εκδοχή του ιδεαλιστικού συστήματος, που εισηγήθηκε ο Γιόχαν Φίχτε, έχει έντονα ηθικό χαρακτήρα.«Συλλάβετε τη μεταφυσική μου», παρατήρησε κάποτε ο ίδιος, «και θα καταλάβετε την ηθική μου». Η ηθικά προσδιορισμένη ιδεαλιστική στάση του Φίχτε υπαγορεύθηκε από την πεποίθησή του ότι «το είδος της φιλοσοφίας που υιοθετεί κανείς εξαρτάται από το τι άνθρωπος είναι· γιατί ένα φιλοσοφικό σύστημα δεν είναι ένα άψυχο έπιπλο…, αλλά εμφορείται από την ψυχή του ανθρώπου που το διατυπώνει».
Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα του ήταν η προσήλωσή του στην έννοια του καθήκοντος. Στην περί ηθικού χρέους διδασκαλία του Καντ, ο Φίχτε βρήκε το ιδεώδες της ζωής, θα μπορούσε δε ο Φίχτε να θεωρηθεί ως ζωντανό παράδειγμα της κατηγορικής προσταγής του Καντ. Γενικότερα, αναφορικά προς την ηθική αλλά και την κοινωνική πορεία του ανθρώπου, ο Φίχτε θεώρησε ότι είναι απαραίτητη η ύπαρξη του κράτους με το σύστημα των καθηκόντων και των δικαιωμάτων που διαθέτει αυτό ή, αντιστρόφως, ότι το κράτος έχει λόγο ύπαρξης ως αναγκαίος συντελεστής στην ηθική τελείωση του ανθρώπου.
Αν οι άνθρωποι, θεωρούσε ο Φίχτε, έφθαναν κάποτε στην κατάσταση της ηθικής τελειότητας, τότε η παρουσία του κράτους θα ήταν περιττή. Για την ιστορία, η οποία, κατά τη γνώμη του, αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ ενστικτωδών πιέσεων και ιδεωδών στόχων, ο Φίχτε υποστήριξε ότι κατατείνει προς την επικράτηση του λόγου πάνω στα ένστικτα.
Στην πορεία αυτή της ιστορίας ο Φίχτε διέκρινε πέντε εποχές. Η πρώτη εποχή χαρακτηρίζεται από την άλογη συμπεριφορά- η δεύτερη εποχή προσδιορίζεται από την επιβολή νόμων, εκ μέρους μιας μειονότητας, οι οποίοι στόχο έχουν τον έλεγχο της συμπεριφοράς της μάζας των ανθρώπων· η τρίτη εποχή κυριαρχείται από την ανεξέλεγκτη ανάδυση του ενστίκτου, το οποίο αποσκοπεί στον περιορισμό των νόμων· η τέταρτη εποχή καθορίζεται από τη σταδιακή αναγνώριση και υιοθέτηση λογοκρατικού τύπου διαδικασιών· η δε πέμπτη εποχή διέπεται από την ολοκληρωτική εκπλήρωση της πνευματικής παρουσίας του ανθρώπου στην κοινωνία.
Το ιδεαλιστικό σύστημα του Φίχτε στηρίζεται στην έννοια του δημιουργικού εγώ – ενός εγώ, ορισμένως, που  δεν είναι υποκειμενικό ή προσωπικό αλλά καθολικό και απόλυτο. Ολόκληρη η αντικειμενική πραγματικότητα είναι προϊόν της δημιουργικής δράσης του εγώ -  μιας δράσης η οποία έχει ηθικό χαρακτήρα και χάρη στην οποία το δημιούργημά της, η πραγματικότητα, αποκτά ηθική διάσταση.
Ο Φίχτε ταύτισε την ηθική τάξη της πραγματικότητας με μία απρόσωπη θεότητα. Η άποψη αυτή του Φίχτε στάθηκε η αιτία, ώστε από άλλους μεν να χαρακτηριστεί ως οπαδός της διδασκαλίας του πανθεϊσμού, από άλλους δε ως εκφραστής της θεωρίας της αθεΐας.
Ο ορισμός του Ιδεαλισμού είναι σύνθετος. Ο φιλοσοφικός ορισμός του ιδεαλισμού της γερμανικής σχολής είναι ότι οι ιδιότητες που προσδίδουμε στα διάφορα πράγματα μέσω της ανακάλυψής τους, εξαρτώνται από τον τρόπο που αυτά τα αντικείμενα εμφανίζονται σε εμάς και γίνονται καταληπτά ως αισθητότητες, ως μείγμα δηλαδή των αισθητηριακών μας οργάνων και της εμπειρίας μας, όπως αυτή είναι συσσωρευμένη μέσω του γονιδιακού επικαθορισμού μας και των πρώιμων παραστάσεών μας, σηματοδοτώντας και νοηματοδοτώντας τις αντιλήψεις μας.
Ο Γιόχαν Φίχτε είχε ένα επιτηδευμένο και πολύπλοκο στυλ γραφής και ανάπτυξης των ιδεών του, το οποίο πλησίαζε πολύ εκείνο του Καντ. Ο Φίχτε απέδιδε τη μέγιστη σπουδαιότητα στο Εγώ του ατόμου, καθιστώντας το πυρήνα της Ιδέας, θεωρώντας ότι καθετί εξωτερικό στοιχείο δεν ήταν παρά οι προβολές του Εγώ μας στον κόσμο (δηλαδή δεν υπάρχει τίποτε άλλο έξω από τον εαυτό μας). Στη φιλοσοφική του πραγματεία το Εγώ αποτελούσε το αίτιο και κάθε εξωτερικό αντικείμενο το αιτιατό, το οποίο αυστηρώς καθοριζόταν από την άρρηκτη πνευματική αγωγιμότητά του με το Εγώ, περιοριζόμενο όμως στο ρόλο του απολύτως παθητικού δέκτη.
Από μικρός δεν ανέχτηκε πιέσεις πάνω στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, ενώ τα έργα του Λέσινγκ, που εξυμνούσαν την ελευθερία της σκέψης, επέδρασαν σημαντικά στη θεωρητική του κατάρτιση. Θεωρείται συνεχιστής της θεωρίας του Εμμανουήλ Καντ, όμως απέρριψε τα όσα υλιστικά στοιχεία ενυπήρχαν σ` αυτήν και μάλιστα την άποψη για την αντικειμενική ύπαρξη του "πράγματος καθ` εαυτό" που την έκρινε ως νόθο αλλά και μη λογικό παράρτημα του καντιανού συστήματος. Θεωρείται ερμηνευτής της προς την κατεύθυνση του υποκειμενικού ιδεαλισμού.
Εκείνο που τον χαρακτηρίζει και τον κάνει να διαφέρει από τους συμπατριώτες του φιλόσοφους είναι η πίστη στο "Εγώ" στο υποκείμενο, την υπεροχή του οποίου πάνω στον αντικειμενικό κόσμο, αποδέχεται και αναγνωρίζει ως καθοριστική δύναμη.
Από εδώ πηγάζει μια αισιοδοξία και προσοχή προς το άτομο, που εκφράζεται με το χαιρέτισμα κάθε κίνησης που γίνεται από την ανθρώπινη κοινωνία για καλυτέρευση της θέσης της και των συνθηκών ζωής της.
Θεωρεί το "Εγώ" ως τη μοναδική πραγματικότητα και παντοδύναμη δημιουργό αιτία, από την οποία πηγάζουν όλα τα πράγματα και που τελικά ταυτίζεται με την αυτοσυνείδηση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η δημιουργική ικανότητα της λογικής υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στο σύστημα του και συμπεραίνει: "Δράση! Δράση! Ιδού ο λόγος της υπάρξεώς μας".
Ως φιλελεύθερος χειροκρότησε με ενθουσιασμό τη γαλλική Επανάσταση και τις αλλαγές που έφερε αυτή και στον οικονομικό και στον πολιτικό και τον πνευματικό τομέα. Αργότερα, απογοητευμένος από την τροπή της επανάστασης, τις επεμβάσεις του Ναπολέοντα, ιδιαίτερα μετά το 1806 όταν τα στρατεύματα του εισβάλλουν στη Γερμανία και στρέφεται προς τον μυστικισμό και στον εθνικισμό. Η στάση του ως προς το κράτος αλλάζει και υποστηρίζει τη δημιουργία δυνατού αυταρχικού κράτους.
Γράφει τότε τον "Λόγο προς το γερμανικό έθνος" και ταυτόχρονα κηρύσσει την κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων και την αναγκαιότητα της ελευθερίας της έκφρασης των σκέψεων από κάθε άνθρωπο, ενώ αναπτύσσει τη θεωρία της υπεροχής του γερμανικού κράτους.
Το 1793 δημοσίευσε ανωνύμως ένα αξιόλογο πολιτικό έργο το Συμβολή στην διόρθωση των κρίσεων τού κοινού για την Γαλλική Επανάσταση Σε αυτό σκόπευε να εξηγήσει τον αληθινό χαρακτήρα της Γαλλικής Επανάστασης, να δείξει πόσο το δικαίωμα για ελευθερία είναι αδιαχώριστα συνυφασμένο με την ίδια την ύπαρξη τού ανθρώπου ως νοήμονος υποκειμένου της πράξης και να τονίσει την εγγενή προοδευτικότητα των κρατικών διατάξεων και την επακόλουθη ανάγκη για την αναμόρφωση ή βελτίωσή τους.
Το 1793 ανέλαβε την έδρα της φιλοσοφίας στην Ιένα και στην περίοδο που ακολούθησε δημιουργήθηκε το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο του. Την εποχή αυτή δημοσίευσε τις διαλέξεις για την σημασία της ύψιστης πνευματικής καλλιέργειας και τις υποχρεώσεις που αυτή επέβαλλε, διαλέξεις που έδωσε όχι μόνο στους μαθητές του αλλά σε όλους τους σπουδαστές τού πανεπιστημίου.
Το 1795 ο Φίχτε έγινε ένας από τους εκδότες της Φιλοσοφικής Επιθεώρησης (Philosophisches Journal) και το 1798 ανέπτυξε σε κείμενο την ιδέα της θρησκείας. Πριν να το τυπώσει, ο Φίχτε, για να προλάβει τυχόν παρανοήσεις, έγραψε έναν σύντομο πρόλογο «Περί των βάσεων της πίστης μας σε μια θεία διακυβέρνηση τού Σύμπαντος», όπου ο Θεός ορίζεται ως η ηθική τάξη τού σύμπαντος, ο αιώνιος νόμος τού δικαίου που αποτελείτο θεμέλιο όλου τού είναι μας. Η κατακραυγή τού αθεϊσμού υψώθηκε, και η εκλεκτορική κυβέρνηση της Σαξονίας, ακολουθούμενη από όλα τα γερμανικά κράτη πλην της Πρωσίας, απαγόρευσαν την δημοσίευση της Επιθεώρησης και απαίτησαν την αποπομπή τού Φίχτε από την Ιένα. Μετά την δημοσίευση δύο απολογητικών έργων το 1799, ο Φίχτε απείλησε με παραίτηση σε περίπτωση πειθαρχικής επίπληξης. Προς μεγάλη του στενοχώρια, η απειλή του θεωρήθηκε ως υποβολή παραίτησης και έγινε κανονικά αποδεκτή.
Σε διαλέξεις που έδωσε το 1804-1805 αναλύθηκε ο Διαφωτισμός και καθόρισε τη θέση του στην ιστορική εξέλιξη της γενικής ανθρώπινης συνείδησης, όμως εκεί υποδεικνύονται και οι ατέλειές του και προβάλλεται η πίστη στην θεϊκή τάξη τού σύμπαντος ως της ύψιστης όψης της ζωής τού Λόγου.
Η φιλοσοφία του Φίχτε μπορούμε να πούμε ότι εκπροσωπείται και από το παρακάτω κείμενο του:
"…είμαι λοιπόν απόλυτα ανεξάρτητος, ολοκληρωμένος, τελειωμένος απ’ τον εαυτό μου τον ίδιο. (…) Είμαι απόλυτα το δικό μου έργο. Η φύση, μέσα στην οποία οφείλω να δρω, δεν είναι ένα πράγμα που έγινε τέτοιο χωρίς την προσεκτική παρατήρηση της προσωπικότητάς μου, και που θα ήταν πάντα ανεξερεύνητη. Αυτή διαμορφώθηκε απ’ τους νόμους της δικής μου σκέψης’ πρέπει λοιπόν να είναι σύμφωνη μ’ αυτούς τους νόμους’ πρέπει παντού να μπορώ να διεισδύω σ’ αυτήν, να την γνωρίζω, να την ερευνώ ως το εσώτατο βάθος της. Αυτή δεν εκφράζει παντού, παρά σχέσεις και αναφορές του ίδιου του εαυτού μου προς τον ίδιο τον εαυτό μου… ".
Σε μία δε από τις εισαγωγές της Θεωρίας της Επιστήμης του συναντούμε μια διαφωτιστική φράση:
«Το ποια φιλοσοφία ασπάζεται ένα άνθρωπος εξαρτάται από το είδος τού ανθρώπου».
Αυτό δεν σημαίνει ότι η φιλοσοφία είναι αποτέλεσμα της ατομικής φύσης του ανθρώπου ή ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει την φιλοσοφία του σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία ή την ψυχική του διάθεση, όπως θα παραδέχονταν οι υπαρξιστές τού 20ού αιώνα. Αντίθετα, σημαίνει ότι υπάρχει μόνο μία αληθινή φιλοσοφία, συγκεκριμένα αυτή που συμφωνεί με τον ηθικό λόγο. Ο άνθρωπος επιλέγοντας την φιλοσοφία του φανερώνει τον χαρακτήρα του. Αν είναι ό,τι θα έπρεπε να είναι, δεν έχει άλλη επιλογή από την υπακοή στον ηθικό νόμο. Αυτό ισχύει εξίσου για την σκέψη όσο και για την πράξη. Ο ηθικός νόμος κυβερνά την βούληση όσο και τον σκεπτόμενο νου (την νόηση) και επομένως υπαγορεύει την αληθινή φιλοσοφία. Δεν είναι απλά και μόνο θέμα επιστήμης, αλλά επίσης, και μάλιστα πρωτίστως, θέμα συνείδησης όταν ο άνθρωπος αποφασίζει για την ανώτατη αρχή της φιλοσοφίας του. Μόνον υπακούοντας στον ηθικό νόμο και στην επιταγή τού ηθικού λόγου μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει στην θεώρηση της αλήθειας και να γίνει πραγματικά ελεύθερος.
Έγραψε τα έργα
  • "Θεμελιώδεις αρχές ολόκληρης της επιστήμης",
  • "Μαθήματα περί της αποστολής του διανοουμένου",
  • "Το κλειστό εμπορικό κράτος",
  • "Εισαγωγή στην ευτυχισμένη ζωή",
  • "Λόγοι προς το γερμανικό έθνος",
  • "Η θεωρία περί των εθίμων",
  • "Ο προορισμός του ανθρώπου".
Πηγές: Πάπυρος Λαρούς -  Wikipedia – Λεξικό Φιλοσοφίας του Πελεγρίνη
via

Pages