Βρέχει φωτιά στη στράτα μας, όπως λέει ο στίχος ενός γνωστού τραγουδιού. Στη «στράτα» της Γης πιο συγκεκριμένα, καθώς ο πλανήτης δεχόταν και δέχεται έναν συνεχή βομβαρδισμό από μετεωρίτες που φθάνουν διάπυροι από την τριβή τους με τη γήινη ατμόσφαιρα ως την επιφάνεια. Μπορούμε να τους κατατάξουμε σε δύο κατηγορίες: αυτούς που είναι πιο ελαφροί και ώσπου να φθάσουν στη Γη δεν υφίστανται σημαντικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό τους και σε αυτούς που αλλάζουν εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών και των πιέσεων μόλις αρχίζει η επαφή τους με τη γήινη ατμόσφαιρα.
Η δεύτερη αυτή κατηγορία, αν και είναι μόλις το 16% των σωμάτων που
φθάνουν στη Γη, μας ενδιαφέρει εδώ και περιλαμβάνει τρεις μεγάλες
ομάδες: τους αχονδρίτες, με πυκνότητα 3-4 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό,
με πετρώδη σύσταση, που αποτελούν το 8% όσων φθάνουν στη Γη, τους
σιδηρολίθους, με μεικτή σύσταση πέτρας και σιδήρου, με πυκνότητα 5-7
γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό, που είναι το 2% όσων φθάνουν να αγγίξουν
τη γήινη επιφάνεια, και τους σιδηρίτες, που μας ενδιαφέρουν εδώ, με
πυκνότητα 7,9 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό, όση ακριβώς και η πυκνότητα
του καθαρού σιδήρου. Αυτοί οι τελευταίοι αποτελούν το 6% όσων σωμάτων
μάς έρχονται από το Διάστημα.
Έπεφταν και συνεχίζουν να πέφτουν τέτοια μετέωρα από το Διάστημα, με
τυχαία κατανομή επάνω στη Γη, με τη διαφορά ότι τα τελευταία 20 χρόνια
είμαστε πολύ πιο οργανωμένοι για να κάνουμε την καταγραφή τους.
Παλαιότερα, δηλαδή πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια, έδιναν την αφορμή
για να γεννηθούν μύθοι όχι μόνο εδώ στην Ελλάδα αλλά ακόμη και ως τη
Βόρεια Ευρώπη.
Από τον Ήφαιστο φθάνουμε στον μύθο του Ilmarinen,
που σφυρηλάτησε τον γκρίζο ουρανό της Φινλανδίας, αποδεικνύοντας
ακριβώς ότι η πτώση των σιδερένιων και ουρανοκατέβατων αυτών
αντικειμένων γίνεται σε όλα τα πλάτη, τα μήκη και τις χρονικές
περιόδους. Και αυτά τα (πρώην) ιπτάμενα αντικείμενα ήταν και οι πρώτες
εμπειρίες του ανθρώπου σε σχέση με τον σίδηρο. Εχουν βρεθεί αντικείμενα
στην Αρχαία Αίγυπτο από σίδηρο με 7,5% νικέλιο που χρονολογικά
τοποθετούνται σε μια εποχή αντίστοιχη των 3500 χρόνων π.κ.ε. και η
σύστασή τους μαρτυρεί ότι πρέπει να ήταν φτιαγμένα από το υλικό των
σιδηριτών.
Επρεπε να φθάσουμε στο 1500 π.κ.ε. και στη Μικρά Ασία, όπου οι
Χετταίοι είχαν μάθει να καμινεύουν και να εξάγουν τον σίδηρο από
σιδηρούχα πετρώματα αλλά κρατούσαν τον τρόπο μυστικό. Μέχρι που εχθρικός
στρατός το 1200 τους νίκησε, τους σκόρπισε και η γνώση διαχύθηκε με το
σκόρπισμα των τεχνιτών αυτών από την Ανατολική Μεσόγειο ως το Δυτικό
Ιράν. Ο Θαλής (624-546 π.κ.ε.) γύρω στο 585 π.κ.ε. περίπου έκανε αναφορά
για ένα υλικό με προέλευση τη Μαγνησία, μια περιοχή στη Λυδία, στο
νότιο τμήμα της Μικράς Ασίας, και την ικανότητα να έλκει ρινίσματα
σιδήρου. Το υλικό αυτό προφανώς ονομάστηκε μαγνήτης από τον τόπο
προέλευσής του.
Στο Ιερό Κοράνι το Στάδιο (Σούρα) 57 ονομάζεται Σίδηρος (Χαντίντ) και
στο εδάφιο 25 αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Δημιουργήσαμε το σίδηρο που
μέσα του υπάρχει δύναμη και σκληρότητα και πολλές ωφέλειες ώστε να
γνωρίσει ο Αλλάχ (δοκιμάζοντας με αυτό) ποιος είναι εκείνος που βοηθάει
Αυτόν και τους Αποστόλους του»!
Λίγο πριν, στην Ινδία από τη δυναστεία των Τσαντραγκούπτα και τον
Βικραμαντίτιτια (375-414 μ.κ.ε.) είχαμε την κατασκευή ενός στύλου από
σίδηρο ύψους 7,21 μέτρων, με ένα επιπλέον μέτρο περίπου να είναι κάτω
από την επιφάνεια, με μάζα έναν τόνο, που χρησίμευσε στην αρχή, σε άλλη
πόλη, σαν ηλιακό ρολόι. Μουσουλμάνοι κατακτητές «απήγαγαν» τον στύλο και
τον έστησαν σαν λάφυρο μπροστά σε ένα τζαμί στο Νέο Δελχί και αυτός
έχει καταπλήξει ως σήμερα και τους επιστήμονες όχι μόνο για την
τελειότητα της κατασκευής του αλλά και για το ότι δεν εμφανίζει σημάδια
οξείδωσης, δηλαδή μέσα σε 1.600 χρόνια περίπου δεν σκούριασε, αν και δεν
έχει περαστεί με κάποιο προστατευτικό επίχρισμα.
Αλλά και στη Δύση την ίδια εποχή έχουμε δείγματα κατασκευής
σιδερένιων όπλων και εξάρτυσης για τον πολεμιστή εξαιρετικής τεχνικής.
Στις ανασκαφές ενός αγγλοσαξονικού βασιλικού τάφου από το 625 μ.κ.ε. στο
Σάφολκ της Αγγλίας βρέθηκαν περικεφαλαία, επωμίδες και κυρίως ένα
εκπληκτικό σιδερένιο ξίφος με λεπίδα 75 εκατοστών που δείχνει ότι η
σφυρηλάτηση του σιδήρου ήταν γνωστή και εκεί και μαζί πολλά από τα
μυστικά της.
Αλλωστε έχουμε και τη διήγηση για το μυθικό ξίφος της αυλής του
βασιλιά Αρθούρου, το Excalibur, που κάποιοι φθάνουν να αναγάγουν τη
λέξη, εκτός από την ουαλική ρίζα caled, δηλαδή ισχυροποιημένος, στην
ελληνική χάλυψ. Πάντως είναι βεβαιωμένο ότι ήδη στην ομηρική εποχή ήταν
γνωστό το «βάψιμο», δηλαδή η ισχυροποίηση του σιδήρου με την απότομη
εμβάπτιση ενός πυρακτωμένου μεταλλικού κομματιού σε ψυχρό νερό, από την
(φρικτή) περιγραφή της τύφλωσης του Κύκλωπα από τον Οδυσσέα.
Αργότερα είχαμε μια απροσδόκητη σύγκλιση ανάμεσα στο μέταλλο του
ξίφους και στο αίμα που μας την υπενθυμίζει αμυδρά η μεταλλική γεύση που
αφήνει στη γλώσσα το νωπό αίμα! Μια πρώτη νύξη γι’ αυτό είχαμε το 1745
από τον γιατρό Βιντσέντσο Μενγκινι στην Μπολόνια. Ο Μενγκίνι, παίρνοντας
από τους αλχημιστές μια γνώση μάλλον σκιώδη σχετικά με την ύπαρξη
σιδήρου στο αίμα, την προχώρησε αρκετά περισσότερο.
Παίρνοντας αίμα από διάφορους ζωντανούς οργανισμούς, το αποξήρανε με
τη βοήθεια ενός φούρνου, το μετέτρεψε τελικά σε λεπτή σκόνη και με τη
μύτη ενός μαγνητισμένου μαχαιριού κατάφερε να δείξει πως μέρος της
σκόνης αυτής εύκολα μπορούσε να προσκολληθεί στην άκρη. Ετσι για πρώτη
φορά ο σίδηρος των όπλων που φτιαχνόταν για να χύνουν το ανθρώπινο αίμα
ταυτίστηκε και με ένα συστατικό από το ίδιο το αίμα. Αυτή τη γνώση ο
ιταλός γιατρός τη χρησιμοποίησε για να φτιάχνει διάφορα φάρμακα κατά της
αναιμίας και της χλώρωσης με βασικό συστατικό τη σκουριά.
Τι είναι όμως η σκουριά; Είναι το αποτέλεσμα της
παρέας που κάνουν όταν βρεθούν μαζί σίδηρος, οξυγόνο και νερό.
Ονομάζεται από τους χημικούς τριοξείδιο του σιδήρου. Η σκουριά όμως στον
σίδηρο, σε αντίθεση με άλλα μέταλλα όπου σχηματίζει σχεδόν αμέσως ένα
προστατευτικό στρώμα, στον σίδηρο δημιουργεί τρία στρώματα. Το εξωτερικό
είναι εύθρυπτο και πορώδες. Στα εσωτερικά στρώματα η παροχή οξυγόνου
ελαττώνεται και η οξείδωση είναι ατελής, οπότε έχουμε δύο άλλα ατελώς
οξειδωμένα και πιο συμπαγή στρώματα.
Στρέφοντας το βλέμμα και έξω από τη Γη αξίζει να προσθέσουμε ότι
χρειάστηκε να φθάσουμε στο 1976 και την αποστολή του ερευνητικού
οχήματος «Viking» και το 1999 του «Pathfinder» ώστε με την προσεδάφισή
τους να επιβεβαιώσουν ότι ο ερυθρός πλανήτης οφείλει το χρώμα του σε
οξείδιο του σιδήρου με τη μορφή σκόνης, γνωστό ως λειμωνίτης, και
μάλιστα η προέλευσή του δεν είναι από τα έγκατα του πλανήτη αλλά από
τους μετεωρίτες που «πετροβολούν» αδιάκοπα τον Αρη.
Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά την προέλευση της λέξης. Λίγο
περισσότερα εικάζονται για την αγγλική λέξη Iron και τις παραπλήσιες
στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Υπάρχει η κελτική λέξη isarnon, που τη
συνδέουν και με τη σανσκριτική isira, που σήμαινε ισχυρός. Το ότι ο
σίδηρος μπήκε στη ζωή των ανθρώπων αφού χωρίστηκαν οι λαοί που
υποτίθεται πως είχαν ως κοινή γλώσσα την ινδοευρωπαϊκή έχει μπερδέψει τα
νήματα για τους γλωσσολόγους.
***
Γαλδαδάς Αλκης
Γαλδαδάς Αλκης
Ο «Σιδερένιος Βούδας» του Θιβέτ φτιάχτηκε από τον μετεωρίτη Τσίνγκα
που είχε πέσει πριν από 15.000 χρόνια στα σύνροα της Μογγολίας με τη
Σιβηρία
Η μεταλλική γεύση του αίματος οφείλεται στον σίδηρο που το «ενισχύει»