Θα σ’αγαπώ κι όταν γεράσεις…
Τόσα κι άλλα τόσα ερωτήματα να βασανίζουν το μυαλό.
Ήταν να τους ζηλεύεις.
Της κρατούσε τρυφερά το ροζιασμένο χέρι και σιγοτραγουδούσε χαμογελώντας.
«Όσο αγαπιόμαστε τα δυο, να με φιλάς στο στόμα.
Όσα φιλιά κι αν μου ’δωσες, δε σε χορταίνω ακόμα».
Και το όμορφο δεν ήταν ότι της τραγουδούσε αλλά ότι το εννοούσε. Αρκούσε ένα βλέμμα για να καταλάβει κανείς πως ο έρωτας ήταν εκεί. Και μετρούσε έτη πολλά.
Μπορεί να μην ήταν το κορίτσι με τα κατάμαυρα μαλλιά που τον μάγεψε κάποτε.
Να μην ήταν η μεστή γυναίκα που του χάρισε δυο παιδιά.
Να μην ήταν καν η ώριμη σύντροφος που τον στήριξε στην κρίση μέσης ηλικίας που πέρασε.
Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του ζεστού πάγου πια. Και τα χέρια της, τις γραμμές των χρόνων που πέρασαν μαζί.
Μα ήταν το κοριτσάκι του. Στα δικά του μάτια θα έμενε πάντα ίδια. Όμορφη και νέα.
Σύζυγος, σύντροφος, μάνα, αδερφή και κόρη. Όλοι οι ρόλοι συγκεντρωμένοι σε ένα πρόσωπο.
Χίλια διαφορετικά συναισθήματα. Σχέσεις ζωής.
Μια αλήθεια η αγάπη τους, που σε χτυπά κατά πρόσωπο. Έρχεται βασανιστικά να σου θυμίσει τι δεν έχεις κι ίσως να μην αποκτήσεις ποτέ.
Πως γίναμε οι άνθρωποι έτσι;
Πως καταλήξαμε ενώ αποζητούμε την αγάπη να μην την έχουμε; Να μην μπορούμε να την κρατήσουμε;
Πόσα νέα ζευγάρια του τώρα, θα γίνουν σαν αυτό το ηλικιωμένο ζευγάρι του τότε;
Πόσο βάθος έχουν εν τέλει οι σχέσεις που χτίζουμε;
Τόσα κι άλλα τόσα ερωτήματα να βασανίζουν το μυαλό. Από μια και μόνη εικόνα που σε αγαλλιάζει και σε πληγώνει ταυτόχρονα. Σε ευχαριστεί η ύπαρξή της και σε αγχώνει ο παραλληλισμός. Η μεταφορά της στη δική σου ζωή.
Εκείνη τον βοήθησε να σηκωθεί, του φόρεσε το παλτό του κι εκείνος έσκυψε και τη φίλησε στον κρόταφο. Πιάστηκαν αγκαζέ και με αργά, τα ασταθή βήματα της ηλικίας, απομακρύνθηκαν από το πλάνο μα όχι κι από το μυαλό .
Τους φαντάζεσαι σε ένα ζεστό σπιτικό. Να του δίνει τις παντόφλες και τα χάπια του, φτιάχνοντας παράλληλα ζεστό τσάι και για τους δύο. Και στο κρεβάτι να κοιμούνται κολλητά, για να ζεσταίνει ο ένας τον άλλο. Κι ας γκρινιάζει εκείνος για τα αιώνια παγωμένα πόδια της κι ας μουρμουρίζει εκείνη για το ροχαλητό του που όσο περνούν τα χρόνια γίνεται χειρότερο. Τη φαντάζεσαι ν’ ανησυχεί για εκείνο τον επίμονο βήχα του κι εκείνον να σηκώνεται και να τη σκεπάζει με μια κουβέρτα, έτσι όπως αποκοιμήθηκε βλέποντας τηλεόραση. Και να κρατιούνται πάντα από το χέρι.
Ξεφεύγει η φαντασία κι εσύ χαμογελάς. Και ζηλεύεις. Κι ονειρεύεσαι. Κι ελπίζεις…
Πως θα ξημερώσει εκείνη η μέρα που θα συναντήσεις την αγάπη της ζωής σου.
Που θα σου κρατά τα χέρια , τα πόδια και την καρδιά ζεστά.
Θα σε πειράζει, θα σε φροντίζει, θα σε νοιάζεται. Θα είναι εκεί για σένα και θα σου ψιθυρίζει :
«Θα σ’ αγαπώ κι όταν γεράσεις»… Και θα το εννοεί.
Κλείνεις τα μάτια και το εύχεσαι…