Δυστυχώς η υπερβολική καλοσύνη σχεδόν ποτέ δεν
αποφέρει τα ζητούμενα αποτελέσματα. Τα «καλά παιδιά», οι ευγενικές αυτές
ψυχές που δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν ποτέ κανέναν και είναι πάντα
πρόθυμοι και εξυπηρετικοί, παραχωρούν τα προνόμιά τους στους άλλους, δεν
λένε όχι και δεν ζητάνε ποτέ τίποτα. Όλοι τους ξέρουμε, όλοι τους
αναγνωρίζουμε, όλοι τους συμπαθούμε και όλοι κατά καιρούς πιάνουμε τον
εαυτό μας να τους εκμεταλλευόμαστε!
Για μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων η καλοσύνη αποτελεί μονόδρομο. Είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρχουν και να σχετίζονται. Η αλήθεια όμως είναι ότι για τους περισσότερους η καλοσύνη αντί να διευκολύνει την ψυχολογική υγεία και τις (υγιείς) διαπροσωπικές τους σχέσεις, στέκεται εμπόδιο στο δρόμο για την προσωπική ευχαρίστηση και των ανάπτυξη υγιών σχέσεων.
Το να «είμαι καλός» συχνά σημαίνει να αποσιωπώ τα
πραγματικά μου συναισθήματα. Σημαίνει να παραιτούμαι από την ειλικρίνεια
στις σχέσεις μου επειδή με καταβάλλει ο φόβος της κριτικής ή της
απόρριψης. Ένας «καλός άνθρωπος» μιλάει και φέρεται με τρόπους που
πιστεύει ότι θα του προσφέρουν επιδοκιμασία ή τουλάχιστον δεν θα τον
φέρουν αντιμέτωπο με το θυμό, την κριτική ή την απόρριψη των άλλων.
Δεν είναι λίγα τα «καλά παιδιά» που χτυπάνε την πόρτα
του ψυχοθεραπευτή. Κάποιες φορές έρχονται γνωρίζοντας τη δυσκολία τους
να εκφράσουν τις πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες τους και το
θλιμμένο τους βλέμμα συνοδεύεται από κουβέντες όπως «ίσως πρέπει να πάψω
να είμαι τόσο καλός με τους άλλους», «έχω κουραστεί», «δεν αντέχω άλλο
να δίνω, έχω στερέψει». Συνήθως όμως έρχονται με αφορμή κάποιο άλλο
σύμπτωμα χωρίς να έχουν συνείδηση του πραγματικού προβλήματος.
Κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν είναι ότι τα «καλά παιδιά» κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό να εμφανίσουν μια ποικιλία ψυχολογικών διαταραχών όπως πχ κατάθλιψη, άγχος, ψυχοσωματικά προβλήματα ακόμα και εξαρτήσεις. Ανάμεσα στους ειδικούς της ψυχικής υγείας αποτελεί κοινό μυστικό ότι τα εν λόγω ψυχολογικά προβλήματα, -αλλά ακόμα και η εμφάνιση κάποιων «οργανικών» ασθενειών – έχουν συχνά τις ρίζες τους σε καταπιεσμένα συναισθήματα, επιθυμίες και ανάγκες. Αν κάποιος κάτσει και το σκεφτεί άλλωστε, τέτοιου είδους συμπτώματα μπορεί να αποτελούν τον μοναδικό τρόπο για κάποια άτομα να επιτρέψουν στον εαυτό τους να «μην μπορούν» χωρίς να αναγκαστούν να πουν όχι!
Γιατί όμως κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν να καταπιέζουν
τον εαυτό τους ασχέτως του προσωπικού κόστους που καλούνται να
πληρώσουν; Η βαθύτερη αιτία, που συνήθως μας οδηγεί σε αυτό τον τρόπο
σκέψης και συμπεριφοράς είναι το συναίσθημα της ενοχής.
Το συναίσθημα της ενοχής είναι ένα σύνθετο συναίσθημα
που συνήθως αναπτύσσεται στην τρυφερή παιδική ηλικία, όταν τα άτομα
μπορούν πολύ εύκολα να θεωρήσουν τον εαυτό τους υπεύθυνο για όλους και
για όλα γύρω τους και πιο συγκεκριμένα για την ευτυχία ή τη δυστυχία της
μαμάς και του μπαμπά και που καταλήγουν να κάνουν τα πάντα προκειμένου
να τους ευχαριστήσουν. Όπως όμως τα περισσότερα μοτίβα που αναπτύσσουμε
στην τρυφερή αυτή ηλικία μας ακολουθούν και στην υπόλοιπη ενήλικη ζωή
μας, έτσι και το αίσθημα ευθύνης για τη ζωή και τα συναισθήματα των
άλλων συνεχίζει να μας κατατρέχει επ’ αόριστο, να μας γεμίζει ενοχές και
να μας κάνει να δίνουμε τα πάντα προκειμένου να διευκολύνουμε τους
άλλους.
Αν νιώθετε ότι είστε υπερβολικά καλός με τους άλλους ή
αν σχετίζεστε με ένα άτομο υπερβολικά καλό, αξίζει τον κόπο να θυμάστε
ότι δυστυχώς η υπερβολική καλοσύνη σχεδόν ποτέ δεν αποφέρει τα ζητούμενα
αποτελέσματα: Δεν κάνει τις σχέσεις πιο εύκολες, δεν εγγυάται την άνευ
άλλων όρων αποδοχή από τους άλλους και δεν βελτιώνει την ποιότητα της
ζωής μας. Αντίθετα, μας καταπιέζει, μας τυραννάει και μας γεμίζει θυμό
και νευρώσεις.