Ας πάρουμε τη σωματική ηδονή του σεξ. Τι υποβάλλει, ακόμα και ηχητικά η λέξη «ηδονή»; Απλώς μια φευγαλέα, επιδερμική ευχαρίστηση, που διαρκεί κλάσμα του δευτερολέπτου; Όχι βέβαια. Η λέξη «ηδονή» υποβάλλει την έννοια ηδονή, ή καλύτερα το αρχέτυπο ηδονή. Και τι μεταβιβάζει το αρχέτυπο της ηδονής; Μεταβιβάζει την αίσθηση ενός ευρύτατου «ηλεκτρομαγνητικού» πεδίου, χωρίς αρχή και τέλος, με άπειρη διάρκεια, μέσα στο οποίο συντελούνται οι στιγμιαίες πράξεις τη σωματικής ηδονής.
Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις. Η μία είναι η σύντομη, χρονική, σαρκική πράξη και η άλλη το εσωτερικό, μόνιμο και πάγιο, ίσως ακόμα και αιώνιο, πεδίο της ηδονής. Ο θιασώτης της ηδονής προσπαθεί να αντλήσει την ιδεατή, την αρχετυπική ηδονή μέσα από τη σαρκική και στιγμιαία πράξη. Η πράξη έρχεται και παρέρχεται, αλλά αυτός διαποτίζεται από τον αιώνιο παράδεισο του αρχετύπου που τον ωθεί να εισέλθει σ’ αυτόν και να γευτεί την ευδαιμονία με την πράξη της σωματικής ηδονής. Έτσι, ξεχνιέται ο θάνατος ή καλύτερα η ανάμνησή του, καθώς και η δυστυχία, η μοναξιά, με λίγα λόγια, η άθλια χρονική μοίρα του ανθρώπου.
Ας πάρουμε τώρα την τάση για αναγνώριση. Αν προσέξουμε, θα δούμε σ’ αυτόν που έχει τάση για αναγνώριση ότι η επιθυμία του δεν στρέφεται γύρω από μια εφήμερη αναγνώριση, αλλά γύρω από μια μόνιμη, απόλυτη, αιώνια και αδιαρραγή κατάσταση αναγνώρισης, σαν να είναι αυτός το κέντρο του κόσμου.
Η ποιότητα της διάρκειας, της αιωνιότητας, η απουσία κάθε συμβιβασμού με τη σχετικότητα του χωροχρονικού κόσμου μας, δηλώνει την παρουσία της αρχέτυπης ιδέας που ωθεί τον άνθρωπο προς το ανέφικτο. Να πετύχει δηλαδή την αιωνιότητα με χωροχρονικά μέσα.
Όπως είναι φανερό και οι δύο τύποι, ο τύπος της ηδονής και ο τύπος της αναγνώρισης, κατέχονται απ’ το αρχέτυπο της πάγιας και αδιασάλευτης ευδαιμονίας. Έτσι, έμμεσα, δηλώνουν ότι δεν είναι ευδαίμονες, ότι βρίσκονται έξω απ’ τον Παράδεισο, ότι νιώθουν δυστυχείς και γι’ αυτό κάνουν απεγνωσμένες προσπάθειες να παρεισφρύσουν.
Το ίδιο αρχέτυπο παρατηρούμε και πίσω από τον έρωτα, από την δικαιοσύνη, από την ισότητα, όπως και πίσω από κάθε πανάκεια. Με λίγα λόγια, μας διαπερνά, μας λογχίζει, μας κινητοποιεί η Άχρονη διάσταση, η διάσταση της αιωνιότητας. Αλλά, δυστυχώς δεν κινητοποιείται ταυτόχρονα και ο παράγων συνειδητότητα, που είναι σφηνωμένος ανάμεσα στο χωροχρονικό τμήμα της κάθε απόλαυσής μας, δηλαδή στο τμήμα «φύση» και στο άχρονο. Και η «φύση», επειδή υπόκειται στη διαστρέβλωση της Πλάνης, δεν είναι σε θέση να διαχωρίσει το χρονικό από το άχρονο και να δει ότι η άχρονη ευδαιμονία δεν επιτυγχάνεται με χρονικά μέσα.