Μια τέτοια πολυχρησιμοποιημένη έκφραση που ανήκει στις «κλασικές» είναι αυτή που υποστηρίζει ότι «αν υπήρχε Θεός, δεν θα πέθαιναν τα παιδιά στην Αφρική!». Όταν την υιοθετούμε, γίνεται συνήθως διότι δεν μπορούμε να αποδεχτούμε την συνύπαρξη του Θεού με την εικόνα ενός αθώου παιδιού να πεθαίνει από την πείνα. Οπότε, μέσα από αυτό τον συλλογισμό καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη, άρα δεν υπάρχει Θεός. Ασχέτως με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του κάθε ένα από εμάς, όπου και είμαστε ελεύθεροι να πιστεύουμε ό,τι επιθυμούμε χωρίς καμία εξήγηση, εδώ θα εξετάσουμε την συγκεκριμένη αυτή έκφραση καθαρά μέσα από το πρίσμα της λογικής, για να βρούμε τι νοήματα ακριβώς περιέχει και πόσο αυτά μπορεί να είναι αντίθετα μεταξύ τους.
Η βασική παραδοχή που γίνεται μέσα από αυτή την έκφραση είναι ότι όταν κάποιος πεθαίνει σημαίνει ότι τιμωρείται. Αν και αυτό ακούγεται ανθρωπίνως λογικό έρχεται σε αντίθεση με την μη ύπαρξη του Θείου. Αυτό συμβαίνει γιατί η παραδοχή ενός μεταθανάτιου σταδίου όπου επιτελείται η «τιμωρία» απαιτεί την ύπαρξη του Θεού ή όπως αλλιώς θέλει κάποιος να τον ονομάσει. Σε περίπτωση που δεν υπήρχε ο Θεός, δεν θα υπήρχε και η «τιμωρία». Αρά πώς μπορεί να υποστηρίζει η έκφραση αυτή την μη ύπαρξη του Θειου αλλά ταυτόχρονα την ύπαρξη της τιμωρίας;
Σε συνέχεια της βασικής αντίφασης που περιέχει η πρόταση αυτή, ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι υπάρχει η γνώση για το τι γίνεται μετά τον θάνατο ενός ανθρώπου και μας πληροφορεί ότι αυτό δεν είναι καλό, όμορφο, ευχάριστο ή όπως αλλιώς θέλετε να το ονομάσουμε στα ανθρώπινα μέτρα. Αυτό φυσικά είναι κάτι που κανείς δεν ξέρει. Όσο κάποιος μπορεί να υποστηρίξει το πόσο άσχημα είναι τα πράγματα μετά τον θάνατο άλλο τόσο μπορεί κάποιος άλλος να υποστηρίξει το αντίθετο, αφού έτσι και αλλιώς κανένας από τους δύο δεν μπορεί να το αποδείξει.
Τέλος, με την έκφραση αυτή λέμε και το αντίθετό της, δηλαδή ότι «η ύπαρξη Θεού θα σήμαινε και την ύπαρξη μιας θείας δικαιοσύνης στην καθημερινή ζωή όλων τον ανθρώπων πάνω στην Γη». Δηλαδή αποδεχόμαστε ότι ο Θεός που αντιλαμβανόμαστε εμείς θα επέμβαινε καθημερινά χωρίς όμως να περιγράφουμε το μέτρο επέμβασης. Θα ήταν μόνο σε αθώα παιδιά που πεθαίνουν από ασιτία, από αρρώστιες και από κακουχίες; Θα αφορούσε και ανθρώπους με αναπηρία ή με κάποια γενετική υστέρηση; Θα επέμβαινε για την αποτροπή ατυχημάτων; Φυσικά οι υποθέσεις για το τι είναι άδικο και τι όχι μπορούν να γεμίσουν βιβλία. Συνεχίζοντας στον συλλογισμό αυτό, αν υπήρχε τέτοιος βαθμός επέμβασης του Θεού στην ανθρωπινή καθημερινότητα, τότε πόσο ελεύθερος θα ήταν ο άνθρωπος να πράξει όπως αισθάνεται ή επιθυμεί; Αρά στην ουσία υποστηρίζουμε ότι η ύπαρξη Θεού δεν θα μπορούσε να συνυπάρχει με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Αυτά και άλλα πολλά, τα περιέχουν μόνο μερικές λέξεις που υιοθετούμε χωρίς να αναλύσουμε ιδιαίτερα. Είναι καλό όμως όταν θέλουμε να υποστηρίξουμε την προσωπική μας άποψη για οτιδήποτε, να επιλέγουμε επιχειρήματα τα οποία, τουλάχιστον, να μην λένε το αντίθετο από αυτό που θέλουμε να πούμε. Τα παιδιά που πεθαίνουν από ασιτία στην Αφρική και οπουδήποτε στον κόσμο πεθαίνουν γιατί η συντριπτική πλειοψηφία του αναπτυγμένου κόσμου ξοδεύει την καθημερινότητα της χωρίς να κάνει αυτά που απαιτούνται για να τα βοηθήσει. Πεθαίνουν γιατί τα κράτη στα οποία εξελίσσονται αυτά τα γεγονότα επίσης δεν κάνουν ό,τι πρέπει για να βοηθήσουν τους πολίτες τους. Έχουμε όλα τα μέσα για να καλυτερεύσουμε τον κόσμο μας από κάθε πλευρά. Είναι καθαρά ανθρώπινη επιλογή η ύπαρξη τόσο μεγάλων αδικιών στον κόσμο μας.
Υπάρχει μια ανέκδοτη ιστορία στην οποία ένας άνθρωπος ο οποίος πιστεύει πάρα πολύ στο Θεό ταξιδεύει με ένα καράβι το οποίο κάποια στιγμή βυθίζεται. Ο άνθρωπος αυτός είναι πλέον ναυαγός και επιπλέει κολυμπώντας στην θάλασσα. Δεν κυριεύεται όμως από τον φόβο διότι λόγο της βαθιάς του πίστης, είναι σίγουρος ότι ο Θεός θα τον σώσει. Μετά από λίγη ώρα εμφανίζεται ένα καράβι όπου τον εντοπίζει και του πετά ένα σχοινί να πιαστεί ώστε να τον τραβήξουν έξω από την θάλασσα. Εκείνος αρνείται να πιάσει το σχοινί και λέει στους έκπληκτους ναυτικούς να τον αφήσουν ήσυχο διότι ο Θεός θα τον σώσει. Τις ώρες που ακολουθούν περνάνε άλλα δυο καράβια όπου με παρόμοιο τρόπο απαρνείται την βοήθειά τους, σίγουρος για την θεϊκή παρέμβαση. Το σώμα του κάποια στιγμή δεν αντέχει και ο κακόμοιρος ναυαγός παραδίδεται στην θάλασσα και πνίγεται. Όταν η ψυχή του συναντά τον Θεό τον κοιτάζει γεμάτος παράπονο και του λέει: «Εμένα, που πίστευα τόσο πολύ σε εσένα, γιατί δεν με έσωσες;». Γυρνά ο Θεός, τον κοιτάει με έκπληξη και του λέει: «Με δουλεύεις; Τρία πλοία σου έστειλα!».