Μια σχέση τελειώνει, όταν παύεις να βαφτίζεις τη δυσαρμονία κρυμμένη αρμονία.
Και κάθε φορά, εσύ ο άπειρος λυρικός, αναρωτιέσαι πώς έμπλεξες από το τίποτα – έπρεπε να σεβαστείς όσα προμήνυαν το αταίριαστο – μιας και εξαρχής τα είχες δει όλα. Και πως εσείς οι δύο δε θα τα καταφέρνατε.
Είσαι ύποπτη, κουκλίτσα μου. Αλλού να τα πεις αυτά.
Οι αντενδείξεις είναι που σε μαγεύουν, χάρη σε αυτές καθηλώνεσαι και τους χρωστάς ευγνωμοσύνη γιατί ξέρεις. Πως πάντα εξ αφορμής τους ελευθερώνεσαι στο φινάλε.
Τι εξαίσια μυθικό πεδίο που αποτελούν οι αντενδείξεις στην αρχή μιας σχέσης. Τότε που αυτό που εκφράζουν δεν είναι το αταίριαστο δύο κόσμων, αλλά η μαγική αλλότητα. Τότε που κομμάτια του άλλου έρχονται από ξένο πλανήτη, μαζί με το γέλιο του άγνωστου μυθικού πτεροδάκτυλου με τα βιβλία του, με τα τραγούδια του. Με τα πουκάμισά του. Τις ιδέες και τη στάση ζωής του. ( Και με το λάγνο ψέμα σου, που τα ‘κανε όλα ωραία. )
Ώστε έτσι, λοιπόν, αυτή η μουσική που μου χάρισες είναι η μουσική των Ταλιμπάν; Τι ρίγος αποκάλυψης και τις εστί ο ποιών το θέλημά μου; Ο εκπλήττων μου τας ακοάς… Σε όλη μου τη ζωή, μωρό μου, περίμενα να ακούσω τέτοιες εξαίσιες μουσικές… Ερωτεύεσαι σημαίνει πως ακούς πια μόνο τη μουσική των Ταλιμπάν, μιλάς συλλαβιστά σε ξένη γλώσσα, δε σε καταλαβαίνουν και το λες άδικο, δεν πολυκαταλαβαίνεις και το λες μυστήριο, οι αντενδείξεις είναι γραμμένες πάντα με πολύ ψιλά γράμματα. Και όμως εγκαταλείπεσαι στο αλλότριο γένος.
« Πέρασαν ώρες οι δυο τους με κοινή ανάσα, ώρες που ο Κ. είχε αδιάκοπα το συναίσθημα πως χάνεται ή πως είναι τόσο μακριά σε έναν ξένο κόσμο όσο κανένας άλλος πριν από αυτόν, σε έναν ξένο κόσμο όπου ακόμα και ο αέρας δεν είχε κανένα στοιχείο από τον αέρα της πατρίδας, όπου ήσουν καταδικασμένος να πνιγείς από ξενικότητα και όπου μέσα στα παράλογα θέλγητρά του δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα παρά να εξακολουθήσεις να πηγαίνεις, να εξακολουθήσεις να χάνεσαι». ( Πύργος – Κάφκα. )
Να πνιγείς από ξενικότητα…
Μεγαλώνεις, για παράδειγμα, με τη βεβαιότητα πως είναι αδύνατον να μπορεί κανείς να καταπιεί έστω και μια μπουκιά στο πρώτο ραντεβού, και να που αυτός καταβροχθίζει έξι πιάτα, το ένα πίσω από το άλλο, στην πρώτη σας κιόλας συνάντηση. Πιάτα χωρίς καμία αλληλουχία γεύσεων και χρωμάτων.
Συλλαμβάνεις την αντένδειξη ως μυθικό στοιχείο, η φυσικότητά του σε εξάπτει, δε θέλεις πια τίποτε τεχνήεν – μόνο αυτόν. Τον πρόσχαρα συμφιλιωμένο με έναν κόσμο όπου υπάρχει σώμα προς συντήρηση και επαύξηση… Και μια μέρα η αρμονία χορδή που χαλάρωσε, τον βλέπεις να τρώει και θέλεις να φύγεις επί τόπου – η εικόνα που σε ξετρέλανε την πρώτη φορά – τώρα η ίδια ακριβώς σε προβοκάρει. Βλέπεις το στόμα που σε φίλησε και αναρωτιέσαι πόσοι τόνοι ζυμαρικά έχουν περάσει από κει μέσα.
Βλέπεις έναν εγκέφαλο που γύρω του αιωρούνται πράγματα παράλογα, όπως συκωτάκια και γεμιστά, και ούτε καν ένα καρπάτσο, ό,τι σκέφτεται, ό,τι σου λέει, ό,τι θα σε διώξει τελικά το βλέπεις λίγο πριν από το τέλος, είναι μεταφορικά καμωμένο από την ευεξία ενός πεπτικού σωλήνα σε δράση. Δεν είναι ξένος πια, δεν έρχεται από τις στέπες, είναι όμορη χώρα που επιθυμεί να αλώσει τα σύνορά σου, την ερωτική σου ανεξαρτησία, την αισθητική σου συνείδηση. Είναι εχθρός δίπλά επιβαρημένος από την επιπολαιότητα του όρκου σου…
« Ορκίζομαι πως θα σε αφήσω να μπεις στο ζωτικό μου χώρο και να βασιλεύσεις ». Μα, στο μεταξύ, τι είναι αυτή η απαίσια μουσική που ακούγεται στο βάθος; Μουσική των Ταλιμπάν, είπες, τη λένε; Βγάλτε τη, σας παρακαλώ. Θέλω πίσω τα δικά μου τραγούδια… Φεύγεις και παρηγοριέται πάλι με γεμιστά. Η ζωή του, η τέχνη του, το καινούργιο πρόσωπο στη ζωή του, όλα είναι σαν μπριάμ και σαν μυδοπίλαφο. ( Πού και πού, μια μους μανταρινιού, εις μνήμην. ) Η αλλότητα της οικογένειας που τον μεγάλωσε με μπουγάτσες δε σε συναρπάζει πια. Έκανε λάθος ο Τσαρούχης. Δε γίνεται να μετατρέψεις σε Αναγέννηση ό,τι ελληνικό αγάπησες. Μυαλό δε βάζεις όμως, πάλι σε τραπέζι σε βλέπω. ( Ξανά ο θείος ουρανός της ξενικότητας. Ξανά ο Λωτρεαμόν ).
Η ομορφιά που εξάγεται από την τυχαία συνάντηση μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας. Όσο πιο ξένα είναι τα πράγματα μεταξύ τους τόσο πιο μαγικό είναι το φως που αναβλύζει από την επαφή τους. Πάλι από την αρχή λοιπόν. Έτοιμη να βαφτίσεις τη δυσαρμονία, που τώρα σε ελκύει, κρυμμένη αρμονία. Βλέπεις ακόμα μόνο τις χάρες και ξορκίζεις την καταστροφή που θα γεννήσει το νέο, άπειρο στοίχημα.
Το βλέμμα σου είναι άγραφο, είσαι η Χάιντι το κορίτσι των Άλπεων, για την ώρα ούτε ελλείμματα ούτε αποζημιώσεις. Βγες από την ιστορία για ένα λεπτό. Παρατήρησέ τους σαν τέλεια ξένη. Κοιτάζονται, πίνουν, δεν τρώνε, χαμογελούν και το γέλιο τους είναι η τέλεια ζαβολιά. Γελάνε για να μην αφήσουν ελεύθερο τον πανικό τους. Είναι έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια από τη φρίκη της αλλότητας και την έλξη που τους καθιστά αδύναμους. Αλλά μένουν. Θα επιλέξουν την παρέκκλιση. Θα συνεχίσουν.
Καλά Χριστούγεννα λοιπόν, Μίστερ Λώρενς. Ποτέ δε θα αξιωθώ το – πέραν του τετριμμένου έρωτα – τοπίο. Ίσως ο άδηλος έρωτας του Γιαπωνέζου για το λοχία, σκέφτεται η γυναίκα, συνόψισε το θέμα με τον πιο σωστό τρόπο. Αν ο Θεός δε μας έκανε αυτό το κακόγουστο αστείο με τους έρωτες, την άλλη ράτσα, κανονικά μόνο νεκρή θα έπρεπε να την ασπαζόμαστε. Βγάζει τον Όσιμα από το βίντεο, βάζει Χάιντι, το κορίτσι των Άλπεων. « Αγαπητέ Κλάους, δε νοσταλγώ πια το ακρογιάλι σου, γιατί εμείς εδώ πέρα τρέχουμε ήδη με τα έλκηθρα… ».
[Άπειρο στοίχημα] της Μαλβίνας Κάραλη