ΣTH MYΘOΛOΓIΑ THΣ ΦIΛOΣOΦIΑΣ ο Σωκράτης είναι ο απόλυτος ήρωας, η ίδια η ενσάρκωση της φιλοσοφίας. H αλήθεια όμως είναι ότι για τον πιο γνωστό φιλόσοφο γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. O ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε - και δεν ξέρουμε ούτε καν γιατί αποφάσισε να μη γράψει. Oσοι γνώρισαν τον Σωκράτη και θέλησαν να γράψουν γι' αυτόν, το έκαναν μέσω της λογοτεχνίας. O Σωκράτης που όλοι γνωρίζουμε είναι ένα θεατρικό πρόσωπο. Eίναι η κωμική καρικατούρα του σοφιστή στις Nεφέλες και η ηρωική μορφή του φιλοσόφου στους πλατωνικούς διαλόγους. O πραγματικός Σωκράτης μένει πάντοτε κρυμμένος πίσω από μια μάσκα.
Από τα ελάχιστα πράγματα που γνωρίζουμε με ασφάλεια για τον ιστορικό Σωκράτη είναι η κατηγορία που διατυπώθηκε εναντίον του το 399 π.Χ. και που οδήγησε στην καταδίκη του σε θάνατο. Στηριζόταν σε δύο σημεία: ότι δεν αναγνωρίζει τους θεούς της πόλης και εισάγει «καινά δαιμόνια», και ότι διαφθείρει τη νεολαία.
Γνωρίζουμε το κατηγορητήριο, δεν γνωρίζουμε όμως το ακριβές νόημά του. Τι εννοούσαν οι κατήγοροι όταν έκαναν λόγο για «καινά δαιμόνια»; Ποιες ήταν οι νέες θεότητες, που υποτίθεται ότι εισήγαγε στην Αθήνα ο Σωκράτης; Αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη -ο οποίος βεβαίως γράφει τις Νεφέλες του πολύ πριν από τη δίκη του Σωκράτη και, το κυριότερο, γράφει σάτιρα- οι νέοι θεοί του Σωκράτη είναι οι θεοί των φυσικών φιλοσόφων, οι θεοί του Αναξαγόρα και των ασεβών διαφωτιστών του 5ου αιώνα. Στην κωμωδία λοιπόν του aριστοφάνη ο «σοφιστής» Σωκράτης δέχεται στη σχολή του τον αφελή και αγράμματο Στρεψιάδη, του γνωρίζει τους νέους θεούς στους οποίους πρέπει να πιστεύει -είναι το Xάος, οι Nεφέλες και η Γλώσσα- και του υπόσχεται ότι με σκληρή εξάσκηση στη φιλοσοφία και τη ρητορική θα γίνει ικανός να μεταπείθει τους δανειστές του, να κυριαρχήσει στην Εκκλησία του Δήμου και να επιτύχει σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.
Η κωμωδία του Αριστοφάνη είναι ένδειξη ότι για πολλούς συγχρόνους του ο Σωκράτης δεν διέφερε ιδιαίτερα από τους σοφιστές. Η εικόνα ωστόσο του Αριστοφάνη δεν είναι αντικειμενική. Ο Σωκράτης δεν ασχολήθηκε με τη φυσική φιλοσοφία, και θεωρείται υπεύθυνος για τη στροφή της φιλοσοφίας προς στον άνθρωπο. Απείχε άλλωστε από την ενεργό πολιτική και δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής του. Είναι λοιπόν μάλλον απίθανο τα «καινά δαιμόνια» του Σωκράτη να ήταν απρόσωπες θεότητες σαν το Χάος, τα Σύννεφα ή τη Γλώσσα.
Θεϊκός οιωνός;
H κατηγορία που οδήγησε στη θανατική καταδίκη του Σωκράτη στηριζόταν σε δύο σημεία: ότι δεν αναγνωρίζει τους θεούς της πόλης και εισάγει «καινά δαιμόνια», και ότι διαφθείρει τη νεολαία.
Πιο πιθανή είναι μια άλλη εκδοχή. Από τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τον Σωκράτη είναι η σχέση του με το περίφημο «δαιμόνιο». Ο Σωκράτης άκουγε κατά καιρούς μια εσωτερική «φωνή», που του έδινε κάποια σημάδια για τη μελλοντική του συμπεριφορά. Στις υποδείξεις του δαιμονίου ο Σωκράτης φαίνεται ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Η σχέση του Σωκράτη με το προσωπικό του δαιμόνιο ήταν κάτι πασίγνωστο σε όσους τον συναναστρέφονταν, αλλά θα πρέπει να είχε γίνει γνωστή και σε ευρύτερους κύκλους, συνεισφέροντας ένα ακόμη κομματάκι στο παζλ της «άτοπης» προσωπικότητας του μοναδικού αυτού ανθρώπου.
Eχουμε πολλές ενδείξεις ότι το δαιμόνιο ενεπλάκη με κάποιον τρόπο στη δίκη του Σωκράτη. Ο Πλάτων το υπαινίσσεται στην Απολογία του, όταν ο Σωκράτης λέει «αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το συμπεριέλαβε στην κατηγορία» (31d). Και στον Ευθύφρονα βάζει τον φανατικό θρησκόληπτο ομώνυμο μάντη να συμπαρίσταται στον Σωκράτη, λέγοντάς του ότι η κατηγορία που απαγγέλθηκε εναντίον του για καινοτομία στα θρησκευτικά ζητήματα θα πρέπει να οφείλεται στο πασίγνωστο δαιμόνιο. Η τάση του πλήθους, συμπληρώνει ο Ευθύφρων, είναι να περιγελούν όσους ισχυρίζονται ότι προλέγουν το μέλλον (3bc).
Ο Ξενοφών πάλι, ο οποίος δεν ήταν παρών στη δίκη του Σωκράτη, είναι σχεδόν σίγουρος ότι πίσω από τις κατηγορίες βρίσκεται το σωκρατικό δαιμόνιο. «Είχε διαδοθεί η φήμη ότι ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι το δαιμόνιο τού έδινε μαντικά σημάδια (σημαίνειν) γι' αυτό τελικά νομίζω ότι κυρίως τον κατηγόρησαν ότι εισάγει καινά δαιμόνια» (Απομνημονεύματα Ι, 1,2). Με τη φιλοσοφική απλοϊκότητα που τον διακρίνει, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να κατηγορηθεί ως ασεβής κάποιος που προσφέρει θυσίες στα δημόσια ιερά και που «καταφεύγει φανερά στη μαντική» μέσω του δαιμονίου του. Για τον Ξενοφώντα, το σωκρατικό δαιμόνιο είναι μια μορφή θεϊκού οιωνού, η οποία δεν διαφέρει καθόλου από τα άλλα θεϊκά σημάδια που χρησιμοποιούν οι μάντεις, όπως τα πτηνά, οι φωνές των ανθρώπων και των ζώων, τα όνειρα ή τα σπλάχνα των ζώων στις θυσίες. Ο Σωκράτης μέσω του δαιμονίου προέβλεπε το μέλλον, τόσο γι' αυτά που θα συμβούν στον ίδιο όσο και στους άλλους, και η μαντική του ικανότητα αυτομάτως σήμαινε ότι ήταν θεοσεβής. Μόνο στους θεοσεβείς οι θεοί δείχνουν τέτοια σπάνια εύνοια. Αυτή η γραμμή ερμηνείας γίνεται κυρίαρχη στη μεταγενέστερη αρχαιοελληνική γραμματεία, όπου ο Σωκράτης παρουσιάζεται να προλέγει όχι μόνο τις μελλοντικές πράξεις ατόμων, αλλά και την έκβαση πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων, όπως η σικελική καταστροφή.
Hταν λοιπόν ο Σωκράτης ένας μάντης; Και πώς μπορούσε να συμβιβάζει τη φιλοσοφική του δεινότητα, η οποία μάλιστα κατά κύριο λόγο στηριζόταν στον επίμονο έλεγχο των αστήρικτων απόψεων των άλλων, με την άκριτη πίστη στα θεϊκά σημάδια; Πώς συμβιβάζεται η διακηρυγμένη πεποίθησή του ότι ο ίδιος «δεν γνώριζε τίποτε» με την αποδοχή εκ μέρους του της δελφικής ρήσης ότι ο «δεν υπάρχει κανείς σοφότερος του Σωκράτη»; Σε τελευταία ανάλυση, μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να είναι υπερασπιστής του φιλοσοφικού κριτικού λόγου και ταυτοχρόνως να ασκεί οποιουδήποτε είδους μαντική;
Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν πλευρές του λεγόμενου σωκρατικού προβλήματος. Πώς δηλαδή να διακρίνει κανείς τον ιστορικό Σωκράτη από τον Σωκράτη της σωκρατικής λογοτεχνίας, και κυρίως τον Σωκράτη του Πλάτωνα; Θεωρώ ότι το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να λυθεί, από τη στιγμή που τα τεκμήρια που διαθέτουμε για τον ιστορικό Σωκράτη και τη φιλοσοφία του είναι τόσο ιδιόμορφα και προκατειλημμένα. (Για το σωκρατικό πρόβλημα βλ. το έξοχο βιβλίο του Ολόφ Ζιγκόν, Σωκράτης, ελλ. μετάφραση, Γνώση, Αθήνα 1995).
«Mια φωνή μέσα μου...»
Είμαστε σίγουροι ότι το δαιμόνιο έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στην προσωπικότητα του Σωκράτη. Εικάζουμε ότι αυτή η προσωπική επικοινωνία του με το θείο ήταν κάτι που ενοχλούσε πολλούς από τους συγχρόνους του, ιδίως επειδή ο θεός που επικαλείται ο Σωκράτης ήταν ο Απόλλων, ο ευνοούμενος θεός της αριστοκρατικής παράταξης της Αθήνας. Και θεωρούμε πιθανό ότι το δαιμόνιο εμμέσως ή αμέσως έπαιξε ρόλο στη δίκη και την καταδίκη του Σωκράτη. Για το πώς όμως ο ίδιος ερμήνευε αυτό το χάρισμά του και πώς το ενέτασσε στη φιλοσοφία του, δεν έχουμε το παραμικρό αντικειμενικό στοιχείο.
Για μας όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που ο Πλάτων αντιμετωπίζει το σωκρατικό δαιμόνιο. Το δαιμόνιο αναφέρεται αρκετά συχνά στους σωκρατικούς διαλόγους, συνήθως χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό. Η αίσθηση που δίνει ο Πλάτων είναι ότι αντιμετωπίζει με μεγάλη επιφυλακτικότητα αυτήν την ιδιοτυπία του Σωκράτη και τις ανεκδοτολογικές διηγήσεις που σίγουρα τη συνόδευαν. Δεν την αποσιωπά, αλλά ούτε και την προβάλλει. Iσως μάλιστα να επεμβαίνει, περιχαρακώνοντας την εμβέλεια του δαιμονίου.
Ας δούμε τι βάζει τον Σωκράτη να λέει για το δαιμόνιο στην απολογία του.
«Iσως σας φανεί άτοπο ότι εγώ περιφέρομαι εδώ και κει και δίνω συμβουλές στον καθένα και πολυπραγμονώ, ενώ δεν τολμώ να ανέβω στο δημόσιο βήμα και να απευθυνθώ σε σας, στον δήμο, λέγοντας τη γνώμη μου για τα πράγματα της πόλης. Αιτία γι' αυτό είναι αυτό που με ακούσατε να λέω πολλές φορές και σε πολλά μέρη, ότι δηλαδή μου παρουσιάζεται ένα θεϊκό δαιμόνιο, αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το συμπεριέλαβε στην κατηγορία. Αυτό το πράγμα ξεκίνησε να μου συμβαίνει από τότε που ήμουν παιδί, μια φωνή που ακούω μέσα μου, η οποία όταν ακούγεται, με αποτρέπει να κάνω κάποιες πράξεις, αλλά δεν μου υποβάλλει ποτέ τι να κάνω. Αυτό με εμποδίζει να ασχοληθώ με τα πολιτικά πράγματα, και μου φαίνεται ότι πάρα πολύ καλά κάνει. Γιατί γνωρίζετε καλά, Αθηναίοι, ότι αν είχα επιχειρήσει από παλιά να ασχοληθώ με τα πολιτικά πράγματα, θα είχα ήδη από καιρό χαθεί και δεν είχα ωφελήσει ούτε εσάς ούτε τον εαυτό μου. Μη μου κρατάτε κακία επειδή λέω την αλήθεια. Γιατί κανένας άνθρωπος που εναντιώνεται με ειλικρίνεια στο πλήθος, στο δικό σας ή σε άλλο πλήθος, και που παρακωλύει την τέλεση πολλών αδικιών και παρανομιών στην πόλη, δεν θα είχε καταφέρει να διασώσει τον εαυτό του. Αυτός λοιπόν που υπερασπίζεται πραγματικά το δίκαιο, αν θέλει έστω και για λίγο να επιβιώσει, κατ' ανάγκη θα πρέπει να ιδιωτεύει και όχι να συμμετέχει στο δημόσιο βίο» (31c-32a).
Το δαιμόνιο συνοδεύει τον Σωκράτη από τα παιδικά του χρόνια, είναι πάντοτε αποτρεπτικό και ποτέ προτρεπτικό, και εξηγεί την απόσταση του Σωκράτη από την ενεργό πολιτική στη δημοκρατική Αθήνα.
Ο Πλάτων τονίζει την αποτρεπτική λειτουργία του δαιμονίου, σε αντίθεση με τον Ξενοφώντα και τις μεταγενέστερες πηγές, θέλοντας προφανώς να περιορίσει τη μαντική του εμβέλεια. Είναι αρκετά διαφορετικό να έχει κανείς ένα είδος προαισθήματος για το επερχόμενο κακό, έστω έναν φύλακα άγγελο για τις κακοτοπιές, από το να διαθέτει έναν θεόσταλτο οδηγό συμπεριφοράς και δράσης.
Η επιφυλακτική στάση του Πλάτωνα απέναντι στις υποτιθέμενες μαντικές ικανότητες του Σωκράτη είναι κατανοητή. Ο ίδιος ανήκει σε εκείνους τους κύκλους της αθηναϊκής κοινωνίας που σέβονται την καθιερωμένη θρησκευτική πίστη και αναγνωρίζουν τον θεσμικό ρόλο της επίσημης λατρευτικής πρακτικής, ελάχιστη όμως κατανόηση έχει για τις λαϊκές θρησκευτικές δοξασίες και τις εξαγνιστικές τελετές. Ο Πλάτων μπορεί να προτείνει σκληρές τιμωρίες, ακόμη και την ποινή του θανάτου, για τους ασεβείς (Νόμοι 907d κ.ε.), και την ίδια στιγμή να περιφρονεί «τους αγύρτες και τους μάντεις, που γυροφέρνουν τις πόρτες των πλουσίων και τους πείθουν πως έχουν δύναμη, δοσμένη από τους θεούς, με θυσίες και ξόρκια να κάνουν να τους συγχωρεθούν τα αδικήματά τους» (Πολιτεία 364b). Η πιο επικίνδυνη ασέβεια για τον Πλάτωνα δεν προέρχεται από τους άθεους, αλλά από τους προικισμένους με ισχυρή μνήμη και οξυδέρκεια τσαρλατάνους - τους μάντεις, τους μάγους, τους θιασώτες ιδιωτικών μυστικών τελετών (Νόμοι 908d).
O Σωκράτης είναι ο πιο γνωστός φιλόσοφος, όμως δεν γνωρίζουμε γι’ αυτόν παρά ελάχιστα πράγματα. Δεν ξέρουμε ούτε καν γιατί αποφάσισε να μην γράψει ποτέ του τίποτε. Από τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τον Σωκράτη είναι η σχέση του με το περίφημο «δαιμόνιο». Eικόνα: Mαρμάρινη προτομή του Σωκράτη, τέλος 1ου - αρχές 2ου αι. μ.X. Pώμη, Mουσείο του Kαπιτωλίου.
Mόνον αυτός που κάθεται στον ομφαλό της γης...
Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ο Πλάτων προσπαθεί εντέχνως να μας πείσει ότι η πασίγνωστη σχέση του Σωκράτη με το προσωπικό του δαιμόνιο δεν είναι μια μορφή λαϊκής μαντικής, όπως μάλλον θα την αντιλαμβανόταν ο μέσος Αθηναίος και όπως την ερμηνεύει ο Ξενοφών. Για τον Πλάτωνα, χρησμοδοτική λειτουργία στην ορθή πολιτεία μπορεί να έχει μόνο το μαντείο των Δελφών, αφού ο Απόλλων «είναι για όλους τους ανθρώπους ο πατροπαράδοτος εξηγητής, αυτός που κάθεται στον ομφαλό της γης και χρησμοδοτεί». Αντιθέτως, «κάποιος που έχει νου» θα απορρίψει κάθε άλλον μεσάζοντα ανάμεσα στα ανθρώπινα πράγματα και τους θεούς (Πολιτεία 427bc).
Ο Σωκράτης λοιπόν του Πλάτωνα δεν είναι μάντης. Διατηρεί μια ιδιαίτερη προσωπική σχέση με το θείο, ειδικότερα με τον Απόλλωνα, αλλά η σχέση αυτή δεν του προσδίδει μαντικές ικανότητες, δεν καθορίζει τον τρόπο ζωής του ούτε τη φιλοσοφική του τοποθέτηση. Ο πλατωνικός Σωκράτης δεν κρύβει ότι το δαιμόνιο επεμβαίνει συχνά στη ζωή του, ακόμη και σε ασήμαντα θέματα, για να τον αποτρέψει από άστοχες ενέργειες (Απολογία 40a). Τέτοιες αποτρεπτικές παρεμβάσεις αναφέρονται συχνά στους πλατωνικούς διαλόγους, χωρίς να τους δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Σε μία μόνο περίπτωση ο Πλάτων δείχνει να επιμένει στην αποτελεσματική επίδραση του δαιμονίου, και μάλιστα σε ένα σημαντικό ζήτημα. Πρόκειται για το χωρίο από την Απολογία που παραθέσαμε προηγουμένως, όπου ο Σωκράτης αποδίδει στο δαιμόνιο την αποχή του από την ενεργή πολιτική. Το γεγονός ότι γι' αυτήν την επέμβαση του δαιμονίου δεν μιλά ούτε ο Ξενοφών ούτε άλλοι συγγραφείς, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον βρισκόμαστε μπροστά σε μια πλατωνική επινόηση.
Πώς εξηγεί όμως ο Σωκράτης τη συγκεκριμένη επέμβαση του δαιμονίου; Την επικροτεί λέγοντας ότι είναι αδύνατο να ασκείς πολιτική και παρ' όλα αυτά να συνεχίσεις να είσαι δίκαιος και να λες την αλήθεια. Η επιτυχία στην πολιτική σε μια δημοκρατική πολιτεία προϋποθέτει την κολακεία του πλήθους και την αποσιώπηση των παρανομιών του. «Αυτός λοιπόν που υπερασπίζεται πραγματικά το δίκαιο, αν θέλει έστω και για λίγο να επιβιώσει, θα πρέπει κατ' ανάγκην να ιδιωτεύει και όχι να συμμετέχει στο δημόσιο βίο» (32a). Το επιχείρημα ωστόσο του Σωκράτη στη συγκεκριμένη περίσταση δεν είναι ιδιαίτερα εύστοχο, καθώς διατυπώνεται τη στιγμή που ο ίδιος έχει βρεθεί στο χείλος της καταστροφής, παρά τη συμμόρφωσή του στην εντολή του δαιμονίου για αποχή από την πολιτική. Λίγο νωρίτερα άλλωστε έχει διεκδικήσει για τον εαυτό του έναν ιδιάζοντα πολιτικό ρόλο, ισχυριζόμενος ότι έχει προσφέρει με τη δράση του τα μέγιστα αγαθά στην πόλη (30a), λειτουργώντας σαν αλογόμυγα που κεντρίζει ένα γέρικο και νωθρό άλογο (30e).
Η κριτική του Πλάτωνα στις θεμελιώδεις αρχές και στον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας εκτίθεται με σαφήνεια σε διαλόγους όπως η Πολιτεία και ο Γοργίας. Για τις πολιτικές απόψεις του ίδιου του Σωκράτη δεν έχουμε την ίδια βεβαιότητα. Είναι γνωστό ότι συνδεόταν στενά με σημαίνοντα στελέχη της αντιδημοκρατικής παράταξης (Αλκιβιάδης, Κριτίας, Χαρμίδης), δεν ενέκρινε όμως τις βίαιες μεθόδους διακυβέρνησης των Τριάκοντα. Ο Ξενοφών δεν αναλύει τις πολιτικές θέσεις του Σωκράτη, μας υποβάλλει ωστόσο την εντύπωση ότι τα κίνητρα της προσαγωγής του στο δικαστήριο ήταν πολιτικά. Μάλιστα μας πληροφορεί ότι ο Σωκράτης είχε κατηγορηθεί από κάποιους ότι περιφρονούσε τους υφιστάμενους νόμους και ότι απέρριπτε τη διαδικασία της κλήρωσης των αρχόντων στο Αθηναϊκό κράτος (Απομνημονεύματα Ι,2,9).
Η στρατηγική του Πλάτωνα είναι πιο εκλεπτυσμένη. Δεν μιλά ποτέ ευθέως για πολιτική δίωξη του Σωκράτη, και προτιμά να επικεντρωθεί στο γράμμα του κατηγορητηρίου, όπου κυρίαρχη είναι η κατηγορία για ασέβεια. Ο Σωκράτης της Απολογίας αρνείται την κατηγορία με το (όχι ιδιαίτερα πειστικό) επιχείρημα ότι, εφόσον δεχτούμε ότι πιστεύει σε κάποια δαιμόνια, δηλαδή σε κατώτερες θεότητες, κατ' ανάγκην θα δεχτούμε ότι πιστεύει και σε θεούς, επομένως δεν μπορεί να είναι άθεος ούτε ασεβής. Παράλληλα όμως εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να τονίσει τη θεϊκή κλίση και αποστολή του, την προτίμηση των θεών στο πρόσωπό του, όπως εκδηλώθηκε με τον περίφημο δελφικό χρησμό για τη σοφία του, και την ειδική σχέση του με τον Απόλλωνα, που το δαιμόνιο τού εξασφαλίζει. Σ' αυτά ακριβώς τα συμφραζόμενα θίγεται και η αμφιλεγόμενη σχέση του με την πολιτική και τη δημοκρατία. Ο ευσεβής Σωκράτης υπακούει στη φωνή του θεού, που τυπικά τον προφυλάσσει από τις κακοτοπιές της πολιτικής, αλλά στην ουσία του αποκαλύπτει πόσο διεφθαρμένο πολίτευμα είναι η αθηναϊκή δημοκρατία.
Με το συγγραφικό αυτό τέχνασμα ο ιδιοφυής Πλάτων καταφέρνει δύο πράγματα. Αφενός υπονομεύει τη διαδεδομένη πεποίθηση ότι ο δάσκαλός του ασκούσε μια μορφή ατομικής μαντικής. Και αφετέρου βρίσκει έναν εύσχημο τρόπο για να υπαινιχθεί ότι τα πραγματικά αίτια της δίωξης του Σωκράτη ήταν η αντίθεσή του στον αθηναϊκό δήμο και τις πρακτικές του.
Το τι ακριβώς συνέβη στη δίκη του Σωκράτη και ποιο ρόλο έπαιξε στην καταδίκη του το περίφημο δαιμόνιο δεν θα το μάθουμε ποτέ. Τα κείμενα όμως της σωκρατικής γραμματείας που αναφέρονται στη δίκη είναι πολύτιμες μαρτυρίες που αποκαλύπτουν πώς η φιλοσοφία βρίσκει βαθμιαία τον δικό της δρόμο, παραμερίζοντας παλαιότερες μορφές αποκαλυπτικής γνώσης, όπως η μαντική, και αποκαθιστώντας δημιουργικό διάλογο με την πολιτική και τα προβλήματά της.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr - Το δαιμόνιο του Σωκράτη
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ:
Ο Σωκράτης (4 Ιουνίου470 π.Χ. - 399 π.Χ.) ήταν ΈλληναςΑθηναίοςφιλόσοφος και μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του Ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού.
Ήταν γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία την Ξανθίππη. Ο Σωκράτης είχε έναν πολυάριθμο κύκλο πιστών φίλων, κυρίως νέων από αριστοκρατικές οικογένειες, απ' όλη την Ελλάδα. Ορισμένοι απ αυτούς έγιναν γνωστοί ως ιδρυτές φιλοσοφικών σχολών διαφόρων κατευθύνσεων. Οι γνωστότεροι ήταν ο Πλάτωνας και ο Αντισθένης στην Αθήνα, ο Ευκλείδης στα Μέγαρα και ο Φαίδωνας στην Ηλεία.
Οι πληροφορίες για τη ζωή του Σωκράτη είναι ποικίλες και ο μελετητής του Αρχαιοελληνικού κόσμου μπορεί να βγάλει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Διάφοροι αξιόλογοι συγγραφείς ασχολήθηκαν μαζί του, και ο καθένας πρόσθεσε νέες πτυχές από την ζωή του. Έτσι, ο Πορφύριος μας πληροφορεί ότι ο Σωκράτης ασχολήθηκε αρχικά με το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν λιθοξόος.
Στα 17 του χρόνια γνώρισε το φιλόσοφο Αρχέλαο, που του μετέδωσε το πάθος για τη φιλοσοφία και τον έπεισε να αφιερωθεί σ' αυτήν. Μία πιο βαθιά ψυχολογική πλευρά του φανερώνει ο Πλάτωνας, που στην Απολογία του παρουσιάζει το Σωκράτη να θεωρεί τη φιλοσοφική ενασχόληση ως θεία εντολή. Εδώ ο Σωκράτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως Θεόπνευστος, καθώς αναφέρει το ισχυρό του ένστικτο, ως μία εσωτερική παρόρμηση, να του υπαγορεύει ποιες πράξεις κι ενασχολήσεις πρέπει να ακολουθήσει.
Στις φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλοί, ιδιαίτερα νέοι, που ένιωθαν ευχαρίστηση ακούγοντας τον να μιλάει και να συζητάει για θέματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Έτσι σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος, που δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δε δίδαξε συστηματικά, αλλά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και σε αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του.
Το 406 π.Χ., στη δίκη των 10 Αθηναίων στρατηγών, ο Σωκράτης, ως πρύτανης της Βουλής, αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία μια παράνομη πρόταση (να δικαστούν όλοι μαζί οι στρατηγοί που είχαν κατηγορηθεί ότι δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς κατά τη ναυμαχία στις Αργινούσες). Το 404 π.Χ. με τόλμη εναντιώθηκε στους Τριάκοντα τυράννους, όταν αρνήθηκε να συλλάβει ένα δημοκρατικό πολίτη, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο.
Το 399 π.Χ. διατυπώθηκε εναντίον του κατηγορία για ασέβεια προς τους θεούς και για διαφθορά των νέων Ο φιλόσοφος καταδικάστηκε, με βάση την κατηγορία, σε θάνατο. Ως σκοπιμότητα της κατηγορίας θεωρήθηκε η διδασκαλία του, η οποία επιδρούσε στους νέους, και με τον φιλελευθερισμό που τον διέκρινε, θεωρήθηκε ανατρεπτικός. Ουσιαστικό κίνητρο, όμως, υπήρξε η αντιζηλία του με σημαντικούς άνδρες της εποχής.
Στη διάρκεια της δίκης ο Σωκράτης έδειξε θάρρος, ενώ η αναγγελία της ποινής δεν κατάφερε να τον βγάλει από τη θεϊκή του αταραξία. Μετά την καταδίκη του παρέμεινε στο δεσμωτήριο 30 μέρες, γιατί ο νόμος απαγόρευε την εκτέλεση της θανατικής ποινής πριν από την επιστροφή του ιερού πλοίου από τις γιορτές της Δήλου. Από τον διάλογο του Πλάτωνα Κρίτων μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης θα μπορούσε να σωθεί, αν ήθελε, αφού οι φίλοι του είχαν την δυνατότητα να τον βοηθήσουν να αποδράσει. Ο Σωκράτης αρνήθηκε και, ως νομοταγής πολίτης και αληθινός φιλόσοφος, περίμενε τον θάνατο ειρηνικά και γαλήνια, και ήπιε το κώνειο, όπως πρόσταζε ο νόμος.
Ο Σωκράτης, όπως και ο Πυθαγόρας, δεν άφησε κανένα σύγγραμμα. Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του. Κατά το Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη. Η περίφημη σωκρατική φράση 'ἐγὼ μὲν γὰρ οὐδὲν οἶδα πλὴν ἓν μόνον, τὸ διδόναι λόγους καὶ λαμβάνειν, τουτέστι τὴν διαλεκτικήν', φαίνεται ότι ήταν η θεμελιακή πρόταση της φιλοσοφίας του.
Στην εποχή του Σωκράτη έχουμε με τους Σοφιστές την στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τη χρήσιμη αρετή, ενώ πριν το κύριο θέμα της φιλοσοφίας των προσωκρατικών ήταν η φύση. Βέβαια, οι Σοφιστές, ως μη φιλόσοφοι, δεν διείσδυσαν εις βάθος στην μελέτη της πραγματικής ουσίας του ανθρώπου, κάτι που ξεκίνησε με τον Σωκράτη, ο οποίος πρώτος θεώρησε την ψυχή σαν την πραγματική ουσία του ανθρώπου και την αρετή σαν αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει αυτή την στροφή του πνεύματος με τη φράση «επί Σωκράτους το δε ζητείν τα περί φύσεως έληξε, προς την χρήσιμη αρετή και την πολιτική δε απόκλεινον οι φιλοσοφούντες».
Σωκρατική (μαιευτική) μέθοδος
Η μαιευτική ήταν η μέθοδος, η οποία, σε συνδυασμό με τη χρήση της ειρωνείας, αποτελούσε χαρακτηριστικό της σωκρατικής διδασκαλίας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή ο Σωκράτης κατά τις συζητήσεις του, προσποιούμενος την πλήρη άγνοια για το θέμα που συζητούσε κάθε φορά, προσπαθούσε μέσα από ερωτήσεις να εκμαιεύσει την αλήθεια από τον συνομιλητή του.
Ουσιαστικά ο Σωκράτης επωμιζόταν το ρόλο της συνείδησης και μέσα από αυτή τη διαδικασία ερωταπαντήσεων δημιουργούσε ένα πνεύμα διαλόγου στη συζήτηση. Ο συνομιλητής λοιπόν απαντώντας σ' αυτές τις ερωτήσεις έφτανε σε ένα συμπέρασμα -στην αλήθεια για τον Σωκράτη- από μόνος του. Η μέθοδος ονομάστηκε μαιευτική διότι όπως η μαία (επάγγελμα που έκανε και η Φαιναρέτη, μητέρα του Σωκράτη) φέρνει στον κόσμο το νεογνό έτσι και ο Σωκράτης ή ο εκάστοτε συνομιλητής που παίρνει το ρόλο της συνείδησης εξάγει από τον συνομιλητή του την αλήθεια.
Μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα, το 469πχ, και ανήκε στο δήμο Αλωπεκής. Πατέρας του ήταν ο λιθοξόος Σωφρονίσκος και μητέρα του η μαία Φαιναρέτη. Ο Σωκράτης. στην αρχή ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, αλλά από τα βιβλία των παλαιών και των σύγχρονών του σοφών απέκτησε πολλές γνώσεις και εγκαταλείποντας την πατρική τέχνη στράφηκε προς το φιλοσοφικό στοχασμό. Σύχναζε τον περισσότερο καιρό στις παλαίστρες, στα γυμναστήρια και στην αγορά και, εκπληρώνοντας θεϊκή εντολή, όπως πίστευε, επιδόθηκε ολοκληρωτικά στη βελτίωση των νέων και των άλλων πολιτών της πατρίδας του, διαφωτίζοντάς τους συγχρόνως για τον κίνδυνο που διέτρεχαν από τα νεοτεριστικά κηρύγματα των σοφιστών, των οποίων υπήρξε φοβερός πολέμιος.
Αντίθετα μ' εκείνους, δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του και περιοριζόταν σε μια φτωχική ζωή, αφού περιόρισε στο ελάχιστο τις υλικές του ανάγκες. Παντρεύτηκε την Ξανθίππη και μαζί της απέκτησε τρία παιδιά. Ο μαθητής του Πλάτωνας μας δίνει την πληροφορία ότι ο Σωκράτης. πήρε μέρος σε τρεις εκστρατείες: στην Ποτίδαια το 432 π.Χ., στο Δήλιο το 424 π.Χ. και στην Αμφίπολη το 422 π.Χ. και ότι σ' όλες διακρίθηκε για το θάρρος του. Το 406 π.Χ. ήταν επιστάτης των πρυτάνεων (δηλ. πρόεδρος της βουλής) και κατά τη δίκη των στρατηγών για τα γεγονότα στις Αργινούσες αρνήθηκε να ικανοποιήσει την αξίωση των οργισμένων Αθηναίων να βάλει σε ψηφοφορία μια παράνομη πρόταση. Το 404 π.Χ. επίσης, με κίνδυνο της ζωής του, αρνήθηκε να εκτελέσει μια παράνομη διαταγή των τριάκοντα τυράννων. Το 399 π.Χ. κατηγορήθηκε για ασέβεια προς τους θεούς και για διαφθορά των νέων, καταδικάστηκε σε θάνατο και ήπιε ατάραχος το κώνειο μέσα στη φυλακή και περιστοιχισμένος από τους μαθητές του. Τα βιογραφικά αυτά στοιχεία είναι σύμφωνα με την παράδοση.
Η οικονομική κατάσταση του Σωκράτη. δεν ήταν τέτοια που θέλει η παράδοση. Ο Σωκράτης. πήρε μέρος στις εκστρατείες ως οπλίτης. Αυτό σημαίνει ότι ανήκε στην τάξη των ζευγιτών. Ως οπλίτης έπρεπε να έχει σχετική οικονομική άνεση, γιατί αυτός, εκτός από την αγορά της πανοπλίας του, έπρεπε να μπορεί να συντηρεί τον εαυτό του και έναν ακόλουθο σ' όλη τη διάρκεια της εκστρατείας. Ασφαλώς όμως ως ζευγίτης θα πρέπει να είχε και άλλους δούλους για τις οικιακές δουλειές και για την καλλιέργεια των χωραφιών, που προϋπέθετε η τάξη του. Και το "βάναυσο" επάγγελμα του λιθοξόου δεν ταιριάζει ούτε στον ίδιο ούτε στον πατέρα του, γιατί τα βιοποριστικά επαγγέλματα τα ασκούσαν μόνο άνθρωποι της κατώτερης κοινωνικής τάξης, των θητών, και όχι των ζευγιτών. Το πιο πιθανό είναι λοιπόν ότι ο πατέρας του Σωκράτης. είχε εργαστήριο λαξευτικής, όπου θα χρησιμοποιούσε δούλους για την εκτέλεση των δύσκολων εργασιών. Γι' αυτό δεν αποκλείεται τα σχετικά με την "πενία" του Σωκράτη. να είναι εφευρέσεις των απολογητών του, γιατί υπάρχουν και πολλά άλλα στοιχεία που φανερώνουν ότι η οικογένεια του Σωκράτη. δεν ανήκε στις πιο φτωχές.
Ίσως με τον τρόπο αυτό να θέλησαν να δείξουν οι φίλοι του την αφιλοχρηματία του Σωκράτη., σε αντίθεση προς τους επαγγελματίες σοφιστές, και να αφαιρέσουν έτσι την κατηγορία ότι δίδασκε "επί χρηματισμώ", όπως ειπώθηκε από τον Αριστοφάνη και πολύ πιθανόν από τους κατήγορούς του στο δικαστήριο. Επομένως ο Σωφρονίσκος καταχρηστικά αποκαλείται από τους απολογητές του Σωκράτη. λιθοξόος, όπως ο Κλέωνας βυρσοδέψης ή ο Υπέρβολος λυχνοποιός από τον Αριστοφάνη, ενώ στην πραγματικότητα διεύθυναν αυτοί τις αναφερόμενες επιχειρήσεις. Το ίδιο πιθανόν να ισχύει και για το μαιευτικό επάγγελμα της Φαιναρέτης, το οποίο προήλθε από συσχετισμό με τη μαιευτική μέθοδο του διασήμου γιου της. Ο Χάρι Τουλ (διασημος μελετητης του Πλατωνα και εκδοτης του περιοδικου "Πλάτων" 1975) λέει κατά λέξη: "Πρέπει να σημειώσωμεν και μίαν περίεργον σύμπτωσιν, το ότι ο Σωκράτης, ο σωφρονέστερος των ανθρώπων και διαπρύσιος κήρυξ της Αρετής, είχεν ως πατέρα τον Σωφρονίσκον και ως μητέρα την Φαιναρέτην. Μήπως και ενταύθα δεν πρόκειται περί απλής σύμπτώσεως, αλλ' εβοήθησαν και χείρες ανθρώπιναι;".
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ
Οι άμεσες πληροφορίες λείπουν και από τον τομέα αυτό, όπως και από τη ζωή του. Ο ίδιος δε μας άφησε κανένα γραπτό του. Ό,τι ξέρουμε λοιπόν για τη διδασκαλία του, το έχουμε μάθει από τους μαθητές του Πλάτωνα και Ξενοφώντα, οι οποίοι στα έργα τους αποτύπωσαν τις θεωρίες και το πνεύμα του μεγάλου τους δασκάλου. Από τη μελέτη των έργων αυτών προκύπτουν τα εξής: Ο Σωκράτης. μετέθεσε το κέντρο της φιλοσοφίας από τον εξωτερικό κόσμο των Ιώνων στον εσωτερικό, από τη φύση στον άνθρωπο. Συζητούσε διαρκώς για τα ανθρώπινα, εξετάζοντας "τι ευσεβές, τι ασεβές, τι καλόν, τι αισχρόν, τι δίκαιον, τι άδικον, τι σωφροσύνή, τι μανία, και περί των άλλων ά τους μεν ειδότας ηγείτο καλούς καγαθούς είναι, τους δ' αγνοούντας ανδραποδώδεις". Σκοπός του ήταν να κάνει τον άνθρωπο τίμιο, ηθικό και δίκαιο και όχι επιφανειακά ευτυχισμένο.
Χάραξε λοιπόν ένα δικό του δρόμο, για να φέρει τον άνθρωπο κοντά στην αλήθεια και τη σωτηρία. Ξεκίνησε από την αρχή ότι κάθε πράξη πρέπει να είναι αποτέλεσμα της ορθής γνώσης του πράγματος· αλλά για να γνωρίσει κανείς ένα πράγμα, είναι ανάγκη να το εξετάσει· συνεπώς είναι ανάγκη να ομολογήσει ότι δεν το γνώριζε αυτό. Πριν όμως ασχοληθεί κανείς με τη γνώση των πραγμάτων, είναι ανάγκη να απαλλάξει τον εαυτό του από την ψεύτικη εντύπωση του οίεσθαι ειδέναι α μη οίδεν (ότι γνωρίζει όσα δε γνωρίζει). Αφετηρία λοιπόν για το Σωκράτη. αποτελεί το μηδέν ειδέναι (η τέλεια άγνοια). Πιο μπροστά όμως και από τη γνώση των άλλων όντων, υποστήριζε ότι πρέπει κανείς να γνωρίζει τον εαυτό του· έτσι το "γνώθι σαυτόν" αποβαίνει χαρακτηριστικό γνώρισμα της σωκρατικής φιλοσοφίας. Γιατί όποιος αγνοεί τον εαυτό του και τις δικές του δυνάμεις, επιχειρεί, έργα, στα οποία αποτυγχάνει και δυστυχεί.
Με τον τρόπο αυτό ο Σωκράτης έδωσε ένα νέο προσανατολισμό στη φιλοσοφία και κέρδισε την αναγνώριση των διανοητών όλων των εποχών, οι οποίοι των θεωρούν αιώνιο φιλόσοφο. Και όμως ο γίγαντας αυτός της φιλοσοφίας όχι μόνο δεν έγραψε τίποτε από όσα δίδασκε, αλλά ούτε σχολή επιχείρησε να ιδρύσει ούτε ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα να δημιουργήσει. Ιδιόρρυθμος όπως όλοι οι μεγάλοι, τη φροντίδα αυτή την άφησε στους μαθητές του· και δεν είχε λίγους. Από αυτούς ξεχώρισαν και ίδρυσαν δικές τους σχολές ο Ευκλείδης, ο Φαίδωνας, ο Αντισθένης, ο Αρίστιππος και πάνω από όλους ο Πλάτωνας.
Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Ο Σωκράτης. για την εύρεση της αλήθειας μεταχειριζόταν το ερωτάν και το αποκρίνεσθαι, δηλ. τη διαλεκτική μέθοδο, η οποία είναι εφαρμογή της λογικής. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε μαιευτική, γιατί δεν προσπαθούσε να διδάξει δογματικά, αλλά σε συνεργασία με τους άλλους να ανεύρει την αλήθεια· ούτε ήθελε να την προσφέρει έτοιμη στους άλλους, αλλά να διεγείρει την έμφυτη επιθυμία του καθενός προς την αλήθεια και την αρετή και να υποδείξει το δρόμο που οδηγεί σ' αυτήν. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του τα σχετικά με την τακτική του αυτή: Ο θεός μαιεύεσθαί με αναγκάζει, γεννάν δ' απεκώλυσεν, δηλ. ο θεός με υποχρεώνει να βοηθώ στη γέννηση (των ιδεών) και με εμπόδισε να τις γεννώ. Πολλές φορές ο φιλόσοφος χρησιμοποιούσε και τη λεγομένη σωκρατική ειρωνεία, για να στηλιτεύσει τους πάντα ειδέναι οιομένους και μέγα φρονούντας επί σοφία, δηλ. εκείνους που νόμιζαν ότι όλα τα γνωρίζουν και υπερηφανεύονταν για τη σοφία τους. Ο Σωκράτης δηλ. προσποιόταν ότι αγνοεί αυτά που εκείνοι ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν, και τους ρωτούσε για να τα μάθει δήθεν και αυτός. Τις αποκρίσεις που έπαιρνε, στην αρχή, έκανε πως τις δέχεται για ορθές και προσποιόταν ότι τους θαύμαζε, αλλά προχωρώντας στη συζήτηση τους οδηγούσε σε άτοπα συμπεράσματα, εξαιτίας των οποίων αναγκάζονταν και οι ίδιοι να παραδεχτούν ότι τίποτε δε γνωρίζουν από εκείνα που νόμιζαν ότι γνωρίζουν.
BΑΣIΛHΣ KΑΛΦΑΣ
Καθηγητής Φιλοσοφίας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Πηγή