‘Αν ο ασθενής ήταν ψυχολογικά κατάλληλος για τη ζωή που είχε ζήσει, θα ήταν ευτυχισμένος με αυτήν. Η δυστυχία, σχεδόν πάντα, δείχνει ότι υπάρχει ένας δρόμος που δεν ακολουθήθηκε, ένα ταλέντο που δεν καλλιεργήθηκε, ένας εαυτός που δεν αναγνωρίστηκε’. - Leshan Lawrence
Η δημιουργικότητα μας κινείται από την ελευθερία στην έκφραση και από την αποδοχή των δυνατοτήτων μας. Όσο πιο ελεύθεροι αισθανόμαστε μέσα μας, συμφιλιωμένοι με τις αδυναμίες και με τις δυνατότητες μας, τόσο πιο δημιουργικοί γινόμαστε.
Οι δυνατότητες μας χρειάζονται ένα εύφορο έδαφος να καλλιεργηθεί η επιθυμία μας για αυτές, ώστε τα έργα μας να αναπτυχθούν με αγάπη για τον εαυτό μας και για αυτά, φροντίζοντάς τα με επιμονή και υπομονή, αγάπη και μεράκι.
Οι επιθυμίες μας απλώνονται σε ένα χώρο που θα προσπαθήσουμε να τον καλλιεργήσουμε, έχοντας τις γνώσεις να μας καθοδηγούν, οι οποίες πλουτίζουν το ριζικό μας σύστημα αλλά και την φαντασία μας να μας εμπνέει, ώστε ελεύθεροι να απλωθούμε στους ορίζοντες μας διευρύνοντάς τους.
Για να αναπτύξουμε την δημιουργικότητα μας στον τομέα που μας ενδιαφέρει, χρειάζεται να μελετήσουμε σε βάθος το αντικείμενο που ασχολούμαστε μαζί του, ώστε να μυηθούμε σε αυτό. Με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζουμε τις φοβίες και τις ανασφάλειες μας, γιατί προικίζουμε τον εαυτό μας με εμπιστοσύνη ότι κατέχουμε το αντικείμενο και καθησυχάζουμε μέσα μας την ιδέα για το άγνωστο, μαθαίνοντας τις διαδρομές του.
Όσο εντρυφούμε σε αυτό, ισχυροποιούμε τις γνώσεις μας και διαμορφώνουμε τους χάρτες μας, έχοντας ως σταθερά σημεία τα σημεία που χάραξαν άλλοι, οι οποίοι στο παρελθόν περπάτησαν στα ίδια μονοπάτια και εμείς τα ακολουθούμε ιχνηλατώντας τα με ευλάβεια. Όσο βυθιζόμαστε σε αυτόν τον κόσμο γνώσης που εξερεύνησαν άλλοι, δεν προσπαθούμε αρπακτικά να θερίσουμε τους καρπούς, αλλά συνάπτουμε σχέση σεβασμού με τον άνθρωπο που ασχολήθηκε με αυτό, και του οποίου οσμιζόμαστε την παρουσία του μέσα από την ενασχόληση μας με το αντικείμενο το οποίο μελετάμε. Αν παρορμητικά προσπαθήσουμε να δρέψουμε την τροφή, θα μας θρέψει προσωρινά, αλλά δεν θα μας μάθει να καλλιεργούμε την δική μας τροφή, γιατί μόνο μέσω της ενσυναίσθησης, της ικανότητας δηλαδή να καταλαβαίνουμε τα συναισθήματα που αισθάνθηκε για το αντικείμενό του ο δημιουργός που μοιράζεται τις γνώσεις του μαζί μας, μπορούμε να γίνουμε κοινωνοί της σοφίας που μας χαρίζει και να την κυοφορήσουμε και εμείς.
Όσο όμως μυούμαστε σε ένα κόσμο απεραντοσύνης και μεγαλείου, χρειάζεται να γνωρίζουμε πως το μυαλό μας έχει τις δικές του προσωπικές ισχυρές απόψεις για τις σημασίες, όπως τις έχει διαμορφώσει εκείνο και ότι μέχρι τώρα αυτές οι ιδέες έπαιρναν μορφή με ένα καθορισμένο τρόπο, που, για να δεχτεί κάτι νέο, χρειάζεται να επιτρέψουμε να ωριμάσουν οι διεργασίες για αυτό. Θα πρέπει, όσο εντρυφούμε στους κώδικες της θεωρίας που αφορούν στο αντικείμενο με το οποίο ασχολούμαστε, να συγκεράσουμε την λογική, την παράδοση, τους νόμους που έχουμε εσωτερικεύσει με τα δημιουργικά ευφάνταστα κομμάτια του εαυτού μας.
Ο πρωταγωνιστής του Χέρμαν Έσσε στο βιβλίο του το ‘Λύκο της Στέπας’ βλέπει τον εαυτό του σαν δυο χωριστές προσωπικότητες μέσα σ’ ένα σώμα, τον πολιτισμένο άνθρωπο και το λύκο από τις στέπες. Ο αγώνας γίνεται, γιατί η νίκη οποιασδήποτε από τις δυο προσωπικότητες σημαίνει την καταστροφή της άλλης. Οι δυο προσωπικότητες δεν μπορούν να συνυπάρξουν και ο άνθρωπος οδηγείται σε μια ανισόρροπη κατάσταση και σε μη ελευθερία επιλογής. Εκείνο, λοιπόν, που καλούμαστε να κάνουμε, για να εξισορροπήσουμε την σύγκρουση, είναι να επιτύχουμε την ισορροπία μέσα μας, με το επιλέξουμε να πάρουμε το απόσταγμα της γνώσης που μας έχουν χαρίσει και να γαλουχήσουμε σε αυτό τα δικά μας δημιουργικά παιδιά. Παράλληλα συνομιλούμε με τα συναισθήματα που προκύπτουν από οτιδήποτε μας διχάζει και τα οποία δεν αφορούν το αντικείμενο της δημιουργικότητάς μας, αλλά απορρέουν από τους φόβους μας.
Οι συγκρούσεις προκύπτουν από κάποιες λανθασμένες πεποιθήσεις που έχουμε, οι οποίες ακροβατούν στις ανασφάλειες μας, θεωρώντας πως για να προχωρήσουμε, θα πρέπει να σαρώσουμε, να έρθουμε σε απόλυτη ρήξη με αυτό που έδωσε αρχικά μορφή σε αυτό που ονειρευόμαστε, σαν τα παιδιά που, για να δημιουργήσουν ένα πύργο με τα τουβλάκια τους, θα πρέπει να γκρεμίσουν το προηγούμενο σχήμα που έφτιαξαν. Τα παιδιά το κάνουν αυτό, γιατί στην προσπάθεια τους να μεγαλώσουν και να αισθανθούν την δύναμή τους, γκρεμίζουν ό,τι έφτιαξαν για να πάρουν την χαρά να το φτιάξουν ξανά, ώστε να ικανοποιηθεί ο εγωισμός τους, ο οποίος είναι απαραίτητος για το στάδιο που διανύουν, αλλά και γιατί μεταθέτουν σε αυτήν την κίνηση τα συναισθήματα θυμού που αισθάνονται για τους γονείς τους, προκειμένου να μην εκφραστούν σε αυτούς με την ένταση που τα νιώθουν. Επίσης προβάλλουν σε αυτά, που δημιουργούν, μέρη του εαυτού τους, που αισθάνονται πως πρέπει να τα γκρεμίσουν για να τα δημιουργήσουν ξανά με μια νέα πιο ολοκληρωμένη μορφή.
Αν όμως ένας ενήλικας χαρακτηρίζεται από αυτές τις συγκρούσεις, είναι γιατί δεν έχει ωριμάσει συναισθηματικά ο εαυτός του, οπότε δυσκολεύεται να εναρμονιστεί με την δημιουργικότητά του και να την πλάσει με υλικά που προστατεύουν και υποστηρίζουν την αλήθεια του. Επειδή δεν έχει ωριμάσει, παραμένει εξαρτημένος από την εικόνα που διαμόρφωσαν τα μηνύματα που έλαβε ή φαντάστηκε πως τα έλαβε, και όσο δημιουργεί, προβάλει στα δημιουργήματά του τα δικά του δύσκολα συναισθήματα, την απογοήτευση, την ματαίωση, όπως και την απαξιωτική αίσθηση που αισθάνθηκε ως παιδί. Επιτίθεται λοιπόν στις ικανότητές του, γιατί τις ενοχοποιεί για τα συναισθήματα που νιώθει, πιστεύοντας πως δεν αξίζει ο ίδιος άρα και αυτές, οπότε δυσκολεύεται να συνάψει σχέση ευθύνης με τα έργα του και να αντλήσει την ευχαρίστηση από ανθρώπους, στους οποίους θα μπορούσε να απευθυνθεί, για να μοιραστεί μαζί τους την χαρά από τα έργα του.
Οι δυνατότητες του παραμένουν άκαρπες και τα δημιουργήματά του δεν βρίσκουν εύφορο έδαφος να καλλιεργηθούν και να επεκταθούν σε ένα διευρυμένο χώρο, απαλλαγμένο από συγκρούσεις και εσωτερικά εμπόδια, γιατί οι φόβοι του, πως θα αισθανθεί τα ίδια συναισθήματα, ή ότι οι άλλοι θα είναι εχθρικοί μαζί του όσο δημιουργεί, έρχονται στην επιφάνεια και αναστέλλουν την δημιουργικότητά του. Οι φόβοι του έχουν να κάνουν με την αδυναμία του να πιστέψει πως μπορεί να προχωρήσει στη ζωή του ελεύθερος, εξοικειωμένος με τις δυνατότητες του, και ότι αυτή η ελευθερία που θα παραχωρήσει στον εαυτό του είναι ένα δώρο που δεν απειλεί τον εαυτό του ή τους άλλους, αλλά αντιθετα μόνο χαρά μπορεί να προκαλέσει. Κάπου στο βάθος της ψυχής του υπάρχει ένα παραπονεμένο παιδί, που εμμένει στη λάθος εικόνα που διαμόρφωσε, νομίζοντας πως αυτή του αξίζει, οπότε την υιοθετεί και ενώ προσπαθεί να πελεκήσει την αληθινή του μορφή για να την αποδεχτεί, η μάσκα που έχει συνηθίσει να φορά διεκδικεί και εκείνη τη θέση της στη ζωή του και το ψέμα δίνει τη μάχη του με την αλήθεια του.
Για να μπορέσει λοιπόν ένας δημιουργός να πλάσει το δημιούργημα του εξυψώνοντάς το, χρειάζεται να αισθανθεί ελεύθερος από λανθασμένες πεποιθήσεις που του υποδείκνυαν πως θα έπρεπε να βλέπει τα αντικείμενα και τον κόσμο σύμφωνα με την περιορισμένη εικόνα που είχε για τον εαυτό του. Χρειάζεται να πιστέψει στην αξία του ώστε να αφοσιωθεί στο έργο του, να το σχεδιάσει στη σκέψη του και να το αποδώσει, όπως οι αισθήσεις του από την θέαση της πραγματικότητας τού υποδεικνύουν.
Εάν δεν νιώθουμε ελεύθεροι, αναζητάμε μια σχέση με το αντικείμενο που εμπλεκόμαστε μαζί του διαφορετική από αυτή που πρέπει να έχουμε μαζί του. Προσπαθούμε ακατάπαυτα και αγωνιωδώς να επιτύχουμε την υλοποίηση των έργων μας για να αισθανθούμε την επιβεβαίωση που χρειαζόμαστε για την οικοδόμηση της αξίας μας, την οποία δεν βρήκαμε στο παρελθόν από ανθρώπους σημαντικούς για μας και πιστεύουμε πως θα τη βρούμε στα έργα μας για να κερδίσουμε την ενότητα του εαυτού μας. Χάνουμε όμως έτσι την ικανοποίηση που θα μπορούσαμε να αισθανθούμε όσο δίνουμε μορφή στο έργο μας, χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος σκοπός, πέρα από το να πλάσουμε το όνειρό μας και να το μοιραστούμε με εκείνους που γνωρίζουν να ονειρεύονται. Η φαντασία μας παραμερίζεται και δεν ασχολούμαστε με τις αισθήσεις μας από την επαφή μας με το αντικείμενο της δημιουργικότητας μας, αλλά με την ανάγκη μας να καρπωθούμε τη δόξα, νομίζοντας πως έτσι θα επουλωθούν τα ελλείμματα μας. Η δημιουργικότητα γίνεται μέσο για να αποδείξουμε στον εαυτό μας πως αξίζουμε την πολυπόθητη επιβεβαίωση μέσα από την επίδειξη των ικανοτήτων μας και ο ενθουσιασμός θυσιάζεται, οπότε το έργο στερείται της ελευθερίας που χρειάζεται για να αναπνεύσει και να χαρίσει ανάσες στον δημιουργό του αλλά και σε εκείνον που προσπαθεί να ικανοποιήσει τις αισθήσεις του με αυτό.
Ο δημιουργός, λοιπόν, για να ασχοληθεί με την καρδιά του αντικειμένου και με την ουσία του, θα πρέπει να είναι απερίσπαστος από συναισθήματα που τον ταλανίζουν και τα οποία σέρνει από καταστάσεις του παρελθόντος και να διαφοροποιηθεί από οτιδήποτε δεν τον εκφράζει, ώστε απερίσπαστος να δοθεί στην αλήθεια του εμπιστευόμενος τις δυνατότητες του. Αν κάποιος έχει συμφιλιωθεί με τα συναισθήματα που του γεννά το παρελθόν του και έχει εξοικειωθεί με την αξία του, τότε μπορεί πιο εύκολα να αντιμετωπίσει το φόβο που του γεννούν οι ικανότητες του, γιατί τους επιτρέπει να διευρυνθούν σε ένα ελεύθερο χώρο απαλλαγμένο από τα ζιζάνια της αμφιβολίας.
Η αίσθηση που έχουμε για το αντικείμενο της δημιουργικότητάς μας αφορά αυτό το ίδιο και μπορούμε ελεύθεροι να αναπτύξουμε τη σχέση που επιθυμούμε μαζί του, για να χορτάσουμε από τη μαγεία του, αλλά και να μη χαθούμε σε αυτή. Όσο η αίσθηση της αξίας μας είναι επαρκής, προσδίδουμε σε αυτό που φανταζόμαστε την διάσταση που έχει και εκείνο που θα το διευρύνει στο αντιληπτικό μας και στο φαντασιακό μας πεδίο, θα είναι οι δυνατότητες μας εξυγιασμένες, οι οποίες θα το πλάθουν χαρίζοντας του ανάταση ζωής. Έτσι μπορούμε να διευρύνουμε το πνεύμα μας γιατί απερίσπαστοι από συναισθήματα που αφορούν τον εαυτό μας, βαπτιζόμαστε στην ουσία του κάθε αντικείμενου και αφηνόμαστε στα συναισθήματά μας για αυτό. Απολαμβάνουμε την εμπειρία των αισθήσεων μας και τολμάμε να δημιουργήσουμε, έχοντας ως πυξίδα την αντίληψη και την φαντασία μας, βλέποντας το καθετί στην ολότητά το, κάτι που μας διευκολύνει να δημιουργήσουμε σχέση αποδοχής μαζί του και να το ολοκληρώσουμε με σεβασμό και ευθύνη, γιατί εκείνο που θα μας κινεί θα είναι ο έρωτας για καθετί το οποίο θα παθιάζει τη φαντασία μας.
Αγγελική Μπολουδάκη
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι