ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τήν έποχή πού ζουσα στή Θεσσαλονίκη ελαβα άπο τον Άρη Ζεπάτο (1944-2007) ενα κείμενο για το Πρόσωπο, συνοδευόμενο άπο το εξης σημείωμα:
Αθήνα 10/2/1995
Αγαπητέ Θεόδωρε,
Σου στέλνω ενα μελέτημα, το οποίο είχα γράψει πριν άπο 10 χρόνια. Συνόψισα όλες τις έμπειρίες πού είχα ώς τότε σχετικά μέ τή φύση του άνθρώπου. Σήμερα θέλω να το διορθώσω, νά το συμπληρώσω και νά το συνδέσω μέ το πρόβλημα του προπατορικού αμαρτήματος. Θά ήταν πολύτιμο για μένα να κάνεις τις παρατηρήσεις σου,να βάλεις ένδεχομένως καινούργια έρωτήματα και να μου κάνεις κάποιες προτάσεις. Θα ήθελα, αν είναι δυνατον, να το εδειχνες σέ δυό-τρεις καλούς φίλους και να ειχαμε και τις δικές τους παρατηρήσεις. Θα ήταν νομίζω καλο να μου εγραφες για ολα αυτά. Εγω αυτον τον καιρο ζώ τον περισσότερο χρόνο μου μέσα σέ ζαλάδα. Προσπαθώ να κανω ο,τι καλύτερο και περισσότερο ξερω. Υπάρχουν βέβαια πολλές άσάφειες άλλα εχω πίστη στον Θεό και εχω τήν έλπίδα οτι ολα αυτα σέ κάτι καλο θα μέ οδηγήσουν.
Χαιρετισμούς στήν Πέμελα.
Μέ φιλία, Άρης.
Παρατηρήσεις, ερωτήματα και προτάσεις, δεν υπήρξαν. Ιο κείμενο υπερέβαινε τις δικές μας πνευματικες προσλαμβάνουσες. Άλλα και ή πρόθεση του συγγραφέα, να συμπεριλάβει στήν άνάλυση το πρόβλημα τής Πτώσης, δεν ευοδώθηκε, λόγω τής χρόνιας άρρώστιας του. Το κείμενο εμεινε ως είχε.
Σήμερα, ύστερα άπο τόσα χρόνια μελετών και άναζητήσεων γυρω άπο τήν οντολογία του Προσώπου, εχω καταλήξει στο συμπέρασμα οτι το μικρο αυτο κείμενο του Άρη Ζεπάτου είναι ή αυθεντικότερη συμβολή. Έχει μια ιδιαίτερη άξια, άφ ενος γιατι είναι άπόσταγμα της δικής του προσωπικής εμπειρίας και άφ ετέρου γιατι μι λάει στήν πραγματικότητα γι αυτο που στήν άρχαία Εκκλησία ονομαζόταν «Τρίτη γέννηση», οπως για παράδειγμα στήν παρακάτω ομηρική γραφή του αγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνου:
«Ουκ οιη μερόπεσσιν ειη δειλοϊσι γενέθλη, Έρχομένη σαρκών τε και αϊματος, οΐα βροτοϊσιν
Ένθάδε τικτομένοισι και ολλυμένοισι τάχιστα. Τίοιη μεν πρώτιστον επειτα δε Πνεύματος άγνοΰ ,
Ευτε λοεσσαμένοισι δι’ υδατος ηλυθεν αιγλη.Ή δε τρίτη, δακρύων τε και αλγεος ήμετέροιο,Είκόν' αποξύουσα μελαινομένην κακότητι. Τάων την μεν έχεις -πατέρων άπο, την δε Θεοίο,Της δ' αυτός γενέτης, βιότω φάος εσθλον ασπάζων..»
Μετάφραση
«Δεν είναι μόνο αυτή ή γέννηση των καημένων των ανθρώπων που έρχεται από σάρκα και αίμα, αφού είναι θνητοί που γεννιούνται εδώ και πεθαίνουν τόσο γρήγορα· αυτή είναι βέβαια ή πρώτη. Έπειτα είναι το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος, οταν το φώς Του κατεβαίνει στους βαπτιζόμενους εν υδατι. Ή τρίτη πάλι μας γεννά άπο τα δάκρυα και τους πόνους μας, που καθαρίζουν τήν εικόνα μας άπο τούς σπίλους της φαυλότητας
Στήν μια γεννιέσαι άπ’ τούς πατέρες σου, στήν άλλη γίνεσαι παιδι Θεου, « στήν τρίτη ο ιδιος είσαι ο γεννήτορας, οσο ή ζωή σου άκολουθεΐ το άγιο φώς.»
Ή διδασκαλία για τις τρεις γεννήσεις είναι βέβαια ή άνθρωπολογική πεμπτουσία της έκκλησιαστικης παράδοσης και άναπτύσσεται διεξοδικα στήν Φιλοκαλία. Το ιδιάζον στήν περίπτωση του Ζεπάτου είναι οτι πρώτα,και ενώ ήταν συνειδητος άθεος, είχε τήν εμπειρία της φιλοκαλικης διάστασης του Προσώπου και επειτα, χάρη σ’ αυτήν τήν εμπειρία, γνώρισε και τήν έκκλησιολογική του υπόσταση.
Θεωρώντας οτι είναι κρίμα να μένει άγνωστο ενα τέτοιο κείμενο, το δίνω στή δημοσιότητα, προσθέτοντας μό νο τήν εισαγωγική παραπομπή, ή οποία το τοποθετεί έκει που όντως άνήκει: στή διαχρονική φιλοκαλική παράδοση της Εκκλησίας.
Ό τίτλος Ποιός είμαι ’Εγώ είναι του συγγραφέα. Ό υπότιτλος «Ή τρίτη γέννηση» είναι ή δική μου παραπεμπτική προσθήκη.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ι. ΖΙΑΚΑΣ Χριστούγεννα
Αμέτρητες φορες λέμε εγώ και θεωρουμε πασίδηλη τήν εννοιά του. Έτσι πολυ εύκολα προχωραμε πιο πέρα. Ομως εδώ κρύβεται κάτι το άγνωστο, που μας άφορα αμεσα. Ανάγκη λοιπον να ρωτήσουμε: Τί είναι το λεγόμενο εγώ; Ποιός λέγει εγώ; Άν δεν προσδιορίσουμε ποιός λέγει εγώ, δεν μπορουμε να μελετήσουμε τον εαυτό μας, δεν μπορουμε να βελτιωθουμε, γιατι πάντα θα μας διαφεύγει ή άπάντηση στα ερωτήματα: ποιός θα βελτιωθεί; ποιός θα μάθει; ποιός θα ερευνήσει; Αλήθεια ποιοί είμαστε; Ποιός άναρωτιέται ποιός είναι;
Είμαστε οι σκέψεις μας; Οι σκέψεις είναι υπολογισμοί, οι οποίοι εξαρτιουνται άπο τα διαθέσιμα στοιχεία και τους στόχους που εχουν τεθεί, συνεπώς άλλάζουν μαζί μ’ αυτά. Άν ή σκέψη επηρεάζεται άπο το συναίσθημα, τότε άλλάζει άκόμα πιο εύκολα. Άν παμε στήν περιοχή τών συναισθημάτων και τών διαθέσεων, τότε θα δουμε πώς ή ρευστότητά τους αυξάνει σχεδον άπεριόρι-στα. Λοιπόν, το εγώ τί είναι; Μια άτελεύτητη μεταλλαγή σκέψεων και συναισθημάτων; Άν άπαντούσαμε καταφατικά, θα επρεπε να δεχτουμε οτι το εγώ είναι ένα είδος καλειδοσκοπίου, που παίρνει απειρες μορφές.
Ομως ή αίσθηση που εχουμε για το εγώ, είναι πώς είναι κάτι σταθερό, κάτι που εχει μονιμότητα και διάρκεια. Δηλαδή, ενώ ή σκέψη και το συναίσθημα είναι άπο τήν φύση τους μεταβλητά, ή αΐσθηση που εχουμε για το εγώ είναι μια αΐσθηση σταθερότητος, μονιμότητος και διάρκειας. ’Άν ή αίσθηση αυτή, ή οποία είναι κοινή σ’ολους τούς άνθρώπους, μας μεταδίδει κάτι άπο τήν πραγματική φύση του έγώ, τότε θα πρέπει να δεχτουμε οτιτο έγω είναι κάτι πέρα άπο τήν σκέψη και το συναίσθημα. Τότε μήπως το έγω είναι ο λεγόμενος χαρακτήρας; Ό χαρακτήρας, αν και εχει σχετική σταθερότητα, άλλάζει κι αυτος κάτω άπο τήν έπίδραση άσυνήθιστων και σκληρών εμπειριών. Ό χαρακτήρας δέν είναι τίποτα παραπάνω άπο ενας τρόπος, κάτι σαν ρουχο του έγώ.
Γι’ αυτο κι αισθανόμαστε οτι το έγώ μας δεν αλλαξε στο παραμικρό, άκόμα κι επειτα άπο μία έκτεταμένη άλλαγή του χαρακτήρα. Παρατηρουμε, δηλαδή, οτι οι άλλαγές στον χαρακτήρα δέν εχουν τήν παραμικρή έπίδραση πάνω στήν αίσθηση της ταυτότητός μας. Συνεπώς το έγω είναι κάτι διαφορετικο άπο τον χαρακτήρα, οπως ά-κριβώς συμβαίνει μέ τήν σκέψη και το συναίσθημα.
’Άν ψάξουμε μέσα στον ανθρωπο θα βρουμε κάτι πού εχει σταθερότητα και διάρκεια; Θα πρέπει να άπαντήσουμε οχι, γιατι ολα μέσα στον ανθρωπο άλλάζουν. Τότε που οφείλεται αυτή ή καθολική αίσθηση οτι το έγω είναι σταθερο και διαρκές; Άφοΰ δέν ύπάρχει τίποτα το μόνιμο και σταθερό, τότε άπο που βγαίνει αυτή ή συλλογική αίσθηση οτι το έγω εχει διάρκεια, σταθερότητα και μονιμότητα; Τί συμβαίνει;
Γιατι έδώ υπάρχει ενα πρόβλημα. Όλοι οι ανθρωποι εχουν για το έγω μια σαφη αίσθηση μονιμότητος και διάρκειας, μια αίσθηση ταυ-τότητος ή οποία δέν άλλάζει ουτε έπηρεάζεται άπο τις άλλαγές του συναισθήματος, της σκέψης και του χαρακτήρα· ομως, αν κι εχουν πολύ ζωηρή αυτήν τήν αίσθηση υπαρξης του εγώ, ωστόσο δεν είναι καθόλου εύκολο να εντοπίσουν τήν λειτουργία του.
Που είναι λοιπόν; Υπάρχει βέβαια· γι’ αυτο δεν υπάρχει καμμια άμφιβολία, άφου το αισθάνομαι τόσο ζωηρά·άλλα φαίνεται πώς κάπου είναι κρυμμένο κι άκίνητο, ισως μάλιστα και να κοιμαται. Έχω μήπως καμμιά, μικρή εστω, ενδειξη για τήν φύση και τήν λειτουργία του;
Μήπως εχει άναφανεί καμμια φορα ο χαμένος εαυτός μου;
Σ’ ορισμένες σπάνιες στιγμες τής ζωής ενος άνθρώ-που, ιδιαίτερα οταν συμβεί κάτι που δεν είναι δυνατον να άντιμετωπισθεί με τους καθιερωμένους και γνωστους τρόπους, τότε, οσο διαρκεί ή λάμψη μιας άστραπής, το εγώ μπορεί να άναφανεί και να παρατηρήσει τα εξωτερικα δεδομένα με άκρίβεια, ήρεμία κι άντικειμενικότητα, ενώ ταυτόχρονα παρατηρεί κι ελέγχει το εσωτερικο του άνθρώπου. Σαν να ισορροπεί και να ελέγχει και τους δύο κόσμους.
Ή αίσθηση αυτής τής στιγμής είναι μια γαλήνια και άπόλυτα διαυγής ενατένιση, ή οποία συνοδεύεται άπο μια σφύζουσα άθόρυβη, εσωτερική δραστηριότητα, και ή αίσθηση μιας ισχυρής δύναμης, ή οποία δεν επηρεάζεται ουτε κατ’ ελάχιστον άπο τον εξωτερικο ορυμαγδό. Κι ολα αυτα μέσα σε μια στιγμή άφάνταστα συμπυκνωμένη. Άμέσως επειτα αυτή ή παρατηρουσα δύναμη χάνεται σε κάποια σκέψη η σε κάποιο συναίσθημα η σε κάποιο φόβο η στήν φασαρία του δρόμου η στήν λατρεία για κάποιον η για κάτι κι ο άνθρωπος συνεχίζει το ταξίδι του βάζοντας πάλι τον αυτόματο πιλότο, δηλαδή τήν παρακαταθήκη του απο σχέδια, συναισθήματα, λόγια, αντιδράσεις, πόζες και χειρονομίες. Γιατί το εγώ, αντι να ελέγχει τις εσωτερικες κι εξωτερικες καταστάσεις, οπως θα μπορουσε, χάνεται μέσα σ’ αυτές;
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να γνωρίσουμε τον παράγοντα που μπορεί άκίνητος να παρατηρεί και να συνειδητοποιεί. Στο σημείο αυτο πρέπει να κάνουμε μια συζήτηση γύρω άπο τήν εννοια τής λέξης συνειδητοποιώ, γιατι είναι σίγουρο οτι δεν εννοουμε ολοι το ΐδιο πράγμα. Είναι πιθανο να άντιτείνει κάποιος: δηλαδή μέχρι τα τώρα δεν συνειδητοποιούσα; Είναι τελείως σίγουρο οτι συνειδητοποιούσα, γιατι καί εβλεπα καί έμάθαινα, και μάλιστα πολυ καλά. Πρέπει συνεπώς να διαπιστώσουμε αν πράγματι βλέπουμε και τί άκριβώς μαθαίνουμε πάνω στα πεδία που εγγίζουν τα συμφέροντά μας, τις προτιμήσεις μας, τις ιδέες που εχουμε εγκολπωθεί κ.τ.λ.
Είναι πολυ γνωστο οτι οί ανθρωποι εχουν μάτια, άλλα δεν βλέπουν ολοι τα ίδια πράγματα. Όρισμένα πράγματα δεν τα βλέπουν καθόλου, αλλα τα βλέπουν μέσα άπο παραμορφωτικους φακούς, αλλα τα φαντάζονται απλώς... Έτσι ή εννοια του βλέπω δεν είναι καθόλου ομοια μ’ εκείνη του συνειδητοποιώ. Θα συνειδητοποιούσα, ενώ θα εβλεπα, αν άνάμεσα στήν οραση και τήν συνειδητοποίηση δεν μεσολαβουσαν διαδοχικά φίλτρα τών πληροφοριών, τα οποία λογοκρίνουν, παραμορφώνουν η δίνουν πληροφορίες τελείως επινοημένες.
Αυτες οί λειτουργίες άπόκρυψης και παραμόρφωσης τής πραγματικότητας μας εμποδίζουν να συνειδητοποιήσουμε αυτο που βλέπουμε και άντιδιαστέλλουν τήν συνηθισμένη μηχανική οραση, ή οποία βλέπει χωρις να βλέπει,άπο τήν συνειδητοποίηση, ή οποία άποκαθιστα τήν άντι-κειμενική εικόνα χωρις επεμβάσεις άπο τις επιθυμίες,άπο τα συμφέροντα, άπο τις ιδέες μας κ.τ.λ. Βλέπουμε, συνεπώς, οτι δέν είναι καθόλου άπλο αυτο πού θεωρείται στοιχειώδες, δηλαδή να εχουμε τήν άκριβη εικόνα τών φαινομένων και τών γεγονότων, χωρις άκόμα να εχουμε προχωρήσει ουτε ενα βημα σέ εμβαθύνσεις και συσχετισμούς.
Θα μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε αυτο πού βλέπουμε, αν είχαμε μια πλήρως άνεπτυγμένη δεκτικότητα, ή οποία να μήν περιορίζεται άπο προκαταλήψεις και προσκολλήσεις. Θα επρεπε να ξέραμε να χρησιμοποιούμε προς οφελός μας τα κάθε λογης άλλότρια στοιχεία άντι να τα θεωρουμε σαν κίνδυνο για τήν υπόστασή μας. Επειδή αυτα προς το παρον δέν συμβαίνουν, το βλέπω άπέχει πολύ άπο το συνειδητοποιώ.
Ακόμα πολύ περισσότερο άπέχει το μαθαίνω άπο το συνειδητοποιώ. Γιατι τί μαθαίνω αν διαβάσω μια μελέτη για τήν πολιτική, για τήν οικονομία, για τήν ηθική η τήν ψυχολογία; Μαθαίνω στήν καλύτερη περίπτωση τήν συγκεκριμένη αποψη πού διαβάζω. Το πολύ να ελέγξω τήν εσωτερική λογική της κατασκευης. Σχεδον ποτέ δέν εξετάζω τις Θεμελιώδεις προτάσεις πού πάνω τους στηρίζεται ή σύλληψη αυτή. Ακόμα, πολύ περισσότερο δέν εχω εξετάσει τις θεμελιώδεις παραδοχές, οί οποίες κι-νουν τήν δικιά μου συμπεριφορά.
Αυτές οί άρχικές παραδοχές είναι συνήθως άφανεις και υπάρχουν μέσα μαςχωρις εξέταση, σαν να ήσαν άξιώματα. Ετσι ολες οί γνώσεις, ιδέες κι άπόψεις πού εχουμε για τον ανθρωπο, κυκλοφορουν χωρις τις συντεταγμένες τους, χωρις δηλαδή να προσδιορίζεται το πεδίο εφαρμογής οπου και ά-ληθεύουν. Αντίθετα, ολες οί γνώσεις για τον ανθρωπο, καθώς κυκλοφορουν χωρις συντεταγμένες, διεκδικουν για τον εαυτό τους ενα άπόλυτο κύρος. Αυτος είναι ο λόγος που είναι δύσκολος ο συνδυασμός, εστω και δύο άπόψεων, σε μια ευρύτερη άλήθεια.
Έφ’ οσον εχουν ετσι τα πράγματα, δεν μπορουμε να εξισώνουμε τήν μάθηση με τήν συνειδητοποίηση. Γιατι ή συνειδητοποίηση άνα-φέρεται σε μια γνώση με επίταση, άφορα μια ερευνα στα θεμέλια τής γνώσης, μ’ αυτον τον τρόπο τήν σχετικο-ποιεί και τήν ετοιμάζει για ευρύτερες συνθέσεις. Έπειτα άπ αυτες τις διευκρινίσεις δείξαμε οτι το βλέπω και το μαθαίνω δεν καλύπτει τήν εννοια του συνειδητοποιώ. Βλέπει και μαθαίνει ο αυτόματος πιλότος μέσα μας· συνειδητοποιεί μόνο το εγώ.
Τελικα πώς μπορουμε να συνειδητοποιήσουμε; Μήπως με τήν σκέψη; Θα πρέπει, πριν προχωρήσουμε, να εξετάσουμε τήν λειτουργία τής σκέψης. Τί άκριβώς μπορεί να επιτελέσει και τί δεν μπορεί να επιτελέσει. Άν δικαιολογείται άπο τα πράγματα ή τυφλή εμπιστοσύνη στήν σκέψη. Άν ή λειτουργία τής συνειδητοποίησης ταυτίζεται με τήν λειτουργία τής σκέψης. Ή σκέψη είναι υπολογισμός, δια του οποίου άποφαινόμαστε για τήνσυγκρότηση μιας πραγματικότητος, τον τρόπο τής κίνησής της, τον τρόπο τής χρήσης της.
Ή κάθε σκέψη-υπολογισμος βασίζεται σε ορισμένα δεδομένα και στήν άξιολόγησή τους και σε ορισμένους στόχους οί οποίοι επίσης βασίζονται σε κάποιες παραδοχες κι άξιολογή-σεις. Δηλαδή, ή σκέψη εξαρταται τελείως άπο προϋποθέσεις, οί οποίες είναι εξωτερικές σέ σχέση μ’ αυτήν. Υπολογίζει επι τη βάσει τών δεδομένων, μέ τα οποία την εχουμε τροφοδοτήσει και μέ κατευθυντήριους σκοπούς, πού εμεΐς εχουμε εγκρίνει και θέσει. Κι εδώ άκριβώς είναι το λεπτο σημείο.
Ή σκέψη-υπολογισμος δέν μπορεί μέ τα δικά της μέσα να βεβαιώσει για τήν ουσιαστική αλήθεια των συμπερασμάτων της, γιατι ή ιδια υπηρετεί ώς Οργανο, τυφλά, κάθε σκοπο τον οποίο εγκρίνουμε και θεωρεί ώς άληθές κάθε στοιχείο το οποίο έμείς θεωροΰμε ώς άληθές. ’Άν εμείς θέτουμε στόχους άπρόσφορους κι άνώριμους, χωρις καθόλου να εξετάζουμε τις θεμελιώδεις παραδοχές πού πάνω τους στηρίζονται, αν τα στοιχεία μας είναι ελλιπη, διαστρεβλωμένα και φανταστικά, τότε και το άποτέλεσμα της σκέψεως-υπολογισμου θα είναι απρόσφορο και λαθεμένο. Μπορεί ή εσωτερική συν οχή τών συλλογισμών να είναι αψογη, ομως το άποτέ-λεσμα μπορεί να είναι τραγική άποτυχία.
Υπάρχουν αυτή τήν στιγμή τεράστια ιδεολογικα οικοδομήματα, πού εχουν τέλεια εσωτερική λογική άλλα πολύ μικρή πραγματική άξία. Λογικώς άληθεύουν άλλα Οχι και στήν πραγματικότητα. Θα άλήθευαν αν οί οροι και οί προϋποθέσεις τους άλήθευαν. Συνεπώς ή ουσιαστική ορθότηταμιας σκέψεως υπολογισμου εξαρταται Οχι άπο τήν εσωτερική λογική της άλλα άπο τον προγραμματισμό της,ο οποίος προηγείται. Το λάθος εμφιλοχωρεί στο σημείο αυτό. Πριν άπο τήν σκέψη υπάρχει το στάδιο της θέασης τών πραγμάτων, οπου άνιχνεύω κι άναγνωρίζω τήνύπαρξη τών πραγμάτων και κατόπιν τοποθετουμαι άπέ-ναντι σ’ αυτα βάζοντας σκοπούς.
Οί ανθρωποι σ’ αυτή τήν φάση λαθεύουν, γιατι δεν μπορουν να άναγνωρίσουν τήν πραγματικότητα. Αυτο συμβαίνει γιατι ζουν μέσα στήν ταύτιση με πρόσωπα και πράγματα και δεν εχουν μάθει να άποσπώνται άπο τις ταυτίσεις και να άναγνωρίζουν κατ’ άρχήν χωρις σχόλια κι άξιολογήσεις τήν πραγματικότητα. Έπειτα θεωρουν δεδομένους τους σκοπους που βάζουν και τους άφήνουν άνεξέταστους τελείως. Κατόπιν σκέφτονται με στοιχεία λειψα και διαστρεβλωμένα και με σκοπους και προθέσεις άνεξέταστες.
Κι ενώ ετσι εχουν τα πράγματα, εχουν εμπιστοσύνη στήν άλήθεια τών σκέψεών τους, ιδιαίτερα οί ανθρωποι εκείνοι που εκπαιδεύονται να σκέφτονται. Αυτοι οί ανθρωποι μαθαίνουν να πιστεύουν τυφλα τα συμπεράσματα μιας κακοτροφοδοτημένης διάνοιας και δεν υποψιάζονται καθόλου οτι ή λειτουργία που προηγείται τής σκέψης και τήν προγραμματίζει, ή άποσπασμένη θέαση πραγμάτων, προσώπων, σκοπών και προθέσεων, είναι άνώτερης τάξης άπο τήν λειτουργία τής σκέψεως-υπολογισμου.
Έμείς, οταν είναι άνάγκη να παρατηρήσουμε, σκεφτόμαστε, με άποτέλεσμα να «σκεφτόμαστε» επινοήσεις. Πρέπει να καταλάβουμε οτι, οταν εξετάζουμε ενα πρόβλημα, εΐτε εσωτερικο είτε εξωτερικό, δεν πρέπει κατ άρχας να «σκεφτόμαστε» άλλα απλώς να βλέπουμε. Άφου δουμε τα πράγματα με ενταση προσοχής και τοποθετηθουμε με επίγνωση και καθαρότητα, οσον άφορα σκοπους και προθέσεις μας, τότε μόνο πρέπει να σκεφτόμαστε, προσπαθώντας να οργανώσουμε το υλικο που εχουμε μαζέψει και να χαράξουμε μια πρακτική γραμμή πορείας.
Το άποτέλεσμα αυτής τής σκέψης-υπολογισμου δεν πρέπει να το θεωρουμε ώς άλήθεια άλλα μια προσέγγιση στήν άλή-θεια, μια πρόταση ερμηνείας και πορείας, ή οποία βοηθάει τήν συνέχιση της ερευνάς μας. Στήν ουσία ή σκέψη-υπολογισμος μας προμηθεύει υποθέσεις προς ερευναν το βάρος πέφτει πριν και μετα τήν σκέψη υπολογισμό.
Πριν τήν σκέψη, οταν μέ τήν άποσπασμένη παρατήρηση συγκεντρώνουμε ενα πρώτο πυρήνα αυθεντικών στοιχείων ξεκαθαρίζοντας ταυτοχρόνως τούς σκοπούς και τις προθέσεις μας, κι επειτα άπο τήν σκέψη, οταν μέ τήν άπο-σπασμένη παρατήρηση επαληθεύουμε η τροποποιουμε τήν υπόθεση της σκέψεως-υπολογισμου.
Βλέπουμε οτι ή σκέψη^πολογισμος είναι μια προσ-αρτημένη βοηθητική λειτουργία στήν λειτουργία της γνώσης, κι εμείς, οσον άφορα τον εαυτό μας και τις σχέσεις μας, τήν εχουμε άναγάγει σέ κύρια, άγνοώντας ολωσδιόλου τήν άποσπασμένη παρατήρηση. Οί ανθρωποι, οταν εχουν να άντιμετωπίσουν ενα πρόβλημα μέ τον εαυτό τους και τούς αλλους -οταν κατ επέκτασιν εχουν πρόβλημα συνειδησιακό- δέν βλέπουν και δέν άκουνε μέ σα τους και γύρω τους, άλλα «σκέφτονται» μέ μια διάνοια τροφοδοτημένη άπο περιορισμο και προκατάληψη, μέ άποτέλεσμα να άνακυκλώνουν περιορισμο και προκατάληψη.
Ανάγκη λοιπον να δραστηριοποιήσουμε τήνλειτουργία της άποσπασμένης παρατήρησης, οταν εξετάζουμε τα προβλήματα πού άφορουν εμας και τις σχέσεις μας. Καθως το κάνουμε αυτό, ξυπναμε τήν υπό στασή μας η άποσπασμένο εγώ, πού κατ άρχήν εκδη λώνεται ώς ήρεμος και ήσυχος παρατηρητής τών πάντων. Συνειδητοποιώ, λοιπόν, θα πείπως ξυπνώ τον αγρυπνο παρατηρητή-εγώ μέσα μου, που μέχρι σήμερα κοι-μαται στις ταυτίσεις.
Μιλαμε για τον χαμένο Παράδεισο. Ή άλήθεια είναιπώς χάθηκε κι ο ενοικός του. Δεν είναι δυνατον οχι να παμε στον Παράδεισο άλλα ουτε να κάνουμε δυο βήματα με πραγματική επίγνωση, αν ο ανθρωπος δεν λειτουργήσει σαν άποσπασμένο εγώ, άπ ολα τα γεγονότα, εσωτερικα κι εξωτερικά. Πώς είναι δυνατον αυτό; Αρκεί να προσέχουμε ήρεμα κι ενεργητικατα πάντα γύρω μας, και ταυτόχρονα τήν κίνηση τών σκέψεων, τών συναισθημάτων κι ολων γενικώς τών τάσεων που ξεδιπλώνονται μέσα μας.
Άν μένουμε σ’ αυτή τήν θέση, θα νοιώσουμε μια πολυ ζωηρή αΐσθηση υπαρξης να μας πλημμυρίζει και να μας ζωογονεί, μια γαλήνια διαύγεια θα απλωθεί εσωτερικά, ήσυχα θα περνανε μέσα άπο τον φακό μας τα εξωτερικα κι εσωτερικα γεγονότα χωρις να ταράζεται τίποτα μέσα μας. Αρχίζουμε να προσλαμβάνουμε ήρεμα και χωρις σχόλια ορισμένες στοιχειώδεις άλήθειες και διαπιστώσεις για τον κόσμο γύρω μας και τις καταστάσεις μέσα μας.
Αρχίζουμε και διαπιστώνουμε οτι είναι διαφορετικος ο αγρυπνος κι άκίνητος εαυτός μας άπο τήν σκέψη η το συναίσθημα η τους φόβους μας. Θα διαπιστώσουμε πώς εμείς μπορουμε να δουμε τα πάντα μέσα μας κι εξω μας σαν να ησαν άντι-κείμενα, σαν να εΐμαστε τρίτοι εν σχέσει μ’ αυτά. Θα νοιώσουμε καθαρα οτι ο άποσπασμένος άπο τα πράγματα και τις καταστάσεις εαυτός μας δεν επηρεάζεται άπ αυτα και μας δίνει μια πολυ ζωηρή αίσθηση ισχύος, διάρκειας και μονιμότητας καθως κι ενα αίσθημα χαρας η ευτυχίας.
Αυτα ο καθένας μπορεί να τα ζήσει και να τα αισθανθεί, αν άρχίσει να παρατηρεί μέ οσο το δυνατον μεγαλύτερη προσοχή τις καταστάσεις μέσα του και εξω του. Καθως ο ανθρωπος άρχίζει και κοιτάζει μέ έντατική προσοχή τα εσωτερικα και εξωτερικα γεγονότα, ξαφνικα αισθάνεται καθαρα οτι αυτος είναι ενα ον διαφορετικο άπο τα πάντα.
Στή θέση αυτή της εντατικης προσοχης, ή οποία στρέφεται ήρεμα πότε προς τα μέσα καιπότε προς τα εξω, ο ανθρωπος αισθάνεται ενα πολύ ζωηρο αίσθημα ύπαρξης, το οποίο άναγνωρίζει ώς μια πολύ έντατική παρουσία του έγώ. Σέ σχέση μ’ αυτήν τήν αίσθηση θα άντιληφθεί οτι τον υπόλοιπο χρόνο ζεί σέ μια κατάσταση άπουσίας, στήν ουσία σέ μια κατάσταση μή ύπαρξης. Βλέπουμε οτι το εγω συνδέεται μέ τήν λειτουργία της εντατικης προσοχης.
Το εγω πριν άπ ολα είναι μια εντατική θέαση τών πάντων και συνεπώς ή ήρεμη κι άσχολίαστη πρόσληψη της πραγματικότητας άπο εμας. Καθως βρισκόμαστε στήν θέση της εντατικης προσοχης αισθανόμαστε αμεσα τήν διαστολή άνάμεσα σ’ εμας και τα πάντα, νοιώθουμε πως και ή πιο δύσκολη εξωτερική κατάσταση μας άφήνει άνεπηρέαστους και αθικτους και πως ο εαυτός μας είναι μια ουσία ή οποία εκ φύσεως δέν υπόκειται στα άντικείμενα, εσωτερικα κι εξωτερικά, άλλα άντιθέτως αυτα υπόκεινται σ’ εκείνην. Ταυτοχρόνως νοιώθουμε τήν ύπαρξή μας να σφύζει άπο δυνάμεις και να ήρεμεϊ βαθια κι ολοκληρωτικά. Αρχίζουμε κι αισθανόμαστε μιαν άνυποψίαστη αίσθηση ελευθερίας.
Στήν θέση αυτή διαπιστώνουμε ότι τα ελαττώματά μας και οί κακες ροπες του χαρακτήρα μας άτονουν μέχρι εξαφανίσεως. Αυτα δεν μπορουν να λειτουργουν οταν είναι δραστηριοποιημένη ή εντατική προσοχή. Το ξύπνημα του εγώ η τής υπόστασης μοιάζειμε τήν μετάβαση σ ενα αλλο επίπεδο, οπου τα πάντα φωτίζονται κι οπου ή άνθρώπινη πράξη άρχίζει να γίνεται ελεύθερη και συνειδητή. Ό ανθρωπος παύει να συρρέει με τα πράγματα κι άρχίζει να τα ελέγχει. Ολα αυταάρχίζουν και γίνονται δυνατα καθώς άποκτάει τήν δυνατότητα να ξυπνάει κατα βούληση τήν ελεύθερη υπόστασή του.
Αρκεί να ξυπνάει τοεγώ του με τήν εντατική προσοχή. Φαίνεται πολυ απλό, ομως δεν είναι. Ή κίνηση αυτή εχει πολλα προβλήματα κι ο ανθρωπος προτιμα οχι τήν άπόσπαση άπο τα πράγματα, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, άλλα τήν ταύτιση μαζί τους. Προτιμα τον συμφυρμο άπο τήν ελευθερία. Προτιμα τήν άνθυγιεινή ζέστη του κολλήματος άπο τήν επίγνωση του εαυτου του.Προτιμα να θάψει τον εαυτό του μέσα στήνταύτιση παρα να νοιώσει τήν μοναξιά του.
Γιατί ο ανθρωπος θάβει τον εαυτό του στήν ταύτιση;
Γιατί δεν χαίρεται τήν ζωογόνο αίσθηση τής υπαρξής του; Έχει πολυ σοβαρους λόγους γι’ αυτό. Ή άποσπα-σμένη αίσθηση του εαυτου του φέρει και πόνο. Ό ανθρωπος, άφου με τήν εντατική προσοχή νοιώσει τήν υπαρξή του σαν κάτι το άποσπασμένο άπο τα πάντα, μέσα τουκι εξω του,κι άπο τους πάντες, νοιώθει ίλιγγο άπο τήνάπέραντη μοναξια που τον περιβάλλει. Νοιώθει σαν πεταγμένος μέσα στο διάστημα, μόνος κι άσυσχέτιστος μέ τα πάντα. Ή παγωνια αυτης της θέσης είναι τόσο μεγάλη, πού αισθάνεται να τον διαπερνα άπ ακρη σ ακρη.
Κανένας ανθρωπος δέν μπορεί να άντέξει σ’ αυτή τήνθέση, γι αυτο και ολοι τήν άποφεύγουν μ ενα τυφλο άλλα σοφο ενστικτο. Ό ανθρωπος άρνιέται να νοιώσει τήν παγωνια του κόσμου, άρνιέται να νοιώσει άσυσχέτιστος μέ τα πάντα και τούς πάντες. Πριν να μάθει να άγαπάει,του είναι άπαγορευμένο να νοιώσει ολοκάθαρα τήν αίσθηση του εαυτου του και τήν ευτυχία πού πηγάζει άπο τήν αίσθηση της ύπαρξης. Γι αυτο και ελκεται άπο την ζεστασια τών πραγμάτων του κόσμου. Εφ οσον δέν εχει γνωρίσει τήν Αγάπη, κολλάει μ’ άπεγνωσμένο τρόπο στα υλικα πράγματα, στούς άνθρώπους, στις ιδέες.
Προσπαθεί να άντλήσει λίγη εξωτερική ζεστασιά, γιατι τρέμει άπο τήν παγωνια της υπόστασης πού, άποσπασμένη, στέκεται μόνη κι άσυσχέτιστη μέ τα άδιάφορα πάντα. ο ανθρωπος άρνείται αυτήν τήν θέση, ή ίδια του ή φύση άναζητάει τήν Αγάπη σαν πρωταρχική προϋπόθεση, γι’αυτο και προτιμάει τα φτωχα υποκατάστατα της Αγά πης και άρνείται να άναγνωρίσει και να ζήσει σέ μια πραγματικότητα άπο τήν οποία άπουσιάζει ή φωτια της Αγάπης.
Αυτος είναι ο λόγος πού ή άνθρώπινη υπόσταση ελκεται τόσο πολύ άπο τήν υλη σ ολες της τις μορφές. Αυτος είναι ο λόγος ο οποίος τον υποχρεώνει με σχεδον άκαταμάχητη δύναμη να ταυτίζεται μέ τα πάντα και τούς πάντες. Στον συμφυρμο και τον συγχρωτισμο άναζητάει λίγη ζεστασιά, υποκατάστατο της Αγάπης. Αδύνατον να μάθει ο ανθρωπος να υπάρχει, ανδέν μάθει να άγαπάει. Ετσι λοιπον είδαμε πως ή ουσία-Αγάπη προηγείται της υπάρξεως, γι’ αυτο και θα εξετάσουμε τήν προβληματική και μυστηριώδη για τον ανθρωπο Αγάπη. Πριν βιώσουμε το θαυμα της υπαρξης, πρέπει να βιώσουμε το θαυμα της Αγάπης.
Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να άναρωτηθουμε: τί είναι ή Αγάπη; Δέν υπάρχουν διαθέσιμοι ορισμοί γι’ αυτήν τήν ποιότητα. Όλοι οί ανθρωποι ζητουν ο ενας άπο τον αλλο Αγάπη, παρ’ ολο πού ξέρουν οτι μάταια ζητουν, γιατι ουκ αν λάβοις παρα του μή εχοντος. Όμως, παρ’ολο πού το ξέρουν αυτό, ποτέ δέν παύουν να τήν άναζη-τουν, άκόμα κι εκείνοι οί οποίοι μέ τήν σκληράδα και τήν ψυχρότητα της Ψυχης τους δηλώνουν πως άπόκαμαν να περιμένουν.
Όλοι ξέρουμε τί περιπλοκές και τί άπο-γοητεύσεις γεννάει ή άπαίτηση να μας δώσουν οί αλλοι άγάπη. Εδώ δέν είναι δυνατον να εκθέσουμε πότε οί αλ-λοι μας άγαπουν και γιατί αυτή ή κατάσταση είναι στήν μεγάλη πλειονότητα τών περιπτώσεων βραχύβια. Αρκεί προς το παρον να μήν ξεχναμε οτι ή Αγάπη, ή μυστηριώδης αυτή ενέργεια, οταν άπο ενα θαυμα κυκλοφορεί μέσα μας και διαχέεται γύρω μας, η οταν κάποιο άγα-πημένο πρόσωπο μας τροφοδοτεί μ’ αυτήν, αισθανόμα-
στε μιαν άπέραντη ευφορία να μας κατακλύζει. Ό κόσμος τότε είναι γλυκος και φιλικος γύρω μας. Είναι πολύ γνωστο πως πολλές φορές πίσω άπο τήν επιτυχία ενος αντρα υπάρχει ή άγάπη μιας γυναίκας. Σέ κάθεπερίπτωση αισθανόμαστε πως ή άγάπη του αλλου μας τρέφει και μας ζωογονεί.
Αφου λοιπον ή Αγάπη είναι τόσο πολύτιμη για τήν άνάπτυξη και τήν υγεία μας, δεν είναι άπρονοησία κι ελαφρότητα να τήν γυρεύουμε άποκλειστικα άπο τους αλλους; Αν άντι να τήν γυρεύουμε παρακαλεστικα η εκβιαστικα άπο τους αλλους κάνουμε μια στροφή και προσπαθήσουμε εμείς να άγαπαμε;
Αν, άντι να εξαρτιόμαστε άπο τις λίγες ρανίδες που θα μας δώσουν οί αλλοι, άνοίξουμε μέσα μας τήν πηγή τήςΑγάπης, αυτο δεν είναι προτιμότερο; Κι αν εμείς άρχί-σουμε να άγαπαμε, μήπως και οί αλλοι οεν θα μας άγαπήσουν πολυ περισσότερο άπ ο,τι πρίν; Αλλά, κι αν αυτό δεν γίνει, αν μέσα μας υπάρξει μια πηγή Αγάπης ή οποία ποτίζει τήν υπόστασή μας με τους πάντες και τα πάντα γύρω μας, μήπως δεν θα είμαστε πλήρως ευτυχισμένοι;
Σ’ αυτή τήν θέση εχουν βρεθεί πολλοι άναχωρητές, οί οποίοι μέσα στήν μοναξιά τους και σε άπόλυτη άκτημοσύνη ενοιωθαν μέσα τους τήν μεγαλύτερη χαρα κι ευτυχία να τους πλημμυρίζει. Αυτο συνέβαινε γιατί, με τήν ασκηση και τήν ενωσή τους με τον ΘΕΟ, μπόρεσαν σκάβοντας μέσα τους να βρουν πλούσια κι αφθονη φλέβα ζωογόνου νερου Αγάπης.
Μήπως οί ανθρωποι θα επρεπε να τους μιμηθουν, οχι ως προς τήν άναχώρησή τους, άλλα ως προς τήν επιδίωξή τους να γίνουν αυτάρκεις πηγες Αγάπης; Πώς ενας ανθρωπος μπορεί να το πετύχει αυτό; Πώς μπορεί να λύσει αυτο το κεντρικο πρόβλημα τής άνθρώπινης ψυχολογικής άνάπτυξης; Γιατι ή άνθρώπινη ψυχολογική άνάπτυξη δεν στηρίζεται τόσο
στήν αρση κάποιων άπωθήσεων και στήν εξάλειψη κάποιων παθολογικών συμπτωμάτων, οσο στήν δραστη-ριοποίηση τής Αγάπης. Ή άνθρώπινη άνάπτυξη δεν εξαρταται τόσο άπο τήν γνώση κάποιων εσωτερικών λειτουργιών, αν και αυτο παίζει τον ρόλο του. Όμως μόνο ή μελέτη του εαυτου δέν δίνει άφ εαυτης λύση στο πρόβλημα. Υπάρχουν πολλοι ανθρωποι οί οποίοι εχουν μάθει πολλα πράγματα για τούς εαυτούς τους, άλλα ελάχιστα πράγματα μπόρεσαν να άλλάξουν.
Όπωσδήποτε δέν εγιναν ευτυχέστεροι· πολλές φορές μάλιστα εγιναν πολύ δυστυχέστεροι άπο παλιά. Ή άλλαγή του άνθρώπου δέν σχετίζεται τόσο μέ τήν γνώση, οσο μέ τις ενέργειες πού κυκλοφορουν μέσα του. Όταν μέσα στον ανθρωπο κυκλοφορεί ή ενέργεια της Αγάπης, τότε και αισθάνεται ευτυχής και ή παντοειδής άνάπτυξή του ευνοείται. Γιατι ή Αγάπη δέν είναι τρόπος συμπεριφορας, δεν είναι μίμηση ενος τρόπου, δέν είναι επίπλαστη ευπρέ-
πεια, άλλα μια ζωντανή, ήρεμη, ζεστή και ήδονική ενεργεια, πού τήν νοιώθεις να κυλάει μέσα σου και είναι τόσο πραγματική οσο και το αιμα. Υπάρχει ευγένεια καιπραότητα ή οποία δέν εχει ίχνος Αγάπης, και υπάρχει αυστηρότητα ή οποία εχει αφθονη Αγάπη. Ή Αγάπη μπορεί να είναι πίσω άπ ολες τις στάσεις και τις συμπεριφορές στις οποίες δίνει το δικό της νόημα, ενώ υπο-κειμενικα γίνεται άντιληπτή σαν μια αίσθηση γλυκύτητος και συμπάθειας, ή οποία σέ συνδέει μέ τούς πάντες και τα πάντα κι ή οποία ταυτόχρονα είναι τροφή και για μας και για τούς αλλους.
Όταν κανεις βιώνει τήν άγάπη, οταν κυλα μέσα του αυτο το θερμο και γλυκο ρευμα ζωης, τότε είναι πολύ πιο ευκολη ή εξουδετέρωση τών παλιών πόνων και ή θεραπεία τών παλιών πληγών. Τότε ή ψυχή βαθμιαία άνοίγει σ’ ολες τις πολυδύναμες δυνατότητές της, γιατι το κλειδι που άνοίγει τήν ψυχή, το ελιξήριο που ξυπνάει τήν κοιμισμένη βασιλοπούλα του παραμυθιου είναι ή Αγάπη. Ή Αγάπη είναι μια απτή δύναμη, κάτι σαν ζωογόνο υδωρ που κάνει τους σπόρους που υπάρχουν στήν άνθρώπινη ψυχή να βλαστήσουν και να άναπτυχθουν.
Είναι ματαιοπονία να επιδιώκουμε τήν ψυχολογική μας άνάπτυξη χωρις να βάλουμε στο επίκεντρο τής εργασίας μας τήν Αγάπη. Όταν ο Ανθρωπος άρχίσει να σπαση και συνεπώς άρχίζει να μπορεί να ερευνα και να συνειδητοποιεί. Γιατι ή άποσπασμένη και αυτάρκης υ πόσταση μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικα για τον ανθρωπο μόνο αν συνδυαστεί με τήν δύναμη τής Αγάπης και δεχτεί να τήν υπηρετήσει, άνοίγοντάς της τον δρόμο σ ολο και περισσότερες πρακτικες εφαρμογές, μέχρις οτου ολες οί ενέργειες κι ολες οί λειτουργίες του άνθρώ-που γίνουν ενεργήματα τής Αγάπης.
Ήδη εχουμε φθάσει στήν συνειδητοποίηση τής άλή-θειας οτι ή Αγάπη είναι το κλειδι τής ψυχολογικής ά-νάπτυξης του άνθρώπου. Γενναται τώρα το ερώτημα, πώς θα άποκτήσουμε αυτο το θαυμαστο κλειδι και πώς θα το χρησιμοποιήσουμε; Ή ευρεση και χρήση τής πηγής τής Αγάπης μέσα στον ανθρωπο συνδέεται με πολλα προβλήματα, τα οποία πρέπει να επιλύσουμε μεθοδικά.
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα τής Αγάπης είναι ή άνυπαρξία της. Το ψυχικο εδαφος τών περισσότερων άν-θρώπων μοιάζει εξαιρετικα στεγνο και αγονο. Όρισμέ-νοι ανθρωποι εχουν σκάψει βαθια μέσα τους και δεν βρήκαν καθόλου νερο Αγάπης ή, αν βρήκαν, το πηγάδι τους στέρεψε αιφνίδια, χωρις φανερο λόγο. Το πρόβλημα με
τήν Αγάπη δεν είναι μόνο οτι είναι ενέργεια εξαιρετικής σπανιότητος· είναι άκόμα εξαιρετικα άσταθής στήν εμφάνισή της. Εμφανίζεται και εξαφανίζεται χωρις φανερο λόγο. Πάνω σ’ αυτο οί περισσότεροι ανθρωποι εχουν πλούσια εμπειρία. Ξαφνικά, χωρις να μπορουν να καθορίσουν πώς, ενας εξωτερικος ερεθισμός, παρόμοιος με χιλιάδες αλλους, προκαλεί τεράστιες άλλαγες μέσα τους. Για ενα σύντομο χρονικο διάστημα αισθάνονται να τους δια περνουν γλυκύτατες ενέργειες, που τους άνυψώνουν πολυ πάνω άπο τήν άδιαφορία τής καθημερινότητας. Βλέπουν τον κόσμο και τους αλλους με αλλα μάτια.
Ξαφνικά, οπως άκριβώς ηλθαν, οί μαγικες αισθήσεις εγκαταλείπουν τον ανθρωπο κι ο λαμπρος πέπλος άποσύρε-ται άπο τον κόσμο, ο οποίος γίνεται μουντος και συνηθισμένος. Ό ανθρωπος κι ο ποιητής θρηνουν και ολοι μένουν με τα ερωτηματικά τους άναπάντητα. Κανένας ανθρωπος με κοσμική δύναμη και σοφία δεν εχει άπαντή-σει στο πώς θα ίκανοποιηθεί ή ζωτικότερη άνθρώπινη άνάγκη. Ή άνάγκη τής Αγάπης. Κανένας σοφος δεν εχει άπαντήσει και κανένας άπο τους πατέρες τής ψυχανάλυσης οχι δεν ελυσε άλλα ουτε καν εθεσε το πρόβλημα. Έτσι, στο σημείο αυτο θα φτάναμε σ’ άδιέξοδο.
Όμως άδιέξοδο δεν υπάρχει, γιατι υπάρχουν κάποιοι ανθρωποι μέσα άπο τους οποίους εχουν κυλήσει ποταμοι Αγάπης. Υπάρχουν κάποιοι άκρογωνιαίοι λίθοι πεταμένοι άπο ενα ψευδεπίγραφο θετικο πνευμα. Αναφέρομαι στους χριστιανους αγίους, οί οποίοι είναι οί μόνοι που άγάπησαν τούς άνθρώπους και τα πάντα. Είναι οί μόνοι ανθρωποι οί οποίοι εβίωσαν μόνιμα τήν εμπειρία της Αγάπης.
Γι’ αυτο τον λόγο είναι οί πιο προηγμένοι ανθρωποι πού εχουν υπάρξει επι της γης. Δέν υπάρχει ελπίδα για άνάπτυξη του άνθρώπου, αν δέν στηριχθουμε στήν εμπειρία τους και δέν τήν άξιοποιήσουμε. Γιατι τα γεγονότα είναι καθαρά. Στή γη κανένας δέν άγάπησε τον ανθρωπο. Κανένας κοσμικος ήγεμόνας και κανένας σοφός. Γιατι οί μέν πρώτοι άνέκαθεν χρησιμοποιούσαν τον
ανθρωπο σαν πρώτη υλη για τις φιλοδοξίες τους και οι δεύτεροι άνέκαθεν τον κοίταζαν πάνω άπο τήν εδρα της αυθεντίας τους. Μόνο οί άγιοι του ΘΕΟΥ άγάπησαν τον
ανθρωπο κι ευτύχησαν να γίνουν ζωντανές πηγές Αγάπης. Αν λοιπον εχουμε πραγματικα θετικο πνευμα, αν θέλουμε να άναπτυχθουμε σαν Οντα, θα πρέπει να άξιοποιήσουμε τήν εμπειρία τών επιτυχημένων, εκείνων πού επέτυχαν να γίνουν μόνιμα πηγές Αγάπης. Μόνο σ’ αυτή τήν βάση υπάρχει δυνατότητα να προχωρήσουμε ά-κόμα πιο πέρα.
Ζουμε σ ενα περίεργο κόσμο φαντασίας και προκατάληψης. Θεωρουμε οτι για τον ανθρωπο εχουν εγκυρη γνώμη οί πάντες: οί πολιτικοι στοχαστές, οί φανατικοι ιδεολόγοι, οί λάτρεις της εξουσίας. Ή σύγχρονη εικόνα του άνθρώπου συγκροτήθηκε κατα ενα μεγάλο μέρος άπο άντιλήψεις οί οποίες άπέρρευσαν άπο τήν μελέτη ψυχολογικα διαταραγμένων άνθρώπων.
Απο τήν εικόνα μας άποκλείσαμε αυθαίρετα τούς άγιους. Γι’ αυτούς δεν θέλουμε να γίνεται κουβέντα. Σαν να μή μας άγάπησαν,σαν να μήν εφθασαν στο πιο υψηλο επίπεδο πού εχουν φθάσει οί ανθρωποι επι τής γής. Αυτους άρνούμαστε και να τους άκούσουμε, ή δημοκρατία μας δεν τους άντέχει !
Όμως γιατί αυτή ή προκατάληψη; Μήπως εχουν μεγαλύτερη άξία οί θεωρίες και οί γνώμες άπο τα γεγονότα και τήν εμπειρία; Ως πότε πίσω άπο το δήθεν θετικο πνευμα θα κρύβονται άναπόδεικτες πίστεις και προκατάληψη; Και στο θέμα που εξετάζουμε, ποιά είναι τα ά-διάψευστα γεγονότα;
Είναι πώς οί μόνοι άνθρωποι επι τής γής που αγάπησαν απεριόριστα και καθολικα τον ανθρωπο και τα πάντα τής δημιουργίας, ησαν οίχριστιανοι άγιοι, παλαιο'ι και τωρινοί. Δεν υπάρχουν αλλες διαθέσιμες περιπτώσεις. Έφ οσον λοιπον εχουμε διαπιστώσει οτι ή ψυχολογική άνάπτυξη του άνθρώπου εξαρταται άπολύτως άπο τήν ενεργοποίηση και κυκλοφορία του ρεύματος τής Αγάπης μέσα στον ανθρωπο, είναι άδύνατον να άγνοήσουμε τήν πείρα και τήν μαρτυρία τών αγίων.
Γιατί, εφ’ οσον εκείνοι πέτυχαν αυτο που εμείς άναζηταμε, πώς είναι δυνατον να τους άπορρίψουμε και να τους καταφρονέ-σουμε; Αντίθετα, δεν θα ηταν λογικότερο να διδαχτουμε άπ’ αυτούς; Δεν θα επρεπε να άφομοιώσουμε τήν ουσία τής εμπειρίας τους, χωρις καμμια προσκόλληση σε τύπους και μορφες που δυνατον να είναι παροδικοί; Αυτο το βρίσκω άναπόφευκτο και λογικα συνεπές. Διδάσκομαι πώς να άγαπώ άπ αυτους που ήδη το εχουν καταφέρει. Λοιπόν, ποιά ή ουσία τής εμπειρίας του χριστιανου αγίου ή οποία μπορεί να χρησιμέψει για τήν ψυχολογική μας άνάπτυξη κι εξύψωση;
Ή άντίληψη που εχει ενας μέσος ανθρωπος για τον αγιο άναχωρητή είναι οτι πρόκειται για ενα φανατικο ατομο, πού άπο φανατική προσκόλληση στις ιδέες του κρωτηριάζοντας πολλές πλευρές της φύσης του. Έτσι φαντάζονται οί ανθρωποι πως ο αγιος είναι ενα εξαιρετικα περιορισμένο και άντιφατικο άνθρώπινο πλάσμα, το οποίο βρίσκεται συνεχώς σέ πάλη μέ τον εαυτό του. Το γεγονος οτι μέσα στούς θρησκευόμενους βρίσκονται τέτοια ατομα φανατικα και ιδεοληπτικα δίνει μια βάση για τέτοιες άντιλήψεις.
Όμως ο ανθρωπος πού άναχωρεί ά-πο τον κόσμο για να άποκαταστήσει μέσα στήν μόνωση μόνιμη επαφή μέ τον ΘΕΟ, αν πετύχει τον σκοπό του,δέν εχει καμμια σχέση ουτε μέ τον φανατισμο ουτε μέ τήν μονομέρεια. Καθως σχετίζεται μέ τον ΘΕΟ μέσω της προσευχης και της συγκέντρωσης στον ΘΕΟ, άρχί-ζει να νοιώθει μέσα του τήν εισροή τών θείων ενεργειών. Αυτο δέν είναι ιδέα· είναι μια τελείως άπτή στις αισθήσεις πραγματικότητα. Ενέργειες άγάπης τον πλημμυρίζουν, οί οποίες τον άναπλάθουν εσωτερικά.
Οί πόνοι της ψυχης γλυκαίνονται, οί κόμποι της ψυχης λύνονται, οί φόβοι άτονουν ώσπου εξαφανίζονται εντελώς, ή ψυχή άνοίγει μέ τον φυσικότερο τρόπο προς τούς πάντες και τα πάντα, οί εσωτερικές ψυχικές ποιότητες μεταλλάσσονται κι εξυψώνονται άπο το θείο ρευμα Αγάπης. Ό ανθρωπος, καθως γεμίζει άπο ΘΕΟ, άνορθώνεται και δεν εχει πλέον άνάγκη άπο τήν εγγύτητα τών αλλων άνθρώπων για να υπάρξει. Ιπάρχει φαινομενικα ώς αυθύπαρκτη μονάδα πανελεύθερη, στήν ουσία δέ υπάρχει διαρκώς τροφοδοτούμενος άπο τήν Χάρη του ΘΕΟΥ.
Το ούσιώδες στήν στάση του μοναχου-άναχωρητή δεν είναι ή άπάρνηση του κόσμου, οσο ή προσέγγιση του ΘΕΟΥ, ή θέληση του συσχετισμου μαζί ΤΟΥ, μέχρι τήν ολοκληρωτική ταύτιση μαζί ΤΟΥ. Καθώς εξελίσσεται ή διάχυση τής θείας Χάριτος, ο άναχωρητής άρχίζει να αισθάνεται μια ευτυχία γλυκεια και βαθειά, που ποτε κανεις ανθρωπος στον κόσμο δεν ενοιωσε.
Μια ευτυχία που κλιμακώνεται άπο τήν γαλήνη και τήν εσωτερική ήσυχία ως τήν αίσθηση μιας ήδονικής ευδαιμονίας διαχυμένης σ ολη του τήν υπόσταση, που ορισμένες φορες είναι τόσο εντονη ωστε δεν μπορεί να τήν άντέξει. Ή εσωτερική αυτή ευτυχία, άφου γλυκάνει τήν ψυχή του αγίου, εκδηλώνεται εξωτερικα σαν άπέραντη και καθολική άγάπη προς τα πάντα, ενώ εσωτερικα ή γλυκύτητα αυτή γίνεται αισθητή και ως δύναμη άκατάβλητη, ή οποία και ορη μπορεί να κινήσει.
Αυτα που περιγράφω και πολλα αλλα άκόμα είναι εμπειρία καταγραμμένη και εμπειρία ζωντανή πολλών άνθρώπων παλαιών και σημερινών που θέλησαν να πλησιάσουν και να άφοσιωθουν στον ΘΕΟ. Ή εμπειρία αυτών τών άνθρώπων δείχνει καθαρα οτι είναι άδύνατος ο μετασχηματισμος του άνθρώπου μόνο άπο τις δικές του ε-πιλογες κι ενέργειες.
Ή μετουσίωση τών ψυχικών περιεχομένων δεν μπορεί να γίνει απλώς και μόνο επειδή ο ανθρωπος θα το άποφασίσει, ουτε ή ψυχή άνοίγει επειδή ο εκμεταλλευτικα προσανατολισμένος ανθρωπος θα το άποφασίσει. Ό ανθρωπος για να άλλάξει πρέπει να συνδυαστεί με τον ΘΕΟ και να ξαναγεννηθεί ανωθεν.
Αυτο συμβαίνει γιατι ο ανθρωπος δεν διαθέτει τα υλικα της μεταλλαγης του. Ό ΘΕΟΣ διαθέτει αυτο πού χρειάζεται ο ανθρωπος. Μόνο άπο τον ΘΕΟ ο ανθρωπος μπορεί να λάβει τον επιούσιο αρτο για να τραφεί και να άναπτυχθεί. Χωρις τήν εγγύτητα του ΘΕΟΥ υπάρχει ή πείνα και ή δίψα της ψυχης, πού δέν κορένεται μέ τίποτα.
Αν κοιτάξουμε μέσα μας άλλα και μέσα στούς αλ-λους άνθρώπους, παλαιούς και σημερινούς, θα δουμε ότι ολοι χωρις εξαίρεση κινούμαστε άπο ενα αίσθημα άγωνίας κι άνικανοποίητου. Μέσα μας χάσκει ενα θανάσιμο κενό. Νοιώθουμε πως το κενο αυτο μας ελκει στην αβυσσο της άνυπαρξίας. Το μηδέν και το τίποτα άπειλεί τήν άνθρώπινη υπόσταση.
Δέν εχει καμμια σημασία αν εχουμε πολλές η λίγες ίκανότητες, αν εχουμε καταβάλει πολλές η λίγες προσπάθειες· άκόμα και κάτω άπο τις καλύτερες προϋποθέσεις, άκόμα και οταν ο ανθρωπος φθάνει σέ πολύ μεγάλα επιτεύγματα, το κενο μέ τήν μορφή του μή νοήματος τον δαγκώνει θανατερά. Προς τί; άναρωτιέται.
Τί νόημα εχει αυτο για μένα; Και νοιώθει μέσα του κουρασμένος, αδειος κι άνικανοποίητος. Αν θελήσει, μπορεί ο καθένας μας να θυμηθεί οτι είχε κι εχει παρόμοιες στιγμές. Σαν ο ανθρωπος να πίνει νερο άπο τήν πηγή του Ιακώβ, οπου υπάρχει ξεγέλασμα της δίψας.
Αμέσως τήν αλλη στιγμή ο ανθρωπος, τρομαγμένος άπο το μή νόημα τών πραγμάτων, άπο το κενο του τίποτα, θα επινοήσει εναν άκόμα περισπασμό, μια άκόμα δονκιχωτική εκστρατεία για να καλύψει το απατο κενο πού χάσκει μέσα του. Ετσι ολη ή άνθρώπινη ζωή και ίστορία κινείται άπο τήν άπελπισμένη κίνηση του άνθρώπου να συγκαλύψει το μή νόημα τής υπαρξής του,να κρύψει τήν καθολική του άποτυχία να νοιώσει τήν πλήρωση τής άπόλυτης ευτυχίας μέσα του.
Αυτα ο ανθρωπος εχει μάθει να τα άγνοεί η άκόμα και να τα χλευάζει. Ομως αυτή ή αστοχη ενέργεια δεν σημαίνειοτι αυτα τα αιτήματα δεν είναι εγγεγραμμένα μέσα στον ανθρωπο με τρόπο άνεξίτηλο. Παρατηρήστε τον οποιοδήποτε ανθρωπο, θρησκευόμενο, άδιάφορο η αθεο. Θα δείτε χωρις δυσκολία να προβάλλει το Απόλυτο πάνω σε μια ιδέα, σ’ εναν ήγέτη, σε μια κοινωνική ουτοπία η σ εναν ερωτα.
Αυτος είναι ενας άπολυτος νόμος τής άνθρώπινης ψυχής, ή άναζήτηση του Απόλυτου, μ’ ολα τα μέσα και μ’ ολους τους τρόπους. Ό ανθρωπος μπορεί να βρίσκεται σ’ ερεβος σκότους κι αγνοιας, ομως ο,τι κι αν κάνει, τον ΘΕΟ άναζητα και προς ΑΥΤΟΝ πορεύεται μέσα άπο άναρίθμητους δρόμους πλάνης.
Μόλις ο ανθρωπος βρεί τον ΘΕΟ άνοίγει ο δρόμος για τήν άδιάκοπη άνάπτυξη κι άνακαίνιση τής υπόστασής του, ή οποία καταλήγει κάποτε στήν πλήρη ομοίωσή του με τον ΘΕΟ στους κόλπους του ΘΕΟΥ. Ή ευρεση του ΘΕΟΥ άπο τον ανθρωπο δεν είναι το τέρμα άλλα ή άφετηρία μιας άνάπτυξης, ή οποία μέχρι τα τώρα μας ηταν άδιανόητη. Στο σημείο αυτο εχουν φθάσει οί άγιοι του ΘΕΟΥ. Αυτοι είναι οί μόνοι ανθρωποι επι τής γής που εθεράπευσαν τήν πληγή τής υπόστασής τους και που μέσα τους δεν χάσκει το κενο τής άνυπαρξίας.
Καθώς βρήκαν τον ΘΕΟ, ή πληγή του άποχωρισμου θεραπεύτηκε και το κενο τής υπαρξής τους γέμισε άπο τήν Θεία Χάρη. Γι’ αυτοι δέν προβάλλουν τήν εικόνα του Απόλυτου πού υπάρχει στήν ψυχή τους πάνω στα πράγματα. Αυτοι ξέκοψαν άπο τήν ειδωλολατρία ολων τών μορφών και γεμάτοι άπο το θείο ρευμα της Αγάπης μπορουν να άρχίσουν τήν ολοκληρωτική τους άνάπλαση ώς οντα. Εχοντας γεμίσει οί Αγιοι του ΘΕΟΥ μέ τις θείες ενέργειες, μπόρεσαν να βιώσουν εναν τέτοιο πλουτο ζωης και υπαρ-ξης, πού κανένας ποτέ ανθρωπος δέν γνώρισε. Έτσι βίωσαν πρακτικα κάτι το θεμελιώδες για τον άνθρώπινο ροσανατολισμό.
Κατάλαβαν μέ τήν μύχια αίσθησή τους πως ή εγγύτητα του ΘΕΟΥ, ή σύνδεση του ΘΕΟΥ μέ τον ανθρωπο είναι ο άτίμητος θησαυρός, πού πάντα άναζη-τουσε ο ανθρωπος. Ό φτωχος άναχωρητής μέσα στην μοναξιά του και τήν άκτημοσύνη του ήταν άσύγκριτα πιο πλούσιος και πιο ευτυχής άπ ολους τούς επιφανείς του κόσμου τούτου. Οί αγιοι του ΘΕΟΥ άπέδειξαν πως ή παρουσία του ΘΕΟΥ είναι ή υψίστη άξία κι ο μέγιστος πλουτος για τον ανθρωπο.
Συνεπώς ο ανθρωπος αυτήν τήν άξία πρέπει να επιδιώξει και να τήν κάνει θεμέλιό του. Τον ΘΕΟ να άναζητήσει, μέ τον ΘΕΟ να συνδυαστεί, τον ΘΕΟ και τις ενέργειες του ΘΕΟΥ να νοιώσει μέ τρόπο άπτο κι εμπειρικό. Και λαβαίνοντας αυτήν τήν δωρεα και στηριζόμενος σ’ αυτήν τήν βάση να μάθει να μεταπλάθει τήν υπόστασή του. Να μάθει να άγαπάει τον εαυτό του, τούς πάντες και τα πάντα.
Να μάθει να υπάρχει σαν οντότητα άποσπασμένη άπο τα πάντα και τούς πάντες και στήν βάση αυτή να άρχίσει μεγάλες ερευνες μέσα του κι εξω του. Αυτα άποτελουν ενα ενιαίο τρίπτυχο, το οποίο τοποθετεί τον ανθρωπο στήν άφετηρία άπο τήν οποία ή εξέλιξή του είναι δυνατή. Πρώτον, και βάση τών πάντων, ο ανθρωπος ενώνεται με τον ΘΕΟ και δέχεται τήν Χάρη ΤΟΥ. Δεύτερον, μαθαίνει να διαχειρίζεται και να χρησιμοποιεί τήν ενεργεια τής Αγάπης μέσα του κι εξω του. Τρίτον, υπάρχει σαν άποσπασμένο εγώ, ερευνώντας τα πάντα μέσα του κι εξω του.
Ολα τα συγγραφικά δικαιώματα ανήκουν στόν συγγραφέα του. Απαγορεύεται η εμπορική αξιοποίηση του Εργου