Δεν ήξερε. Τίποτα δεν ήξερε. Ούτε καν γιατί γελάει... - Point of view

Εν τάχει

Δεν ήξερε. Τίποτα δεν ήξερε. Ούτε καν γιατί γελάει...


Το μήνυμα του κυρίου Τ

Το ξυπνητήρι άρχισε να αναβοσβήνει τα λαμπάκια του. Σχεδόν αμέσως, από τα μικροσκοπικά ηχεία, άρχισε να ακούγεται μια μουσική γλυκανάλατη, σαν κι αυτές που ακούγονται στα ασανσέρ. Κι έπειτα άρχισε να μιλά: «Καλή σας ημέρα κύριε Τ. Η εταιρεία ωρολογίων «save time» σας υπενθυμίζει ότι ήρθε η ώρα να σηκωθείτε. Εργασία και χαρά», κι αμέσως ακούστηκε πάλι η ίδια γλυκανάλατη μουσική.
Ο κύριος Τ τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. Νύσταζε. Ήταν ζήτημα αν είχε κοιμηθεί τέσσερις ώρες. Ένιωθε τόσο αδύναμος και κουρασμένος που δεν μπορούσε να κουνηθεί.
Έσυρε με κόπο το χέρι του και άρχισε να ψαχουλεύει επάνω στο κομοδίνο. Όταν έπιασε ένα μικρό, κυλινδρικό κουτί το έφερε κατευθείαν μπρος στα μάτια του. Του έριξε μια σύντομη ματιά, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε κάνει λάθος, και άνοιξε το πώμα του.
Από το εσωτερικό τού κουτιού ακούστηκε μουσική. Γλυκανάλατη κι αυτή, όπως και η προηγούμενη. Κι αμέσως μετά το μήνυμα: «Οι βιταμίνες «pure power» σας οπλίζουν με δύναμη και ενεργητικότητα. Βιταμίνες και συμπληρώματα διατροφής «pure power». Μόνο για τους πολύ απαιτητικούς».
Ο κύριος Τ έβγαλε ένα δισκίο από το κουτί και το έβαλε στο στόμα του. Πήρε το ποτήρι με το νερό και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Το δισκίο με τις βιταμίνες προσγειώθηκε στο στομάχι του. Σχεδόν αμέσως τινάχτηκε. Λες και τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και χασμουρήθηκε. Η κούραση είχε αρχίσει να αντικαθίσταται από την ενεργητικότητα της βιταμίνης. Έσυρε τα πόδια του αργά, προσπαθώντας να τα βάλει μέσα στις μαύρες, δερμάτινες παντόφλες του. Όταν τα κατάφερε, ακούστηκε το μήνυμα: «Η εταιρεία ανατομικών υποδημάτων «shoe care» σας ευχαριστεί για την προτίμησή σας. «Shoe care», υποδήματα υψηλής ποιότητας».
Κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Πάτησε το κουμπί του διακόπτη για να ανάψει το φως: «Μην ξεχνάτε: υπάρχουν οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας, υπάρχει και η «soul energy». «Soul energy», η πιο ισχυρή σας ενέργεια».
Στάθηκε πάνω από τη λεκάνη και άρχισε να κατουράει. Σχεδόν αμέσως ακούστηκε το μήνυμα: «αποσμητικά «flower smell». «Flower smell», και τέρμα οι ενοχλητικές μυρωδιές».
Κατούρησε, ξαλάφρωσε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του νιπτήρα. Έδειχνε χάλια. Οι δυο μεγάλοι, μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του. Αυτοί τον ενοχλούσαν κυρίως. Έμεινε ακίνητος, λες κι η εικόνα του τον πάγωσε. Τη μια κοιτούσε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του, την άλλη τις μεταξωτές, χρυσοκόκκινες πιτζάμες του. Εντελώς αταίριαστο θέαμα. Ή μήπως απολύτως ταιριαστό;
Άνοιξε τη βρύση. Το μήνυμα ξεχύθηκε μεμιάς: «η εταιρεία ύδρευσης «fresh water» σας υπενθυμίζει ότι το νερό είναι πολύτιμο αγαθό. Μην το ξοδεύετε αναίτια».
Βγήκε από το μπάνιο και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Κάθισε σε μια καρέκλα, κοίταξε την καφετιέρα και παρήγγειλε: «Διπλό εσπρέσο. Σκέτο». Η καφετιέρα αναβόσβησε κάποια από τα λαμπάκια της, σημάδι ότι έλαβε την εντολή: «Κάνατε την καλύτερη επιλογή. «Future machine», οι ηλεκτρικές συσκευές που οι άλλοι θα ανακαλύψουν στο μέλλον».
Πήρε το φλιτζάνι με τον εσπρέσο και βγήκε στη βεράντα. Για πρώτη φορά σχηματίστηκε ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Εξαιρετική η θέα. Χαλάλι το αστρονομικό ποσό που πλήρωσε για να αγοράσει το σπίτι. Αυτή, στην πραγματικότητα, ήταν και η μοναδική του ευχαρίστηση: να κάθεται στη βεράντα του και να αγναντεύει τη θάλασσα.
Αν ήταν στο χέρι του δεν θα έκανε τίποτα άλλο, θα καθόταν στη βεράντα του, θα έπινε καφέ ή ποτό, ανάλογα με την ώρα, και θα κοιτούσε τη θάλασσα. Με τις ώρες, με τις μέρες.
Έφερε το φλιτζάνι με τον καφέ στο στόμα του. Ο καφές μίλησε: «Italian espresso». Ο γνήσιος εσπρέσο». Ήπιε μια μικρή γουλιά κι έπιασε το πακέτο με τα πουράκια του. Μόλις το άνοιξε, και πριν καν προλάβει να πάρει πουράκι, ακούστηκε: «Η εταιρεία ασφαλειών υγείας, «long life», σας υπενθυμίζει ότι το κάπνισμα αυξάνει τα ασφάλιστρά σας και μειώνει το προσδόκιμο ζωής. «Long life», γι’ αυτούς που ενδιαφέρονται να ζήσουν πολύ».
Ένα σιγανό, σχεδόν ξεψυχισμένο «άντε γαμήσου», βγήκε από το στόμα του κυρίου Τ. Έπιασε το πουράκι και το άναψε. Το πουράκι μίλησε: «Smoke pleasure», καθαρή απόλαυση».
Ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Την κράτησε λίγη ώρα μέσα του κι ύστερα την εκτόξευσε με δύναμη προς τα έξω. Για λίγα δευτερόλεπτα μπροστά από το πρόσωπό του αιωρούταν ένα σύννεφο καπνού. Σήκωσε το δεξί του χέρι και προσπάθησε να το διαλύσει. Του έκρυβε τη θάλασσα. Κι όσο κι αν αγαπούσε τον καπνό, μπρος στη θάλασσα δεν έβαζε τίποτα.
Το βλέμμα του στη θάλασσα. Το μυαλό του στην εργασία του. Όλη του η σκέψη, η ενέργειά του, η ζωή του εν κατακλείδι, στην εργασία του. Γι’ αυτήν ζούσε. Αυτή του προσέφερε όλα αυτά τα αγαθά. Αγαθά που κάποιοι άλλοι ούτε διανοούνταν ότι θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν. Βέβαια, το τίμημα ήταν μεγάλο. Πόσοι θα μπορούσαν να εργάζονται δεκατέσσερις ή και δεκαέξι ώρες την ημέρα;
Ελάχιστοι. Ο κύριος Τ ήταν ένας από αυτούς. Τους προνομιούχους ελάχιστους.
Σηκώθηκε και πήγε πλάι στα κάγκελα της βεράντας. Άφησε το φλιτζάνι του επάνω στην κουπαστή κι άναψε πάλι το πουράκι του, που είχε σβήσει. Η Θάλασσα λάδι, ακύμαντη, λες και τον προσκαλούσε να την επισκεφθεί, να βουτήξει μέσα της και να χαθεί, να ξεχαστεί, να κρυφτεί απ’ όλους και όλα.
«Τα ωρολόγια «save time» σας υπενθυμίζουν ότι εντός τριάντα λεπτών πρέπει να αποχωρήσετε για την εργασία σας». Κοίταξε το ρολόι του. Η έκφρασή του σκλήρυνε, λες και το ρολόι δεν του υπενθύμισε κάποια ανειλημμένη υποχρέωση αλλά τον έβρισε. Τρεμόπαιξε λίγο τα χείλη του, ρούφηξε τη μύτη του και έριξε το βλέμμα του κάτω, στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας.
Τέσσερα γατάκια έπαιζαν επάνω στο υγρό γρασίδι. Τα αγαπούσε τα ζώα. Αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να αποκτήσει κάποιο δικό του. Πώς να έχεις ζώο όταν στο σπίτι σου επιστρέφεις μόνο για να κοιμηθείς; Όχι, αδύνατον. Φιλόζωος ήταν, ναι, αλλά ανεύθυνος, ώστε να πάρει ένα ζώο το οποίο δεν θα το έβλεπε ποτέ, όχι.
Έγειρε επάνω στα κάγκελα και έμεινε να παρακολουθεί τα γατάκια που έπαιζαν. Ένα αλλοπρόσαλλο κύμα χαράς ένιωσε να τον πλημμυρίζει. Λες κι έβλεπε κάτι εξαιρετικά σπάνιο, που μόνο αυτός είχε τη δυνατότητα να δει. Κι άξαφνα συνειδητοποίησε πως, όντως, το θέαμα με τα γατάκια ήταν σπάνιο. Γεμάτος ο τόπος με γάτες, αλλά αυτός δεν τις έβλεπε. Και πώς να τις δει, κλεισμένος μέσα σε ένα γραφείο; Χιλιάδες, εκατομμύρια γάτες, αλλά αυτός τις έβλεπε, κι αν τις έβλεπε, μόνο μέσα από την οθόνη τού υπολογιστή.
Ένιωσε να βουρκώνει. Χωρίς να ξέρει το λόγο. Ένα αίσθημα δυσφορίας τον κατέκλυσε. Άναψε κι άλλο πουράκι. Η ασφαλιστική του εταιρεία επανέλαβε το μήνυμα: «Η εταιρεία ασφαλειών υγείας, «long life», σας υπενθυμίζει ότι το κάπνισμα αυξάνει τα ασφάλιστρά σας και μειώνει το προσδόκιμο ζωής. «Long life», γι’ αυτούς που ενδιαφέρονται να ζήσουν πολύ».
Ένα «άντε γαμήσου», πιο δυνατό αυτή τη φορά, βγήκε από το χείλη του κυρίου Τ. Ήθελε να μείνει μόνος. Να ξεφορτωθεί ρολόγια, τσιγάρα, καφετιέρες. Ως και τα ρούχα του ήθελε να ξεφορτωθεί. Να μείνει εκεί, γυμνός, βουβός, και πάνω απ’ όλα μόνος. Χωρίς διαφημιστικά μηνύματα, χωρίς κονσερβαρισμένες συμβουλές.
Έγειρε το σώμα του έξω από τα κάγκελα και έμεινε να παρατηρεί τα γατάκια που έπαιζαν. Και τι δεν θα έδινε να ήταν ένα από αυτά. Κι ας ήξερε πως τα περισσότερα δεν έχουν παρά λίγους μήνες ζωής. Θες από φόλα, θες από κάποιο αυτοκίνητο ή κάποια ασθένεια, τα ψωμιά τους ήταν λίγα. Αλλά δεν τον ένοιαζε το πόσο. Το πώς, αυτό ήταν που τον έκαιγε. Να ζήσει λίγο, αλλά να ζήσει.
Πέρασε το σώμα του έξω από τα κάγκελα και κάθισε επάνω στην κουπαστή. Μπροστά η θάλασσα, κάτω τα γατάκια. Αν δεν είχε ξεχάσει πως είναι η ευτυχία, θα έλεγε πως εκείνη τη στιγμή ένιωθε ευτυχισμένος. Αλλά δεν ήταν σίγουρος. Για τίποτα δεν ήταν τώρα πια σίγουρος.
Σχεδόν αμέσως ακούστηκε το μήνυμα: «Η εταιρεία ασφαλειών υγείας «long life», σας υπενθυμίζει ότι η πτώση από ύψος 38,9 μέτρων επιφέρει ακαριαίο θάνατο. Προσοχή. «Long life» για όσους ενδιαφέρονται να ζήσουν πολύ».
Ο κύριος Τ έβαλε τα γέλια. Άρχισε να γελά δυνατά, σαν μανιακός. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Το μυαλό του θολωμένο. Ή μήπως απολύτως καθαρό; Δεν ήξερε. Τίποτα δεν ήξερε. Ούτε καν γιατί γελάει. Γιατί κατά βάθος ήθελε να κλάψει. Έκλαψε βέβαια, αλλά δεν έκλαψε για τους λόγους που ήθελε. Τι ήθελε; Ποιος ξέρει;
Σκούπισε τα μάτια του. Έριξε μια παρατεταμένη ματιά στη θάλασσα. Κι ύστερα έφερε το βλέμμα του στα γατάκια, τα οποία εξακολουθούσαν να παίζουν στο γρασίδι. Χαμογέλασε, φώναξε ένα «άντε γαμήσου», και πήδηξε στο κενό.
Αμέσως ακούστηκε το μήνυμα: «Η εταιρεία ασφαλειών υγείας «long life» σας υπενθυμίζει ότι η απόπειρα αυτοκτονίας απαγορεύεται από το νόμο. Εκτός αυτού, σε περίπτωση που δεν είναι επιτυχής, σας υπενθυμίζει ότι δεν καλύπτει τα έξοδα νοσηλείας. «Long life» για όσους ενδιαφέρονται να ζήσουν πολύ».
***
Νίκος Αραπάκης
via

Pages