Δεν σας ακολουθώ, το ξανασκέφτηκα.
Είναι πολύ μακρινό για μένα ταξίδι
το σωτήριο παράδειγμα∙ κουραστικό.
Δεν είναι στον καθένα εύκολη η αναζήτηση
μιας ασφαλέστερης φωλίτσας ενστίκτου.
Είναι πολύ μακρινό για μένα ταξίδι
το σωτήριο παράδειγμα∙ κουραστικό.
Δεν είναι στον καθένα εύκολη η αναζήτηση
μιας ασφαλέστερης φωλίτσας ενστίκτου.
………………………………………
αχ φυγή, ώχ σωτηρία
~ Κική Δημουλά
Η ερωτική αγάπη μάς καλωσορίζει σε ένα κόσμο, όπου η ένωσή μας κάνει τον κόσμο προσπελάσιμο για να τον διαβούμε. Οι φόβοι καταλαγιάζονται, οι ανησυχίες καθησυχάζονται, η ίδια η ζωή μας περιβάλλεται από νόημα και ενδιαφέρον. Αυτή η διαδικασία όμως απαιτεί την επαφή με την πραγματικότητα, την δέσμευση μαζί της και την αποκοπή μας από τον πλαστό κόσμο της φαντασίωσης που μας κρατά έγκλειστους στα παιδικά μας όνειρα.
Εάν έχουμε παραμείνει προσκολλημένοι στο παραμύθι που υφαίναμε στην βρεφική μας κούνια, τα ανώριμα κομμάτια του εαυτού μας καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος του ψυχισμού μας και προσδιορίζουν τις αντιδράσεις μας. Οπότε, όταν ο έρωτας μας ανταμώνει, ένας παιδικός εαυτός παίρνει τον έλεγχο και ενώ ο έρωτας γυρεύει την υπομονή για να μπορέσει να ανθίσει, εμείς χάνουμε την υπομονή μας και σαν ανώριμα παιδιά που περιμένουμε νωχελικά κάτω από το δέντρο να ωριμάσει το άγουρο φρούτο για να γευτούμε τους καρπούς του, επιμένουμε να πιστεύουμε, πως ότι θέλουμε μπορούμε να το αποκτήσουμε αμέσως και άκοπα.
Είχαμε μάθει ως παιδιά να χουχουλιάζουμε σε μια αστείρευτη προσφορά και το χουζούρι, που μας εξασφάλιζε αυτό το σούρσιμο στη ψυχή μας, μάς κάνει να αναπολούμε με νοσταλγία όλες εκείνες τις παραδεισένιες στιγμές, οπότε αρνούμαστε να εγκαταλείψουμε την ιδέα πως δεν μπορούν να επιστρέψουν ολάκερες. Σα να δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε πως ο χρόνος κυλά, οι δείκτες του ρολογιού περιστρέφονται καλωσορίζοντας τη καινούργια μέρα και σπαργανωμένοι με τα παιδικά μας όνειρα ραχατεύουμε από συνήθεια περιμένοντας ανεξάντλητα να καταπιούμε μπουκιές ζωής, οι οποίες θα μας προσφέρονται γαλίφικα στην παιδική μας κούνια από μια μητέρα έτοιμη να ανταποκριθεί στα ανεξάντλητά μας αιτήματα. Η αποθυμιά της μητρικής μυρωδιάς μάς κάνει να πιστεύουμε πως, μόλις η επιθυμία μας εκφραστεί, μια αγκαλιά θα την υποδεχτεί για να τη βοηθήσει να πάρει μορφή. Φανταζόμαστε πως εκείνη η αγκαλιά που θα μας προσφερθεί, θα εξασφαλίσει την αναγνώριση που χρειαζόμαστε για να επιβεβαιωθούμε, θα πλέξει γύρω μας σαν αύρα την αξία που θα προσκαλέσει το βλέμμα που χρειαζόμαστε για να γεμίσουμε από το θάμπος του και ένας ολόφωτος ουρανός θα μας περιβάλλει με τον αστροκέντητο μανδύα του.
Μόλις η επιθυμία μας ξεπροβάλλει, ελπίζουμε μυστικά πως το πρόσωπο, που την απευθύνουμε, θα μας υποστηρίξει ολόθερμα στην υλοποίηση της, ενώ θα περιβάλλει τις αμφιβολίες μας με ένα καθησυχαστικό περίβλημα, οπότε οποιαδήποτε νιφάδα χιονιού που θα μπορούσε να παγώσει την προσπάθεια μας, θα λιώσει κάτω από τη ζεστασιά της προθυμίας του. Έτσι, η επιθυμία μας θα αρχίζει να πεταρίζει, δοκιμάζοντας τα φτερά της, ανοίγοντας τα διάπλατα χάρη στη φιλόξενη αγκαλιά του που θα μας προσφέρεται αφειδώς, ενώ η λαχτάρα μας για ζωή θα αναδυθεί φτεροκοπώντας γοργά και θα μας περιτυλίξει ολόγυρα, εξυψώνοντας μας σε μια ευδαιμονία που θα απομακρύνει κάθε τι σκιερό από τη ζωή μας. Φυλάσσοντας αυτούς τους πόθους στην καρδιά μας περιμένουμε τον ιππότη που θα αφυπνίσει τόσο εκείνους όσο και εμάς για να τις υποδεχτούμε.
Όταν λοιπόν ο ερχομός ενός πρωτόγνωρου συναισθήματος αναταράζει το είναι μας και γιγαντώνει την επιθυμία μέσα μας, για να περιδιαβεί στο περιβόλι του έρωτα και να γευτεί τους καρπούς του, τότε ένας εαυτός γεμάτο απορία σα μικρό φοβισμένο αγρίμι κουλουριάζεται στην ανασφάλεια του. Μήπως θα είναι προτιμότερο να επιλέξω την ησυχία μου; Μήπως αυτό που ζω δεν είναι έρωτας, γιατί ο έρωτας στις σελίδες των παραμυθιών με το μαγικό του ραβδάκι ικανοποιεί όλες τις επιθυμίες και σε κάθε φυλλομέτρημα ένα χάδι ανέμου σβήνει τα ίχνη από επώδυνα συναισθήματα, μόλις ο σπόρος τους προβάλει σαν αγριόχορτο, ενώ ξεριζώνει ό,τι τον εμποδίζει να φανερώσει το φεγγοβόλημα του; Άρα και εκείνος δε θα έπρεπε σαν ήλιος που προβάλει να απλώσει πάνω μου την ασπίδα της προστασίας του, να κορφολογήσει επιδέξια τους βλαστούς που πλέον δεν μου χρειάζονται για να αναπτυχθώ καλύτερα, ώστε να μπορέσω να γευτώ τον έρωτά του, ενώ το άρωμα από τη μοσκοβολιά της αγάπης του θα με συνεπάρει τρυφερά για να περιτυλιχθεί και το δικό μου σώμα από την αρωματική του αύρα, ώστε να τον υποδεχτώ απολαμβάνοντας την προσφορά του; Εκείνος λοιπόν θα μου προσφέρει τα πάντα και καλπάζοντας γοργόφτερα θα σπαθίζει τις αντιστάσεις μου, θα λογχίζει τις αναστολές μου, ώστε να παραδοθώ στο ιπποτικό του κάλεσμα, όσο θα υποκύπτει στις επιθυμίες μου, προτού προλάβω να τις εκφράσω.
Κι όταν δεν το κάνει, ένα παιδικό παράπονο ξεχύνεται στην ψυχή μας που αποζητά την παιδική του φορεσιά, για να λικνιστεί στην βρεφική του κούνια, να νανουριστεί στα παιδικά του όνειρα και να αποξεχαστεί, όταν η ενήλικη του πλευρά τον καλεί να την ανταμώσει για να την αποδεχτεί, ώστε να κοιτάξει με στοχαστική ματιά τα θέματα του που απαιτούν ωριμότητα, για να μπορέσει να τα αναλάβει και να πορευτεί μαζί τους, συνομιλώντας με τις δυσκολίες που θα προκύψουν, αντιμετωπίζοντας τις με σθένος και με υπομονή.
Τα συναισθήματα που τρεχοβολούν στην καρδιά μας, ο εξαντλητικός χορός που μας περιστρέφει, τα συναισθήματα που μας απογειώνουν και μας προσγειώνουν με πάταγο, είναι τόσο ξέφρενα που κοπιάζουμε να καταλάβουμε τη σημασία τους, πόσο μάλλον να αφεθουμε σε αυτά και να στροβιλιστούμε στη δίνη τους. Όλη αυτή η εξαντλητική προσπάθεια μας κάνει να λουφάζουμε και μαχμουρλήδες να αναπολούμε τη μητρική αγκαλιά που μας πρόσφερε τα πάντα έτοιμα, ενώ μια δόλια σκέψη σαλεύει μέσα μας και μάς κάνει να θέλουμε να απαλλαγουμε από αυτό το συναίσθημα που ταλαιπωρεί τη καρδιά και το νου μας. Στα εμπόδια λοιπόν κλονίζεται η εμπιστοσύνη προς τον εαυτό μας και επομένως και στην αγάπη. Ένας φλύαρος φόβος μας κάνει να διαβούμε ξανά πάνω στις παιδικές μας πατημασιές και ζυγίζουμε τις δυνατότητες μας σε μια ζυγαριά που το αντίβαρο είναι άνισο, για να εξισορροπήσει την πίστη μας στις ενήλικες μας δυνατότητες.
Επιστρέφουμε στις μνήμες μας, όπου χωμένοι στη μητρική αγκαλιά τα πάντα έμοιαζαν ονειρικά και το καθετί μάς προσφέρονταν γενναιόδωρα, από μια μητέρα που μάς παραχωρούσε τα πάντα, ενώ γινόταν το υποστύλωμα μας, για να αναρριχηθούμε στην καρδιά της ώστε να μετοικήσει στο δικό μας σώμα η επιθυμία για ζωή. Περπατούσαμε πάνω στην καρδιά της ανενόχλητοι, όσο εκείνη μας καλωσόριζε σε ένα κόσμο που το χάδι του γινόταν πούπουλο, το οποίο απάλυνε οτιδήποτε ερχόταν σε επαφή μαζί μας, όπου η αιχμηρότητα του πλήγωνε το μαλακό μας κέλυφος. Μια παρόμοια επιθυμία προβάλει μόλις έρθουμε σε επαφή με την ανάγκη μας να αφεθούμε σε μια αγκαλιά που υπόσχεται ερωτικά σκιρτήματα, προσμένοντας πως η ηδονή που θα δοκιμάζουμε θα είναι ίδια με εκείνο το καθησυχαστικό χάδι που απλωνόταν στο ψυχικό μας δέρμα, χωρίς να το ζητήσουμε, χωρίς να το επιστρέψουμε.
Φαντασιωνόμαστε πως ο εαυτός μας είναι σαν παλάτι πελεκημένο με μαεστρία και εξαιρετική τέχνη και όσο καμαρώνουμε για αυτήν την εικόνα, φτιάχνουμε τις σιδερόπορτες, τις αμπαρώνουμε προσεκτικά και σφαλίζουμε τον εαυτό μας μέσα, ενώ εάν κάποιος προσπαθήσει να εισχωρήσει του αποδίδουμε το ρόλο του εισβολέα, και εκείνος επειδή δεν βρίσκει το χώρο να περάσει, αποκαρδιώνεται από τη προσπάθεια, λυγίζει και αποκαμωμένος αποχωρεί. Το παλάτι μας χωρά μόνο εμάς και την παραδεισένια αγκαλιά στην οποία χουχουλιάζουμε απερίσπαστοι από εξωτερικούς εισβολείς που θα μπορούσαν να διαταράξουν την ησυχία μας και να προκαλέσουν ένα ρήγμα στο όνειρο μας. Φανταζόμαστε πως κάποια στιγμή, ο ιππότης που περιμένουμε, θα σπάσει τις καστρόπορτες, θα μας πάρει στην αγκαλιά του, θα δαμάσει τις αντιστάσεις μας, θα λυγίσει μπροστά στο βλέμμα μας και θα μας ικανοποιήσει όλες εκείνες τις επιθυμίες που παρέμεναν χρόνια μέσα σε εκείνο το κελί να συντηρούνται υποτονικά, περιμένοντας ένα ρυθμό να τις αναζωογονήσει. Όσο περιμένουμε, διαπιστώνουμε πως εκείνος ο επισκέπτης που χτυπά την πόρτα δεν μπορεί να γίνει φιλοξενούμενος μας, γιατί δεν πληρεί τις προϋποθέσεις που βάζουμε, αποκλείοντας όποιον προσπαθήσει να εισέλθει στα άδυτα μας. Κάθε επισκεπτήριο παραμένει στην είσοδο, γιατί δεν καταφέρνει να δρασκελίσει τα σκαλοπάτια που θα πρέπει να διαβεί για να φτάσει στην καρδιά μας και επειδή αδυνατούμε να δούμε πως το ύψος του κάθε σκαλοπατιού, έτσι όπως το έχουμε χτίσει, είναι υπερβολικά ψηλό για να το διαβεί κάποιος, η αξία μας φθίνει γιατί την άκαρπη προσπάθεια την παραφράζουμε ως απόρριψη και αποτυχία.
Έτσι πορευόμαστε συντροφιά με την μοναχικότητα μας που την αποκαλούμε αυτονομία, ενώ στην πραγματικότητα η μοναξιά μας είναι η ανέλπιδη προσπάθεια για επιστροφή σε εκείνο τον Παράδεισο της μητρικής αγκαλιάς που δυσκολευόμαστε να την αποχωριστούμε και να απογαλακτιστούμε από αυτήν, ώστε να δεχτούμε την αγάπη, την οποία για να την κατακτήσουμε, θα πρέπει να γίνουμε εξερευνητές της, ανιχνεύοντας τις περιοχές της απ’ άκρη σε άκρη.
Το πάθος μας να αναδημιουργήσουμε αυτήν την αγκαλιά, κρύβει μέσα του την ανάμνηση μιας αγκαλιάς που μας προσφέρθηκε εξαρτητικά, αλλά και μια δυσκολία να αποκοπούμε από αυτήν, γιατί το γάλα ήταν γλυκό σα μέλι και για τα δυο πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτήν την εικόνα. Ένας ομφάλιος λώρος που μας δένει μας κάνει να επιστρέφουμε, ελπίζοντας όμως πως αυτή την φορά η επιστροφή θα δημιουργήσει μια νέα φωλιά, όπου ενώ θα έχει την ίδια θέρμη, θα παρέχει τον αέρα ελευθερίας που θα μας επιτρέψει την έξοδο από τον εναγκαλισμό της, ώστε να πάψουμε να την αποζητούμε νοσταλγικά επιστρέφοντας, για να μπορέσουμε να καλωσορίσουμε το ταξίδι στη ζωή μας.
Ο έρωτας περιέχει μέσα του την αλλαγή και την έναρξη ενός διαφορετικού κύκλου ζωής. Αποχαιρετάμε μέσα μας το ανώριμο κομμάτι του εαυτού μας, για να μεστώσει η επιθυμία για σχέση, για διεκδίκηση, για αλλαγή, για ωριμότητα. Κάθε αποχαιρετισμός εμπεριέχει συναισθήματα πένθους, τα οποία μας κατακλύζουν και αν δεν εκφραστούν, γίνονται θρήνος για αυτό που αποχαιρετάμε που μπορεί να κρατήσει στιγμές, είτε να διαρκέσει και να μας δυσκολέψει στις αποφάσεις μας, καθηλώνοντάς μας. Ενώ η αλλαγή είναι επιθυμητή, αν το κομμάτι του εαυτού μας που ετοιμάζεται να τη δεχτεί είναι ανέτοιμο να την αντιμετωπίσει, μπορεί να λυγίσει κάτω από το βάρος κατακλυσμιαίων συναισθημάτων και να μη την φιλοξενήσει. Τότε διατρέχουμε τον κίνδυνο, ενώ πασχίζουμε να της δώσουμε μια θέση στη ζωή μας, να ανακαλύψουμε πως η θέση της καρδιάς μας είναι γεμάτη από τη παιδική μας πούδρα, όπου οι κόκκοι της σκόνης φράζουν τους πόρους της επιθυμίας μας να ενηλικιωθούμε και να ευφρανθούμε με νέες μυρωδιές που θα προσπαθήσουμε να τις γνωρίσουμε σε περιβόλια που θα τα καλλιεργήσουμε με αγάπη.
Το μικρό παιδί μέσα μας αποζητά να μεγαλώσει, να αποχωριστεί την περιορισμένη του εικόνα και ελπίζει σε μας να το βοηθήσουμε να αποδεχτεί με αγάπη τα σκιρτήματά του και να γαληνέψουμε τα πρωτόγνωρα συναισθήματά του, για να αποδεχτεί και εκείνο το δικαίωμά στο μεγάλωμά του. Έτσι ο κόσμος γίνεται προσφιλής για μας, τον διαβαίνουμε με ασφάλεια, φτιάχνουμε τη φωλιά μας σε αυτόν, όπου προετοιμάζουμε το φτεροκόπημα των ονείρων μας και παραδιδόμαστε στα πετάγματα ελευθερίας μας με ασφάλεια και εμπιστοσύνη.
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι