Με την άκρη του ματιού της, την είδε. Ήταν πλάι στο πόδι του κρεβατιού. Μια τόση δα μικρή φωτογραφία. Ασπρόμαυρη. Τσακισμένη στις άκρες. Φαίνεται πως έπεσε καθώς σκάλιζε παλιά άλμπουν και ξεχασμένα κειμήλια. Χρονιάρα μέρα σήμερα και είπε να περιπλανηθεί στις αναμνήσεις της, να θυμηθεί κάποιες ευτυχισμένες στιγμές, να μαλακώσει η ερημιά της. Την έτρεμε τη λήθη. Έτρεμε τη στιγμή που το μυαλό της θα ξεχνούσε. Δεν θα το αφήσω να με ξεχάσει… δεν θα το επιτρέψω, έλεγε έντρομη. Όμως διαπίστωνε πως αυτό γινόταν κάπως ύπουλα, πως ήδη είχε ξεχάσει πολύ σημαντικά πράγματα της περασμένης της ζωής, πράγματα που τα είχε ζήσει με ιερό πάθος.
Κοιτάζει ακόμα την ασπρόμαυρη φωτογραφία στην άκρη του κρεβατιού και προσπαθεί να λυγίσει το σώμα της να την πάρει. Όμως το σώμα πονάει καθώς γέρνει. Πονάνε οι κουρασμένες αρθρώσεις, βγάζουν ένα υπόκωφο βογκητό, θαρρείς, καθώς τα κακόμοιρα κόκαλα, τα δαντελένια πια, τριζοβολούν ανυπεράσπιστα. Κι ένας μικρός πανικός στο βλέμμα της. Με τίποτα δεν μπορώ να τον σταματήσω, τον χρόνο, λέω, χύθηκε μέσα στο σώμα μου και το κατατρώει, με κατάφαγε αλύπητα. Και προσπαθεί να σκύψει με προσοχή να πιάσει τη φωτογραφία.
Με τίποτα, λέει πάλι. Και παίρνει ανάσα.
Χριστούγεννα σήμερα. Τα περίμενε πώς και πώς. Κι ούτε ήξερε γιατί. Για να ψάξει στα χρονοντούλαπα των αναμνήσεων ίσως. Για να πονέσει. Ο πόνος κρατά τη μνήμη ζωντανή. Είχε ανάγκη να πονέσει. Να νιώσει ευγνωμοσύνη που πόνεσε. Κάθε χρόνο σαν σήμερα πήγαιναν σε ένα μικρό σπίτι που είχαν στην εξοχή και εκεί στόλιζαν το δέντρο. Έκοβαν ένα κλαδί από το βουνό και το έστηναν πλάι στο τζάκι. Ύστερα κοίταζαν από το μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο. Τα δέντρα γυμνά. Το τοπίο γκρίζο. Όμως εκείνα τα Χριστούγεννα που κυριαρχούν στο μυαλό της ήταν χιονισμένα. Από την παραμονή είχε αρχίσει να το στρώνει. Και το πρωί όλα ήταν κατάλευκα, σαν να είχαν βγει από χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Η καρδιά της σκίρτησε. Αν υπάρχει ευτυχία στον βίο, ήταν εκείνες οι στιγμές, σκέφτεται τώρα. Και λυπάται, πολύ λυπάται, που δεν το ήξερε τότε, να τις ζήσει πιο δυνατά, πιο απόλυτα. Πρέπει να τις θυμηθώ μία μία, σκέφτεται πάλι, να τις ζήσω ξανά, να τις κάνω καταδικές μου, μπορώ άραγε; Αυτό το επιτρέπει ο χρόνος;
Ή τις παίρνει κι αυτές, τις αλλοιώνει, τις γεμίζει ομίχλη θαμπή.
Κάθεται πάνω στο κρεβάτι γιατί το σώμα της πόνεσε να στέκεται τόση ώρα ακίνητο μέσα στις θύμησες. Τα δάχτυλά της σφίγγουν τη φωτογραφία. Ακόμα δεν την είδε. Σαν να τη φοβάται. Τον φοβάται τον πόνο που ίσως θα νιώσει βλέποντας το πρόσωπό του. Κι ας υπήρχε παντού γύρω της. Από τότε που έφυγε, το πρόσωπό του είχε πια ενωθεί με καθετί που κοίταζε. Λες και ήταν διάχυτο μέσα στο τοπίο. Προπαντός στα τοπία που κοίταξαν μαζί. Αυτά τα κοίταζε με το δικό του βλέμμα. Κι ας μην το καταλάβαινε ακριβώς. Ήταν σίγουρη πως το βλέμμα του ήταν εκεί, χωνεμένο μέσα στο τοπίο εκείνο που το κοίταξε μαζί του ευτυχισμένη. Κάπως έτσι. Και δεν την ενδιέφερε να το αναλύσει αυτό. Φτάνει που το ζούσε με την καρδιά της. Που τον ένιωθε ένα με το τοπίο. Μόνο που τότε δεν ήξερε. Ποτέ δεν ξέρουμε αυτό που ακριβώς ζούμε. Είναι σαν να μας ξεφεύγει το πιο ουσιώδες. Όμως πρέπει να βρω κι αυτό που μου ξέφυγε, τότε. Πώς το επέτρεψα να ζήσω τόσο ελλειπτικά. Τόσο φευγαλέα.
Ήταν πράγματα που τα προσπερνούσε έτσι απαρατήρητα. Και θυμώνει τώρα.
Δεν ήξερε πόσο σημαντική ήταν και η μία μικρή στιγμή της ζωής της. Πόσο μοναδική την κάνει το γεγονός ότι, την ίδια εκείνη στιγμή που υπάρχει, χάνεται.
Α, πώς δεν το ήξερε αυτό!
Πώς δεν το είχε προσέξει!
Ήταν αυτό ακριβώς που πάντα της ξέφευγε.
Όμως ήταν ευτυχισμένη. Και το προσπερνούσε χωρίς πόνο.
Δεν είχε καιρό να πονέσει.
Για φαντάσου! Κάποτε δεν είχε καιρό για τον πόνο!
Στην ευτυχία δεν έχουμε καιρό για τέτοια, σκέφτεται τώρα.
Και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.
Μπορεί και να μην καταδεχόμουν να πονέσω, λέει.
Τόσο αθώοι είμαστε μπρος σε αυτό που μας εξουσιάζει.
Τόσο αθώους μας θέλει ο χρόνος για να γίνουμε τα τέλεια θύματα του.
Όμως το μυαλό μου δεν θα το εξουσιάσεις!
Όσο πονάει, θα είναι ζωντανό και θα σε μάχεται, λέει πάλι και κάπου φοβάται την Ύβρι.
“… ανέτειλε τω κόσμω το φως …” Ο ψαλμός που ακούγεται από το ραδιόφωνο τη συνεπαίρνει. Τι λόγος Θεέ μου! Λες και τον ακούει πρώτη φορά. Ή μήπως κάθε φορά είναι ένα καινούριο φως; Λες να ανατέλλει για τον καθένα ξεχωριστά; Και για μένα; Μπορεί να ανατείλει και για μένα; Χα! Και τι είμαι εγώ! Ανατέλλει για τον κόσμο, για τον άνθρωπο, αυτόν τον βασανισμένο, τον τυραγνισμένο. Όμως κι εγώ το ίδιο είμαι. Επομένως ανατέλλει και για μένα, λέει πάλι. Κι η ψυχή της γαληνεύει. Δεν είμαι ολομόναχη στην ερημιά. Μεγαλώνει τον ήχο στο ραδιόφωνο ν” ακούσει καλύτερα. “… και επί γης ειρήνη!” συνεχίζει ο ψαλμός. Κι εκείνη το βάζει στο πιο δυνατό. Το βάζει ξανά να το ακούσει πολλές φορές. Μπορεί; Θα μπορούσε άραγε αυτή η επί γης ειρήνη… Ή μήπως είναι από τα θαύματα που θυμώνουν αν δεν τα πιστέψεις; Από τα θαύματα, που πρέπει να πιστέψεις στο “αδύνατο” για να γίνουν;
Αν όλοι βάζαμε ένα χέρι βοηθείας σ” αυτό το ανατέλλον φως, μήπως…”
Η σκέψη τη γεμίζει ενέργεια. Το σώμα της σβέλτο και δυνατό, σαν νεανικό. Κι ο πόνος άφαντος.
Φοράει το καλό της φόρεμα. Χτενίζεται όμορφα. Ανοίγει το παράθυρο να μπουν οι χριστουγεννιάτικοι ήχοι, οι εικόνες του δρόμου με τα στολισμένα δέντρα, οι ομιλίες των λιγοστών περαστικών.
Αισθάνεται πως συμμετέχει κι εκείνη στο χριστουγεννιάτικο πνεύμα. Κι αυτό είναι θαυμάσιο!
Ετοιμάζει ένα πλούσιο πρωινό και αποφασίζει να δει τη φωτογραφία.
Ένα τρέμουλο στο χέρι καθώς την κρατά. Πρέπει να βάλει τα γυαλιά της γιατί τα πρόσωπα δεν διακρίνονται καθαρά. Προσπαθεί να ξεπεράσει τον φόβο. Όμως γιατί φοβάται να τον δει; Αφού είπε, αγαπά τον πόνο που κρατά τη μνήμη ζωντανή.
Είπε, η αγάπη είναι πόνος.
Ή αλλιώς: Ποτέ η αγάπη χωρίς λίγος πόνος!
Αυτό που βρίσκω τόσο θαυμάσιο, όπως θα έλεγε η Ουίννυ!
Και παίρνει βαθιά ανάσα.
Σκύβει και κοιτάζει τη φωτογραφία. Τη φέρνει κοντά στα αδύνατα μάτια της να τη δει καλά.
Οι δυο τους αγκαλιασμένοι και γελούν.
Α, τι όμορφοι που είναι!
Και χαμογελά κι εκείνη. Αυτό δεν μπορεί να το εξουσιάσει ο χρόνος, λέει δυνατά να το ακούσει.
Έχει ανάγκη να νιώσει πως το άκουσε και ο Χρόνος!
Γιατί είναι σαν να τον εκδικείται τώρα.
Δεν μπορεί να τα πάρει όλα. Τη μνήμη μας δεν μπορεί να την πάρει. Είναι δική μας. Και ό,τι αναβιώνει μέσα της το καθιστά ιερό η αγάπη.
Το μ ε τ α – π ο ι ε ί σε Άγγελο με σεντιφένιο σώμα και μάτια που ακυρώνουν τη στάχτη.
Καλά Χριστούγεννα! λέει, χαμογελώντας ακόμα.
Και το φως εκείνο το άκτιστο, που λάμπει γύρω της πανύψηλο, καλά Χριστούγεννα, της απαντά.