Το «Θυμήσου, σώμα...» είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά ποιήματα της καβαφικής δημιουργίας, το οποίο με τις δύο κιόλας λέξεις του τίτλου του φέρνει στην επιφάνεια δύο κεντρικές θεματικές της ποίησης, αλλά και της προσωπικής ζωής του Καβάφη. Τη μνημονική λειτουργία, την ανάκληση δηλαδή εμπειριών του παρελθόντος και τη σωματική απόλαυση του έρωτα.
Ο Καβάφης από νωρίς αντιλαμβάνεται το γοργό πέρασμα του χρόνου και αποδίδει έτσι, στις εμπειρίες της νεότητας, την ιδιαίτερη αξία που τους αναλογεί. Γνωρίζει πως η φθορά που επέρχεται στο σώμα και στη μορφή του, θα του στερήσουν σύντομα τη δυνατότητα να διεκδικεί το ερωτικό ενδιαφέρον και να απολαμβάνει τον έρωτα, όπως ο ίδιος τον επιθυμεί. Συλλέγει, γι’ αυτό με προσοχή τις νεανικές του μνήμες και τις αποτυπώνει στους στίχους του, προφυλάσσοντάς τες από τη διαβρωτική επενέργεια της λήθης και συνάμα καθιστώντας τες πολύτιμο κτήμα της συλλογικής μνήμης. Ερωτικές απολαύσεις, καλαίσθητα σώματα και άρτια εφηβικά ή νεανικά πρόσωπα, βρίσκουν διαρκές καταφύγιο στους τολμηρούς στίχους του.
Θα περάσει πολλές στιγμές στα χρόνια της ωριμότητάς του, που θα αφήνεται στο νοσταλγικό κάλεσμα του ηδονικού παρελθόντος του. Όσα, καθώς μεγαλώνει δεν μπορεί να τα ζήσει ξανά, τα αναζητά στα νεανικά του χρόνια και τα αναβιώνει υπό το αδύναμο φως των κεριών, στην κάμαρά του. Η ανάκληση παρελθοντικών εμπειριών, η κυριαρχία της μνημονικής διαδικασίας και φυσικά η θλίψη που φέρνει η επίγνωση πως οι απολαύσεις της νεότητας ανήκουν πια στο παρελθόν, αποτελούν επανερχόμενα στοιχεία στην ποίηση του.
Στα πλαίσια μιας τέτοιας αναπόλησης συντίθεται και το «Θυμήσου, σώμα...», να ζητά από το σώμα του να θυμηθεί, όχι μονάχα τις απολαύσεις που γνώρισε, αλλά και τις επιθυμίες που ξύπνησε, χωρίς ποτέ να τις γευτεί. Εδώ, απευθύνεται στο σώμα του κι όχι στη μνήμη του, όπως κάνει σε άλλα ποιήματα, καθώς θέλει να αναβιώσει την ερωτική εκείνη αίσθηση της επιθυμίας που διεγείρει κυρίως το σώμα. Δεν αποζητά, απλώς, την ανάμνηση του πόθου που προκάλεσε, αλλά και την έλξη και την αναστάτωση που βίωσε κι ο ίδιος.
Θυμήσου, σώμα τις επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά και τρέμανε μες στη φωνή. Οι σωματικές εκείνες αντιδράσεις που προδίδουν την ερωτική επιθυμία και καθιστούν εναργέστερο το ηδονικό κάλεσμα, η έλξη που φανερώνεται στο κοίταγμα και η αναστάτωση που κάνει τη φωνή να τρέμει, είναι τα στοιχεία που θέλει ο ποιητής να θυμηθεί ξανά το σώμα του. Τώρα πια, είναι οι αποδείξεις πως κάποτε υπήρξε κι εκείνος ποθητός, τότε ήταν οι ενδείξεις που ξυπνούσαν μέσα του κυρίαρχη την ερωτική επιθυμία.
Επιθυμίες ισχυρές, οι οποίες όμως δεν έφτασαν ποτέ στην πραγμάτωσή τους, γιατί κάποιο τυχαίο εμπόδιο τις ματαίωσε. Με το πέρασμα όμως του χρόνου, μοιάζει σα να δόθηκε το σώμα και σ’ αυτές τις απολαύσεις, σα να τις έζησε κι αυτές στην πληρότητά τους.
Παραμερίζει τα κρεβάτια στα οποία πλάγιασε, τις ερωτικές εμπειρίες δηλαδή που πραγματικά απόλαυσε, κι αφήνει το σώμα του να θυμηθεί κι ακόμη περισσότερο να γευτεί κι εκείνες τις επιθυμίες που τότε δεν μπόρεσε να ζήσει. Αποζητά πλέον να αισθανθεί, όχι μόνο ό,τι συνέβη, αλλά κι εκείνο που θα μπορούσε να είχε συμβεί, ιδωμένο πλέον σε μιαν άρτια φαντασιακή ολοκλήρωση, χωρίς περιττές μεταμέλειες και χωρίς μοιραία εμπόδια.
Το ποίημα κλείνει επαναλαμβάνοντας το κάλεσμα του ποιητή στο σώμα του να θυμηθεί τις επιθυμίες εκείνες που φανερά προκάλεσε, έστω κι αν δεν τις απόλαυσε, παρουσιάζοντας έτσι με έμφαση τη σκέψη του ποιητή πως υπήρξε μια σειρά πολύτιμων ηδονικών εμπειριών που θα μπορούσε να είχε βιώσει, μα δεν το κατάφερε. Εμφανής είναι η αίσθηση απώλειας του ποιητή μπροστά στη συνειδητοποίηση όλων αυτών των χαμένων ευκαιριών για ηδονική απόλαυση, όπως εμφανής είναι και η διάθεσή του να αφήσει τη μνήμη του να επανορθώσει τις απώλειες αυτές που προκλήθηκαν από τυχαίες περιστάσεις και εμπόδια.
Κωνσταντίνος Καβάφης «Θυμήσου, σώμα... »
Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στη φωνή - και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες - πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
via