Χρειάστηκε να περάσουν αιώνες για να συνειδητοποιήσουμε και να ανακαλύψουμε εκ νέου «το συνεχές τής γνώσης», την ανάγκη να ξαναδούμε τη γνώση στην ολότητά της. Αυτό είναι που τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο αναγνωρίζεται διεθνώς ως αίτημα τής επιστήμης αλλά και τής παιδείας. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι- τηρουμένων των αναλογιών- έχουμε μια μορφή επιστροφής στην προσέγγιση τής γνώσης που χαρακτήριζε τους διανοητές τής ελληνικής αρχαιότητας, στη γνώση που συνδύαζε τη φιλοσοφία με τα μαθηματικά και τη γλώσσα, την τέχνη με την πολιτική, τον άνθρωπο με τον θεό, τον κόσμο με τη ζωή, τον μύθο με την πραγματικότητα, το σώμα με το πνεύμα.
Στην προσπάθεια τού ανθρώπου να κατακτήσει τη γνώση πέρασε από το γενικό στο ειδικό, από το καθολικό στο μεμονωμένο, από το όλον στα μέρη. Η λαχτάρα για εξειδίκευση και το κυνήγι τής ειδικής, πλήρους, βαθύτερης και εκτεταμένης γνώσης οδήγησε σε χωρισμούς και διαχωρισμούς, εν τέλει δε σε κατακερματισμούς. Οδήγησε σταδιακώς σε χωρισμό τής επιστήμης σε επιστήμες, των επιστημών σε κλάδους, των κλάδων σε τμήματα, των τμημάτων σε τομείς κ.ο.κ. Παράλληλα οδήγησε στην ανάλυση και ανάδειξη των «ελάχιστων συστατικών», στις μονάδες, στα μόρια, στα άτομα, στα κουάρκ, στα ελάχιστα χαρακτηριστικά. Έτσι επήλθε βαθμηδόν όλο και μεγαλύτερη ειδίκευση αλλά και αποστασιοποίηση, όλο και μεγαλύτερη εμβάθυνση αλλά και διάσπαση, ένας απόλυτος κατακερματισμός που θυσίασε το δάσος στα δέντρα.
Αυτό που προκύπτει ως αδήριτη ανάγκη σήμερα είναι να ξαναβρούμε τον μίτο που ενώνει τις ποικίλες μορφές τής γνώσης, αξιοποιώντας παράλληλα την εκπληκτική πρόοδο που έχει σημειωθεί στις επιστήμες. Να επανασυνδέσουμε τις θετικές επιστήμες με τις κοινωνικές- ανθρωπιστικές και όλες μαζί με τις τέχνες και τον πολιτισμό. Να πραγματωθεί η μετάβαση από τις γνώσεις στη γνώση, να πάρει σάρκα και οστά η μέγιστη αυτή υπέρβαση. Με βάση τα σύγχρονα επιστημονικά επιτεύγματα και τις προκλήσεις τού αιώνα μας να διαλεχθούν οι επιστήμες και οι επιστήμονες στο πλαίσιο μιας δημιουργικής διακλαδικότητας καιδιεπιστημονικότητας. Και όλα με επίκεντρο τον άνθρωπο. Έτσι που μέσα από τη συνέχεια και τη συνοχή τής γνώσης, μέσα από την ανθρωπιστικά διηθημένη γνώση, μέσα από το καταστάλαγμα τής γνώσης να προέλθει τελικά ο φωτισμός: η γνώση να γίνει σοφία. Γιατί γνώση μαζί και σοφία τι άλλο είναι από την κορύφωση και την καταξίωση τού καθοριστικού γνωρίσματος και χαρίσματος τού ανθρώπου, τού πνεύματος;
Απογοητευμένοι από το σκόρπισμα τής γνώσης σε ασύνδετες πληροφορίες, αναζητήσαμε τη λύση στη διαθεματικότητα, ιδίως στον χώρο τής εκπαίδευσης. Παίρνουμε διάφορα θέματα και τα εξετάζουμε από ποικίλες πλευρές (το νερό, λ.χ., από πλευράς φυσικής και χημείας, υγείας, διάθεσης φυσικών πόρων και περιβάλλοντος, οικονομίας, αλλά και από τη σκοπιά τής λογοτεχνίας, των εικαστικών τεχνών, τής μουσικής, κτλ.). Η διαθεματικότητα ήταν και είναι «μια κάποια λύση» όσο αποτελεί μορφή διεπιστημονικότητας. Παρά τον αποσπασματικό και μεμονωμένο χαρακτήρα της, είναι αναντίρρητα χρήσιμη, ιδίως ως εφαρμογή μιας συνδυαστικής θεώρησης που αναδεικνύει κάποια κοινά στοιχεία.
Αν σκεφθούμε ότι στον τόπο αυτόν γεννήθηκε η έννοια και η πρακτική τής σύνθεσης τής γνώσης ώστε να καταλήγει σε σοφία από και για τον άνθρωπο, αλλά και ότι σήμερα ζούμε μια γενικότερη απαξίωση τής χώρας με αφορμή την οικονομική μας κατάπτωση, είναι παραπάνω από χρήσιμο, είναι εύγλωττο και παρήγορο το μήνυμα που εκπέμπει η πρωτοβουλία τού κοινωφελούς ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» να οργανώσει αυτό τον καιρό στην Αθήνα τους «Διαλόγους των Αθηνών». Πρόκειται στην ουσία για ένα καινοτομικό πρόγραμμα, τού οποίου η πρώτη εκδήλωση είναι ένα (πραγματικά) Διεθνές Συνέδριο με συμμετοχή προσωπικοτήτων από τον χώρο τής επιστήμης, τής τέχνης και τής διανόησης και με θέμα τον ελληνικό πολιτισμό και τη συμβολή που μπορεί να έχει η ελληνική σκέψη σε προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Και όλο αυτό μέσα από μια ευρύτερη διεπιστημονική θεώρηση και μάλιστα σε διαχρονική διάσταση που επιτρέπει πολλαπλές θεωρήσεις, μια επιστημονική και πνευματική πολυφωνία, με ζητούμενο τον κοινό προβληματισμό και τη σύνθεση τής γνώσης προς μια σοφία που μπορεί να ρίξει φως σε μερικά από τα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα.
Μια τέτοια παρουσία, πέρα των άλλων, φέρνει τη μικρή Ελλάδα να θέτει σε διεθνές επίπεδο ένα μεγάλο θέμα για συζήτηση που δείχνει ότι σ΄ αυτή τη χώρα μπορεί ακόμη να υπάρξει «παγά λαλέουσα» που ίσως αφυπνίσει συνειδήσεις με το μεγαλύτερο όπλο των αιώνων που εφεύρε η Ελλάδα, τον διάλογο.
ΥΓ. Κύριες θέσεις τού άρθρου μου «Παιδεία και όχι χαρτί» ήταν ότι «μόνη η επαγγελματικήαπασχόληση και αποκατάσταση ως κριτήριο θα οδηγούσε σε υποβάθμιση και σταδιακή κατάργηση πολλών πανεπιστημιακών κλάδων με πρώτες τις ανθρωπιστικές σπουδές», ότι «Η αντίληψη τού «να πάρεις ένα πανεπιστημιακό χαρτί για να βρεις δουλειά» ακυρώνει την έννοια των πανεπιστημιακών σπουδών και τής Παιδείας γενικότερα» και ότι «Η μόνη βάση συζητήσεως είναι τι ποιότητα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μπορούμε να εξασφαλίσουμε.»Με τις κύριες αυτές θέσεις μου, στις οποίες στηρίζεται το συμπέρασμά μου ότι «Τα πανεπιστήμια δεν είναι επαγγελματικές σχολές», δεν νομίζω να διαφωνεί κατά βάθος ο εκλεκτός συνάδελφος κ. Θ. Τ. («Το Βήμα», 11 Νοεμβρίου). Εκτός αν ο ίδιος θέλει τα Πολυτεχνεία να είναι απλές επαγγελματικές σχολές.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης www.babiniotis.gr