Ο θάνατος μπορεί να γίνει ο μεγαλύτερος σύμμαχος της ζωής μας. Ο πιο πιστός μας φίλος και ο καλύτερος δάσκαλος μας. Στην πραγματικότητα ο μόνος τρόπος να δεχτεί κανείς τη ζωή είναι να δεχτεί τον ίδιο τον θάνατο. Ο θάνατος μας διδάσκει πως υπάρχει ένα όριο. Μας
λέει ότι πρέπει να ζήσουμε τη ζωή τώρα, αυτή τη στιγμή. Ότι δεν έχει σημασία η ποσότητα του χρόνου που ζούμε αλλά η ποιότητα. Ότι η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε, αλλά από τις στιγμές που κρατάμε την αναπνοή μας. Μας φωνάζει να χαρούμε το σήμερα.
Συνήθως θεωρούμε ότι ο θάνατος είναι το τέλος. Η ζωή και ο θάνατος όμως είναι οι δυο πόλοι της ίδιας ενέργειας, του ίδιου φαινόμενου, όπως είναι ο χειμώνας και το καλοκαίρι, η μέρα και η νύχτα. Δεν είναι αντίθετα αλλά συμπληρωματικά. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής αλλά η κορύφωση της. Μας βοηθάει να αντιληφθούμε πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος μας ώστε να τον αξιοποιήσουμε, για να προλάβουμε να αναπτυχθούμε και να ολοκληρωθούμε.
Ο φόβος του θανάτου είναι ουσιαστικά ο φόβος του ανεκπλήρωτου. «Νιώθω ότι έχω αγαπήσει κι έχω αγαπηθεί τόσο πολύ σ’ αυτή τη ζωή, που δε φοβάμαι να πεθάνω» μου είπε κάποτε μια φίλη μου. Είναι τόσο απλά τα πράγματα. Δε φοβόμαστε τον θάνατο αλλά τη ζωή που δε προλάβαμε να ζήσουμε. Αρπαζόμαστε από τη ζωή, γιατί η ζωή μας είναι ανεκπλήρωτη, γιατί η ζωή μας είναι άδεια. Και για να την γεμίσουμε προσκολλιόμαστε σε εφήμερα πράγματα, σε αντικείμενα, σε ανθρώπους και σε μελλοντικές επιθυμίες και δε ζούμε το σήμερα. Όλα αυτά όμως μπορεί να τα χάσουμε και οι επιθυμίες μας μπορεί να μείνουν ανεκπλήρωτες, με αποτέλεσμα να ζούμε μέσα στην απελπισία.
Ποιος είναι αυτός που μέσα σου φοβάται τον θάνατο ; Η ζωή ; Αδύνατον ! Πως είναι δυνατόν να φοβάται η ζωή την ίδια την διαδικασία ολοκλήρωσής της ; Το εγώ είναι που φοβάται μέσα σου. Η ζωή και ο θάνατος δεν είναι αντίθετα. Το εγώ και ο θάνατος είναι αντίθετα. Το εγώ και η ζωή είναι αντίθετα. Το εγώ φοβάται να ζήσει και το εγώ φοβάται και να πεθάνει. Φοβάται να ζήσει επειδή κάθε προσπάθεια, κάθε βήμα προς τη ζωή, φέρνει το εγώ πιο κοντά στο θάνατο.
Ο θάνατος μας προτρέπει, οτιδήποτε καλό μπορούμε να κάνουμε, ό,τι καλοσύνη μπορούμε να προσφέρουμε σε κάποιον να την προσφέρουμε τώρα. Να μην την αναβάλλουμε γιατί δε ξέρουμε αν θα μας δοθεί άλλη ευκαιρία.
«Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.» έγραψε ο Μάρκες στο τελευταίο στάδιο της ζωής του, άρρωστος από βαριά μορφή λευχαιμίας.
Ο θάνατος μας διδάσκει πως όλα τα πράγματα είναι παροδικά. Όλα πεθαίνουν. Αυτό ισχύει για τη φύση όπως και για την ανθρώπινη ζωή. Όταν το λουλούδι έχει ανοίξει τα πέταλα του, όταν έχει στείλει το άρωμα του ως της πιο μακρινές γωνιές της ύπαρξης, έχει χαρεί την κάθε στιγμή, έχει δει τον ήλιο να ανατέλλει, έχει ζήσει τη ζωή, έρχεται η πλήρωση το δειλινό και το λουλούδι είναι έτοιμο να αναπαυτεί. Χωρίς άγχος, χωρίς κλάματα, χωρίς να προσπαθεί να αρπαχτεί για να ξεφύγει.
Ο φιλόσοφος Όσσο μας δίνει μια νέα διέξοδο στο φόβο του θανάτου :
“Αν θέλεις στα αλήθεια να σκοτώσεις το θάνατο, αποδέξου τον. Αποδέξου τον ολοκληρωτικά. Και μέσα σ’ αυτή την αποδοχή ο θάνατος εξαφανίζεται, επειδή δεν πεθαίνεις π
οτέ στ’ αλήθεια. Μόνο το εγώ πεθαίνει. Αν αποδέχεσαι τον θάνατο ολοκληρωτικά τότε απαρνιέσαι το εγώ. Έτσι δε μένει τίποτα για να κάνει ο θάνατος. Κάνεις εσύ τη δουλειά του.
Τι μπορεί να σου πάρει ο θάνατος ;
Θα πάρει τα χρήματά σου , θα σου πάρει τη γυναίκα, θα σου πάρει τον άνδρα, θα σου πάρει τις σχέσεις σου, θα σου πάρει τον κόσμο σου. Μην προσκολλάσαι σε τίποτα από αυτά. Τότε τι θα έχει μείνει στο θάνατο για να σου πάρει ; Θα σου πάρει το εγώ, την ταυτότητα του εαυτού σου, την ιδέα ότι «υπάρχω σαν ξεχωριστή οντότητα». Αυτό θα σου πάρει.
Μπορείς να το διαλύσεις. Αυτό είναι ο διαλογισμός : Η συνειδητή, η εθελοντική απόφαση ότι «θα διαλύσω το εγώ, θα ξεκολλήσω από αυτό.»
Αν ξεκολλήσεις από το εγώ, τότε τι μένει ; Έχεις ήδη πεθάνει. Και μόνο εκείνοι που έχουν ήδη πεθάνει νικούν τον θάνατο και φτάνουν στην αφθονία της ζωής.”
Κανείς μας δε γνωρίζει, πόσο μακρινή ή κοντινή είναι η ώρα που, όπως το μικρό φύλλο του παραμυθιού, θα εγκαταλείψουμε το δέντρο της ζωής. Η Φύση μας διδάσκει, πως όλα τα πράγματα πρέπει να περάσουν και όλα θα επιστρέψουν. Μας λέει πως κάθε νέα αρχή μας φέρνει πλησιέστερα σε ένα τέλος και πως κάθε ελεγεία έχει μέσα της την ηχώ και την υπόσχεση μιας μελλοντικής γιορτής. Μας θυμίζει πως η αγάπη που φαίνεται τώρα παντοτινή, μπορεί γρήγορα να γίνει μια μακρινή ανάμνηση. Πως τα βάσανα είναι αναπόφευκτα και πως μέσα στο αναπόφευκτο βρίσκεται η σταθερότητα που απαλύνει τον πόνο του μαρτυρίου. Πως αγαπάμε και φροντίζουμε τα λουλούδια πιο πολύ από τα αειθαλή φυλλώματα, ακριβώς επειδή τα πρώτα δε διαρκούν. Γι’ αυτό ας θυμόμαστε πως το αύριο είναι η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μας και το πώς να ζει και να πεθαίνει κανείς είναι μια τέχνη και σαν τέτοια προϋποθέτει χάρισμα αλλά και άσκηση.
Το μυστήριο του θανάτου θα μπορέσει να εξιχνιαστεί όταν ζήσουμε επιτέλους τα χρόνια που μας έχουν δοθεί, αλλά με τέτοια ποιότητα, που δεν θα ντροπιάζει τον άνθρωπο αλλά που θα μπορεί να τη δείχνει με καμάρι όσο καιρό υπάρχει. Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι ήρθαμε στον κόσμο με μια αποστολή που πρέπει να φέρουμε σε πέρας με χαρά και υπερηφάνεια. Πως είμαστε συναγωνιστές του Θεού στην παραπέρα διαμόρφωση του κόσμου και της ζωής, και αυτό τον προορισμό πρέπει να εκτελούμε με ειρήνη στην ψυχή και με ευγνωμοσύνη. Όταν τέλος συνειδητοποιήσουμε πως όλα έχουν ένα τέλος σ’ αυτή τη ζωή. Και γι’ αυτό, πριν έρθει αυτό το τέλος της ζωής μας, ας φροντίσουμε να δώσουμε στη λέξη τέλος το πραγματικό νόημα της, που σημαίνει σκοπός. Και άλλο σκοπό δεν μπορώ να δω, από τη συνεχή προσπάθεια να γίνουμε και να παραμείνουμε άνθρωποι, έστω κι αν μια ζωή δεν είναι αρκετή για να το πετύχουμε.
via