Εφύανε, όλος ο κόσμος. Επήανε στη Χώρα… Όλοι εφύανε… Το σκολειό μας είναι καινούριο. Αλλά ’εν έχει ούτε δάσκαλο, ούτε παιδάκια. Εφύανε όλοι… Επήανε στη Χώρα, στην Αθήνα, στην Αμερική. Το χωριό ήδειασενε. Εκατόν πενήντα σπίτια ήτανε. Τώρα, καμιά ’κοσαριά ανομάτοι ’πομείναμε. Εφύανε οι άλλοι… Στη Χώρα, στην Αθήνα, στην Αμερική… Το γράφει ο Αγαθάγγελος: η νήσος ’α ερημώσει, ο κόσμος θα μαζωχθεί σε πόλη μεγάλη!
Λοιπόν! Τώρα ήκλαια… Ούτε πεινώ, ούτε διψώ! ’Ε θέλω τίποτις. Θέλω να βλέπω το Χριστό. Σήμερη ’α Τονε ’δώ. Του χρόνου… ’εν ηξέρω… Τώρα ’α Τονε δώ, ’α Τονε χορτάσω!
Λοιπόν! Οι στράτες γεμάτες παιδάκια, βούδια, γαδάρους. Τώρα; Τίποτις! Τίποτις! Ο άντρας μου ήτανε τσοπάνης. Αξυπόλητος μες τα βουνά. Τώρα… εγέμισεν ο κόσμος ρούχα και παπούτσια… Κι εμείς… έναν μπάπλωμα ’εν είχαμε… Οι ψείρες μάς ετρώανε. Και να σπέρνομε, να θερίζομε. Να μαζώνομε σαλιάκους, να τους πουλούμε στα Καρδάμυλα. Τώρα κι αφ’ τα Καρδάμυλα εφύανε… Καπετάνιοι όλοι και εφύανε.
Τώρα ’α ’ρτουν οι κοπέλες να τους πω το μοιρολόι. Κάθε χρόνο με παντέχουνε να τους το πω. Λέω το και μες στο σπίτι μου, το βράδυ…
Τα χρόνια μου να πάρετε και τη γεροσύνη μου! Εφύανε τα παιδιά μας, ας έχουνε την ευκή μου και στα χρόνια μου να πάνε! Χρόνια να σας χαρίζει η Παναΐα, η Θεοτοκίνα!
Το μοιρολόι Της από τη γιαγιά μου, την Ανεστατζού, το ’μαθα. Δούλα ήκαμε στη Χώρα, στα Φράγκικα, και τα διάβαζε και τα θυμούνταν: «άμα γίνεις και συ γριά σαν εμέ, να τα λέεις τω γκορώ σου, να τα λέεις ντω παιδακιώ …». «Πότε ’α γίνω γρια, καλέ γιαγιά;» της ήλεα…
Ζωή και χρόνια να σας χαρίζει η Παναγιά! Τα χρόνια μου να πάρετε! Στράτα καλή να ’χετε!»:
Μιλά και αφηγείται, με ένα λόγο παραληρηματικό σχεδόν, η Βασιλικώ Κατσαρού, έξι χρόνια πριν, Μεγάλη Παρασκευή του έτους 2006, όταν την είχα συναντήσει ολομόναχη, μέσα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στο Πιτυός, να περιμένει τις γυναίκες που θα στόλιζαν τον Επιτάφιο. Έψαλλε το μοιρολόι της Παναγίας, «φυλάγοντας» το Μεγάλο Νεκρό, καθήμενη σε μία καρέκλα δίπλα Του. Τα χέρια της, πότε άνοιγαν σαν φτερά και απευθύνονταν ικετευτικά στον ουρανό, πότε ακουμπούσαν τη γη, πότε τυλίγονταν στη μέση της σαν να την έσφαζε ένας πόνος αφόρητος. Τα μάτια της, θολές φιάλες δακρύων, φαίνονταν ότι ατένιζαν πολλά ακόμη πένθη, πολλές απώλειες, όλα τα πάθη του υπερεκατονταετούς βίου της και το άσπρο μαντίλι που κρατούσε άλλοτε τα σφούγγιζε, άλλοτε τα σφάλιζε ερμητικά, καθώς το μοιρολόι συνεχιζόταν:
… εκεί Του τα ποτίσανε εφτά λογιώ φαρμάκια
την ούλερη, τον άγκαθα και την περικοκλάδα…
την ούλερη, τον άγκαθα και την περικοκλάδα…
Δύο χρόνια μετά, Μεγάλη Παρασκευή του 2008, παρά την καταβολή των δυνάμεών της, την ξαναβρήκα και πάλι στο ίδιο σημείο, ολομόναχη και θεονήστικη, όπως η συνείδησή της το υπαγόρευε, όχι να ψάλλει πια, αλλά να απαγγέλει σιγανά τα καθέκαστα της αναπότρεπτης Σταύρωσης:
… σα μπρό’ατο Ντο σφάζουνε, σαβ βούδι Τον εγδέρνουν
σαν αντροϋνοχωριστήν, έτσι τον επαιδεύγουν.
Άλλος Του δίνει μαχαιριά και άλλος Του δίνει μπάτσο
άλλος Τον φτυεί στο πρόσωπο, το λαμπερό Του, τ’ άσπρο…
σαν αντροϋνοχωριστήν, έτσι τον επαιδεύγουν.
Άλλος Του δίνει μαχαιριά και άλλος Του δίνει μπάτσο
άλλος Τον φτυεί στο πρόσωπο, το λαμπερό Του, τ’ άσπρο…
Και πάλι, μόλις τέλειωσε το μοιρολόι, το ίδιο σιγανά άρχισε να ιστορεί τη ζωή της και τη ζωή του χωριού της, λέγοντας ξανά και ξανά λέξεις και φράσεις, που μόνες και μοναχές τους, σαν την ίδια την υπεραιωνόβια ιεροφάντισσα φώτιζαν και φωτίζουν με ένα φως αποκαλυπτικό τα εγκαταλελειμμένα στην τύχη τους χωριά της ελληνικής επαρχίας: όλοι εφύανε… αξυπόλητοι… στη Χώρα … στην Αθήνα… στην Αμερική… η ψείρα μάς ήτρωε… και τώρα… το μοιρολόι… εφύανε τα παιδιά μας… την ευκή μου ας έχουνε… στις στράτες… μέσα στα βουνά… ’εν έρκουνται… θέλω να βλέπω το Χριστό… η γιαγιά μου… δούλα… ήκλαια … λέω τα το βράδυ… είκοσι ανομάτοι επομείναμε… μεγάλη η χάρη της Παναϊτσας…
Σκεπτόμουν –αλλά δεν ήμουν και σίγουρη– ότι τουλάχιστον την κυρα-Βασιλικώ, όταν θα σφάλιζε μια για πάντα τα μάτια της, δεν θα την ξεπροβόδιζε κανείς από όλους αυτούς που τρέχουν από κηδείες σε γάμους κι από γάμους σε μνημόσυνα, για να εξασφαλίσουν την επιούσιο ψήφο τους, πολλές φορές χωρίς να ξέρουν καν, αν μέσα στο φέρετρο είναι άντρας ή γυναίκα –όπως, αστειευόμενος μάλιστα, παραδέχθηκε σε ιδιωτική συνομιλία παλαιότερος τοπικός μας άρχοντας από τους πιο επιφανείς.
Σκεπτόμουν ακόμη και σκέπτομαι και τώρα που γράφω τούτες τις γραμμές ότι για όλα αυτά τα άδεια χωριουδάκια και την ασυνάρτητη επαρχία τού σήμερα έχουν βάλει το χεράκι τους αρκετές γενιές ιθυνόντων, αρχόντων, εκλεγμένων, διορισμένων και αρμοδίων που αποδείχτηκαν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, παντελώς αναρμόδιοι να λύσουν προβλήματα, να ανακουφίσουν ανάγκες, να θεραπεύσουν καταστάσεις, να προλάβουν τα χειρότερα και τα χείριστα.
Καθώς η κυρα-Βασιλικώ κεντούσε τις βελονιές του θρήνου της, μου έρχονταν στο νου εικόνες και εικόνες, σκεπτόμουν ότι κι εμείς, στην παιδική μας ηλικία, όταν κλαίγαμε με δάκρυ αληθινό για τον Εσταυρωμένο, κλαίγαμε ίσως αναδρομικά και, ταυτόχρονα, χωρίς να το υποψιαζόμαστε, προκαταβολικά, για όλα τα πάθη που περίμεναν τις μικρές κοινότητές μας και τις μεγαλύτερες κοινωνίες μας, για όλες τις ιδιοτελείς πράξεις τόσων και τόσων, μικρών και μεγάλων Φαρισαίων, Γραμματέων και Υποκριτών.
Σκεπτόμουν ακόμη ότι, για το φαρμάκι των χειλέων, από μικρά κοριτσάκια ενημερώναμε τους ενδιαφερόμενους, όταν ανεμίζαμε την κούκλα του Λαζάρου, το Σάββατο της γιορτής του:
…Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων
και μη με αρωτάτε πλέον.
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων
και μη με αρωτάτε πλέον.
Και να που, σήμερα, φόβοι και τρόμοι, βάσανα και πόνοι πήραν ξανά κεφάλι, τρομοκρατώντας ακόμη και αυτούς που είχαν επενδύσει στη βασιλεία της ναρκισιστικής πολιτικής τους ύπαρξης και προβολής μέσω media, ελέω υποσχέσεων, ρουσφετιών, υπεροψίας και μέθης.
Λίγο νεράκι δεν μπορεί να ξεπλύνει το φαρμάκι μας. Γιατί ο Λάζαρος έζησε στον Άδη όσα του έκοψαν τη μιλιά, ενώ η κάθε κυρα-Βασιλικώ έζησε και εξακολουθεί να βιώνει κάθε μέρα την «εν τάφω» ζωή των κόπων και της εγκατάλειψης. Και μάλιστα χωρίς ούτε το παρηγορητικό «μοιρολόι της Παναγιάς», που ολοένα και λιγότερο ακούγεται πια, αντιλαλώντας παράξενα στην ερημία –κυριολεκτική και μεταφορική– των τόπων και των ψυχών.