…Η βροχή έπεφτε ορμητική πάνω στττ…
«Φτου!», έβρισε μέσα από τα δόντια της. Αυτό το αναθεματισμένο το Τ, όλο κόλλαγε. Η γραφομηχανή της, φαίνεται, τα είχε φάει πια τα ψωμιά της. Κι ας έκανε ό,τι μπορούσε για να την συντηρήσει, κι ας την είχε δώσει σε έναν παλιό τεχνίτη –συνομήλικό της, είναι αλήθεια, αφού ποιος νέος ασχολείται πια με τέτοια «μαραφέτια», όπως τα αποκαλούσαν- να την καθαρίσει και να προσπαθήσει να της δώσει το παλιό της κύρος. Εκείνη παρέμενε προσκολλημένη στις εμμονές της. Ακριβώς όπως κι η ίδια, που αρνιόταν πεισματικά να εκσυγχρονιστεί, όπως της πρότειναν όλοι, και να χρησιμοποιήσει ηλεκτρονικό υπολογιστή. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο διαφορετικό ήταν. Η γραφομηχανή της, δεν ήταν μία άψυχη οθόνη. Ήταν μια ύπαρξη ζωντανή.
Ήθελε να την αγαπάς και να την φροντίζεις. Να της μιλάς. Να την κανακεύεις. Να την κρατάς σκεπασμένη για να μην σκονίζεται όταν δεν την χρησιμοποιείς. Κι η χρήση της, είχε ολόκληρη τελετουργία. Να πιάσεις το χαρτί, να το περάσεις, να το ισιώσεις. Ν’ ακούς το χαρακτηριστικό ρυθμικό χτύπημα των πλήκτρων της πάνω του, προσέχοντας μην κάνεις λάθη και πρέπει να ξαναγράψεις ολόκληρη σελίδα. Να σε μεθάει η μυρωδιά του φρέσκου μελανιού και να σε αφυπνίζει το χαρακτηριστικό γκλιν όταν πρέπει ν’ αλλάξεις σειρά. Όραση, αφή, όσφρηση, ακοή. Όλες οι αισθήσεις σε επιφυλακή.
Πέρα από το ότι ήταν η καλύτερη φίλη της. Για την ακρίβεια, η μοναδική που της απέμεινε. Και μόνο αυτή ήξερε όλα της τα μυστικά. Πάνω από πενήντα χρόνια πορεύονταν μαζί. Η μία δίπλα στην άλλη. Μέχρι και όνομα της είχε βγάλει. Παυλίνα. Κι έτσι την φώναζε και την χάιδευε στοργικά, όταν νευρίαζε κι αρνιόταν να συνεργαστεί. Η Πετρούλα κι η Παυλίνα. Δύο θηλυκά αχώριστα. Μέχρι που είχαν και την ονομαστική τους εορτή την ίδια μέρα, όπως οι δύο μεγάλοι ιεραπόστολοι. Πόσο αστείο φαινόταν σε όσους συγγενείς πήγαιναν παλιά να την επισκεφτούν στη γιορτή της, όταν τους έλεγε πως γιορτάζει κι η Παυλίνα! Και πόσο δεν έκρυβαν, με τα χρόνια, την κοροϊδευτική τους διάθεση. Αλλά τι την ένοιαζε; Σάμπως είχε απομείνει κανείς άλλος κοντά της;
Σηκώθηκε αργά από την παλιά, φθαρμένη πολυθρόνα, που είχε πια την καμπύλη του κορμιού της, προσέχοντας να μην ταλαιπωρήσει κι άλλο τις αρθρώσεις της, που ήδη έτριζαν σαν σκουριασμένο λουκέτο. Ο ήλιος που έμπαινε ασυγκράτητος μέσα από το τζάμι, δημιουργούσε φωτεινά μονοπάτια πάνω στην ταλαιπωρημένη από το βάρος βιβλιοθήκη της, κάνοντας ορατό και τον παραμικρό κόκκο σκόνης. Έπρεπε να πάρει την απόφαση ν’ αφήσει επιτέλους την Άννια, την κοπέλα που της καθάριζε το σπίτι, να κατεβάσει τα βιβλία και να κάνει ένα καλό ξεσκόνισμα, όπως της πρότεινε συνέχεια. Τα βιβλία της. Ο μοναδικός πραγματικός θησαυρός της ζωής της. Το μόνο πράγμα που δεν ήθελε ν’ αγγίζουν στο σπίτι της, ειδικά άτομα που δεν τους έδειχναν τον απαραίτητο σεβασμό. Που γι’ αυτούς ήταν απλά σκονισμένα χαρτιά. Ενώ γι’ αυτήν ήταν η ζωή της ολόκληρη. Αυτά και η θύμηση εκείνου.
Έσυρε τα βήματά της μέχρι την μπαλκονόπορτα κι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί όσο της επέτρεπε ο αναγκαστικός περιορισμός της ρυμοτομίας. Δηλαδή, μέχρι την απέναντι πολυκατοικία. Από αυτό το μέρος, κάποτε, έβλεπε ένα γαλάζιο ορίζοντα, διάσπαρτο από σκουροπράσινες πινελιές. Τώρα είχε αντικατασταθεί από έναν, ακαλαίσθητο και ξεπλυμένο από τις βροχές, ροζ σωρό από τσιμέντο. Κι η όμορφη πόλη που θυμόταν είχε αιχμαλωτιστεί από ένα άγριο και άσχημο θηρίο που βρυχόταν συνέχεια, αφήνοντας γκρίζα σύννεφα καπνού σε κάθε ανάσα του.
Σκέφτηκε πάλι εκείνον. Δεν περνούσε, άλλωστε, ούτε μέρα που να μην τον σκεφτεί. Δεκαοκτώ χρονών ήταν όταν τον γνώρισε. Μόλις είχε περάσει στο πανεπιστήμιο. Κι ήταν, σαν ξαφνικά να άνοιξε μία πόρτα μπροστά της κι ένα εκτυφλωτικό φως να την πλημμύρισε. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως μπορούσε ένας έρωτας να σου αλλάξει τόσο για πάντα την ζωή. Να μεταβάλλει τον τρόπο που σκέπτεσαι. Να επαναπροσδιορίσει τις αξίες σου. Να ανασυνθέσει τις προτεραιότητές σου. Από τότε, μην βρίσκοντας άλλο τρόπο να εκφράσει όσα ένιωθε, άρχισε να γράφει. Ν’ αραδιάζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της πάνω στο χαρτί.
Όλες οι αισθήσεις της σε επιφυλακή ήταν κι οι λίγες στιγμές που έζησε μαζί του. Το ταξίδι στην πράσινη θάλασσα των ματιών του. Η ονειρική μελωδία της φωνής του. Τα βελούδο του δέρματός του. Τα ολάνθιστα μαγιάτικα τριαντάφυλλα της αγκαλιάς του. Με την διαφορά πως εδώ συμμετείχε και η γεύση. Γεύση από ζουμερά καλοκαιρινά ροδάκινα. Που δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει ξανά. Σαν η ζωή της από εκεί και πέρα, να είχε μόνο χειμώνες.
Δυστυχώς, ήταν ένας έρωτας από αυτούς που η ίδια η ζωή είχε από την αρχή καταδικασμένο σε θάνατο. Όσο κι αν προσπάθησαν κι οι δύο να αντισταθούν. Κι ας αναγνώρισαν ο ένας στον άλλο, το άλλο του μισό. Κι ας ήξεραν πως ήταν δύο ψυχές που, μέσα στο αέναο ταξίδι τους, έψαχναν απεγνωσμένα να ενωθούν. Κι έγιναν πάλι δύο σπασμένα, πληγωμένα κομμάτια. Που θα συνέχιζαν το ταξίδι τους, ελπίζοντας σε μίαν άλλη ευκαιρία, σε μίαν άλλη συνάντηση. Κάπου, κάποτε.
Αυτό το φως δεν ήταν γραπτό να φωτίζει για πάντα τις μέρες της. Δεν έπαψε όμως ούτε στιγμή να φωτίζει την ψυχή της. Κι απέμεινε εκείνος στην σιωπή του, εγκλωβισμένος στα δικά του προσωπικά αδιέξοδα, κι αυτή να διηγείται τις ιστορίες της μέσα από αυτό το φως, που από την ψυχή της προχωρούσε στα δάχτυλά της και στα πλήκτρα της Παυλίνας. Κι ένιωθε πως, έστω με αυτόν τον τρόπο, μπορούσε πάντα να μιλάει μαζί του.
Γύρισε αργά πάλι στο γραφείο της και κάθισε στην φθαρμένη πολυθρόνα.
«Παυλίνα μου, αγαπημένη μου φίλη, μην με αφήνεις. Κράτα λίγο ακόμη. Άντεξε για μένα. Άντεξε για εκείνον», είπε και χάιδεψε τρυφερά την παλιά γραφομηχανή.
_
γράφει η Ρίτα Μενεξίδου