Χαλάσματα - Point of view

Εν τάχει

Χαλάσματα




Ερείπια παντού! Τραγικό! Χμ... Και μήπως δε χτίζεται ξανά; Μπαίνω ύστερα από τόσα χρόνια -θαρρώ είκοσι θά ’ναι- και ένα γλυκό ρίγος με διαπερνά μέχρι το μεδούλι!


Αγγίζω τα πάντα με λαχτάρα, προσπαθώ να θυμηθώ . Το πατρικό μου. Κοντά στο Αρχαίο θέατρο. Τι ειρωνεία! Δεν μου κάνει καμιά εντύπωση πια. Κάποτε όταν ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω τό ’λεγα στις φίλες μου με καμάρι ότι έμενα κοντά στο θέατρο.

Έφυγα τότε και απογοητευμένη απ' όλους και από όλα δε γύρισα ποτέ! Τώρα τι ζητάω εδώ;

Μες την απόλυτη ησυχία ακούω φωνές. Χαρούμενες, λυπημένες. Σε κάθε μικρό πεσμένο πετραδάκι ακούω τη φωνή μου, των αδερφών μου της μητέρας του πατέρα μου. Τόσες φωνές πώς ν’ αντέξω! Νομίζω μου φωνάζουν ''τι θες εδώ τώρα; Που ήσουνα όταν σε χρειαζόμασταν;''.

Φωνές, ήχοι αγαπημένοι απ’ τα παιδικά μας χρόνια, το τρίκυκλο μηχανάκι του πατέρα μας που μας έβαζε και τα τρία παιδιά πίσω και η φωνές και τα γέλια μας ακούγονταν σ’ όλη την πόλη.

Κι άλλες φορές πάλι όταν η φτώχια μας στερούσε και την πιο μικρή απόλαυση, γκρινιάζαμε και ''φορτωνόμασταν'' στους γονείς μας λες και φταίγανε αυτοί .



Κοίτα πώς ξεράθηκε η λεμονιά στην αυλή! Ρήμαξαν όλα! Το όνειρό μου πάντα να φύγω, να σπουδάσω, να μάθω πράγματα.., ν’ αφήσω ''πράγματα'' πίσω, να τους κάνω όλους περήφανους για μένα! Τι ειρωνεία! Τους στέρησα την αδερφή, τους στέρησα την κόρη!

Και τώρα στέκομαι ακίνητη μπροστά στα χαλάσματα του σπιτιού μου, της ζωής μου μάλλον, και προσπαθώ ν’ αγγίξω, προσπαθώ να θυμηθώ. Να σ' αυτό το δωμάτιο πέθανε ο πατέρας μας και εγώ μακριά! Εκεί ήταν η κουζίνα, λουσμένη πάντα στο φως, νομίζω ότι μυρίζει ακόμα το ψωμί που ζύμωνε η μητέρα.

Οι σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο. Εκεί έτρεχα να κρυφτώ για να διαβάσω, να ονειρευτώ, να ακούσω τη μουσική που ήθελα μ’ ένα τραγικά μικρό ραδιοφωνάκι -ακόμα το έχω- ήμουν ιδιαίτερα ευαίσθητο παιδί και μοναχικό -ακόμα είμαι!

Τα παραθυρόφυλλα, σπασμένα στη γωνία λες και με φωνάζουν μες απ’ τα χαλάσματα να τα χαϊδέψω μήπως και θυμηθώ πόσα βράδια έμεινα ξάγρυπνη κοιτώντας τ’ αστέρια που πάντα λάτρευα .Λες και θα μπορούσα να ξεχάσω.

Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας , μια ευαίσθητη καρδιά, φταίνε που τώρα σωριάζονται όλα γύρω μου . Είναι αργά πια, δεν μπορώ να κάνω τίποτα! Έφυγα και προσπάθησα μα δεν ξέχασα τη μνήμη των γονιών μου όποτε μπορώ την τιμώ, όμως, όχι δεν έπρεπε να έρθω.

Τι θέλω εγώ εδώ; Δεν υπάρχει τίποτα πια δικό μου σ’ αυτό το σωρό από πέτρες , το σωρό από αναμνήσεις. Γιατί ήρθα. Επέμεναν τ’ αδέρφια μου, δεν θα τους το συγχωρήσω, πονάω τόσο πολύ, γιατί; Γιατί; Ξάφνου η ζωή μου έγινε γκρίζα σαν τ’ αναθεματισμένα τα'' χ α λ ά σ μ α τ α''. Με πνίγει η σκόνη τους , δεν μπορώ.

Κλείνω τα μάτια να θυμηθώ, περάσαμε και χαρούμενες στιγμές εδώ, δεν μπορεί! Έρχονται στ’ αυτιά μου γέλια ανακατεμένα με κλάματα, έτσι σκέφτομαι είναι η ζωή.
''Θεία, που είσαι ; ήρθα να σε πάρω'' ακούγεται και με ξυπνάει από το λήθαργο.

Ευτυχώς, το καλό μου το κορίτσι-κόρη της αδερφής μου- λες και μπήκε στο μυαλό μου ήρθε να με γλυτώσει από τον πόνο.
Όλα παίρνουν χρώμα και ζωή! Σαν να χρωματίζονται σιγά σιγά οι τοίχοι, σαν ν’ αρχίζω να ξεχνάω.

Πώς είναι δυνατό; Στα μάτια της ανηψιάς μου αρχίζουν να φαίνονται αχνά , μακρινά σχεδόν, ξένα! Ρίχνω μια ματιά πίσω μου..''' Έρχομαι κορίτσι μου''


_
via

Pages