Στις παλιότερες κοινωνίες η μακρόχρονη και αδιατάραχτη συμβίωση δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την κατασκευή ενός κοινού τρόπου σκέψης που εκφραζόταν με ξεκάθαρους κώδικες. Όλοι τους ερμήνευαν με τον ίδιο τρόπο όπως τα σήματα μορς. Τη γλώσσα της επικοινωνίας τη μάθαιναν οι άνθρωποι μέσα στην καθημερινότητα και την εμπέδωναν με επαναλαμβανόμενες εμπειρίες. Τότε οι λέξεις είχαν το ίδιο νόημα για όλους.
Στον σημερινό κατακερματισμένο κόσμο που ζούμε μοιάζουμε με κάποιον που προσπαθεί να χτίσει ένα σπίτι χωρίς σχέδιο και χωρίς τα απαιτούμενα εργαλεία. Είναι επόμενο το σπίτι να μην προχωράει ενώ προσπαθούμε τόσο πολύ. Άλλοτε αισθανόμαστε ανίκανοι και ανήμποροι και άλλοτε θυμωμένοι που οι άλλοι δεν μας βοηθούν. Εκείνο που σπάνια συνειδητοποιούμε είναι ότι χρειαζόμαστε μια καινούργια γλώσσα επικοινωνίας με τον εαυτό μας και τους άλλους.
Η καινούργια αυτή μάθηση είναι μια επίπονη διαδικασία που θα μας μάθει να μαθαίνουμε. Μια αργή πορεία που θα μας βοηθήσει να αλλάξουμε γυαλιά και έχοντας μια νέα οπτική θα μας επιτρέψει να συγκεντρώνουμε και να οργανώνουμε πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό μας και τη σχέση μας με τους άλλους.
Μια τέτοια εκπαίδευση μοιάζει με τη δουλειά του ερευνητή που ρωτάει, κάνει υποθέσεις, συγκεντρώνει δεδομένα, απαντάει σε ερωτήματα, συγκροτεί θεωρίες, πάντα έτοιμος να τις αναθεωρήσει αφού πάντα συνεχίζει να μένει ανοικτός στα ερεθίσματα. Η πολύπλοκη και πολυδιάστατη φύση της επικοινωνίας απαιτεί μια συνεχώς αυξανόμενη γνωστική και συναισθηματική διαφοροποίηση. Είναι μια χρονοβόρα και επώδυνη βιωματική πορεία.
Όμως μας λείπει αυτή η προπαιδεία. Μαθημένοι σε έναν άλλο τρόπο εκπαίδευσης, έχουμε συνηθίσει να αφομοιώνουμε όσα οι άλλοι έχουν αποφασίσει να μας διδάξουν, χωρίς τη δική μας ουσιαστική συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ως γονείς, ως δάσκαλοι, ως προκαθήμενοι οποιασδήποτε δομής βασίζουμε τη μάθηση στα πρέπει, σε θεωρίες που προσπαθούμε να επιβάλουμε μέσα σε μια λογική επεξεργασία. Έτσι φτιάχνουμε ανθρώπους που εξυπηρετούν το «σύστημα»
Η λέξη επαναστάτης, σύμφωνα με τον παλιό τρόπο που μάθαμε να σκεπτόμαστε, σημαίνει αυτόν που προσπαθεί να ανατρέψει καταστάσεις, χωρίς ο ίδιος να έχει αλλάξει τη δική του οπτική. Ξέρει τι δεν θέλει. Δεν ξέρει τι θέλει. Μόνο όταν βιώσει κανείς μια κατάσταση, την έχει γευτεί, ξέρει πώς είναι, μπορεί να πει αν του αρέσει ή όχι. Αλλιώς το θέμα παραμένει θεωρητικό. Αντίθετα, ο δημιουργικός επαναστάτης (Γ. Βασιλείου Προσωπική Ανακοίνωση) είναι αυτός που προχωράει ψάχνοντας, διερευνώντας και αμφισβητώντας όχι μόνο τους άλλους άλλα και τον εαυτό του.
Τα μειονεκτήματα αυτής της θεσμοθετημένης εκπαίδευσης φωτίζονται όλο και περισσότερο από τη σύγχρονη έρευνα που αποκαλύπτει τις εκπληκτικές δυνατότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Ο Sperry (1966) έδωσε καθοριστική ώθηση στην έρευνα του εγκεφάλου με τη θεωρία του για τα δύο αυτόνομα αλλά αλληλοεξαρτώμενα μέρη του. Ο αριστερός δίνει σχήμα και δομή, μορφοποιεί τον φυσικό και νοητικό μας κόσμο. Είναι η βάση των γνωστικών κατηγοριοποιήσεων και ταξινομήσεων, των εννοιολογικών δομών της γλώσσας.
Προωθεί τα διαζευκτικά, τα στεγανά, τα κουτάκια. Ο δεξιός εγκέφαλος φτιάχνει σύνολα, εικόνες, αναπαραστάσεις. Εκεί παίρνουν μορφή τα βιώματά μας (Sringer & Deutsch, 1981). Τα δυο μέρη του, αυτόνομα μεν, συνδέονται όμως έτσι ώστε τελικά ο εγκέφαλος μας να λειτουργεί ως σύνολο, συνθετικά.
Η αλλαγή, κάθε ουσιαστική αλλαγή, είναι θέμα του δεξιού εγκεφάλου (Watzlawick, 1986).
Δεν επιτυγχάνεται με τη λογική. Με επιχειρήματα ποτέ κανένας δεν άλλαξε κανέναν. Γι’ αυτό δεν πιάνουν οι συμβουλές και οι παροτρύνσεις. Ξανά και ξανά, οι ψυχολογικές μελέτες γύρω από τη μάθηση επιβεβαιώνουν την ετυμηγορία ότι μέσα στις διδακτικές αίθουσες εξασκείται μια υπερτροφική δίαιτα του αριστερού μέρους του εγκεφάλου, ενώ το δεξιό καταδικάζεται σε υποσιτισμό και καταντάει ατροφικό. Ο μέσος σπουδαστής εξασκείται σε λεκτικές, τεχνικές και λογικές επιδεξιότητες, αφού αυτές θεωρούνται σημαντικότερες, και παραμελούνται απελπιστικά ικανότητες για σύνθεση, για καλλιτεχνική έκφραση, για ευρηματική σύλληψη μοτίβων και ρυθμών.
Παρά την ισχυρή αντίσταση της επιστημονικής κοινότητας να δεχτεί τον κεντρικό ρόλο που παίζει το βίωμα στη λειτουργία του εγκεφάλου, σταδιακά αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι αυτό που μας οργανώνει εσωτερικά, αυτό που δημιουργεί νόημα είναι οι συγκινησιακά φορτισμένες εμπειρίες. Αφού είχε διατυπώσει τη θεωρία του για τα δύο μέρη του εγκεφάλου, ο Sperry (1988) σε ένα βαρυσήμαντο άρθρο του αναγνώρισε πως δεν πιστεύει πλέον ότι καθοριστικός παράγων για τη δημιουργία γνώσεις είναι οι φυσικοχημικές διεργασίες μέσα στον εγκέφαλο. Αντίθετα θεώρησε ότ τα βιώματα που έχουν καταγραφεί ενεργοποιούν τον εγκέφαλό μας.
Τα βιώματα οργανώνουν την πληροφορία και δίνουν κατεύθυνση στη νόηση.
Είναι πια φανερό ότι δεν μπορούμε να συλλάβουμε την ουσία της επικοινωνίας και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης ύπαρξης, αν δεν εισχωρήσουμε βαθιά στα θεμέλια του συναισθηματικού μας κόσμου. Η άρση του εσωτερικού διχασμού και των συλλογικών αδιεξόδων αποτελεί μια καθαρά βιωματική εμπειρία. Μιλώντας γι’ αυτό το θέμα ο Γιανναράς (1992) παρατηρεί:
Κι όταν η αλήθεια του υπαρκτού και πραγματικού εξαντλείται στη νοητική σύλληψη και στον μεθοδολογικό ορθό ορισμό, είναι φανερό ότι για τη γνώση της αλήθειας αποκλείεται η εμπειρία (αισθητή, βιωματική ή κοινωνική) – η απολυτοποιημένη νοησιαρχία δεν αφήνει περιθώρια για τη δυναμική της εμπειρικής γνώσης και της πειραματικής επιστήμης (σ. 104).
Η κοινή γλώσσα που ψάχνουμε κατασκευάζεται μέσα από κοινά βιώματα. Αυτό που ονομάζουμε αληθινό και πραγματικό είναι το αποτέλεσμα της συναίνεσης που εκφράζεται με τη συγκατασκευή νοημάτων μέσα σε μια συγκινησιακά φορτισμένη συναλλαγή.
Πώς όμως να μάθεις, όταν όλος ο προγραμματισμός σου είναι βασισμένος στα παλιά σου βιώματα; Δεν είναι κομπιούτερ να βγάλεις τη μία δισκέτα και να βάλεις την άλλη. Το παλιό πρόγραμμα δνε αποδέχεται μεμονωμένες καινούργιες πληροφορίες. Σε τελική ανάλυση, ο καινούργιος τρόπος σκέψης συνίσταται στο να ψάχνουμε και να βρίσκουμε πώς συνδέονται τα πράγματα μεταξύ τους. Τι σχέση έχει αυτό που αισθάνομαι εγώ με αυτό που αισθάνεται ο άλλος.
Πώς η δική μου θέσει καθορίζει τη θέση του άλλου και αντίστροφα. Έτσι παύεις να κατηγορείς τον εαυτό σου και τους άλλους, εφόσον αποφάσισες ότι ούτε εσύ ξέρεις ούτε αυτοί, και μπορείς να μάθεις όπως και αυτοί. Καλείσαι να φτιάξεις ένα καινούριο πρόγραμμα που να σου επιτρέπει να μένεις ανοιχτός στα ερεθίσματα που αφορούν τόσο γνωστικές όσο και συγκινησιακές πληροφορίες. Ένα πρόγραμμα που να επιτρέπει όχι μόνο την εισροή ερεθισμάτων, αλλά και τη σύνθεσή τους.
Τότε η πληροφορία βγαίνει οργανωμένη προς τα έξω και ανοίγει την επικοινωνία με τον άλλο. Δεν του πετάς πια κατάμουτρα τα σκουπίδια σου για να εκτονωθείς. Δίνοντας στον άλλο οργανωμένη πληροφορία, του δίνεις ένα ξεκάθαρο ερέθισμα που επιτρέπει και σ’ αυτόν να κάνει την ίδια εσωτερική διεργασία. Όταν αναφερόμαστε σε βιώματα, δεν ξεχωρίζουμε τα γνωστικά από τα συγκινησιακά. Είναι ΚΑΙ τα δύο. Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αυτό εννοούμε όταν λέμε βιωματική εμπειρία.
Βέβαια δεν πρόκειται για κανένα περίπατο.
Πρόκειται για οδυνηρότατη αναρρίχηση.
Τα συναισθήματα που συνοδεύουν τον ταξιδιώτη είναι εντονότατα, επώδυνα και συχνά αντιφατικά. Αισθάνεται κίνδυνο και πόνο που εναλλάσσονται με ευφορία και ελπίδα, σε κάθε επόμενο βήμα. Όμως, όταν ξεκινήσει, αισθάνεται πως είναι ρίσκο να μη ρισκάρει.
Χάρις Κατάκη: «Το μωβ υγρό»