Τι ήταν αυτό που συμβούλεψε ο Διογένης τον Αλέξανδρο; - Point of view

Εν τάχει

Τι ήταν αυτό που συμβούλεψε ο Διογένης τον Αλέξανδρο;




Λένε πώς κάποτε πού o ’Αλέξανδρος δεν ήταν πολύ απα­σχολημένος συνάντησε τον Διογένη, ο όποιος είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του· γιατί εκείνος ήταν βασιλιάς των Μακεδόνων και πολλών άλλων, ενώ αυτός ένας εξόριστος από τη Σινώπη. Και είναι πολλοί αυτοί πού μιλούν και γράφουν γι’ αυτη τη συ­νάντηση, εκφράζοντας θαυμασμό και έπαινο για τον ’Αλέξαν­δρο πού ενώ τόσους και τόσους εξουσίαζε και είχε την πιο με­γάλη δύναμη από όλους τούς ανθρώπους εκείνου τού καιρού, δεν απαξίωσε να συνομιλήσει με έναν φτωχό άλλα μυαλωμένο άνθρωπο ό όποιος μπορούσε να υπομένει με γενναιότητα. Γιατί από τη φύση τους όλοι οι άνθρωποι χαίρονται όταν βλέ­πουν την ανώτατη εξουσία και τη δύναμη να τιμούν τη σοφία, κι έτσι, όχι μόνο αφηγούνται αληθινά πράγματα σχετικά με αυτά άλλα παρεμβάλλουν και υπερβολές πού τις πλάθουν οι ’ίδιοι· επιπλέον, απογυμνώνουν τούς σοφούς από οτιδήποτε άλ­λο, όπως χρήματα, τιμές, σωματική δύναμη, ώστε να φανεί ότι οι άνθρωποι αυτοί τιμώνται για την ευφυΐα τους και μόνο. Θα ήθελα τώρα να πω ποιά, κατά τα φαινόμενα, πρέπει να ήταν ή φύση της συνάντησής τους, μια και συμβαίνει να μην είμαι απασχολημένος με άλλα πράγματα. Απ’ ότι λέγουν, ό ’Αλέξανδρος ήταν ό πιο φιλόδοξος απ’ όλους τούς ανθρώπους, άνθρωπος πού ποθούσε τη δόξα και το να αφήσει ένα όσο το δυνατόν πιο μεγάλο όνομα σ’ όλους τούς "Έλληνες και τούς βαρβάρους, κι επιθυμούσε· να τον τιμούν όχι μόνον οι απαντα­χού άνθρωποι αλλά, εφόσον θα ήταν κατά οποιοδήποτε τρόπο δυνατόν, ακόμη και τα πουλιά και τα άγρια θηρία στα βουνά.





 Όλους τούς άλλους λοιπόν τούς περιφρονούσε και κανένα τους δε τον θεωρούσε σοβαρό αντίπαλο σε αυτό το πράγμα, ού­τε τον Πέρση βασιλιά, ούτε τον Σκύθη, ούτε τον ’Ινδό, ούτε κανέναν άνδρα ή πόλη στην Ελλάδα. Γιατί αντιλαμβανόταν ότι όλοι σχεδόν είχαν ψυχή διεφθαρμένη από την τρυφηλότητα και την οκνηρία κι είχαν γίνει δούλοι τού κέρδους και της ηδονής. Σχετικά με τον Διογένη όμως, σαν άκουγε ό ’Αλέξανδρος τα λόγια πού έλεγε και τις πράξεις πού έκανε και τον τρόπο με τον όποιο αντιμετώπιζε την εξορία, πότε-πότε περιφρονούσε τη φτώχεια τού ανθρώπου αυτού και την ολιγάρκειά του, γιατί ό ’Αλέξανδρος ήταν νέος και μεγαλωμένος μέσα σε βασιλική πολυτέλεια, συχνά όμως θαύμαζε τον Διογένη και τον ζή­λευε για την ανδρεία, την αντοχή του και πάνω απ’ όλα για την καλή φήμη του: μόλο πού ή κατάσταση τού Διογένη ήταν τέτοια, τον γνώριζαν όλοι οι Έλληνες και τον θαύμαζαν, και κανένας άλλος δεν μπορούσε να τον φθάσει στην εκτίμηση. Κι ενώ ό ίδιος, ό ’Αλέξανδρος, χρειαζόταν τη φάλαγγα των Μακεδόνων του και το ιππικό των Θεσσαλών και τούς Θράκες, τούς Παίονες κι ένα σωρό άλλους προκειμένου να πάει εκεί πού ήθελε και να πετύχει αυτά πού ποθούσε, ο Διογένης πήγαινε μοναχός του με απόλυτη ασφάλεια, όχι μόνο την ήμερα αλλά και τη νύχτα — όπου του άρεσε. Κι. ο ίδιος, ο Αλέξανδρος χρειαζόταν πάρα πολύ χρυσάφι και ασήμι για να εκπληρώσει κάποια από τις' επιθυμίες του, κι ακόμη, αν ήταν να πείσει τούς Μακεδόνες και τούς άλλους 'Έλληνες, έπρεπε πολλές φο­ρές να κολακεύει τούς άρχοντες και τον άλλο συρφετό, με λό­για και με δώρα. Απεναντίας ό Διογένης δεν χαϊδολογού­σε κανέναν για να κερδίσει την εύνοιά του αλλά έλεγε σε όλους την αλήθεια, κι ενώ δεν είχε ούτε μια δραχμή ενεργούσε σύμ­φωνα με τη θέλησή του και δεν αποτύγχανε σε κανένα στόχο του κι ήταν ό μόνος πού ζούσε την πιο όμορφη και πιο ευτυχισμένη ζωή και δεν θα άλλαζε τη φτώχεια του με τον βασιλικό θρόνο τού ’Αλέξανδρου ούτε με τα πλούτη των Περσών και των Μήδων. 





Ενοχλημένος έτσι ό ’Αλέξανδρος από την ιδέα ότι κάποιος άλλος πού ζούσε τόσο αδιάφορα και ανέμελα πήγαινε να τον ξεπεράσει και επιπλέον γινόταν και ξακουστός, κι ακόμη νομίζοντας ότι ενδεχομένως θα είχε και να ωφεληθεί κάτι από την επαφή με αυτόν τον άνθρωπο, από καιρό ήθελε να δει τον Διογένη και να τον συναναστραφεί. Κι όταν πή­γε στην Κόρινθο και δέχτηκε τις ελληνικές αντιπροσωπείες και τακτοποίησε τα άλλα ζητήματα των συμμάχων, είπε στους ακολούθους του ότι θα ήθελε να κάνει μια μικρή ανάπαυλα και σηκώθηκε και πήγε όχι ακριβώς στην πόρτα τού Διογένη, για­τί ό Διογένης δεν είχε πόρτες ούτε μεγάλες ούτε μικρές, ούτε και σπίτι δικό του ή βωμό, όπως συμβαίνει με τούς ευκατάστατους, αλλά χρησιμοποιούσε ως σπίτια του τις πόλεις και περνούσε εδώ τον καιρό του στα δημόσια κτήρια και στα ιερά, τα όποια είναι αφιερωμένα στους θεούς, και θεωρούσε ιε­ρό όλη τη Γή, ή οποία είναι ό κοινός βωμός των ανθρώπων και αυτό πού τούς τρέφει. Την ήμερα εκείνη έτυχε να είναι ό Διογένης μόνος του στο Κράνειο· γύρω του δεν είχε ούτε τίποτα μαθητές ούτε κανένα άλλο παρόμοιο πλήθος, όπως έχουν οι σοφιστές, οι αυλητές και οι χοροδιδάσκαλοι. Ό ’Αλέξανδρος λοιπόν τον πλησία­σε εκεί πού ήταν καθισμένος και τον ασπάστηκε. Εκείνος τού έριξε μια γρήγορη ματιά, σαν το λιοντάρι, και τού ζήτησε να κάνει ένα βήμα παραπέρα· γιατί έτυχε την ώρα εκείνη να ζεσταίνεται, στον ήλιο. Ο Αλέξανδρος θαύμασε αμέσως το θάρρος του ανθρώπου και την ηρεμία του, πού δεν σάστισε βλέποντας τον να στέκεται από πάνω του. Γιατί οι θαρραλέοι άνθρωποι κατά κάποιον τρόπο από τη φύση τους αισθάνονται συμπάθεια για τούς θαρραλέους, ενώ οι δειλοί τούς βλέπουν με μισό μάτι και τούς μισούν, όπως τούς εχθρούς τους, τούς πονηρούς όμως τούς πλησιάζουν και τούς αγαπούν. Έτσι για τούς μεν είναι ή αλήθεια και ή ειλικρίνεια το πιο ευχάριστο πράγμα, ενώ για τούς άλλους ή κολακεία και το ψέμα, και ευχαριστιούνται να ακούνε οι μεν εκείνους πού μιλούν για να γί­νονται αρεστοί, ενώ οι άλλοι εκείνους πού λένε την αλήθεια.





 Ό Διογένης τότε, υστέρα από μια μικρή παύση, ρώτη­σε τον ’Αλέξανδρο ποιος ήταν και για ποιό λόγο είχε έλθει σ’ αυτόν· «Μήπως», του είπε, «για να πάρεις κάτι από τα πρά­γματά μου;» —«Ώστε, στ’ αλήθεια, έχεις δικά σου πράγματα, πράγματα πού θα μπορούσες να τα μοιραστείς με κάποιον άλ­λο;» —«Πολλά, είπε εκείνος, και μεγάλης άξιας, πού δεν ξέρω αν εσύ θα μπορέσεις ποτέ να ’χεις ένα μερτικό σ’ αυτά. Σπα­θιά, βέβαια, αγγεία, κανάτια, κρεβάτια και τραπέζια δεν έχω, όπως λένε ορισμένοι πώς έχει ό Δαρείος στην Περσία». - «Μα, έκανε εκείνος, δεν ξέρεις τον ’Αλέξανδρο το βασιλιά;» - «Το όνομά του, είπε τότε ό Διογένης, ασφαλώς το ακούω να το λένε πολλοί, σαν ψαρόνια πού πετούν γύρω-γύρω, τον ’ίδιο όμως δεν τον γνωρίζω —γιατί δεν ξέρω τί μυαλά κουβαλάει». - «Τώρα όμως», είπε ό ’Αλέξανδρος, «θα γνωρίσεις και τα μυαλά του, αφού γι’ αυτό έχω έλθει εδώ: να σου δώσω τη δυ­νατότητα να με γνωρίσεις και να σε δω κι εγώ». -«Θά σου είναι δύσκολο να με δεις», είπε, «ακριβώς όπως δυσκο­λεύονται να δουν το φώς όσοι έχουν αρρώστια στα μάτια. Πες μου όμως τούτο: Εσύ είσαι εκείνος ό ’Αλέξανδρος για τον όποιο λένε πώς είναι νόθος;» Εκείνος μόλις το άκουσε αυτό κοκκίνισε και ένιωσε οργή, ωστόσο συγκρατήθηκε — είχε όμως μετανιώσει πού καταδέχτηκε να ανοίξει συζήτηση με έναν άξεστο και αλαζονικό άνθρωπο, όπως νόμιζε ότι ήταν ό Διογένης. Ό Διογένης τότε κατάλαβε την ταραχή του και θέλησε να του αλλάξει τη διάθεση, όπως τα παιδιά τούς αστραγάλους. Όταν έτσι ό ’Αλέξανδρος τον ρώτησε, «Πώς σου ’ρθε να με πεις μπάσταρδο», ό Διογένης αποκρίθηκε: «Πώς μου ήρθε; ’Ακούω ότι και ή μητέρα σου τα λέει αυτά για σένα. "Η μήπως δεν είναι ή ’Ολυμπιάδα αυτή πού είπε ότι πατέρας σου δεν είναι ό Φίλιππος αλλά κάποιος δράκοντας ή ό Άμμωνας ή κι εγώ δεν ξέρω ποιος θεός, ημίθεος ή ανήμερο θηρίο; Έτσι όμως ασφαλώς και θα ήσουν μπάσταρδος». Τότε ό ’Αλέξανδρος χαμογέλασε κι ευχαριστήθηκε όσο ποτέ άλλοτε και σχημάτισε τη γνώμη ότι ό Διογένης όχι μόνο δεν ήταν άξεστος αλλά είχε περισσότερη ευαισθησία απ’ όλους τούς ανθρώπους κι ήταν ο μόνος πού ήξερε να κάνει φιλοφρο­νήσεις. «Λοιπόν», είπε ό ’Αλέξανδρος, «ποιά είναι ή δική σου γνώμη: είναι αλήθεια ή ψέμα αυτός ό λόγος;» —«Αυτό δεν το ξέρει κανένας», απάντησε ό Διογένης- «γιατί αν έχεις φρονιμάδα και γνωρίζεις την τέχνη του Δία, τη βασιλική, τί­ποτε δεν σε εμποδίζει να είσαι γιος του Δία- γιατί, καθώς λένε, αυτό το έχει πει και ό Όμηρος, ότι δηλαδή όπως ό Δίας είναι πατέρας των θεών, είναι και των ανθρώπων, όχι όμως των δούλων, ούτε των αχρείων και των χαμερπών — αυτονών ποτέ! "Αν είσαι δειλός και αβροδίαιτος και δουλοπρεπής, δεν έχεις καμιά συγγενικότητα ούτε με τούς θεούς ούτε με τούς καλούς ανθρώπους. Γιατί εκείνοι τούς οποίους κάποτε στη Θήβα τούς έλεγαν ‘Σπαρτούς’ έφεραν επάνω στο σώμα τους μια λόγχη πού ήταν σημάδι του γένους τους- κι όποιος δεν είχε αυτό το σημάδι δεν λογιζόταν ότι ανήκε στους Σπαρτούς. Δεν νομίζεις ότι και του Δία οι απόγονοι έχουν ένα τέτοιο σημάδι μέσα στην ψυχή, από το όποιο θα γίνονται φανεροί σε όσους μπορούν να γνωρίζουν αν κατάγονται από τη γενιά εκείνου ή αν δεν κατάγονται;» 





Φυσικά ό ’Αλέξανδρος ευχαριστήθηκε πά­ρα πολύ από αύτη τη συζήτηση.'Ύστερα από αυτό ό ’Αλέξανδρος ρώτησε τον Διογένη πώς θα μπορούσε να βασιλεύσει κανείς κατά τον πιο καλό τρόπο. Κι εκείνος, κοιτάζον­τας τον αυστηρά, του είπε ότι «δεν είναι περισσότερο δυνατό να βασιλεύει κανείς με άσχημο τρόπο απ’ ότι να είναι με άσχη­μο τρόπο αγαθός. Γιατί ό βασιλιάς είναι ό καλύτερος ανάμεσα στους ανθρώπους, αφού είναι ό πιο ανδρείος, ό πιο δίκαιος, ό πιο φιλάνθρωπος, αυτός πού καμιά δυσκολία και καμιά επιθυ­μία δεν μπορεί να τον κάμψει. "Η μήπως φαντάζεσαι ότι είναι ηνίοχος όποιος δεν μπορεί να κρατήσει τα ηνία· ή ότι εί­ναι κυβερνήτης όποιος δεν ξέρει πώς να κυβερνήσει ένα πλοίο, ή ότι είναι γιατρός ένας πού δεν μπορεί να θεραπεύει. Δεν εί­ναι· έστω κι αν όλοι οι Έλληνες και οι βάρβαροι τον ανακηρύξουν ως τέτοιο σκεπάζοντάς τον και με ένα σωρό διαδήματα και σκήπτρα και τιάρες, όπως γίνεται με τα περιδέραια πού φορούν στα παιδιά πού τα εκθέτουν προς πώληση ώστε να μην περνούν απαρατήρητα. Όπως λοιπόν δεν είναι δυνατό να κυ­βερνάει κανείς ένα πλοίο παρά μόνο με τον τρόπο ενός κυβερ­νήτη, έτσι δεν μπορεί να βασιλεύει παρά μόνο με βασιλικό τρόπο». Κι ο ’Αλέξανδρος, ό όποιος φοβήθηκε μήπως δώσει την εντύπωση ότι αγνοεί την τέχνη τού βασιλεύειν, είπε: «Ποιος κατά τη γνώμη σου παραδίδει αύτη τη γνώση; Σε ποιόν πρέπει να πάει κανείς για να την μάθει;»  Ό Διογένης τότε αποκρίθηκε: «Τη γνώση αυτή την κατέχεις, αν τα λόγια της ’Ολυμπιάδας αληθεύουν και είσαι γιος τού Δία· γιατί εκείνος πρωτίστως και κυρίως την κατέχει και την μεταδίδει σε όποιον θέλει, κι όλοι εκείνοι στους οποίους την μεταδίδει είναι, και αποκαλούνται, παιδιά τού Δία. Ή μήπως εσύ φαντάζεσαι ότι οι σοφιστές είναι εκείνοι πού διδάσκουν πώς να είναι κανείς βασιλιάς; Μα οι περισσότεροι από δαύτους δεν γνωρίζουν όχι πώς να βασιλεύει κανείς αλλά ούτε πώς να ζει. Δεν ξέρεις, είπε, ότι ή παιδεία είναι δύο ειδών: η μια, κατά κάποιον τρόπο, θεϊκή, και η άλλη ανθρώπινη; Η θεϊκή, λοιπόν, είναι σπου­δαία, και δυνατή και εύκολη, ενώ ή ανθρώπινη μικρή κι αδύναμη και εγκλείει πολλούς κινδύνους, και εξαπάτηση όχι λίγη· ωστόσο είναι απαραίτητο να προστεθεί στη θεϊκή, προκειμένου όλα να είναι εντάξει. Αύτη, την ανθρώπινη, οι περισσότε­ροι την ονομάζουν ‘παιδεία’ —κάτι σαν το ‘παιδιά’, καθώς νομίζω — και έχουν την εντύπωση πώς οποίος γνωρίζει τα πιο πολλά γράμματα, περσικά και ελληνικά αλλά και των Σύρων και των Φοινίκων τα έργα, και διαβάζει τα πιο πολλά βιβλία, αυτός είναι ό πιο σοφός κι ο πιο μορφωμένος- κι όταν πάλι όμως βρουν ανάμεσα σ’ αυτούς τούς ανθρώπους ορισμένους μο­χθηρούς, ορισμένους δειλούς, φιλάργυρους, λένε ότι το πράγμα δεν έχει μεγάλη σημασία, όπως και ό συγκεκριμένος άνθρω­πος. Το άλλο είδος οι άνθρωποι το ονομάζουν άλλοτε ‘παιδεία’ κι άλλοτε πάλι ‘ανδρεία’ ή ‘μεγαλοψυχία’. Κι ακριβώς γι’ αυτό οι παλαιοί αποκαλούσαν όσους είχαν λάβει την καλή μόρ­φωση και είχαν αντρειωμένη ψυχή ‘παιδιά του Δία’, μορφωμέ­νους σαν κι εκείνο τον Ηρακλή.





 "Όποιος, έτσι, όντας ευγενικά προικισμένος, κατέχει εκείνη την ανώτερη παιδεία εύκολα προσοικειώνεται και αύτη την άλλη, αφού ακούσει λίγα πράγματα σε λίγα μαθήματα, απλώς τα πιο σπουδαία και τα πιο σημαν­τικά, και έχει κιόλας μυηθεί σε αυτά και τα έχει κλείσει μέσα του, χωρίς πια κανένας να μπορεί να του αφαιρέσει έστω κάτι από αυτά, ούτε κάποια περίσταση ούτε κάποιος πανούρ­γος άνθρωπος, ακόμη κι αν θα πήγαινε με φωτιά να τα κάψει. ’Αλλά ακόμη κι αν θα επιχειρούσε κανείς να τον κάψει τον άν­θρωπο, όπως λένε για τον Ηρακλή ότι αυτοπυρπολήθηκε, πά­λι θα έμεναν οι αρχές του ανέπαφες μέσα στην ψυχή, ακριβώς όπως, νομίζω, συμβαίνει με τα δόντια των νεκρών σωμάτων πού, καθώς λέγεται, διατηρούνται ύστερα από την καύση, ενώ το υπόλοιπο σώμα το έχει εξαφανίσει ή φωτιά. Γιατί δεν χρειάζεται να μάθει αλλά απλώς να ανακαλέσει στη μνήμη: ύστερα από αυτό κατέχει αμέσως τη γνώση και την αναγνωρί­ζει, σαν να τις είχε ανέκαθεν αυτές τις αρχές μέσα στο νου του- κι ακόμη, αν πέσει επάνω σ’ έναν άνθρωπο πού ούτως ειπείν ξέρει το δρόμο, εύκολα θα του τον δείξει, κι αυτός θα καταλά­βει αμέσως και θα προχωρήσει στο δρόμο του- αν όμως πέσει σε κάποιον αδαή και απατεώνα σοφιστή, αυτός θα τον ταλαι­πωρήσει σέρνοντάς τον πότε κατά την ανατολή, πότε κατά τη και πότε κατά το νότο, χωρίς αυτός ο ’ίδιος να έχει γνώση αλλά απλώς μαντεύοντας, αφού πολύ πρωτύτερα είχε κι ο ίδιος περιπλανηθεί εξαιτίας τέτοιων απατεώνων. Σαν τις αγύ­μναστες και τις απαίδευτες σκύλες στο κυνήγι πού ενώ δεν μυ­ρίζονται και δεν αντιλαμβάνονται το χνάρι, ξεγελούν τις άλλες με τις φωνές και τις στάσεις τους κάνοντας σαν να ήξεραν και σαν να έβλεπαν, έτσι πού πολλές, κυρίως οι πιο άμυαλες, να ακολουθιών όσες γαυγίζουν χωρίς λόγο. Και από αυτές όσες μένουν άφωνες και σιωπούν έχουν απλώς εξαπατηθεί οι ίδιες, οι πιο ορμητικές όμως και οι πιο ανόητες, μιμούμενες τις πρώτες, κάνουν πολλή φασαρία και προσπαθούν να ξεγελάσουν άλλες. Ένα παρόμοιο πλήθος ηλιθίων ανθρώπων θα βρεις κάποτε-κάποτε να ακολουθεί και τούς λεγάμενους σοφιστές· και θα διαπιστώσεις oτι διόλου δεν διαφέρει ό σοφιστής από έναν ακόλαστο ευνούχο». Ακούγοντας το αυτό ό ’Αλέξανδρος παραξενεύτηκε γιατί ό Διογένης παρομοίασε τον σοφιστή με ευνούχο, και τον ρώτησε σχετικά. «Διότι», απάντησε ό Διογένης, «οι πιο ασελ­γείς ανάμεσα στους ευνούχους ισχυρίζονται oτι είναι άνδρες και oτι έχουν πάθος για τις γυναίκες, και ξαπλώνουν μαζί τους και τις ενοχλούν, χωρίς ωστόσο να συμβαίνει τίποτε, ακόμη κι αν μείνουν μαζί επί νύχτες και μέρες.  Έτσι και στις σχολές των σοφιστών θα βρεις πολλούς πού γερνούν χωρίς να έχουν μάθει τίποτα και πού περιπλανώνται στις συζητήσεις πολύ χειρότερα απ’ ότι λέει ό Όμηρος oτι περιπλανιόταν ό Οδυσσέας στη θάλασσα· κι όπως εκείνος έτσι κι ό οποιοσδήποτε από αυτούς θα πάει στον Αδη προτού γίνει άνθρωπος ικανός πού να μπορεί να μιλάει και να ακούει. 





Και εσύ, καθώς εί­σαι προικισμένος με μια τέτοια αγαθή φύση, αν συναντηθείς με έναν μυαλωμένο άνθρωπο, θα σου αρκεί μια ήμερα για να συλλάβεις το αντικείμενο για το όποιο θα μιλάει και την τέχνη, και δεν θα έχεις πια καμιά ανάγκη για ανούσιες λεπτολογίες και συζητήσεις. Αν όμως δεν θα είσαι τόσο τυχερός να έχεις δάσκαλό σου ένα μαθητή τού Δία ή κάποιον άλλο σαν αυτόν πού να σου λέει αμέσως και με σαφήνεια τί πρέπει να κάνεις, διόλου δεν πρόκειται να ωφεληθείς ακόμη κι αν σπαταλήσεις oλη τη ζωή σου παραμένοντας ξάγρυπνος και νηστικός στα σχολεία των άθλιων σοφιστών. Αυτό δεν το λέω εγώ τώ­ρα άλλα το έχει πει πριν από έμενα ό Όμηρος. "Η μήπως δεν ξέρεις τα ποιήματα του 'Ομήρου;» Ό ’Αλέξανδρος περηφα­νευόταν πάρα πολύ ότι το ένα από τα δύο ποιήματα, την Ιλιάδα, την ήξερε ολόκληρη, κι από την ’Οδύσσεια πάρα, πολλά μέ­ρη. ’Έτσι, απορημένος είπε: «Που τα έχει πει αυτά τα πράγ­ματα ό Όμηρος;» — «Εκεί, αποκρίθηκε ό Διογένης, όπου αποκαλεί τον Μίνωα οικείο του Δία.Ή μήπως το ‘γλυκομιλώ’ δεν σημαίνει ‘συνομιλώ με οικειότητα;’ Λέει ότι ό Μίνως ήταν σύντροφος του Δία, πού είναι σαν να τον έλεγε μαθητή. Φαντάζεσαι λοιπόν ότι συζητούσε με τον Δία κάποια άλλα πράγματα κι όχι για να μαθαίνει δικαιοσύνη και τα καθήκοντα του βασιλιά; Γιατί λάβε υπόψη ότι ό Μίνως, καθώς λένε, υπήρξε ό πιο δίκαιος άνθρωπος στον κόσμο. Επίσης, όταν λέει ότι οι βασιλιάδες είναι ‘θρεμμένοι από το Δία’ ή ‘φί­λοι του Δία’ έχεις την εντύπωση ότι εννοεί τίποτε άλλο κι όχι την τροφή αύτη πού εγώ την χαρακτήρισα θεϊκή διδασκαλία και μαθητεία στον θεό; ’Ή μήπως φαντάζεσαι ότι λέει πώς τούς βασιλιάδες τούς θρέφει ό Δίας όπως θρέφουν οι παραμά­νες τα παιδιά με γάλα και με κρασί και με άλλες τροφές κι όχι με γνώση και με αλήθεια; Και κατά τον ίδιο τρόπο λέγον­τας ‘φιλία’ δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά το να θέλει κανείς και να επιδιώκει τα αυτά πράγματα, ένα είδος ομοφροσύνης. Γιατί αύτη, υποθέτω, είναι και ή γνώμη των ανθρώπων για τούς φί­λους: ότι είναι, πάνω απ’ όλα, μονιασμένοι και δεν διαφωνούν σε τίποτα. Μπορεί λοιπόν ποτέ, οποίος είναι φίλος του Δία κι έχει την ιδία γνώμη με αυτόν να θελήσει κάτι άδικο ή να διανοηθεί κάτι πονηρό και αισχρό; Ό Όμηρος φαίνεται να φωτίζει ακριβώς αυτό το ζήτημα όταν παινεύοντας κάποιο βα­σιλιά, τον αποκαλεί ‘ποιμένα του λαού’. Γιατί έργο του ποιμένα είναι απλώς να φροντίζει, να διαφυλάττει και να προ­στατεύει τα πρόβατα, κι όχι, προς θεού, να τα σφάζει, να τα τεμαχίζει και να τα γδέρνει. "Αν και, είναι αλήθεια, καμιά φο­ρά ένας ποιμένας οδηγεί πολλά πρόβατα στον σφαγέα για να κερδίσει χρήματα· ωστόσο υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο έργο ενός σφαγέα και ενός ποιμένα, σχεδόν όσο και ανάμεσα στη μοναρχία και την τυραννίδα. 

  Δίων Χρυσόστομος 
 Λόγοι IV(4): 
Περί βασιλείας  
 Aπόσπασμα από το βιβλίο 
"Οι αρχαίοι κυνικοί 
Αποσπάσματα και μαρτυρίες"
 Ν.Μ.Σκουτερόπουλος 


via

Pages