Όταν συναντιόμαστε με τους ανθρώπους που επιλέγουμε στις αναζητήσεις μας, εκείνο που αρχικά μας ελκύει και μας γοητεύει, είναι εκείνο που κρυφά ποθούμε από τον εαυτό μας, αλλά διστάζουμε να προχωρήσουμε στην πραγμάτωσή του μόνοι μας, γιατί δεν έχουμε μια σφαιρική εικόνα για τον εαυτό μας. Εναποθέτουμε λοιπόν σε εκείνους την προσδοκία μας, πως μέσα από εκείνους, χάρη στην συμβολή τους στην ζωή μας, θα έρθει η πολυπόθητη λύτρωση που θα μας χαρίσει τον εαυτό μας ολάκερο. Αγκιστρωνόμαστε από την ελπίδα μας, την οποία την μεταθέτουμε στο πρόσωπο που μας ενδιαφέρει και αγωνιζόμαστε ώστε να τελεσφορήσει η σχέση, η οποία φαντασιώνουμε πως θα μας φέρει τα μαγικά δώρα, ώστε να πειστούμε πως αξίζουμε την χαρά, την ευτυχία, την ολοκλήρωση.
Οι προσδοκίες μας από τις σχέσεις μας με τους άλλους
Επειδή δεν πιστεύουμε αρκετά στον εαυτό μας ή επειδή έχουμε παραμείνει παιδιά, όπου καρτερικά περιμένουμε τη μαμά ή τον μπαμπά να επιβεβαιώσουν τις ικανότητές μας, να μας επιτρέψουν το δικαίωμα στο όνειρο, να σμιλέψουν την αξία μας, περιμένουμε τον «από μηχανής Θεό» να μας φέρει μια έτοιμη λύση, την οποία υπηρετούμε ως δούλοι των προσώπων στα οποία παρατηρούμε την αντανάκλασή μας. Συνδεόμαστε εξαρτητικά μαζί τους προσμένοντας από εκείνους την σωτηρία, ενώ στην πραγματικότητα αναβάλουμε την υλοποίηση των ονείρων μας, γιατί όλη μας η ενασχόληση στρέφεται στην εξυπηρέτηση εκείνων οι οποίοι φανταζόμαστε πως θα μας φέρουν το όνειρο στο χρυσοφόρο άρμα και δεν εστιάζεται στην ανοικοδόμηση της εικόνας μας, ώστε η θέαση της να μας πείσει πως μπορούμε να τα καταφέρουμε και να προχωρήσουμε στο μονοπάτι της ζωής μας ως νικητές και όχι ως ακόλουθοι.
Αυτό συχνά το αποκαλούμε αγάπη, έρωτα, φιλία, ενώ η αλήθεια είναι πιο πολύπλοκη και για αυτό ό,τι διαδραματίζεται ανάμεσα μας, μας προκαλεί σύγχυση και δεν μας απελευθερώνει.
Οι σχέσεις αγάπης αφορούν δυο ανθρώπους, οι οποίοι ενώ αρχικά ελκύονται ο ένας από τον άλλον, κυρίως λόγω των προσδοκιών που τρέφει ο ένας για τον άλλον, σταδιακά επέρχονται ζυμώσεις στη σχέση τους, όπου εκείνο που υπερισχύει είναι το ενδιαφέρον του ενός για τον άλλον, που εκδηλώνεται με την μορφή συχνών αλληλεπιδράσεων που προκαλούν τρυφερότητα και καθησυχαστικά συναισθήματα. Ακόμα και όταν υπάρχουν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, στο τέλος εκείνο που επικρατεί είναι η νηνεμία και η γαλήνια αίσθηση της σιγουριάς και της ασφάλειας που εδραιώνει την εμπιστοσύνη μεταξύ μας.
Στις σχέσεις που επικρατεί η προσδοκία, ενώ αρχικά οι συναισθηματικές αντιδράσεις συνοδεύονται από μια θύελλα συναισθημάτων που τα διακρίνει η υπερβολή, σταδιακά επέρχεται η εξασθένιση των θετικών συναισθημάτων και η απομυθοποίηση συνοδεύεται από πάταγο, όπου τα πάντα εξαφανίζονται λες και ήταν ατμός που διαλύθηκε. Και αυτό γιατί κάθε φορά που η προσδοκία υπερισχύει, το πρόσωπο που την αισθάνεται νιώθει τόσο έντονη την ανάγκη να μεταθέσει στο άλλο πρόσωπο την επιθυμία του για την κάλυψη των ελλείψεων του, οπότε εξαρτάται από αυτό, και η σύνδεση δεν γίνεται σύνθεση όπου υπερισχύει η αμοιβαιότητα, αλλά μεταλλάσσεται σε γάντζωμα, όπου εκείνο που επικρατεί είναι η εμμονή, το πάθος που το μεγιστοποιεί η προσμονή της λύτρωσης. Στην σκέψη λοιπόν πως μπορεί να το χάσει, οι ανασφάλειες του θεριεύουν, αισθάνεται μετέωρος και οι αντιδράσεις του γίνονται παρορμητικά απαιτητικές, προκειμένου να κρατηθεί από την σχέση, όχι γιατί αγαπάει, αλλά γιατί θεωρεί το άλλο πρόσωπο ως σανίδα σωτηρίας του, όπου χωρίς αυτήν φαντάζεται πως θα επέλθει ο αφανισμός του. Στις σχέσεις προσδοκίας κάθε αυτόνομη κίνηση του άλλου ή κάθε έκφραση αγάπης που εκφράζεται σε άλλα πρόσωπα προκαλεί αναταραχή στον ψυχισμό στην σκέψη της απώλειας όχι της αγάπης αλλά του υποστυλώματος, οπότε η επερχόμενη κατεδάφιση προκαλεί δυσφορία, θυελλώδη συναισθήματα και παρορμητικές αντιδράσεις. Όσο λοιπόν γίνεται αντιληπτό, ότι κανείς δεν μπορεί να γιατρέψει τις πληγές του ή να του αποκαταστήσει τον ερειπωμένο του κόσμο, θυμώνει και απευθύνεται ληστρικά οπουδήποτε, προκειμένου να διατηρήσει αλώβητη την ψευδαίσθηση, πως κάποια στιγμή θα επέλθει η ολοκλήρωση όχι με δική του προσπάθεια, αλλά μέσω κάποιου άλλου.
Στις σχέσεις αγάπης αυτό που αγαπάμε στο άλλο πρόσωπο, είναι όλες εκείνες οι ιδιαίτερες εκδηλώσεις που ενισχύουν την αγάπη ανάμεσά μας, όπως η έγνοια του ενός για τον άλλον, ο θαυμασμός για κάθε αυτόνομη έκφραση που κάνει τον εαυτό του καθενός μας να αναδεικνύεται και η χαρά του που μας ευφραίνει, γιατί το καθετί το μοιραζόμαστε μεταξύ μας. Η σκέψη του και μόνο μας καθησυχάζει και μας προκαλεί ένα αίσθημα γαλήνης και απελευθέρωσης, ενώ η δημιουργικότητά μας γίνεται όλο και πιο ακμαία και πιο παραγωγική στη σκέψη ενός αμοιβαίου «μαζί». Για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε σχέσεις αγάπης, χρειάζεται να έχουμε συμβιβαστεί με την ιδέα πως παρότι δεν είμαστε τέλειοι, παρόλο που το παρελθόν μας δεν ήταν ρόδινο, παραμένουμε άρτιοι και δεν αποζητάμε στο άλλο πρόσωπο να μας συμπληρώσει με τεχνητό τρόπο, αλλά να μας αγαπήσει και να το αγαπήσουμε. Το αίτημα που απευθύνουμε είναι αίτημα αγάπης και όχι χρησιμοποίησης του άλλου προσώπου, για να αποκτήσουμε ένα δικό μας προσωπείο.
Είναι πολύ εύκολο μια σχέση προσδοκίας να μας ξεγελάσει και να την παρερμηνεύσουμε ως σχέση αγάπης νανουρίζοντας το όνειρό μας, το οποίο σταδιακά μπορεί να αποδειχτεί εφιάλτης.
Όσο όμως παρατηρούμε τα συναισθήματά μας, όσο είμαστε σε επαφή με αυτά και με τον σεβασμό προς τον εαυτό μας, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να τοποθετούμε στο συρτάρι της μνήμης οτιδήποτε δεν μπορεί να διαρκέσει, παίρνοντας τις αποφάσεις μας και να αφοσιωθούμε με ενδιαφέρον σε εκείνους, όπου η στοργή, το ενδιαφέρον, η τρυφερότητα, η έμπρακτη αφοσίωση, η αμοιβαία εξέλιξη, η συναισθηματική αλληλεπίδραση, πυκνώνουν τον ψυχισμό μας και κάνουν την αγάπη ανθεκτική και πηγαία.