Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ Πατὴρ ἡμῶν Δημήτριος, βλαστὸς οἰκογενείας Κοζάκων,γεννήθηκε τὸ 1651 στὸ Μακάροβο, σαράντα χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Κίεβο.
Στὸ ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Δανιήλ. ῾Ο πατέρας του,Σάββας Τουπτάλα, ἦταν στρατιωτικὸς καὶ ἀπουσίαζε συχνά· ἔτσι,τὴν μόρφωσι τοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε κυρίως ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία τοῦ ἐνεφύτευσε τὰ σπέρματα τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.
Σὲ ἡλικία ἕνδεκα ἐτῶν, ὁ Δανιὴλ εἰσῆλθε στὴν νεοπαγῆ ῾Ιερατικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου, τῆς ὁποίας ὁ Σχολάρχης ᾿Ιωαννίκιος Γολιατόφσκυ ἦταν λαμπρὸς ἱεροκήρυξ καὶ ἔνθερμος ὑπέρμαχος τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
Χάρις στὸν ᾿Ιωαννίκιο, ὁ μελλοντικὸς ῾Ιεράρχης ἀξιώθηκε νὰ ἀναπτύξη τὸ ἀξιοθαύμαστο χάρισμά του νὰ ἐξηγῆ τὶς ῞Αγιες Γραφές· ἐπίσης,εὐαισθητοποιήθηκε στὴν ἀνάγκη διδαχῆς τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας Μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἦταν δεκαεπτὰ ἐτῶν, τὸ 1668,εἰσῆλθε στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου, ὅπου τὴν 9ην ᾿Ιουλίου ἔλαβε στὴν μοναχική του κουρὰ τὸ ὄνομα Δημήτριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Θεσσαλονικέως Μεγαλομάρτυρος.
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ διακονήματα τῆς Μονῆς, τὰ ὁποῖα ἐκτελοῦσε με ὑποδειγματικὴ ὑπακοή, ὁ νέος διεκρίθη γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή,τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσι, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἐθαυμάζετο ὑπὸ τῶν Γερόντων, ἐπὶ πλέον δὲ κατώρθωσε νὰ ὁλοκληρώση τὶς σπουδές του καὶ νὰ ἀρχίση τὸ συγγραφικό του ἔργο.
᾿Εχειροτονήθη Πρεσβύτερος τὴν 23η Μαΐου 1675 ὑπὸ τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Λαζάρου Μπαράνοβιτς τοῦ Τσερνιγκὼφ καὶ τὸ 1677 διωρίσθηκε ὑπ᾿ αὐτοῦ ῾Ιεροκήρυξ στὴν ἕδρα του.
᾿Εν συνεχείᾳ, ἀνέλαβε καθήκοντα διοικήσεως διαφόρων ῾Ιερῶν Μονῶν, παρὰ τὴν θέλησί του, ἐφ᾿ ὅσον μοναδική του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ζῆ στὴν ἄσκησι καὶ τὴν ἡσυχία.
Δύο φορὲς ἐπιχείρησε νὰ παραιτηθῆ, ἀλλὰ τὸ ἐγχείρημα ἀπέτυχε καὶ οἱ φίλοι του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ μετέπειτα ῞Αγιος Θεοδόσιος τοῦ Τσερνιγκώφ, κατώρθωσαν τελικὰ νὰ τὸν ἀποτρέψουν.
* * *
ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ τῶν εἰσβολῶν Τατάρων, Λιθουανῶν καὶ Πολωνῶν, πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ συγγράμματα, ὅπως οἱ Βίοι τῶν ῾Αγίων, εἶχαν καταστραφῆ.
῾Ο ᾿Αρχιμανδρίτης Βαρλαὰμ τῆς ῾Ιερᾶς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀναζητοῦσε ἕνα πρόσωπο ἱκανὸ νὰ ἀναλάβη τὸ τεράστιο ἔργο τῆς συλλογῆς, ἐπιμελείας καὶ ἐκδόσεως τοῦ ἁγιολογικοῦ ὑλικοῦ. Τότε, ἐστράφη στὸν Δημήτριο, ξακουστὸν ἤδη ὡς συγγραφέα ψυχωφελῶν ἔργων.
Δέος κατέλαβε τὸν ταπεινόφρονα ᾿Ασκητὴ ἐνώπιον τοῦ βάρους τοῦ ἐγχειρήματος καὶ προσεπάθησε νὰ ἀποποιηθῆ τὴν μεγάλη αὐτὴ εὐθύνη. Φοβούμενος ὅμως μήπως ὑποπέσει στὸ σφάλμα τῆς παρακοῆς καὶ γνωρίζοντας τὶς ἀδήριτες ἀνάγκες τῆς ᾿Εκκλησίας, ὑπετάγη τελικὰ στὸ πιεστικὸ αἴτημα τῶν ἀνωτέρων του καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ῾Ιερὰ Λαύρα τοῦ Κιέβου.
᾿Επὶ μίαν εἰκοσαετία, 1684-1705, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἀφιέρωσε ὅλες τὶς δυνάμεις του στὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς προσευχῆς στὸν Ναὸ καὶ κατὰ μόνας, ἀφιέρωνε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο στὴν σύνταξι τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων.
Ζοῦσε μὲ τοὺς ῾Αγίους, ἐβίωνε τὸν Βίο τους, ὑπέφερε μαζί τους τὰ βασανιστήριά τους καὶ μελετοῦσε ὣς τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια ὅλα τὰ σχετικὰ τεκμήρια.Εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ἀγάπης του αὐτῆς πρὸς τοὺς ῾Αγίους, ὁ Θεὸς τοῦ ἐχάριζε συχνὰ ὁράματα. ῎
Ετσι, τὴν 10η Αὐγούστου 1685, εἶδε σὲ ἐνύπνιο τὴν ῾Αγία Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, τὴν ὁποία ἰδιαιτέρως εὐλαβεῖτο. Τῆς ἐζήτησε νὰ μεσιτεύση ὑπὲρ αὐτοῦ στὸν Κύριο, ἀλλὰ ἡ ῾Αγία ἦταν διστακτικὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν ξέρω... Θὰ προσευχηθῶ ἢ ὄχι... Σὺ προσεύχεσαι μὲ τρόπο ρωμαιοκαθολικό...». Βλέπουσα ὅμως τὴν ταραχή του, ἡ ῾Αγία Βαρβάρα ἐμειδίασε, τὸν καθησύχασε καὶ τὸν ἐπαρηγόρησε. ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἑρμήνευσε τὴν ἐπίπληξι αὐτὴ τῆς ῾Αγίας, διότι εἶχε συνήθεια, ὅπως καὶ οἱ Παπικοί, νὰ μὴ προσεύχεται ἀδιαλείπτως καὶ ἐκτενῶς.
Τὴν 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στὸν Δημήτριο ὁ ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ορέστης, τοῦ ὁποίου τὸν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα, καὶ τοῦ εἶπε: «῾Υπέφερα περισσότερες βασάνους γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ ὅσες μνημονεύεις». Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειὰ πληγὴ στὴν ἀριστερά του πλευρά, λέγων: «᾿Ιδού, διὰ σιδή-
ρου ἐγένετο τοῦτο». Κατόπιν, ἅπλωσε τὸν δεξιό του βραχίονα κατοῦ ἔδειξε τὶς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στὸ ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνων: «Νά, αὐτὲς κατεκόπησαν». ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγὲς στὸν ἀριστερὸ βραχίονα, ἐπαναλαμβάνων τὰ ἴδια λόγια, μετὰ δὲ τοῦ ἔδειξε τὶς πληγὲς στὰ γόνατα, λέγων:
«Ταῦτα ἀπεκόπησαν». ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καὶ καταλήγων,τοῦ εἶπε: «Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!». ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐσκέφθη,ὅτι ἦταν ὁ ῞Αγιος ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τὴν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δὲ Μάρτυς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Δὲν εἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καὶ τοῦ ὁποίου τὸν Βίο μόλις συνέταξες».
* * *
ΚΑΤΑ τὸ ἔτος 1701, σὲ ἡλικία 50 ἐτῶν, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἐξελέγη᾿Επίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Σιβηρίας καὶ Τομπόλσκ καὶ ἐχειροτονήθη στὴν Μόσχα. Λόγῳ τῆς εὐθραύστου ὑγείας του καὶ τῆς θεοφιλοῦς ἐπιθυμίας του νὰ
συνεχίση καὶ ὁλοκληρώση τὴν συγγραφὴ τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων, ἐστενοχωρήθη καὶ ἠσθένησε βαρέως. Τότε, τὸν ἐπεσκέφθη ὁ Τσάρος Πέτρος Αʹ καὶ τοῦ ὑπεσχέθη, ὅτι θὰ διορισθῆ σὲ πλησιέστερη ᾿Επισκοπή. Πράγματι, τοῦ ἀνετέθη ἡ Μητρόπολις Ροστοβίας καὶ ᾿Ιαροσλαβίας τὸ 1702, ὅπου σὲ ὅραμα ἐπληροφορήθη ὅτι ἐκεῖ θὰ ἐκμετρήση τὸ ζῆν. ᾿Επέλεξε ἕνα τόπο γιὰ τὸ μνῆμα του στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιακώβου καὶ ἀνεφώνησε: «᾿Ιδού, ἡ ἀνάπαυσίς μου, ὧδε κατοικήσω εἰς αἰῶνα αἰώνων».
Τὸ 1705 ὡλοκλήρωσε τὴν σύνταξι τοῦ μνημειώδους ἔργου του Βίοι ῾Αγίων (Τσέτι-μηνέϊ), τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τοῦ ὀγκώδους γραπτοῦ ἔργου του.
«Διὰ νὰ συντάξῃ τὰ ῾῾Τσέτι-μηνέϊ᾿᾿ ἐχρησιμοποίησε τὸ ἔργον τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Μακαρίου († 1564), [τὰ βυζαντινὰ Μηνολόγια,δίως τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, ὡς καὶ τὰς Χρονογραφίας], ἀλλὰ καὶ δυτικὰς συλλογάς... ῍Αν τὸ ἐπιστημονικὸν ἐπίπεδον τῆς συνθέσεως τοῦ Δημητρίου δὲν εἶναι πολὺ ὑψηλόν, ἡ γλῶσσα του εἶναι εὐκόλως ἀφομοιώσιμος. Οὕτω τὰ ῾῾Τσέτι-μηνέϊ᾿᾿ ἐγνώρισαν μεγάλην κυκλοφορίαν εἰς Ρωσίαν, ὡς μαρτυροῦν αἱ πολλαὶ ἐπανεκδόσεις, καὶ διεδραμάτισαν σπουδαῖον μέρος εἰς τὴν ρωσικὴν εὐλάβειαν».
* * *
ΕΦ᾿ ΕΞΗΣ, ἀφιερώθηκε στὴν μέριμνα γιὰ τὸ πνευματικό του ποίμνιο. ᾿Αγωνίσθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ ἐπανορθώση τὸν θρησκευτικὸ βίο καὶ τὰ ἤθη τῶν συγχρόνων του, τὰ ὁποῖα εὗρε σὲ πολὺ δυσάρεστη κατάστασι.
Συνέταξε πολλὰ ψυχωφελῆ ἔργα καὶ ἵδρυσε τὸ 1702, στὸ Ροστώβ,μία ῾Ιερατικὴ Σχολὴ γιὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ῾Ιερέων, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξυψώση τὸ διανοητικό, πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ἐπίπεδο τοῦΚλήρου· ἀνέλαβε ὁ ἴδιος μεγάλο μέρος τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ δυστυχῶς, λόγῳ τῶν ἐλλιπῶν οἰκονομικῶν μέσων, ἡ Σχολὴ ἔκλεισε τὸ 1706.
῾Οι μεγάλες ὑλικὲς δυσκολίες τῆς Μητροπόλεως ὠφείλοντο οὐσιαστικῶς στὴν κυβερνητικὴ πολιτική, ἡ ὁποία ἐπεδίωκε νὰ περιορίση τὶς οἰκονομικὲς δυνατότητες τῆς ᾿Εκκλησίας.
Συνέγραψε ἐπίσης πολλὰ ἔργα γιὰ νὰ ἐπαναφέρη τοὺς σχισματικοὺς Παλαιοπίστους στοὺς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀποδεικνύων εἰς αὐτούς, ὅτι τὸ πνεῦμα καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς Παραδόσεως εἶναι σημαντικώτερα ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς τυπικὲς λεπτομέρειες· ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πολυάριθμα σχετικὰ κηρύγματά του, συνέγραψε ἕνα ἰδικὸ ἔργο, ἀφιερωμένο στὴν κριτικὴ τῆς διδασκαλίας τῶν Σχισματικῶν:
«῎Ερευναι περὶ τῆς Πίστεως τοῦ Μπρὺνσκ (περιοχῆς, ὅπου ἔζων πολυάριθμοι Παλαιόπιστοι)» (1709).
Παρὰ τὶς συχνὲς ἀσθένειες, ἀκολουθοῦσε αὐστηρὸ κανόνα στὴν ζωή του καὶ ποτὲ δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Μέσῳ τῆς ὑποδειγματικῆς του βιοτῆς, ἐδίδασκε στὸ ποίμνιό του τὴν ἀγάπη τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς, καθὼς καὶ τὴν συμπόνια καὶ φιλευσπλαγχνία πρὸς ὅλους, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς.
῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος προεῖδε τὴν ἐκδημία του τρεῖς ἡμέρες ἐνωρίτερα. ᾿Αφοῦ μὲ ἐδαφιαία μετάνοια ἐζήτησε ἀπὸ τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς ψάλτες νὰ τὸν συγχωρήσουν, περιωρίσθηκε στὸ κελλί του μὲ διάπυρη τὴν προσευχὴ στὰ χείλη.
Τὴν ἑπομένη, τὸ πρωῒ τῆς 28ης ᾿Οκτωβρίου 1709, εὑρέθη σὲ στάσι γονυκλισίας νὰ ἔχη παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.Τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ ῾Αγίου εὑρέθησαν ἄφθορα κατὰ τὸ ἔτος 1752 καὶ ἐπετέλεσαν πλεῖστες ἰάσεις.
῾Η Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία προέβη στὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισί του πολὺ σύντομα, τὸ 1757
viaΣτὸ ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Δανιήλ. ῾Ο πατέρας του,Σάββας Τουπτάλα, ἦταν στρατιωτικὸς καὶ ἀπουσίαζε συχνά· ἔτσι,τὴν μόρφωσι τοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε κυρίως ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία τοῦ ἐνεφύτευσε τὰ σπέρματα τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.
Χάρις στὸν ᾿Ιωαννίκιο, ὁ μελλοντικὸς ῾Ιεράρχης ἀξιώθηκε νὰ ἀναπτύξη τὸ ἀξιοθαύμαστο χάρισμά του νὰ ἐξηγῆ τὶς ῞Αγιες Γραφές· ἐπίσης,εὐαισθητοποιήθηκε στὴν ἀνάγκη διδαχῆς τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας Μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἦταν δεκαεπτὰ ἐτῶν, τὸ 1668,εἰσῆλθε στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου, ὅπου τὴν 9ην ᾿Ιουλίου ἔλαβε στὴν μοναχική του κουρὰ τὸ ὄνομα Δημήτριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Θεσσαλονικέως Μεγαλομάρτυρος.
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ διακονήματα τῆς Μονῆς, τὰ ὁποῖα ἐκτελοῦσε με ὑποδειγματικὴ ὑπακοή, ὁ νέος διεκρίθη γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή,τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσι, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἐθαυμάζετο ὑπὸ τῶν Γερόντων, ἐπὶ πλέον δὲ κατώρθωσε νὰ ὁλοκληρώση τὶς σπουδές του καὶ νὰ ἀρχίση τὸ συγγραφικό του ἔργο.
᾿Εχειροτονήθη Πρεσβύτερος τὴν 23η Μαΐου 1675 ὑπὸ τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Λαζάρου Μπαράνοβιτς τοῦ Τσερνιγκὼφ καὶ τὸ 1677 διωρίσθηκε ὑπ᾿ αὐτοῦ ῾Ιεροκήρυξ στὴν ἕδρα του.
᾿Εν συνεχείᾳ, ἀνέλαβε καθήκοντα διοικήσεως διαφόρων ῾Ιερῶν Μονῶν, παρὰ τὴν θέλησί του, ἐφ᾿ ὅσον μοναδική του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ζῆ στὴν ἄσκησι καὶ τὴν ἡσυχία.
Δύο φορὲς ἐπιχείρησε νὰ παραιτηθῆ, ἀλλὰ τὸ ἐγχείρημα ἀπέτυχε καὶ οἱ φίλοι του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ μετέπειτα ῞Αγιος Θεοδόσιος τοῦ Τσερνιγκώφ, κατώρθωσαν τελικὰ νὰ τὸν ἀποτρέψουν.
ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ τῶν εἰσβολῶν Τατάρων, Λιθουανῶν καὶ Πολωνῶν, πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ συγγράμματα, ὅπως οἱ Βίοι τῶν ῾Αγίων, εἶχαν καταστραφῆ.
῾Ο ᾿Αρχιμανδρίτης Βαρλαὰμ τῆς ῾Ιερᾶς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀναζητοῦσε ἕνα πρόσωπο ἱκανὸ νὰ ἀναλάβη τὸ τεράστιο ἔργο τῆς συλλογῆς, ἐπιμελείας καὶ ἐκδόσεως τοῦ ἁγιολογικοῦ ὑλικοῦ. Τότε, ἐστράφη στὸν Δημήτριο, ξακουστὸν ἤδη ὡς συγγραφέα ψυχωφελῶν ἔργων.
Δέος κατέλαβε τὸν ταπεινόφρονα ᾿Ασκητὴ ἐνώπιον τοῦ βάρους τοῦ ἐγχειρήματος καὶ προσεπάθησε νὰ ἀποποιηθῆ τὴν μεγάλη αὐτὴ εὐθύνη. Φοβούμενος ὅμως μήπως ὑποπέσει στὸ σφάλμα τῆς παρακοῆς καὶ γνωρίζοντας τὶς ἀδήριτες ἀνάγκες τῆς ᾿Εκκλησίας, ὑπετάγη τελικὰ στὸ πιεστικὸ αἴτημα τῶν ἀνωτέρων του καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ῾Ιερὰ Λαύρα τοῦ Κιέβου.
᾿Επὶ μίαν εἰκοσαετία, 1684-1705, ὁ ῞Αγιος Δημήτριος ἀφιέρωσε ὅλες τὶς δυνάμεις του στὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς προσευχῆς στὸν Ναὸ καὶ κατὰ μόνας, ἀφιέρωνε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο στὴν σύνταξι τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων.
Ζοῦσε μὲ τοὺς ῾Αγίους, ἐβίωνε τὸν Βίο τους, ὑπέφερε μαζί τους τὰ βασανιστήριά τους καὶ μελετοῦσε ὣς τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια ὅλα τὰ σχετικὰ τεκμήρια.Εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ἀγάπης του αὐτῆς πρὸς τοὺς ῾Αγίους, ὁ Θεὸς τοῦ ἐχάριζε συχνὰ ὁράματα. ῎
Ετσι, τὴν 10η Αὐγούστου 1685, εἶδε σὲ ἐνύπνιο τὴν ῾Αγία Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, τὴν ὁποία ἰδιαιτέρως εὐλαβεῖτο. Τῆς ἐζήτησε νὰ μεσιτεύση ὑπὲρ αὐτοῦ στὸν Κύριο, ἀλλὰ ἡ ῾Αγία ἦταν διστακτικὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν ξέρω... Θὰ προσευχηθῶ ἢ ὄχι... Σὺ προσεύχεσαι μὲ τρόπο ρωμαιοκαθολικό...». Βλέπουσα ὅμως τὴν ταραχή του, ἡ ῾Αγία Βαρβάρα ἐμειδίασε, τὸν καθησύχασε καὶ τὸν ἐπαρηγόρησε. ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἑρμήνευσε τὴν ἐπίπληξι αὐτὴ τῆς ῾Αγίας, διότι εἶχε συνήθεια, ὅπως καὶ οἱ Παπικοί, νὰ μὴ προσεύχεται ἀδιαλείπτως καὶ ἐκτενῶς.
Τὴν 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στὸν Δημήτριο ὁ ῞Αγιος Μάρτυς ᾿Ορέστης, τοῦ ὁποίου τὸν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα, καὶ τοῦ εἶπε: «῾Υπέφερα περισσότερες βασάνους γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ ὅσες μνημονεύεις». Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειὰ πληγὴ στὴν ἀριστερά του πλευρά, λέγων: «᾿Ιδού, διὰ σιδή-
ρου ἐγένετο τοῦτο». Κατόπιν, ἅπλωσε τὸν δεξιό του βραχίονα κατοῦ ἔδειξε τὶς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στὸ ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνων: «Νά, αὐτὲς κατεκόπησαν». ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγὲς στὸν ἀριστερὸ βραχίονα, ἐπαναλαμβάνων τὰ ἴδια λόγια, μετὰ δὲ τοῦ ἔδειξε τὶς πληγὲς στὰ γόνατα, λέγων:
«Ταῦτα ἀπεκόπησαν». ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καὶ καταλήγων,τοῦ εἶπε: «Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!». ῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐσκέφθη,ὅτι ἦταν ὁ ῞Αγιος ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τὴν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δὲ Μάρτυς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Δὲν εἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν ῾Αγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καὶ τοῦ ὁποίου τὸν Βίο μόλις συνέταξες».
* * *
συνεχίση καὶ ὁλοκληρώση τὴν συγγραφὴ τῶν Βίων τῶν ῾Αγίων, ἐστενοχωρήθη καὶ ἠσθένησε βαρέως. Τότε, τὸν ἐπεσκέφθη ὁ Τσάρος Πέτρος Αʹ καὶ τοῦ ὑπεσχέθη, ὅτι θὰ διορισθῆ σὲ πλησιέστερη ᾿Επισκοπή. Πράγματι, τοῦ ἀνετέθη ἡ Μητρόπολις Ροστοβίας καὶ ᾿Ιαροσλαβίας τὸ 1702, ὅπου σὲ ὅραμα ἐπληροφορήθη ὅτι ἐκεῖ θὰ ἐκμετρήση τὸ ζῆν. ᾿Επέλεξε ἕνα τόπο γιὰ τὸ μνῆμα του στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιακώβου καὶ ἀνεφώνησε: «᾿Ιδού, ἡ ἀνάπαυσίς μου, ὧδε κατοικήσω εἰς αἰῶνα αἰώνων».
Τὸ 1705 ὡλοκλήρωσε τὴν σύνταξι τοῦ μνημειώδους ἔργου του Βίοι ῾Αγίων (Τσέτι-μηνέϊ), τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τοῦ ὀγκώδους γραπτοῦ ἔργου του.
«Διὰ νὰ συντάξῃ τὰ ῾῾Τσέτι-μηνέϊ᾿᾿ ἐχρησιμοποίησε τὸ ἔργον τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Μακαρίου († 1564), [τὰ βυζαντινὰ Μηνολόγια,δίως τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, ὡς καὶ τὰς Χρονογραφίας], ἀλλὰ καὶ δυτικὰς συλλογάς... ῍Αν τὸ ἐπιστημονικὸν ἐπίπεδον τῆς συνθέσεως τοῦ Δημητρίου δὲν εἶναι πολὺ ὑψηλόν, ἡ γλῶσσα του εἶναι εὐκόλως ἀφομοιώσιμος. Οὕτω τὰ ῾῾Τσέτι-μηνέϊ᾿᾿ ἐγνώρισαν μεγάλην κυκλοφορίαν εἰς Ρωσίαν, ὡς μαρτυροῦν αἱ πολλαὶ ἐπανεκδόσεις, καὶ διεδραμάτισαν σπουδαῖον μέρος εἰς τὴν ρωσικὴν εὐλάβειαν».
* * *
Συνέταξε πολλὰ ψυχωφελῆ ἔργα καὶ ἵδρυσε τὸ 1702, στὸ Ροστώβ,μία ῾Ιερατικὴ Σχολὴ γιὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ῾Ιερέων, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξυψώση τὸ διανοητικό, πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ἐπίπεδο τοῦΚλήρου· ἀνέλαβε ὁ ἴδιος μεγάλο μέρος τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ δυστυχῶς, λόγῳ τῶν ἐλλιπῶν οἰκονομικῶν μέσων, ἡ Σχολὴ ἔκλεισε τὸ 1706.
῾Οι μεγάλες ὑλικὲς δυσκολίες τῆς Μητροπόλεως ὠφείλοντο οὐσιαστικῶς στὴν κυβερνητικὴ πολιτική, ἡ ὁποία ἐπεδίωκε νὰ περιορίση τὶς οἰκονομικὲς δυνατότητες τῆς ᾿Εκκλησίας.
Συνέγραψε ἐπίσης πολλὰ ἔργα γιὰ νὰ ἐπαναφέρη τοὺς σχισματικοὺς Παλαιοπίστους στοὺς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀποδεικνύων εἰς αὐτούς, ὅτι τὸ πνεῦμα καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς Παραδόσεως εἶναι σημαντικώτερα ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς τυπικὲς λεπτομέρειες· ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πολυάριθμα σχετικὰ κηρύγματά του, συνέγραψε ἕνα ἰδικὸ ἔργο, ἀφιερωμένο στὴν κριτικὴ τῆς διδασκαλίας τῶν Σχισματικῶν:
«῎Ερευναι περὶ τῆς Πίστεως τοῦ Μπρὺνσκ (περιοχῆς, ὅπου ἔζων πολυάριθμοι Παλαιόπιστοι)» (1709).
Παρὰ τὶς συχνὲς ἀσθένειες, ἀκολουθοῦσε αὐστηρὸ κανόνα στὴν ζωή του καὶ ποτὲ δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Μέσῳ τῆς ὑποδειγματικῆς του βιοτῆς, ἐδίδασκε στὸ ποίμνιό του τὴν ἀγάπη τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς, καθὼς καὶ τὴν συμπόνια καὶ φιλευσπλαγχνία πρὸς ὅλους, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς.
῾Ο ῞Αγιος Δημήτριος προεῖδε τὴν ἐκδημία του τρεῖς ἡμέρες ἐνωρίτερα. ᾿Αφοῦ μὲ ἐδαφιαία μετάνοια ἐζήτησε ἀπὸ τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς ψάλτες νὰ τὸν συγχωρήσουν, περιωρίσθηκε στὸ κελλί του μὲ διάπυρη τὴν προσευχὴ στὰ χείλη.
῾Η Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία προέβη στὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισί του πολὺ σύντομα, τὸ 1757