Η μοναξιά και η απελπισία μάχονταν στο προσκεφάλι του, θηρία κι οι δυο ανυποχώρητα. Ο ύπνος και ο θάνατος σκάλωσαν πάνω του διεκδικώντας μερίδιο. Τα δάχτυλα χαλάρωσαν, η τελευταία ρουφηξιά γλίστρησε στο ταβάνι, βουβό το στρώμα πάγωσε τον ήχο της, παραδόθηκε.
Το παράθυρο που δεν πρόλαβε ν’ ανοίξει, ο καπνός που κυρίευσε το δωμάτιο, όλη του η ζωή ένα σύννεφο που έφερνε πάντα βροχή. Οι μοίρες, οι θυγατέρες της νύχτας, έρχονταν πάντα βαθιά μεσάνυχτα σε κείνον, ποτέ πρωί. Όσο θυμόταν, ένιωθε τη ζωή του ταξίδι ματαιωμένο απ’ την αρχή. Ακόμα και τ’ όνομά του το πήρε στην τύχη. Ή καλύτερα σ’ ένα παιχνίδι της.
Όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του, τα χρόνια του εμφύλιου, η μάνα του ήταν έγκυος σ’ αυτόν. «Εμμανουήλ», τ’ όνομα του πατέρα του και το δικό του, για να τιμήσουν τη μνήμη του. «Στη γλώσσα του Χριστού, θα πει ο θεός μαζί σας, παιδί μου», του ‘λεγε η μάνα του, χωρίς πολλά λόγια, χωρίς εξηγήσεις, μνήμες, θυμό, μίσος.
Δεν είχε τελειώσει το Δημοτικό, όταν έπιασε δουλειά στις αλυκές. Εκεί μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, που από τότε, ποτέ δεν έσβησε, χανόταν στο λευκό και το ασημί του αλατιού και ρούφαγε την αλμύρα του. Ρουφηξιές ήταν η ζωή του, ως τα βάθη της ψυχής του, αχόρταγες. Δεν το ‘θελε. Ήταν η φτιαξιά του τέτοια, ο ίδιος του εαυτός τον κυνηγούσε, αυτός νόμιζε πως ξέφευγε, παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι.
Στα δεκαοχτώ μπάρκαρε στα καράβια, με την ελπίδα της λύτρωσης στα πέλαγα. Λίγο πριν φουντάρει στον ωκεανό τον μάζεψαν, πέταξε την κουβέρτα που τον σκέπασαν, ζήτησε τσιγάρο.
Στα είκοσι, αγάπησε και κλέφτηκε κι όλοι έπεσαν πάνω του, αφού δουλειά δεν είχε, «τι τις ήθελε τις παντρειές». Σ’ ένα υπόγειο αυτός, η αγάπη του κι ένα παιδί, που η γειτονιά έλεγε πως δεν ήταν δικό του, κοντά στο τσιγάρο, έμαθε και το ποτό.
Όταν όλοι κι όλα τον εγκατέλειψαν, γύριζε εδώ κι εκεί και με δουλειές του ποδαριού και θελήματα πάλευε να επιβιώσει. Έξι σκαλοπάτια κάτω από τη γη, έβλεπε τις σόλες από τα παπούτσια των περαστικών και μάζευε τ’ αποτσίγαρα που πετούσαν. Τικ τακ ρυθμικό κάθε βράδυ ο ήχος των τακουνιών, που έμπλεκε με τη βροχή όταν χειμώνιαζε, κυλούσε αργά κι έσβηνε στο τέλος του δρόμου, παίρνοντας μαζί του και το τελευταίο ίχνος ανθρώπινης παρουσίας.
Τις ώρες εκείνες που ήχοι και ανθρώπινες ανάσες έσβηναν, ονειρευόταν τη ζωή, τη στρωμένη, καλή, τακτοποιημένη ζωή, που το ψιλόβροχο βρίσκει τους περισσότερους, καθισμένους σε αναπαυτικούς καναπέδες, μπροστά σε μεγάλα παράθυρα, να ρεμβάζουν χαμογελώντας με ικανοποίηση για τις ομορφιές της φύσης, σχολιάζοντας -δήθεν μ’ ενδιαφέρον, στην ουσία αδιάφορα- για τις ξαφνικές αλλαγές του καιρού! Απότομα και νευρικά τις σκέψεις αυτές ακολουθούσε ένα τίναγμα στον ώμο, σαν να ήθελε να διώξει από πάνω του την σκόνη κι απ’ το μυαλό του τις ζωές των άλλων.
Το τριμμένο του πανωφόρι, συντροφιά στις περιπλανήσεις της ερημιάς, όταν χειμώνιαζε. Σερνόταν μαζί του στα πάρκα, στις πλατείες, στους δρόμους, εκεί που οι υπόλοιποι ζούσαν χαρές, λύπες, χαμόγελα, αγκαλιές, χωρισμούς, σμίξιμο. Με τα ξεροκόμματα που μάζευε τάιζε τ’ αδέσποτα, αποζητώντας εκείνο το βλέμμα, το γεμάτο ευγνωμοσύνη και ζεστασιά, να το φυλάξει για τις ώρες που πλάγιαζε μονάχος. Μ’ εκείνο το βλέμμα προσπαθούσε να σβήσει την εικόνα που τριβέλιζε στο μυαλό του, την αρτάνη, το συρματόσχοινο που τότε στα καράβια έδεναν και τραβούσαν τα φορτία, μα τον ήχο της που κροτάλιζε καθώς ανεβοκατέβαινε, δεν κατόρθωνε να τον αποδιώξει. Καθαρός όπως τότε, διαπερνούσε όλο του το κορμί, σέρνοντας τη φωνή του¨ρτρτρτρτρτρτρτρτ¨.
Όταν η σειρήνα της πυροσβεστικής αναστάτωσε τη γειτονιά, λίγο πριν ξημερώσει, πολλοί ήταν αυτοί που αναρωτήθηκαν με έκπληξη «μα καλά, ζούσαν άνθρωποι εκεί κάτω;»
Έξι σκαλοπάτια κάτω από τη ζωή, κουρνιασμένος σε μια γωνιά, με μια τελευταία ρουφηξιά να γέρνει στ’ ακροδάχτυλα, τυλιγμένος με το μισοκαμένο πανωφόρι της μοναξιάς του, δεν αρνιόταν πια τίποτα. Παραδόθηκε.
_
Μαριάνθη Πλειώνη
Το παράθυρο που δεν πρόλαβε ν’ ανοίξει, ο καπνός που κυρίευσε το δωμάτιο, όλη του η ζωή ένα σύννεφο που έφερνε πάντα βροχή. Οι μοίρες, οι θυγατέρες της νύχτας, έρχονταν πάντα βαθιά μεσάνυχτα σε κείνον, ποτέ πρωί. Όσο θυμόταν, ένιωθε τη ζωή του ταξίδι ματαιωμένο απ’ την αρχή. Ακόμα και τ’ όνομά του το πήρε στην τύχη. Ή καλύτερα σ’ ένα παιχνίδι της.
Όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του, τα χρόνια του εμφύλιου, η μάνα του ήταν έγκυος σ’ αυτόν. «Εμμανουήλ», τ’ όνομα του πατέρα του και το δικό του, για να τιμήσουν τη μνήμη του. «Στη γλώσσα του Χριστού, θα πει ο θεός μαζί σας, παιδί μου», του ‘λεγε η μάνα του, χωρίς πολλά λόγια, χωρίς εξηγήσεις, μνήμες, θυμό, μίσος.
Δεν είχε τελειώσει το Δημοτικό, όταν έπιασε δουλειά στις αλυκές. Εκεί μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, που από τότε, ποτέ δεν έσβησε, χανόταν στο λευκό και το ασημί του αλατιού και ρούφαγε την αλμύρα του. Ρουφηξιές ήταν η ζωή του, ως τα βάθη της ψυχής του, αχόρταγες. Δεν το ‘θελε. Ήταν η φτιαξιά του τέτοια, ο ίδιος του εαυτός τον κυνηγούσε, αυτός νόμιζε πως ξέφευγε, παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι.
Στα δεκαοχτώ μπάρκαρε στα καράβια, με την ελπίδα της λύτρωσης στα πέλαγα. Λίγο πριν φουντάρει στον ωκεανό τον μάζεψαν, πέταξε την κουβέρτα που τον σκέπασαν, ζήτησε τσιγάρο.
Στα είκοσι, αγάπησε και κλέφτηκε κι όλοι έπεσαν πάνω του, αφού δουλειά δεν είχε, «τι τις ήθελε τις παντρειές». Σ’ ένα υπόγειο αυτός, η αγάπη του κι ένα παιδί, που η γειτονιά έλεγε πως δεν ήταν δικό του, κοντά στο τσιγάρο, έμαθε και το ποτό.
Όταν όλοι κι όλα τον εγκατέλειψαν, γύριζε εδώ κι εκεί και με δουλειές του ποδαριού και θελήματα πάλευε να επιβιώσει. Έξι σκαλοπάτια κάτω από τη γη, έβλεπε τις σόλες από τα παπούτσια των περαστικών και μάζευε τ’ αποτσίγαρα που πετούσαν. Τικ τακ ρυθμικό κάθε βράδυ ο ήχος των τακουνιών, που έμπλεκε με τη βροχή όταν χειμώνιαζε, κυλούσε αργά κι έσβηνε στο τέλος του δρόμου, παίρνοντας μαζί του και το τελευταίο ίχνος ανθρώπινης παρουσίας.
Τις ώρες εκείνες που ήχοι και ανθρώπινες ανάσες έσβηναν, ονειρευόταν τη ζωή, τη στρωμένη, καλή, τακτοποιημένη ζωή, που το ψιλόβροχο βρίσκει τους περισσότερους, καθισμένους σε αναπαυτικούς καναπέδες, μπροστά σε μεγάλα παράθυρα, να ρεμβάζουν χαμογελώντας με ικανοποίηση για τις ομορφιές της φύσης, σχολιάζοντας -δήθεν μ’ ενδιαφέρον, στην ουσία αδιάφορα- για τις ξαφνικές αλλαγές του καιρού! Απότομα και νευρικά τις σκέψεις αυτές ακολουθούσε ένα τίναγμα στον ώμο, σαν να ήθελε να διώξει από πάνω του την σκόνη κι απ’ το μυαλό του τις ζωές των άλλων.
Το τριμμένο του πανωφόρι, συντροφιά στις περιπλανήσεις της ερημιάς, όταν χειμώνιαζε. Σερνόταν μαζί του στα πάρκα, στις πλατείες, στους δρόμους, εκεί που οι υπόλοιποι ζούσαν χαρές, λύπες, χαμόγελα, αγκαλιές, χωρισμούς, σμίξιμο. Με τα ξεροκόμματα που μάζευε τάιζε τ’ αδέσποτα, αποζητώντας εκείνο το βλέμμα, το γεμάτο ευγνωμοσύνη και ζεστασιά, να το φυλάξει για τις ώρες που πλάγιαζε μονάχος. Μ’ εκείνο το βλέμμα προσπαθούσε να σβήσει την εικόνα που τριβέλιζε στο μυαλό του, την αρτάνη, το συρματόσχοινο που τότε στα καράβια έδεναν και τραβούσαν τα φορτία, μα τον ήχο της που κροτάλιζε καθώς ανεβοκατέβαινε, δεν κατόρθωνε να τον αποδιώξει. Καθαρός όπως τότε, διαπερνούσε όλο του το κορμί, σέρνοντας τη φωνή του¨ρτρτρτρτρτρτρτρτ¨.
Όταν η σειρήνα της πυροσβεστικής αναστάτωσε τη γειτονιά, λίγο πριν ξημερώσει, πολλοί ήταν αυτοί που αναρωτήθηκαν με έκπληξη «μα καλά, ζούσαν άνθρωποι εκεί κάτω;»
Έξι σκαλοπάτια κάτω από τη ζωή, κουρνιασμένος σε μια γωνιά, με μια τελευταία ρουφηξιά να γέρνει στ’ ακροδάχτυλα, τυλιγμένος με το μισοκαμένο πανωφόρι της μοναξιάς του, δεν αρνιόταν πια τίποτα. Παραδόθηκε.
_
Μαριάνθη Πλειώνη