Την μια μέρα αισθανόμαστε αναστημένοι την άλλη στο πάτο της κόλασης. Την μια μέρα λυτρωμένοι και την άλλη αλύτρωτοι στην πατρίδα της καρδιάς και των ονείρων μας.
Τα συναισθήματα πότε μυρίζουν άνοιξη και βάλσαμο και πότε βαρυχειμωνιά, σαπισμένα φύλλα και χαλασμένες φωλιές, ακατοίκητες και αποχαιρετισμένες.
Είναι στιγμές που νιώθεις το κορμί σου γεμάτο ορμή και πάθος προς την ζωή, τα φιλέματα, τα δώρα και τα κανάκια της. Και είναι άλλες στιγμές, που το σώμα είναι μαραμένο και παραδομένο δίχως μάχη και αγώνα στην ακηδία, την ραστώνη και την βαριά μελαγχολία των προσδοκιών.
Δε κάνω κάτι για να φύγει. Το αποδέχομαι, συμφιλιώνομαι και περιμένω. Η θλίψη δεν θα φύγει επειδή θα νευριάσεις, θα οργιστείς, ή θα βυθιστείς σε χιλιάδες γιατί. Ούτε επειδή θα πεις θέλω να είμαι καλά.
Αποδεχόμαστε. Σιωπούμε. Ηρεμούμε. Λέμε απαλά και χωρίς στόχο την ευχή του Ιησού.
Πάμε εάν μπορούμε μια βόλτα. Περπατάμε. Κάνουμε κάτι που μας αρέσει κι ας μην έχουμε και πολύ όρεξη. Σε τέτοιες στιγμές να θυμάσαι ότι δεν περιμένουμε να μας έρθει η όρεξη για να κάνουμε πράγματα, τα κάνουμε και θα έρθει η όρεξη. Αυτός είναι βασικός κανόνας εξόδου.
Και κάτι πολύ σημαντικό εάν προσευχηθείς, με ένταση, άγχος, και τσατισμένος να βγεις από αυτήν την ακηδία, το πιο πιθανόν, είναι αυτή να θεριέψει. Ότι το πολεμάς, αυτό αμήνυτε. Όταν του πει καλωσόρισες. Κάτσε δίπλα μου. Τι θέλεις να μου πεις; Θα δεις ότι δεν είναι τόσο αποκρουστική. Κάτι όμορφο έχει κι αυτή πάνω της.
Θυμάμαι μια φορά είχα πάει στο Αγιον Όρος. Πρώτη βραδιά στην Μονή Ιβήρων. Μόλις νύχτωσε με επισκέφθηκε μια θλίψη που ράγισαν όλα τα χαμόγελα μου. Τα έχασα. Λέω μα γιατί; Είμαι στο περιβόλι της Παναγίας. Γιατί; Δεν θέλω!!! Λες και με ρώτησε κανείς…. Τι θα κάνω τώρα. Φοβάμαι. Με λίγα λόγια τα έχασα. Λογισμοί με έπνιξαν και λιποθύμησαν την ελπίδα μου.
Πήρα τηλέφωνο του πνευματικό μου. Πάτερ μου, δεν είμαι καλά, αυτό και αυτό συμβαίνει. Τι θα κάνω;
-Τίποτα, μου λέει.
-Δηλαδή.
-Το παθαίνεις αυτό, γιατί θές να εξαφανιστεί αυτό που νιώθεις. Όμως αυτό για να υπάρχει, έχει το λόγο ύπαρξης του. Πες απλά υπάρχει κι αυτό. Θα φύγει όπως ήρθε. Μέχρι τότε δεν τα χάνω, και δεν τρελαίνομαι. Το αποδέχομαι.
Μαλάκωσα απότομα. Ειρήνευσα μαζί του. Χέρι χέρι ανεβήκαμε τα σκαλιά προς τους ξενώνες και ησυχάσαμε και οι δύο από μια κουραστική μέρα. Το πρωί μας βρήκε χώρια…
Φως ΨυχήςΤα συναισθήματα πότε μυρίζουν άνοιξη και βάλσαμο και πότε βαρυχειμωνιά, σαπισμένα φύλλα και χαλασμένες φωλιές, ακατοίκητες και αποχαιρετισμένες.
Είναι στιγμές που νιώθεις το κορμί σου γεμάτο ορμή και πάθος προς την ζωή, τα φιλέματα, τα δώρα και τα κανάκια της. Και είναι άλλες στιγμές, που το σώμα είναι μαραμένο και παραδομένο δίχως μάχη και αγώνα στην ακηδία, την ραστώνη και την βαριά μελαγχολία των προσδοκιών.
Δε κάνω κάτι για να φύγει. Το αποδέχομαι, συμφιλιώνομαι και περιμένω. Η θλίψη δεν θα φύγει επειδή θα νευριάσεις, θα οργιστείς, ή θα βυθιστείς σε χιλιάδες γιατί. Ούτε επειδή θα πεις θέλω να είμαι καλά.
Αποδεχόμαστε. Σιωπούμε. Ηρεμούμε. Λέμε απαλά και χωρίς στόχο την ευχή του Ιησού.
Πάμε εάν μπορούμε μια βόλτα. Περπατάμε. Κάνουμε κάτι που μας αρέσει κι ας μην έχουμε και πολύ όρεξη. Σε τέτοιες στιγμές να θυμάσαι ότι δεν περιμένουμε να μας έρθει η όρεξη για να κάνουμε πράγματα, τα κάνουμε και θα έρθει η όρεξη. Αυτός είναι βασικός κανόνας εξόδου.
Και κάτι πολύ σημαντικό εάν προσευχηθείς, με ένταση, άγχος, και τσατισμένος να βγεις από αυτήν την ακηδία, το πιο πιθανόν, είναι αυτή να θεριέψει. Ότι το πολεμάς, αυτό αμήνυτε. Όταν του πει καλωσόρισες. Κάτσε δίπλα μου. Τι θέλεις να μου πεις; Θα δεις ότι δεν είναι τόσο αποκρουστική. Κάτι όμορφο έχει κι αυτή πάνω της.
Θυμάμαι μια φορά είχα πάει στο Αγιον Όρος. Πρώτη βραδιά στην Μονή Ιβήρων. Μόλις νύχτωσε με επισκέφθηκε μια θλίψη που ράγισαν όλα τα χαμόγελα μου. Τα έχασα. Λέω μα γιατί; Είμαι στο περιβόλι της Παναγίας. Γιατί; Δεν θέλω!!! Λες και με ρώτησε κανείς…. Τι θα κάνω τώρα. Φοβάμαι. Με λίγα λόγια τα έχασα. Λογισμοί με έπνιξαν και λιποθύμησαν την ελπίδα μου.
Πήρα τηλέφωνο του πνευματικό μου. Πάτερ μου, δεν είμαι καλά, αυτό και αυτό συμβαίνει. Τι θα κάνω;
-Τίποτα, μου λέει.
-Δηλαδή.
-Το παθαίνεις αυτό, γιατί θές να εξαφανιστεί αυτό που νιώθεις. Όμως αυτό για να υπάρχει, έχει το λόγο ύπαρξης του. Πες απλά υπάρχει κι αυτό. Θα φύγει όπως ήρθε. Μέχρι τότε δεν τα χάνω, και δεν τρελαίνομαι. Το αποδέχομαι.
Μαλάκωσα απότομα. Ειρήνευσα μαζί του. Χέρι χέρι ανεβήκαμε τα σκαλιά προς τους ξενώνες και ησυχάσαμε και οι δύο από μια κουραστική μέρα. Το πρωί μας βρήκε χώρια…
π.Λίβυος