Αν ακόμη δεν βρήκες
το κατάλληλο «παιχνίδι» της ζωής σου,
αυτό που σε εκφράζει και θέλεις να το παίζεις,
ψάξε και βρες το.
Όταν το βρεις παίξτο!
Παίξτο με όλη σου τη δύναμή,
σαν να εξαρτάται η ίδια σου η ζωή
από αυτό το παιχνίδι.
Γιατί, κακά τα ψέματα, η ζωή σου όντως εξαρτάται από αυτό. Και όταν περνάς τις στιγμές που νομίζεις πως η ζωή σου δεν έχει κανένα νόημα κι έχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε ένα τέλμα, ενώ όλοι οι δρόμοι μπροστά σου έχουν μια πινακίδα που λέει «ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΔΟ», τότε παίξε το παιχνίδι σου με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο και κινήσου σαν να είχαν οι κινήσεις σου κάποιο συγκεκριμένο στόχο.
Αν η ζωή η ίδια δεν σου προσφέρει κανένα παιχνίδι που να αξίζει να το παίξεις, τότε δημιούργησέ το μόνος σου! Κι αν αποφασίσεις να παίξεις το Master Game, πρέπει να ξέρεις πως είναι το δυσκολότερο απ’ όλα τα παιχνίδια της ζωής, αλλά αξίζει τον κόπο. Το Master Game είναι ένα «παιχνίδι» αφύπνισης από το matrix της πραγματικότητας.
“Αυτό που χρειάζονται και απαιτούν οι άνθρωποι πραγματικά από τη ζωή τους δεν είναι ούτε τα πλούτη, ούτε οι ανέσεις, ούτε ο σεβασμός των άλλων, αλλά τα παιχνίδια που να αξίζουν να παίζονται”. Thomas Szasz
Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, μόλις πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Η μεταπολεμική αισιοδοξία άρχισε σιγά-σιγά να ξεφτίζει στη Δύση και τα πρώτα μαύρα σύννεφα άρχισαν να συγκεντρώνονται στους ορίζοντες των Δυτικών. Εκείνη την εποχή δολοφονήθηκε και ο Τζον Φ. Κένεντι (1963), ένας από τους πιο αγαπημένους πολιτικούς ανά τον κόσμο, που ήταν κατά του πολέμου στο Βιετνάμ στον οποίο η Αμερική ήταν αποφασισμένη να εμπλακεί. Τότε, άρχισαν να αναθεωρούνται στο Δυτικό Κόσμο σχεδόν όλες οι κοινωνικές αξίες και οι δημοκρατικές ιδέες. Αποδείχτηκε πως η δημοκρατία και η ψήφος του λαού ήταν αδύναμα όπλα μπροστά στα οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών. Εκείνη την εποχή ο Δυτικός καπιταλιστικός κόσμος είχε βυθιστεί σε μια μεγάλη ιδεολογική κρίση…
Για πολλούς ο Θεός είχε ήδη «πεθάνει» και οι νέοι Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι ξεκινούσαν με μεγάλο ενθουσιασμό τη «βελούδινη» χίπικη επανάσταση. Με την ανάπτυξη του αεροπορικού τουρισμού για πρώτη φορά στην ιστορία έφταναν καθημερινά στην Ινδία, στο Νεπάλ και σε άλλες χώρες της Ανατολής χιλιάδες νεαρών «αναζητητών της αλήθειας» από όλο τον κόσμο. Μαζί με τις ανατολικές φιλοσοφίες, τον Ινδουισμό και το Βουδισμό, έγιναν της μόδας και οι ψυχότροπες ουσίες που επέτρεπαν στους αναζητητές να κάνουν βουτιές στη «θάλασσα» του υποσυνείδητου και με αυτό τον τρόπο να «κόψουν δρόμο» και να κατεβάσουν υπερβατικές γνώσεις από τα ακασικά αρχεία, ακόμη και χωρίς να έχουν δουλέψει με τον Εαυτό τους (Βλέπε το αφιέρωμα για την Ψυχεδέλεια, Λ.Αδαμοπούλου-Μ.Κοσάνοβιτς, Strange No 47). Εκείνη την εποχή, που το κίνημα των Χίπης ήταν στα φόρτε του, ήταν πολύ της μόδας να πειραματίζεται κανείς με τη συνείδηση του. Οι ανατολικές φιλοσοφίες, μαζί με διάφορες ψυχότροπες ουσίες, είχαν πλημμυρήσει τη Δύση και πολύ σύντομα υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες νεαροί μουσικοί, ζωγράφοι και συγγραφείς που έχουν δοκιμάσει χασίς, μαριχουάνα, μεσκαλίνη, όπιο ή LSD.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ «ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΕΝΝΗΣΗ»
Εκείνη την εποχή λοιπόν, που η αναζήτηση ήταν στο απόγειό της, αναπτύχθηκε στη Δύση, και προπαντός στην Αμερική, ένας κλάδος της ψυχολογίας που ονομάστηκε Δημιουργική Ψυχολογία (Creative Psychology). Σύμφωνα με έναν από τους σημαντικότερους αντιπροσώπους της, τον Καλιφορνέζο βιοχημικό και φυσιολόγο Robert S.De Ropp, η Δημιουργική Ψυχολογία ήταν ένας κλάδος της ψυχολογίας που συνδυάζει την ψυχολογία με τη φυσιολογία και να αποβάλει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα τους. Αυτή η διαχωριστική γραμμή δημιουργήθηκε βασισμένη στις μονοθεϊστικές θρησκείες (προπαντός στην ιουδαϊκή και τη χριστιανική), που έχουν υιοθετήσει έναν πολύ αυστηρό διαχωρισμό ανάμεσα στο κακό και το καλό. Με βάση αυτή την κοσμοαντίληψη για ένα καλό ιουδαίο-χριστιανό όλα τα πράγματα είναι καλά ή κακά, του θεού ή του διαβόλου, ακόμη και ο ίδιος εαυτός του. Σύμφωνα με την ίδια κοσμοαντίληψη διαχωρίστηκε το υλικό από το άυλο μέρος των πραγμάτων. Έτσι λοιπόν κατάντησε και το σώμα του ανθρώπου να είναι «κακό» και «βρόμικο», ενώ η ψυχή καλή και θεϊκή. Από την πλευρά της η Δημιουργική Ψυχολογία αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ολιστικά, θεωρώντας ότι η συμπεριφορά του έχει τέσσερις όψεις: ενστικτώδης, μηχανική, συναισθηματική και διανοητική. Γνωρίζοντας τη χημεία του σώματος και του νου του αλλά και του περιβάλλοντός του, ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στις πιο ψηλές μορφές της εξέλιξης: στη δημιουργία μια αληθινής «ενδόμυχα κατευθυνόμενης συνείδησης», που δεν έχει πια καμία σχέση με το αβοήθητο κατευθυνόμενο από τους άλλους σκλάβο. Η Δημιουργική Ψυχολογία βασίζεται στην ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί μόνος του, με τις δικές του προσπάθειες να δημιουργήσει ή να γεννήσει ένα καινούργιο ον μέσα του και αυτή θα είναι η «δεύτερη γέννα» του: «Μόνο εκείνος που προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα του μία καινούργια ψυχή είναι υποψήφιος για ένα έντιμο θάνατο. Αυτός που δεν το έκανε έχει ζήσει σαν κορόιδο και θα πεθάνει σαν σκύλος» (De Ropp, The Master Game).
Σε αυτά τα πλαίσια, λοιπόν, τοποθετείται και η θεωρία ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να πετάξει από πάνω του τις προκαταλήψεις που κληρονόμησε από τις προηγούμενες συντηρητικές γενιές, και επιτέλους, ελεύθερος και αναγεννημένος, να μπορεί να επιλέξει μόνος του πως θα παίξει το παιχνίδι της ζωής του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που την ίδια εποχή, στις δεκαετίες του 1960 και 1970, έχουν γραφτεί πολλά βιβλία με θέμα το «παιχνίδι» που παίζουν οι άνθρωποι. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν το Games People Play του Eric Berne, που δημοσιεύτηκε το 1966 στο Λονδίνο, και το περίφημο Steppenwolf (Λύκος της Στέπας, 1963) του Χέρμαν Έσσε, όπου στο κεφάλαιο για το Μαγικό Θέατρο όλα τα παιχνίδια της ζωής είναι εφικτά. Το αριστούργημα του ίδιου συγγραφέα, με τίτλο στα γερμανικά Glassperlenspiel (Παιχνίδι των Γυάλινων Χαντρών), θεωρείται ότι περιγράφει το «παιχνίδι των παιχνιδιών», όπου όλα τα στοιχεία της ανθρώπινης εμπειρίας συνδέονται με απλές συνθέσεις. Επίσης το 1968 ο Robert S.De Ropp γράφει το δικό του, κλασικό πλέον βιβλίο, με τίτλο The Master Game.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»;
Τι είναι όμως ένα «παιχνίδι της ζωής»; Σύμφωνα με τον R. S. De Ropp, Καλιφορνέζο βιοχημικό και ερευνητή του ανθρώπινου εγκεφάλου και της συμπεριφοράς, εκείνος που δεν μπορεί να βρει ένα «παιχνίδι» αρκετά αξιόλογο για να το παίζει στη ζωή του, μπορεί να πέσει στην οκνηρία, μία κατάσταση της ψυχής που έχει οριστεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως ένα από τα θανάσιμα αμαρτήματα. Από τον επιστημονικό κόσμο της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, η οκνηρία θεωρείται ως ένα σημαντικό σύμπτωμα της ψυχικής αρρώστιας. Πρόκειται για μία κατάσταση που την έχει γευτεί, έστω και για λίγο, ο καθένας μας. Οκνηρία είναι η παράλυση της βούλησης, η ανεπάρκεια ορέξεως, μία κατάσταση γενικής πλήξης και απόλυτου ξεμαγέματος. Είναι μία κατάσταση στην οποία όταν πέφτει κάποιος νιώθει εκείνο τον υπαρξιακό πόνο της ψυχής που οι Γερμανοί ονόμασαν «Welt Schmerz» («θλίψη για τον κόσμο»): Ωχ θεέ μου, θεέ μου πόσο πληκτικές, ανιαρές και χωρίς νόημα φαίνονται σε μένα όλες οι χρήσεις αυτού του κόσμου! Ο Szasz ονομάζει μια τέτοια κατάσταση του νου ως προθάλαμο της «διανοητικής αρρώστιας», που γεμίζει κρεβάτια των νοσοκομείων ανά όλο τον κόσμο με τους ανθρώπους που γίνονται ένα ασήκωτο βάρος και στον εαυτό τους και στους άλλους. Σύμφωνα πάλι με τον R. S. De Ropp, το καλύτερο αντίδοτο σε μια τέτοια οδυνηρή και ανεπιθύμητη κατάσταση της ψυχής, για τον σύγχρονο άνθρωπο είναι να βρει «το παιχνίδι που να αξίζει να το παίζει». Ποια είναι όμως τα «παιχνίδια» που μας προσφέρει η ίδια η ζωή; Και τι είναι ένα «παιχνίδι»; Εϊναι αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ανθρώπους, που εμπλέκονται τα κατώτερα κίνητρά τους; Ναι, αλλά ένα παιχνίδι της ζωής είναι και πολύ παρά πάνω από αυτό. Πρόκειται για την αναμέτρηση της δύναμης ή της διάνοιας των παιχτών μέσα στο matrix που ορίζεται με κανόνες. Οι κανόνες είναι ουσιαστικοί. Αν δεν τηρούνται οι κανόνες το παιχνίδι παύει να είναι παιχνίδι.
Ας δούμε για παράδειγμα ένα πολύ γνωστό παιχνίδι, όπως είναι το σκάκι: θα ήταν αδύνατον να παίξετε σκάκι αν τυχόν ο αντίπαλος παίκτης σας θα ζητούσε από εσάς όλα τα πιόνια του να θεωρούνται ως βασίλισσες; Τα παιχνίδια που παίζουν οι άνθρωποι στη ζωή τους αντανακλούν αναγκαστικά και τους στόχους των παικτών που τα παίζουν. Ο παίκτης πρέπει να θυμάται ταυτόχρονα το στόχο και τους κανόνες, ενώ η ποιότητα του παιχνιδιού που παίζει εξαρτάται από τα δικά του προσωπικά έμφυτα χαρακτηριστικά. Οπότε τα παιχνίδια που επιλέγουν οι άνθρωποι να παίζουν, και σε περισσότερες περιπτώσεις το κάνουν εντελώς ασυνείδητα, είναι ενδεικτικά. Όχι μόνο που αποκαλύπτουν τον τύπο τους αλλά δείχνουν και το επίπεδό της δικής τους εσωτερικής ανάπτυξης.
OBJECT GAMES ΚΑΙ META-GAMES
Σύμφωνα πάλι με τους Szasz και τον R.De Ropp μπορούμε να χωρίσουμε τα παιχνίδια της ζωής σε παιχνίδια των αντικειμένων (object games) και σε μετά-παιχνίδια (meta-games). Τα παιχνίδια των αντικειμένων είναι εκείνα τα παιχνίδια που επιλέγουν οι άνθρωποι να παίζουν έχοντας ως στόχο τους την απόκτηση υλικού πλούτου. Η πιο σημαντική λέξη στο δικό τους λεξιλόγιο είναι το ρήμα ΕΧΩ. Αυτό που θέλουν να έχουν είναι προπαντός το χρήμα και μετά όλα τα πράγματα που μπορούν να αγοραστούν με χρήμα. Εντωμεταξύ, τα «Μετά-παιχνίδια» παίζονται για ανέγγιχτα πράγματα όπως είναι η γνώση ή η «σωτηρία της ψυχής». Ολόκληρη ανθρωπότητα λοιπόν μπορεί να χωριστεί πολύ πρόχειρα σε δύο ομάδες: στους παίκτες που παίζουν τα «μετα-παιχνίδια» και σε παίκτες «παιχνιδιού αντικειμένων». Αυτές οι δύο ομάδες δεν κατάφεραν ποτέ σ’ ολόκληρη ιστορία της ανθρωπότητας να καταλάβουν η μία την άλλη και θα έλεγα ούτε θα το καταφέρουν ποτέ στο μέλλον… Στο δικό μας πολιτισμό κυριαρχούν τα παιχνίδια των αντικειμένων. Στον κόσμο που το χρήμα είναι θεός και σχεδόν όλα τα πράγματα, έμμεσα ή άμεσα, μπορούν να αγοραστούν με το χρήμα, οι λέξεις όπως είναι ψυχή, αρετή, ήθος ακόμη και αγάπη «δεν πουλάνε» και πολύ, έχουν χάσει τη δύναμή τους. Σε έναν κόσμο οπού οι ήρωες έχουν πεθάνει, μέσα στους πολέμους που γίνονται με πάτημα κουμπιού σαν video games, χωρίς κανένα ηρωισμό… Στους παίχτες των μετά-παιχνιδιών, τα παιχνίδια των αντικειμένων πάντα φαινόταν ρηχά και μάταια. Η συνηθισμένη τους άποψη συμπυκνώνεται στο περίφημο ρητό: «Τι θα κερδίσει ο άνθρωπος αν κατακτήσει τον κόσμο ολόκληρο και χάσει την ίδια του την ψυχή;» Από την άλλη πλευρά, οι παίχτες των «object games», τα μετά-παιχνίδια φαίνονται ασαφή και αρρωστημένα, γιατί περιλαμβάνουν θολές, αφηρημένες ιδέες όπως είναι ομορφιά, αλήθεια ή σωτηρία… Ας δούμε λοιπόν πιο συγκεκριμένα ποια είναι τα παιχνίδια που παίζονται από τους ανθρώπους όλων των εποχών και ποιοι είναι οι στόχοι του καθενός:
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ (OBJECT GAMES) ΣΤΟΧΟΣ
1. Γουρούνι στο σκαφίδι = Αφθονία
2. Κόκορας του κοτετσιού = Φήμη
3. Το παιχνίδι του Μολώχ = Δόξα ή νίκη
ΧΩΡΙΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΣΤΟΧΟ
ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗ = ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΙΑΣ
ΜΕΤΑ – ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ (META GAMES)
1. Παιχνίδι της Τέχνης = Ομορφιά
2. Παιχνίδι της Επιστήμης = Γνώση
3. Παιχνίδι της Θρησκείας = Σωτηρία
4. MASTER GAME = Αφύπνιση
1. Γουρούνι στο σκαφίδι = Αφθονία
2. Κόκορας του κοτετσιού = Φήμη
3. Το παιχνίδι του Μολώχ = Δόξα ή νίκη
ΧΩΡΙΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΣΤΟΧΟ
ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗ = ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΙΑΣ
ΜΕΤΑ – ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ (META GAMES)
1. Παιχνίδι της Τέχνης = Ομορφιά
2. Παιχνίδι της Επιστήμης = Γνώση
3. Παιχνίδι της Θρησκείας = Σωτηρία
4. MASTER GAME = Αφύπνιση
Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΣΑΙ «ΓΟΥΡΟΥΝΙ ΣΤΟ ΣΚΑΦΙΔΙ»
Τον κυρίαρχο τύπο παιχνιδιού, που παίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι, ο De Ropp ονόμασε κυνικά «Γουρούνι στο Σκαφίδι». Προφανώς έδωσε αυτό το όνομα σε εκείνο τον τύπο ανθρώπων που διαλέγουν να παίζουν –συνειδητά ή ασυνείδητα– στη ζωή τους ένα παιχνίδι μέσα από το οποίο αποκτούν μια «γουρουνίσια» συμπεριφορά. Αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν σ’ ολόκληρη τη ζωή τους να αποκτήσουν περισσότερα απ’ όσα έχουν, ξεκινώντας από τα απαραίτητα, όπως είναι το φαγητό και το ποτό που δεν το χορταίνουν ποτέ, μέχρι ρούχα, σπίτια, αυτοκίνητα και ό,τι άλλο μπορούμε να ονομάσουμε υλικά αγαθά. Αυτοί οι άνθρωποι είναι συνήθως τόσο κοιλιόδουλοι και σκλάβοι των αναγκών τους που πολύ δύσκολα μπορούν να κρύψουν τον εγωισμό τους σκεπτόμενοι όλη την ώρα πως θα κρατήσουν αυτό που έχουν και αμέσως μετά πως θα αποκτήσουν τον επόμενο στόχο. Αντιμετωπίζουν όλο τον κόσμο ως μία αρένα στην οποία όλοι είναι λίγο πολύ οι εχθροί τους και αυτοί σκληρά ανταγωνίζονται με τους άλλους γύρω τους για να μπορούν πιο εύκολα να αποκτήσουν περισσότερο…
Δυστυχώς στον κόσμο που ζούμε οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν για καθαρά εγωιστικούς λόγους (πιθανόν επειδή νομίζουν ότι αν κατέχουν υλικά πράγματα θα γίνουν πιο ευτυχισμένοι) και παίζουν αυτό το παιχνίδι. Άλλωστε μπορούμε να πούμε ότι ο Δυτικός μας κόσμος και το καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται ακριβώς πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή τους ιδανικούς καταναλωτές και τέλειους πολίτες, που δεν τους ενδιαφέρει ουσιαστικά τίποτα πέρα από την αυλή τους. Σχεδόν όλη η περιέργεια που έχουν για τους άλλους οφείλεται μόνο στην τάση που έχουν για σύγκριση. Συνέχεια συγκρίνονται με τους άλλους γιατί οι άλλοι είναι ο άξονας αναφοράς τους. Όμως σήμερα, στην εποχή της υπερκατανάλωσης, όποιος παίζει αυτό το παιχνίδι είναι σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί με τα καινούρια προϊόντα, που εμφανίζονται καθημερινά, δεν μπορεί να χορτάσει και να ικανοποιήσει απόλυτα την δίψα του για τα πράγματα. Οι κανόνες είναι όλο και πιο πολύπλοκοι, ενώ και το παιχνίδι που απαιτείται γίνεται όλο και πιο ραφιναρισμένο. Ας συμπληρώσουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν δύο βασικά χαρακτηριστικά που τους κάνουν πάντα ανικανοποίητους και δυστυχισμένους: τη ζήλια και την απληστία.
ΔΥΣΚΟΛΗ ΕΠΟΧΗ ΓΙΑ ΚΟΚΟΡΕΣ
Το παιχνίδι που εύστοχα ονομάστηκε «Ο Κόκορας στο Κοτέτσι» (θα το αποκαλούσα επίσης «Ο Πρώτος του Χωριού») παίζεται από πολλούς συνανθρώπους μας που ως τελικό σκοπό τους έχουν τη φήμη. Κι αυτό το παιχνίδι σχεδιάζεται και παίζεται αποκλειστικά για εγωιστικούς λόγους. Ο παίκτης φτιάχνει μια λανθασμένη εικόνα για τον εαυτό του και αυτή είναι η εικόνα που βλέπει στον καθρέφτη του. Τον τρομάζει η ιδέα ότι η αλήθεια είναι διαφορετική από ότι την φαντάζεται και δεν θέλει να τη μάθει ποτέ. Γιατί, όταν καταστρέφεται αυτή η εικόνα που έχει για τον εαυτό του, το ψεύτικο Εγώ του παίκτη καταστρέφεται και ο κόσμος του ολόκληρος που πολλές φορές μπορεί να τον φέρει στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και τρέλας. Οι παίκτες αυτού του παιχνιδιού έχουν δίψα για ένα πράγμα: να τους γνωρίζουν οι άλλοι, να γίνουν γνωστοί, αν είναι δυνατόν να τους μάθει ολόκληρος ο κόσμος. Η φήμη είναι το κόλλημα τους. Θέλουν οπωσδήποτε να γίνουν διασημότητες, ασχέτως αν υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίον θα έπρεπε να γίνουν διάσημοι. Συνήθως αυτό το παιχνίδι της ζωής το παίζουν οι άνθρωποι που έχουν και μια τέλεια δικαιολογία να το παίζουν, όπως οι ηθοποιοί, τραγουδιστές και φυσικά οι πολιτικοί. Το δικό τους βαθύ κίνητρο κρύβεται πίσω από το επάγγελμά τους κι έτσι είναι εξαναγκασμένοι να τηρούν μια «δημόσια εικόνα», η οποία πολλές φορές δεν έχει καμία σχέση με το τι πραγματικά είναι οι ίδιοι. Αλλά η ευτυχία ενός πραγματικού παίκτη του παιχνιδιού «Cock on Dunghill» εξαρτάται άμεσα από το πόσο συχνά εμφανίζεται το όνομά του στις εφημερίδες. Για αυτόν η κάθε δημοσιότητα είναι καλύτερη από καμία δημοσιότητα. Για αυτό το λόγο υπάρχουν πολλές παθολογικές περιπτώσεις που οι παίχτες αυτού του παιχνιδιού γίνονται ακόμη και δολοφόνοι, μόνο και μόνο να γίνουν διάσημοι.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΜΟΛΩΧ ΚΑΙ Η «ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ» ΤΟΥ ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ
Οι άνθρωποι που παίζουν το «Παιχνίδι του Μολώχ» θεωρούνται από τους οπαδούς της Δημιουργικής Ψυχολογίας, ως τα πλέον επικίνδυνα άτομα στην ιστορία. Το παιχνίδι αυτό είναι το πιο θανατηφόρο απ’ όλα τα άλλα παιχνίδια της ζωής. Ο βασικός του στόχος είναι η νίκη και η δόξα και το παίζουν συνήθως οι ηγέτες, οι δικτάτορες και οι στρατιωτικοί. Πίσω από αυτούς υπάρχει πάντα ένας στρατός εκατομμυρίων ανθρώπων που τους υποστηρίζει και αποτελείται από διάφορους επαγγελματίες ανθρωποκτόνους. Αυτοί, ταυτισμένοι με τους ηγέτες τους, τους υπακούουν τυφλά, εκπαιδευμένοι να βλέπουν τους φόνους που πράττουν ως αξιόπιστους, ενώ υπηρετούν «ανώτερους» στόχους για την πατρίδα. Πολεμούν τον εχθρό που κατά κανόνα ανήκει είτε σε άλλη εθνικότητα είτε σε άλλη θρησκεία. Όπως οι λάτρες του εβραϊκού θεού Μολώχ θυσίαζαν τα παιδιά τους στα είδωλα τους, έτσι οι παίκτες των Μολώχ παιχνιδιών θυσιάζουν ζωές χιλιάδων ανθρώπων και αθώων θυμάτων τυφλωμένοι από κάποιο αστραφτερό όνειρο περί δόξας και δύναμης. Συνήθως, ταυτιζόμενοι με τον ηγέτη και με την ιδεολογία του, σκοτώνουν με απεριόριστο ενθουσιασμό, καταστρέφοντας πόλεις και ισοπεδώνοντας ακόμη ολόκληρες χώρες. Η αγαπημένη φράση που χρησιμοποιούν για λόγους προπαγάνδας είναι το αιώνιο «Dulce et decorum pro patria mori est» (Είναι τίμιο και γλυκό το να πεθάνεις για την πατρίδα). Το παιχνίδι του Μόλωχ είναι καθαρά «ανθρώπινο παιχνίδι». Τα άλλα θηλαστικά, παρόλο που πολεμούν με τα υπόλοιπα μέλη του ίδιου είδους δεν προχωράνε μέχρι την ολική εξολόθρευση, πράγμα που ο άνθρωπος βεβαίως και κάνει! Αυτά τα τρία παιχνίδια που αναφέραμε, το «Γουρούνι στο Σκαφίδι», «Κόκορας στο Κοτέτσι» και «Παιχνίδι του Μολώχ», ανήκουν λίγο πολύ στις παθολογικές δραστηριότητες. Γιατί οι παίκτες που «νικούν» στην ουσία δεν κερδίζουν τίποτα που να μπορούν να πουν ότι πραγματικά τους ανήκει. Το «Γουρούνι στο Σκαφίδι» όσα και να μαζέψει, όσο και πάμπλουτος να έχει γίνει δεν θα μπορέσει να παραμελήσει την αλήθεια ότι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή δεν αγοράζονται, πράγματα φυσικά όπως είναι η υγεία, η αγάπη και η ψυχική γαλήνη. Ο «Κόκορας στο Κοτέτσι», όταν τελικά καταφέρνει και γίνεται διάσημος, συνήθως καταλαβαίνει ότι αυτή η διασημότητα, αντί να του φέρνει χαρά, γίνεται πηγή της ενόχλησης και δυστυχίας.
Οι παίκτες του Παιχνιδιού του Μολώχ βαδίζουν στο αίμα μέχρι τα γόνατα μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν ότι τελικά η νίκη και δόξα, για τις οποίες έχουν θυσιαστεί εκατομμύρια ζωές, δεν είναι τίποτα άλλο παρά λέξεις χωρίς νόημα, είναι «σαν τις στολισμένες πόρνες που οδηγούν τους άνδρες στην καταστροφή τους» (De Ropp). Υπόψιν: υπάρχει και ένα εγκληματικό στοιχείο σ’ όλα αυτά τα παιχνίδια γιατί, σε κάθε υπόδειξη τους, βλάπτουν και τον παίκτη και την κοινωνία της οποίας αποτελούν ένα κομμάτι. Όμως, τα μέτρα με τα οποία οι άνθρωποι υπολογίζουν την εγκληματικότητα είναι τόσο διαστρεβλωμένα που οι παίκτες αυτών των παιχνιδιών είναι περισσότερο κατάλληλοι να θεωρηθούν ως «μαξιλάρια της κοινωνίας», παρά ως επικίνδυνοι τρελοί που θα έπρεπε να τους εξορίσουν σε κάποιο απόμακρο ερημονήσι, όπου δεν θα μπορέσουν να βλάψουν ούτε τον εαυτό τους ούτε τους άλλους… Ανάμεσα στα «ανώτερα» και «κατώτερα» βρίσκονται και τα «ουδέτερα παιχνίδια», όπως είναι το «Παιχνίδι του Νοικοκύρη», του οποίου ο στόχος είναι απλά να ανατρέφει την οικογένειά και να της εξασφαλίζει τα απαραίτητα για τη ζωή αγαθά. Επίσης υπάρχει σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία ένας συγκεκριμένος αριθμός ανθρώπων που δεν παίζουν στη ζωή τους κανένα παιχνίδι. Είτε εξαιτίας κάποιου σωματικού ελαττώματος είτε λόγω «ψυχολογικού προβλήματος» δεν είναι ικανοί να βρουν κάποιο παιχνίδι άξιο να το παίζουν. Ως αποτέλεσμα αυτοί οι άνθρωποι γίνονται χρόνιοι «αουτσάιντερ» που αισθάνονται αλλοτριωμένοι από την κοινωνία και γι’ αυτό είναι πολλές φορές και διανοητικά έξαλλοι, με τάση να γίνουν αντικοινωνικοί και εγκληματίες.
ΤΑ ΑΝΩΤΕΡΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Τα «Μετά-παιχνίδια» σπάνια παίζονται στην καθαρή τους μορφή. Το Παιχνίδι της Τέχνης (Art Game), στην καλύτερη περίπτωση, απευθύνεται άμεσα στην εσωτερική συνείδηση που αόριστα ορίζεται ως «ομορφιά». Όμως η συνείδηση αυτή είναι καθαρά υποκειμενική, γιατί η ομορφιά για έναν άνθρωπο ανθρώπου μπορεί να είναι ασχήμια για κάποιον άλλο. Όπως επίσης το όμορφο μιας εποχής μπορεί να είναι το άσχημο κάποιας άλλης. Δυστυχώς, ανάμεσα στους ανθρώπους που παίζουν «Art Game» δεν υπάρχουν και παρά πολλοί καλοί παίκτες. Οι κακοί παίκτες των «Art Games» είναι εκείνοι που δεν έχουν ουσιαστικά καμία εσωτερική επίγνωση της αισθητικής. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι απλά καλά τεχνικά ή τεχνολογικά ενημερωμένοι και από εκεί και πέρα μιμούνται εκείνους που έχουν την αισθητική συνείδηση και αίσθηση της ομορφιάς, υπακούοντας τυφλά στην μόδα ό,τι και να σημαίνει αυτό. Ολόκληρο το «Art Game» που παίζεται σήμερα είναι βαριά διεφθαρμένο από την εμπορικότητα και την απληστία των συλλεκτών έργων τέχνης, που τα διαπερνούν σαν μια άσχημη οσμή. Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο σοβαρός παίκτης του Art Game, ένας πραγματικός καλλιτέχνης μέσα από την «ενδόμυχα κατευθυνόμενη συνείδηση», αντλεί τη δύναμη που θα τον υποχρεώσει να ακολουθήσει το δικό του «εσωτερικό φως» και δεν θα υιοθετήσει τα κριτήρια του κόσμου για αυτόν, σκεπτόμενος μόνο πώς θα γίνει διάσημος και ίσως πλούσιος. Πρόκειται για την ίδια δύναμη που προστατεύει το συγγραφέα-δημιουργό από την εκπόρνευση του ταλέντου σε περίπτωση που γράφει εκείνο που πιστεύει ή ελπίζει ότι θα πουλήσει, αντί να λέει πράγματα τα οποία πραγματικά νιώθει ότι πρέπει να ειπωθούν.
Το «Παιχνίδι της Επιστήμης» επίσης σπάνια παίζεται στη δική του καθαρή μορφή. Όμως στις περισσότερες περιπτώσεις το «Παιχνίδι της Επιστήμης» παίζεται όχι για την επιστήμη και την ανθρωπότητα, αλλά για το ego του «επιστήμονα». Άλλωστε, το παιχνίδι αυτό έχει γίνει πολύ πολύπλοκο και πανάκριβο που οτιδήποτε είναι πραγματικά αυθεντικό τείνει να αποκληθεί από την τεράστια παράταξη των επιτροπών που βρίσκονται ανάμεσα στον επιστήμονα και στα χρήματα που χρειάζεται ο ίδιος για τις έρευνές του. Έτσι, δίνεται προτεραιότητα μόνο στην έρευνα ρουτίνας.
ΤΟ «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ»
Το «Θρησκευτικό Παιχνίδι» θεωρείται από τους Δημιουργικούς Ψυχολόγους επίσης ένα από τα πολύ αγαπημένα και ανώτερα παιχνίδια της ανθρωπότητας. Έχει παιχτεί παρά πολύ και από πολλούς στο παρελθόν και για αυτό το λόγο έχει πολύ καλά «τακτοποιημένους» κανόνες. Είναι ουσιαστικά ένα παιχνίδι που παίζεται από τους πληρωμένους ιερείς μιας ή άλλης θρησκείας και το παίζουν για το δικό τους προσωπικό όφελος. Για να αναγκάσουν τους συνανθρώπους τους να παίξουν το δικό τους παιχνίδι, οι ιερείς έχουν εφεύρει διάφορους θεούς με τους οποίους μόνο εκείνοι μπορούν να επικοινωνήσουν, των οποίων την οργή μόνο εκείνοι μπορούν να εξευμενίσουν, των οποίων τη συνεργασία μόνον εκείνοι ξέρουν να εκμεταλλευτούν. Εκείνος που θέλει να έχει βοήθεια από το Θεό πρέπει να πάει στην εκκλησία, τη συναγωγή, το τζαμί ή σε κάποιο άλλο «σπίτι του θεού» και να δίνει χρήματα (γιατί ή άμεσα ή έμμεσα οι ιερείς τους μισθούς τους παίρνουν από τους πιστούς τους) εξαγοράζοντας με αυτό τον τρόπο την σωτηρία της ψυχής του. Με λίγα λόγια ένας παίκτης του «Θρησκευτικού Παιχνιδιού» εξασφαλίζει ότι μετά το θάνατο δεν θα καταλήξει στην Κόλαση αλλά στον Παράδεισο.
Φυσικά η κάθε θρησκεία είναι καλύτερη από την άλλη. Η πιο άσχημη πλευρά του «Θρησκευτικού Παιχνιδιού» υπήρξε αποτέλεσμα της επιμονής διαφόρων ιερέων ότι ο δικός τους θεός είναι ο μοναδικός θεός και ότι η δική τους μορφή παιχνιδιού ήταν η μοναδική επιτρεπόμενη μορφή. Αυτή η πρακτική ξεκίνησε από τους Εβραίους. Ο ενθουσιασμός τους για τον δικό τους, έναν και μοναδικό και πολύ εκδικητικό. πατέρα-θεό δικαιολογεί όλες τις αμέτρητες ανθρωποσφαγές που αποτελούν και το μεγαλύτερο κομμάτι της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή η πρακτική υιοθετήθηκε ανυπόμονα από τους λεγόμενους Χριστιανούς, που δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις σφαγές Εβραίων και Μουσουλμάνων, αλλά γύρισαν σαν τα λυσσασμένα σκυλιά ο ένας κατά του άλλου κάνοντας μια σειρά από τρομακτικούς θρησκευτικούς πολέμους…
ΤΟ MASTER GAME
Φυσικά όλες οι μεγάλες θρησκείες προσφέρουν τα παραδείγματά των αγίων τους και των μυστικιστών, που προφανώς δεν έπαιζαν τα παιχνίδια τους για κανένα υλιστικό στόχο. Η αδιαφορία τους για την προσωπική άνεση, τον πλούτο και τη φήμη, ήταν πραγματική και αξιοθαύμαστη. Φαίνεται από τα γραπτά ιερά κείμενα αλλά και από προφορικές παραδόσεις ότι αυτοί οι μεγάλοι μύστες και δάσκαλοι, όπως ήταν ο Κρίσνα, ο Βούδας, ο Χριστός, ο Λαο-Τσε, ο Σωκράτης και άλλοι, έπαιζαν το παιχνίδι με διαφορετικούς κανόνες και για εντελώς άλλους στόχους από εκείνους που «πουλάνε» ταξίδι στον παράδεισο και επιμένουν να πληρωθούν κιόλας τοις μετρητοίς…
Σε αυτούς τους παίκτες ήταν προφανές ότι το θρησκευτικό παιχνίδι, όπως παίζεται από τους πληρωμένους ιερείς με τα παλιά τους κόλπα (με υποσχέσεις, απειλές, καταδιώξεις και δολοφονίες), έμοιαζε περισσότερο μ’ ένα τραβεστί του πραγματικού παιχνιδιού. Ήταν και είναι ακόμη μία τρομερή απόδειξη της αλήθειας που βλέπει κανείς στο γνωστό και περιβόητο ρητό: «Αυτοί οι άνθρωποι με επιδοκιμάζουν με τα χείλη τους, αλλά οι καρδιές τους είναι μακριά από μένα… Έχουν μάτια αλλά δεν βλέπουν, έχουν αυτιά αλλά δεν ακούν ούτε καταλαβαίνουν». Οι μύστες αυτοί, μέσα από το matrix που απαιτεί η δική τους θρησκεία, προσπάθησαν το πιο δύσκολο παιχνίδι απ όλα, το Master Game, του οποίου ο στόχος είναι επίτευγμα της πλήρης συνείδησης και της πραγματικής αφύπνισης.
Οι σοβαροί παίκτες του «Master Game» στην ιστορία, που ήταν παγιδευμένοι στο το matrix του Χριστιανισμού, βρέθηκαν φυλακισμένοι, καταδικασμένοι από την Ιερά Εξέταση, βασανισμένοι και σε χιλιάδες περιπτώσεις καμένοι ζωντανοί. Ο Τζιορντάνο Μπρούνο και ο Γαλιλαίος ήταν μόνο τα πιο γνωστά ονόματα των μεγάλων παικτών, που θυσιάστηκαν για την ανθρωπότητα και αντιστάθηκαν στην οπισθοδρομική σκέψη της μεσαιωνικής εκκλησίας και κοινωνίας.
Ένας μεγάλος παίκτης του «Master Game» ήταν επίσης και ο μεγαλοφυής Σέρβος εφευρέτης και επιστήμονας Νίκολα Τέσλα, που πάντα τόνιζε ότι όλο το έργο του οφείλεται στην μεγάλη του επιθυμία να βοηθήσει την ανθρωπότητα. Ο ίδιος δεν έκανε ποτέ και τίποτα για το προσωπικό του όφελος: «Παίζοντας το Master Game ο Τέσλα πόνταρε τα πάντα σε ένα στοίχημα. Ο στόχος του δεν ήταν τίποτα λιγότερο από το να μεταμορφώσει τον εαυτό του σε θεότητα» (Marc J. Seifer, Wizard, The Life and Times of Nikola Tesla).
Σήμερα είμαστε πολύ πιο τυχεροί γιατί δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός κίνδυνος από οποιαδήποτε «ιερά εξέταση». Η τυραννία των ιερέων έχει λίγο πολύ τελειώσει. Όμως, παρά το γεγονός ότι στις μέρες μας είναι ασφαλές να παίζει κανείς το Master Game, αυτό δεν βοήθησε στο να γίνει το πιο δημοφιλές παιχνίδι της ζωής. Στο δικό μας κόσμο είναι μόλις μερικά άτομα που το παίζουν. Ο σύγχρονος άνθρωπος, υπνωτισμένος από διάφορα αστραφτερά τεχνάσματα του κόσμου του, έχει πολύ μικρή επαφή με το εσωτερικό του κόσμο. Και όμως το Master Game παίζεται εντελώς στο εσωτερικό κόσμο, μέσα σε ένα τεράστιο σύνθετο χώρο για το οποίο ο μέσος άνθρωπος ακόμη γνωρίζει πολύ λίγα. Ο στόχος αυτού του παιχνιδιού είναι πραγματική αφύπνιση, η πλήρης εξέλιξη των κρυμμένων δυνάμεων μέσα του. Όταν κάποιος φτάσει μια φορά στο συμπέρασμα ότι η καθημερινή κατάσταση της συνείδησης δεν είναι το ψηλότερο επίπεδο της συνείδησης που είναι ικανός να έχει, μετά από αυτό δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Τότε ανοίγουν μέσα του νέες ορέξεις: η πείνα για πραγματική αφύπνιση, για πλήρης συνειδητότητα. Καταλαβαίνει ότι αυτό που βλέπει και ακούει είναι μόνο ένα λεπτό κλάσμα από ότι θα μπορούσε να Δει, να Ακούσει και να Ξέρει. Ανακαλύπτει ότι μένει στο πιο φτωχό και άθλιο δωμάτιο του εσωτερικού του κάστρου και προχωρά με τις τολμηρές σκέψεις ότι θα μπορούσε να ανοίξει και τα άλλα δωμάτια, όμορφα και γεμάτα θησαυρούς. Ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα μπορέσει συνειδητά να ανοίξει και τα εσωτερικά παράθυρα που κοιτούν έξω, προς το άπειρο και την αιωνιότητα…
Σήμερα είμαστε πολύ πιο τυχεροί γιατί δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός κίνδυνος από οποιαδήποτε «ιερά εξέταση». Η τυραννία των ιερέων έχει λίγο πολύ τελειώσει. Όμως, παρά το γεγονός ότι στις μέρες μας είναι ασφαλές να παίζει κανείς το Master Game, αυτό δεν βοήθησε στο να γίνει το πιο δημοφιλές παιχνίδι της ζωής. Στο δικό μας κόσμο είναι μόλις μερικά άτομα που το παίζουν. Ο σύγχρονος άνθρωπος, υπνωτισμένος από διάφορα αστραφτερά τεχνάσματα του κόσμου του, έχει πολύ μικρή επαφή με το εσωτερικό του κόσμο. Και όμως το Master Game παίζεται εντελώς στο εσωτερικό κόσμο, μέσα σε ένα τεράστιο σύνθετο χώρο για το οποίο ο μέσος άνθρωπος ακόμη γνωρίζει πολύ λίγα. Ο στόχος αυτού του παιχνιδιού είναι πραγματική αφύπνιση, η πλήρης εξέλιξη των κρυμμένων δυνάμεων μέσα του. Όταν κάποιος φτάσει μια φορά στο συμπέρασμα ότι η καθημερινή κατάσταση της συνείδησης δεν είναι το ψηλότερο επίπεδο της συνείδησης που είναι ικανός να έχει, μετά από αυτό δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Τότε ανοίγουν μέσα του νέες ορέξεις: η πείνα για πραγματική αφύπνιση, για πλήρης συνειδητότητα. Καταλαβαίνει ότι αυτό που βλέπει και ακούει είναι μόνο ένα λεπτό κλάσμα από ότι θα μπορούσε να Δει, να Ακούσει και να Ξέρει. Ανακαλύπτει ότι μένει στο πιο φτωχό και άθλιο δωμάτιο του εσωτερικού του κάστρου και προχωρά με τις τολμηρές σκέψεις ότι θα μπορούσε να ανοίξει και τα άλλα δωμάτια, όμορφα και γεμάτα θησαυρούς. Ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα μπορέσει συνειδητά να ανοίξει και τα εσωτερικά παράθυρα που κοιτούν έξω, προς το άπειρο και την αιωνιότητα…
H Μιλιτσα Κοσάνοβιτς
είναι κλασική φιλόλογος,
μεταφράστρια και συγγραφέας.