Δεν είμαστε οι ίδιοι που ήμασταν κάποτε. Αθώα παιδιά με βλέμμα καθάριο και όρεξη για γνώση και ζωή.
Απονήρευτοι ταξιδευτές της εφηβείας, που όλος τους ο κόσμος ήταν πέντε φίλοι και μια καψούρα.
Απονήρευτοι ταξιδευτές της εφηβείας, που όλος τους ο κόσμος ήταν πέντε φίλοι και μια καψούρα.
Τότε που ξημερώναμε με μουσικές κι αναστεναγμούς κοιτώντας τα αστέρια αγκαλιά.
Που δεν προσπαθούσαμε να δαμάσουμε τους τρελούς χτύπους της καρδιάς, την ακολουθούσαμε μέχρι τέλους και φτάναμε στα πατώματα ή στον ουρανό για την αγάπη.
Tην αγνή αγάπη, ντυμένη στα λευκά, που βολτάριζε ανέμελα στα σοκάκια και τις αλάνες που τρέχαμε.
Τότε που κρατούσαμε τον κόσμο στις αδούλευτες χούφτες μας και νομίζαμε πως θα συνθλίψουμε το κακό και την ασχήμια.
Τότε που τα όνειρα έμοιαζαν πως θα κρατήσουν για πάντα.
Όχι, δεν είμαστε οι ίδιοι.
Εραστές του ονείρου με δίψα για ανιδιοτελή έρωτα, που μετρούσαμε τις στιγμές μας στις ανάσες που παίρναμε μαζί, σώματα ενωμένα, πυρωμένα από τον πόθο της νιότης.
Τότε που τα φιλιά ήταν καυτά μα προστατευμένα από τους άστατους καιρούς και τις φουρτούνες.
Μεθυσμένοι ναυαγοί στις θάλασσες της αγάπης που ξεχείλιζε από την πηγή της νεότητας, από εκεί που αναβλύζει τ' όνειρο και η τελειότητα.
Τότε που ένα φιλί γέμιζε τη στιγμή, τη νύχτα, τη βδομάδα κι ο κόσμος όλος ήταν ένα ζευγάρι μάτια που αντικρίζαμε με πόθο.
Μια παρουσία που ήταν αρκετή για να γεμίσει φως το σκοτάδι και όλη η φύση να πλημμυρίσει αγάπη κι έρωτα.
Όταν όλες οι αισθήσεις παίρνανε φωτιά με ένα άγγιγμα, ένα άρωμα που πλανιόταν στον αέρα, μέσα σε αγκαλιές που έκαναν το χειμώνα να μοιάζει καλοκαίρι, όταν ο έρωτας σκέπαζε τη λογική του ψυχρού κόσμου.
Όταν συναντούσε η μέρα τη νύχτα και το φως το σκοτάδι, και κάναμε σχέδια για το μέλλον κάπου στη μέση της κόλασης και του παραδείσου.
Σχέδια που τελείωναν στην αρχή της επόμενης πραγματικότητας και ξεκινούσαν στη μαγεία της επόμενης συνάντησης.
Τότε που οι πιθανότητες φαινόντουσαν πάντοτε υπέρ μας, ποτέ εναντίον μας.
Δεν είμαστε πλέον αυτοί που θα άλλαζαν τον κόσμο με μια κίνηση απλή, που θα ανεβαίναμε τα σκαλοπάτια της επιτυχίας με δυο δρασκελιές και θα ρουφούσαμε το νέκταρ της επιτυχίας αβίαστα, σίγουροι πως οι κόποι μας θα είχαν αντίκρισμα.
Βιαστήκαμε να μεγαλώσουμε.
Πιάσαμε νωρίς το συρματόπλεγμα της ζωής και γεμίσαμε τα χέρια μας πληγές.
Μάθαμε το άδικο και το χυδαίο.
Πέρασε ο καιρός κι οι έρωτες αφήσανε σημάδια στο κορμί.
Σημάδια που προδίδουν πως ότι αγαπάς σε πληγώνει.
Κάθε πληγή και μια αγάπη, που της χάρισες το «είναι σου» και σε πρόδωσε.
Έμαθες πια ότι δεν πρέπει να δίνεις ή «δίνεσαι» τόσο εύκολα.
Έμαθες να ζεις με τις πληγές σου. Να κλείνεσαι.
Να δανείζεσαι εφήμερες στιγμές περιμένοντας μια στιγμή που δεν έρχεται ποτέ.
Θα σου πάρει καιρό να ξαναγαπήσεις.
Κι είναι κι αυτές οι φορές που νιώθεις σχοινοβάτης σ? ένα όνειρο γεμάτο αγκάθια.
Πάει καιρός από την τελευταία φορά που γέλασες με την καρδιά σου, που ονειρεύτηκες με βλέμμα καθαρό.
Κι όμως από τότε που σε θυμάμαι κυνηγούσες τ' όνειρο και το όνειρο κρατά όσο και η μαγική λυχνία του.
Πρέπει να ρισκάρεις να το εξαργυρώσεις με ένα πραγματικό συναίσθημα.
Άνοιξε την πόρτα της καρδιάς και περπάτα το δρόμο της ζωής.
Ίσως έτσι απελευθερωθεί η μαγεία που θα διαθλάσει την πραγματικότητα.