Η Ευρυδίκη πήρε τη Σαγράδα Φαμίλια. Η
Δώρα τον Πύργο του Άιφελ. Η Άρτεμη σαν λιγότερο απαιτητική, βολεύτηκε με
την Πίζα. «Τα μνημεία μοιράστηκαν σε καλά χέρια» ειρωνεύτηκε η
Διονυσία. «Όχι πάλι αυτή η παρωδία», αγανάκτησα. Ήξερα καλά τι έπεται…
Μέσα σε 40 λεπτά είχαμε τσακωθεί. Το χρήμα μπήκε στη μέση και μας
διαμέλισε.
Οι διακανονισμοί χτύπησαν κόκκινο. Ποια
έχει το περισσότερο ρευστό; Ποια θα συμμαχήσει με την άλλη και με τι
αντάλλαγμα; «Μην την εμπιστεύεσαι, αν χτιστεί το πρώτο ξενοδοχείο
,ηττηθήκαμε όλοι.» «Έχω ανάγκη το Παρίσι, μα δεν έχω λεφτά. Που τα
σπατάλησα η ανόητη;»
Πάντα μισούσα τη Μονόπολη. Μου θύμιζε το
κατακερματισμένο, μισαλλόδοξο και ιδιοτελέστατο κράτος που ζω. Σα να
μην έφτανε η ματαιόδοξη πραγματικότητα, έπρεπε να τη ζήσουμε και σε
μικρογραφία και μάλιστα με πιόνια τσίγκινης μινιατούρας. Στη Μονόπολη δε
γελάς. Κανείς δε γελά. Παριστάνεις απλά τον χαρούμενο, για να πιστέψουν
οι υπόλοιποι πως είσαι ικανοποιημένος με τα αποκτηθέντα. Χωρίς να το
καταλάβεις μένεις με 2 ευρώ και υποθηκευμένο το πολυπόθητο Παρίσι.
Καταλαβαίνεις τότε πως έχεις ξοφλήσει. Κατσουφιάζεις, και αφού έχεις αποτύχει να κλέψεις από το διπλανό σου το πενηντάρικο, που κοντεύει να πέσει από το τραπέζι- καθώς το χρήμα από μεριά του ρέει άφθονο, αποχωρείς προς την κουζίνα , αφού και τα άπλυτα κοντεύουν μες την απελπισία τους να ανοίξουν μόνα τους τη βρύση και ν’ αρχίσουν το λουτρό.
Καταλαβαίνεις τότε πως έχεις ξοφλήσει. Κατσουφιάζεις, και αφού έχεις αποτύχει να κλέψεις από το διπλανό σου το πενηντάρικο, που κοντεύει να πέσει από το τραπέζι- καθώς το χρήμα από μεριά του ρέει άφθονο, αποχωρείς προς την κουζίνα , αφού και τα άπλυτα κοντεύουν μες την απελπισία τους να ανοίξουν μόνα τους τη βρύση και ν’ αρχίσουν το λουτρό.
Η Μονόπολη είναι θαρρώ ο πιο εύκολος και αξιόπιστος τρόπος να εξηγήσεις σ’ ένα παιδί πως λειτουργεί το πολιτικο-οικονομικό σύστημα της Ελλάδας, ή όλης της Ευρώπης. Και ακόμα πιο καθολικά, του κόσμου όλου. Χαμένος, είναι αυτός με τα δύο σπίτια στη Ρίγα. Νικητής, εκείνος με το ξενοδοχείο στη Ρώμη. Τόσο απλά. Όλοι εξαγοράζονται σ’ αυτόν, φιλούν τα τριχωτά του χέρια, θυσιάζουν ροζ πόνι στο βωμό του. Γινόμαστε έτσι μια ωραία παρέα από υποχείρια και χειροκροτούμε το αηδιαστικό χαμόγελο του νικητή. Κι ας θέλεις να γυρίσεις το τραπέζι ανάποδα, να τον αναγκάσεις να καταπιεί τον τσίγκινο Άιφελ. Μα ποτέ δεν το κάνεις. Εστιάζεις απλώς στο αυτάρεσκο μειδίαμα, και το παίζεις αδιάφορος.
Γι’ αυτό μισώ τη Μονόπολη. Γιατί στα
μάτια μου, μοιάζει περισσότερο με μονοπώλιο παρά με παιχνίδι. Άλλωστε
όπως πρόσφατα ανακάλυψα, ο αρχικός στόχος του επιτραπέζιου, με την
πρωταρχική του, λιγάκι παραλλαγμένη μορφή, τέτοιους οικονομικούς
παράγοντες έθιγε. Η Ελίζαμπεθ Μάτζι Φίλιπς, δημιούργησε ένα παιχνίδι
ελπίζοντας πως θα μπορούσε να εξηγήσει την απλή θεωρία των φόρων του
Χένρυ Τζωρτζ. Ότι, δηλαδή, όσα κέρδη κι αν βγάζει ένας άνθρωπος από την
περιουσία του, στο τέλος όλη αυτή θα καταλήξει νομοτελειακά στα χέρια
ενός και μόνο ανθρώπου.
Όσο αφορά, βέβαια, ένα επιτραπέζιο, τα
πράγματα επανέρχονται με το που σφραγίσουμε το κουτί, άντε, ίσως και
καμιά ώρα αργότερα, λόγω φορτισμένων συναισθημάτων. Τι γίνεται όμως,
όταν αυτό αφορά μια χώρα ολόκληρη ή όλες τις χώρες μαζί; Πότε
επανέρχονται οι δεσμοί; Ποιοι συνεχίζουν να χαμογελούν; Πότε τελικά
σταματάει αυτό το μονοπωλιακό παιχνίδι και τι αφήνει στο πέρασμά του;