Στο βιβλίο "Αν το φεγγάρι μου φέρει γούρι", ο Φίλιππο ανακαλύπτει ότι ο Γκεράντο είναι ο εραστής της γυναίκας του. Διαβάστε τον απολαυστικό διάλογο:
--------
«Δεν το περίμενα ποτέ από σένα!» φώναξε ο Φίλιππο.
«Αν φανταζόμουν ότι θα το έπαιρνες έτσι...»
Ο Φίλιππο τού έκανε νόημα να σωπάσει. Με
το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια, άρχισε να κλαίει σαν μοσχαράκι του
γάλακτος. Ο Γκεράντο ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται και πολύ θα
ήθελε να παρηγορήσει το φίλο του, αλλά ήταν ο πιο ακατάλληλος άνθρωπος
για κάτι τέτοιο. Επειδή αγαπούσε πραγματικά τον Φίλιππο, του το είπε. Ο
σύζυγος της ερωμένης του τον κοίταξε ανάμεσα απ’ τα δάκρυά του.
«Όλα τελείωσαν, όλα τελείωσαν!» είπε με αναφιλητά.
Ναι. Αυτό ήταν το πιο θλιβερό: ότι όλα
είχαν τελειώσει, ακόμα και ανάμεσα στους δύο άντρες. Πόσο περισσότερο
άξιζε η φιλία του Φίλιππο από τον έρωτα της άπιστης Σουζάνα! Τώρα όλα
είχαν τελειώσει: οι βραδινές παρτίδες, οι φιλικές συζητήσεις ανάμεσα
στους δύο
άντρες, που τα πήγαιναν τόσο καλά μεταξύ
τους, τα γεύματα, τ’ αστεία, οι βόλτες. Ο Γκε- ράντο ομολόγησε τον
ειλικρινή του πόνο και την πίκρα του που η φιλία τους είχε τελειώσει.
«Εσύ το θέλησες!» είπε ο Φίλιππο, συνεχίζοντας να κλαίει. «Τώρα δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα».
«Γιατί;» είπε ο Γκεράντο. «Από μας εξαρτάται».
Ο Φίλιππο τού έριξε μια ματιά που τον κοκάλωσε.
Και ξανάρχισε να κλαίει.
«Θα βλεπόμαστε κρυφά», είπε ο Γκεράντο, «θα δίνουμε ραντεβού σ’ ερημικά μέρη, που δεν τα ξέρει κανείς. Έχω ένα διαμερισματάκι».
«Πάψε!» είπε ο γέρος.
«Όχι, Φίλιππο», είπε τρυφερά ο Γκεράντο, «πρέπει να με καταλάβεις και να νιώσεις την ειλικρινή μου επιθυμία να επανορθώσω».
Συνέχισε για να τον παρηγορήσει:
«Υποπτεύομαι ότι αυτή η γυναίκα με έχει προδώσει κι εμένα».
Ο Φίλιππο άφησε να του ξεφύγει ένας
λυγμός: από οίκτο για τον προδομένο φίλο του; Από πόνο για την
καινούργια προδοσία της γυναίκας του;
Κανείς δεν το ’μάθε ποτέ.
Απλώς είπε:
«Θα τη διώξω απ’ το σπίτι».
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε ο Γκεράντο.
«Ή μάλλον», συνέχισε ο Φίλιππο, «θα τη σκοτώσω».
«Μα όχι», είπε ο Γκεράντο, «γιατί να τη σκοτώσεις;»
«Εντάξει», είπε ο άλλος, «δε θα τη σκοτώσω».
Είχε ηρεμήσει λιγάκι.
«Τώρα», είπε, «πρέπει να σου ομολογήσω κάτι που θα σε κάνει να γελάσεις. Όταν σου είπα: Είσαι ο εραστής της γυναίκας μου...»
«Ναι;»
«Αστειευόμουν».
«Τι ηλίθια αστεία!» φώναξε ο άλλος.
«Βλέπεις; Βλέπεις τι γίνεται όταν κάνεις τέτοια αστεία; Την άλλη φορά
να προσέχεις τι αστεία κάνεις!»
Κοίταξε ντροπαλά το φίλο του.
«Τότε», είπε, «αν διώξεις τη γυναίκα
σου, μπορώ να συνεχίσω να έρχομαι σπίτι σου; Μπορούμε να ξαναρχίσουμε
τις βραδινές μας παρτίδες;»
Ο Φίλιππο ήταν συντετριμμένος. Αλλά ο πειρασμός ήταν πολύ δυνατός. Μονομιάς το αποφάσισε. Άπλωσε το δεξί του χέρι στον Γκεράντο.
«Σύμφωνοι», ψέλλισε χαμηλόφωνα, «αλλά υπό έναν όρο».
«Να τον ακούσω».
«Ότι δεν θα το μάθει κανείς».
«Κανείς δε θα μάθει ποτέ τίποτα», ψιθύρισε ο Γκεράντο, «σ’ τ’ ορκίζομαι. Θα κάνουμε το παν να μην το μάθει κανείς».
«Πρόσεξε να μη μ’ εκθέσεις», είπε ο γέρος, «δεν αρμόζει στην κοινωνική μου υπόσταση. Απαιτώ τη μεγαλύτερη μυστικότητα».
«Φίλιππο», είπε σοβαρά ο άλλος, «είμαι κύριος».
«Και πάνω απ’ όλα», συμπλήρωσε ο Φίλιππο, υψώνοντας το δάχτυλο, «να μην το μάθει η γυναίκα μου».
_____
~ Aπό το βιβλίο του Umberto Eco μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας