Σ’ έναν ασκητή που ζει σε μια ερημιά στ’ Άγιο Όρος, έστειλε κάποιος 100 δραχμές μήπως του χρειασθούνε, και κείνος τούγραψε: «Δεν δύναμαι να κοιμηθώ από την ημέραν κατά την οποίαν έλαβα παρά της αγάπης σου τας εκατόν δραχμάς.
Τοσαύτα χρήματα, τι να τα κάμω, ευλογημένε;».
Θυμήθηκα τα λόγια που είναι γραμμένα στο χαρτί που κρατά ο άγιος Εφραίμ:
«Ασκητής ακτήμων, αετός υψιπέτης».
Είμαστε, λοιπόν, παραφορτωμένοι κι εμείς ή δεν είμαστε; Τάχουμε όλα.
Έχουμε κι ένα περιβολάκι, μικρό, ίσαμε μια γαϊδαροκυλίστρα.
Και όμως, αυτό το κομμάτι το χώμα είναι για μας θησαυρός ανεχτίμητος.
Έχει λουλούδια που μοσχοβολούνε, κι ήμερα κι άγρια, μα τα περισσότερα αγιολούλουδα, δεντρολίβανο, βασιλικό, μαντζουράνα, δυόσμο, αψηφιά, κι άλλα. Έχει και μίαν εληά, δυο λεμονιές, μια πορτοκαλια και μια ροδιά. Κάθουμαι, σαν πασάς, και δοξάζω τον Θεό.
Μέλισσες, πεταλούδες, σκαθάρια, χρυσοβασιλιάδες, μυγάκια λογής–λογής, άλλα μακρουλά, άλλα στρογγυλά, πετάνε γύρω στις πρασινάδες, και το σιγανό βούισμά τους με νανουρίζει.
Περιεργάζουμαι κάτω το χώμα, το κοιτάζω από κοντά, καθισμένος χάμω. Μερμήγκια κι άλλα μαμούδια περπατάνε δω και κει, κάνοντας κάποιες μυστηριώδεις δουλειές. Πόσο αξιαγάπητα είναι αυτά τα πλάσματα!
Πηγαινοέρχουνται βιαστικά, ἀνταμώνουνται στο δρόμο τους, σταματάνε μετά σαν να κουβεντιάζουνε, κι ύστερα τραβά το καθένα όπου θέλει. Ποιος ξέρει τι συλλογίζουνται και τι κάνουνε. Μια φορά, καμιά σημασία δεν δίνουνε στα σπουδαία πράγματα που γίνουνται στον κόσμο, πεντάρα δεν δίνουνε αν ένας άνθρωπος πήγε στον ουρανό μέσα σε μια σιδερένια μηχανή.
Κι εγώ μαζί μ’ αυτά ζω ευτυχισμένος, μέσα στην ησυχία και στην ειρήνη της ταπείνωσης. Βέβαια, ο αστροναύτης δεν νοιάζεται για τούτα τα μικρά που δεν φαίνουνται από κει ψηλά που βρίσκεται. Μα και τα μερμήγκια, οι λαμπρές και τ’ άλλα τα μαμούνια δεν νοιάζουνται γι’ αυτόν. Χαμπάρι δεν παίρνουνε!
Λέγω μέσα μου: «Πού πας, βρε άνθρωπε; Αφήνεις τον εαυτό σου, τον πολύτιμο εαυτό σου, και πας να βρεις άλλον κόσμο! Οι κόσμοι παντού είναι οι ίδιοι. Τα μάτια που τους βλέπουνε είναι διαφορετικά».
Καλά είμαστε, αγαπημένα μου μερμήγκια. Κανένας δεν μας ξέρει. Μήτε νοιαζόμαστε για τον κόσμο, για τις μηχανές του και για τ’ άλλα τα μεγαλεία του.
Πόσο έμορφο πράγμα είναι να μη σε ξέρει κανένας, να σ’ έχουνε όλοι λησμονημένον! Να είσαι ένα με τα μερμηγκάκια, που πηγαινοέρχουνται βαστώντας στο στόμα τους ένα κομμάτι άχυρο! Να είσαι ένα με τα πεταλούδια, αυτά τα πετάμενα λουλούδια, που δεν πετάνε ψηλότερα από τα μικρά δεντράκια μας.
Να είσαι αδερφός με τις χρυσόμυγες, με τα μικρά ζουζούνια, που βουσβουνίζουνε χαρούμενα και ψάχνουνε ανάμεσα στα φύλλα και στα άνθια που μοσκοβολούνε! Ένα με τα πουλάκια που κελαϊδούνε ξέγνοιαστα αποπάνω μας. Με τον τζίτζικα, που φωνάζει καθισμένος απάνω στο δέντρο, ντερβίσης που δεν φροντίζει για τίποτα.
Ναι. Θέλω να είμαι κι εγώ ένα απ’ αυτά, να ζω ανάμεσα τους. Δεν θέλω να είμαι άνθρωπος, το πονηρότατο αυτό πλάσμα, που από την πονηριά, από τη φιλοδοξία κι από την αχορταγιά, δεν έχει καιρό να ζήσει, κι είναι ολοένα φουρτουνιασμένος!
Του Φώτη
Κόντογλου
Απόσπασμα
από το βιβλίο "Μυστικά άνθη"
[2φΑ]