Τα 'blues' της κρίσης - Point of view

Εν τάχει

Τα 'blues' της κρίσης






Το θέμα της "κρίσης" κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια ως θεματολογία και ως πραγματικότητα σε αυτή τη χώρα. Το άρθρο αυτό απευθύνεται σε όσους ενδιαφέρονται να έχουν μια πιο σφαιρική προσέγγιση στο θέμα παρά να εστιάζουν αποσπασματικά σε λίγες μόνο παραμέτρους του. Το γράφω έχοντας την πρόθεση να δώσω φωνή στη ψυχολογική και κοινωνική πλευρά της κρίσης, που τελευταία φαίνεται να παραγκωνίζεται ολοένα και περισσότερο.



Αυτό εν μέρει αντικατοπτρίζεται στην έλλειψη ουσιαστικής και οργανωμένης κοινωνικής πολιτικής - συχνά στο όνομα της κρίσης, καθώς και στη συστηματική απουσία ειδικών των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών από τις δημόσιες και πολιτικές συζητήσεις και πράξεις και από τους ανάλογους κρατικούς φορείς και υπηρεσίες. Ειδικοί όπως π.χ. κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι φαίνεται να μην υπάρχουν σχεδόν ποτέ στους δημόσιους διαλόγους και ούτε φαίνεται να ζητάτε και ούτε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν η γνώμη τους και αυτά που έχουν να προσφέρουν με βάση το αντικείμενό τους. Αντίθετα, άνθρωποι με διάφορες άλλες ειδικότητες π.χ. δημοσιογράφοι, πολιτικοί, οικονομολόγοι κτλ χωρίς καμία ανάλογη κατάρτιση (για θέματα που χρειάζεται κατάρτιση) ερμηνεύουν όπως νομίζουν σε σχέση με τα ζητήματα αυτά. Μήπως από εδώ κάτι λείπει;

"Ψιχολογία" και Ψυχολογία

Δεν ξεχνώ την απάντηση ενός μικρού παιδιού γύρω στα έξι, όταν το ρώτησα να μου πει τι δουλειά νομίζει ότι κάνει ένας ψυχολόγος. "Δουλεύει με ψίχουλα!" μου απάντησε με τον άμεσο και απλό παιδικό του τρόπο. Και τότε ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα ενός ψωμιού με τα ψίχουλά του. Τι σχέση μπορεί να έχει το ψωμί με την ψυχο-λογία; Πέρα από ένα απλοϊκό λογοπαίγνιο, η απάντηση του παιδιού μου έδωσε τροφή για σκέψη: "Το ψωμί και η ψυχή".

Το ψωμί είναι από τις πιο αρχαίες τροφές του ανθρώπου παγκοσμίως. Το ψωμί στους περισσότερους πολιτισμούς έχει και συμβολικό χαρακτήρα. Συγκεριμένα ψάχνοντας την ετυμολογία της λέξης θεώρησα ενδιαφέρον ότι το ψωμί στα αρχαία ελληνικά λεγόταν "άρτος", που σημαίνει άρτιος - δηλαδή πλήρης - ενώ η λέξη "ψωμί" σήμαινε κομματάκι από τον άρτο.

Το ψωμί σε πολλούς πολιτισμούς θεωρείται ευλογημένη τροφή και χρησιμοποιείται, επίσης, με ποικίλους συμβολικούς τρόπους σε διάφορες θρησκευτικές και πνευματικές πρακτικές.

Το ψωμί αποτελείται από πολύ απλά υλικά. Κάποιου είδους δημητριακό π.χ. σιτάρι, κάποιου είδους υγρό, συνήθως νερό και συχνά μαγιά ή ένα είδους μέσο που θα το γεμίσει αέρα και θα το βοηθήσει να φουσκώσει, συνήθως σε ένα ζεστό και σκιερό μέρος. Το ζύμωμα και η αναμονή είναι σημαντικά επίσης συστατικά στη δημιουργία του ψωμιού. Όσο πιο καλά ζυμωθεί η ζύμη τόσο πιο αφράτο θα γίνει. Και αν δεν το ζυμώσεις με υπομονή και δεν περιμένεις να φουσκώσει, το αποτέλεσμα δεν θα είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικό εκτός να θες ένα πιο σκληρό και βαρύ ψωμί, το λεγόμενο "άζυμο". Tο ψωμί για να γίνει χρειάζεται ζύμωμα, σκιά, θερμότητα, φωτιά, φως.

Έχει αυτή η διαδικασία, αλληγορικά μιλώντας, σχέση με το ζύμωμα της ψυχής, με τη ζωντανή και συνεχή διαδικασία του "γίγνεσθαί", τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδό;

Είναι φανερό ότι στην ελληνική κοινωνία γίνονται ποικίλες και έντονες ζυμώσεις ειδικά τα τελευταία χρόνια σε πολλά επίπεδα. Φαίνεται να χρειάζεται συνειδητή δουλειά και συλλογική προσπάθεια για ν’ αποκτηθεί μια νέα εμπιστοσύνη, να δημιουργηθεί σχέση αυθεντικής αξιοπιστίας και η αίσθηση κατεύθυνσης προς ένα θετικά δημιουργικό μέλλον.

Πιστεύω ότι είναι σημαντική η συνειδητοποίηση ότι η ψυχική και κοινωνική "χρεωκοπία" δεν είναι καθόλου λιγότερο σημαντική (αν όχι σημαντικότερη) από την οικονομική χρεωκοπία. Το να θεωρείται το ένα αποκομμένο από το άλλο και το να μην γίνεται στην πράξη η ανάλογη διαχείριση με σεβασμό και υπευθυνότητα μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι ένα αρκετά ριψοκίνδυνο, αν όχι επίφοβο, μονοπάτι.

Πόση κρίση είναι αρκετή;

Υπάρχει άραγε και περιττός πόνος; Άχρηστες δυσκολίες; Περιττή ταλαιπωρία; Πόσες επώδυνες καταστάσεις αρκούν και πότε αρχίζει η κατάσταση να οδηγείται στο άλλο άκρο; Και πώς μπορoύν, ίσως, αυτά να περιοριστούν;

Ο κάθε άνθρωπος βιώνει και αντιλαμβάνεται με το δικό του τρόπο την κρίση. Ωστόσο, από ψυχολογική σκοπιά η κρίση φαίνεται να εμπεριέχει και μερικές παγίδες, στις οποίες μπορεί κανείς να πέσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από το μικρότερο χωριό έως το κοινοβούλιο, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο.

Σε αυτό το άρθρο θέλω ν’ αναφερθώ σε κάποιες από αυτές:



Η κρίση (και ο τυφλός Κύκλωπας)

«...και όταν βρέχει, βρέχει και για τους δίκαιους και για τους άδικους». Κατά Ματθαίον ε’ 45

Τι φαίνεται να μένει έξω από τη διαχείριση της κρίσης;

Τι πιθανόν αποφεύγεται, τι εξαιρείται;

Όπως ανέφερα και παραπάνω, νομίζω ότι είναι σημαντική παράλειψη μέσα τις κοινωνικο-πολιτικές και οικονομικές δυσκολίες που βιώνει αυτή η χώρα, να αποκλείεται και να παραβλέπεται συστηματικά η ψυχολογική και κοινωνική προσέγγιση των πραγμάτων. Δεν είναι αποδεκτό στις μέρες μας κάτι τέτοιο, τώρα που είναι ακομη πιο χρήσιμο, να θεωρείται χαμηλότερης σπουδαιότητας και προτεραιότητας με τη δικαιολογία ότι «αυτά είναι τώρα πολυτέλειες», ότι «θα κάνει τα πράγματα ακόμα πιο σύνθετα» ή με την αυταπάτη ότι «αν δεν το βλέπεις, δεν υπάρχει».

Όταν αποκλείονται αυτές οι φωνές, ουσιαστικά αποκλείεται η συναισθηματική, η σχεσιακή ακόμα και πνευματική υπόσταση των ανθρώπων. Τότε είναι πιο εύκολο, ο άνθρωπος να αντιμετωπίζεται ως ένα αντικείμενο, ως ένα εργαλείο, ως ένας αριθμός. Ως κάτι στεγανά κατηγοριοποιημένο, απρόσωπο, μονοδιάστατο. Πόσο στείρο και ισοπεδωτικό μπορεί να είναι αυτό; Και πόσο βάρβαρο επίσης; Μια προσέγγιση που φαίνεται να έρχεται από το βαθύ παρελθόν και που ιστορικά έχει τις ρίζες της σε ξεπερασμένα πατριαρχικά μοντέλα άσκησης εξουσίας, που στην εποχή μας πια μόνο πληγωτικά μπορούν να είναι.

Όταν μια κοινωνία δεν διαθέτει, μαζί με τη σωματική και συναισθηματική ευεξία, όταν αισθάνεται απειλημένη, υπό τη λογική της συνεχούς στέρησης (και δεν εννοώ μόνο της υλικής), όταν καθηλώνεται στο να χρειάζεται (ή να αισθάνεται ότι χρειάζεται) να μάχεται διαρκώς για πολύ βασικές ανάγκες (ακόμα κι όταν υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης), μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να κάνει και πολλά. Μέσα σε τέτοιες ανασταλτικές συνθήκες αρνητισμού είναι δύσκολο να υπάρξει ουσιαστική κοινωνική συνοχή. Είναι πιο δύσκολο ν’ αναπτυχθούν θετικά και συλλογικά νέες δημιουργικές δυνάμεις. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν ήδη από την εμπειρία τους οι Δυτικοευρωπαϊκές χώρες (π.χ. από τις ρίζες της κοινωνικής πολιτικής που υπάρχουν στη Δυτική Ευρώπη του Διαφωτισμού και της Αναγέννησης έως τις σύγχρονες έρευνες ψυχολογίας και κοινωνιολογίας).
Πώς γίνεται, λοιπόν, εμείς ως χώρα να το αψηφούμε ή να μας ζητάτε (από οποιονδήποτε) να το αψηφούμε και όλα να περιστρέφονται σχεδόν εμμονικά γύρω από τους αριθμούς, την οικονομία και κάθε λογής καταστροφολογικές προσεγγίσεις; Άραγε, κάτι τέτοιο πώς συνιστά ή ευνοεί την ανάπτυξη και την εξέλιξη;



Η ψευδαίσθηση ότι η κρίση δεν θα ξεπεραστεί ποτέ

Ως κρίση μπορεί να οριστεί κάθε γεγονός που είναι, ή αναμένεται εύλογα να οδηγήσει, σε μια επικίνδυνα ασταθή κατάσταση που επηρεάζει ένα άτομο, μια ομάδα, μια κοινότητα, ή και ολόκληρη την κοινωνία. Οι κρίσεις θεωρείται ότι επιφέρουν αρνητικές αλλαγές στον τομέα της ασφάλειας, των οικονομικών, των πολιτικών, κοινωνικών ή περιβαλλοντικών υποθέσεων, ιδίως όταν αυτές συμβαίνουν απότομα, με ελάχιστη ή καμία προειδοποίηση (Lebow et al., 1981).

Από την άλλη, όμως, μέσα από τη δίνη της κρίσης μπορούν να γίνουν και σπουδαίες αλλαγές, ίσως, όμως, όχι ακόμη φανερές από το αποτέλεσμά τους. Από ψυχολογική σκοπιά οι φυσιολογικές κρίσεις μπορεί να είναι επώδυνες ή δύσκολοι περίοδοι, μπορούν να είναι, όμως, και γόνιμες και να έχουν κάτι να προσφέρουν, ίσως και κάτι πολύτιμα σημαντικό.

Προφανώς, δεν είναι όλες οι κρίσεις ίδιες. Ωστόσο, η ιστορία, η φύση, μπορεί ακόμα και η δική σου προσωπική εμπειρία, να σου δείχνουν ότι καμία κρίση δεν κρατάει «για πάντα». Όπως κι ένα έντονο φυσικό φαινόμενο, μια καταιγίδα, ένας σεισμός, ένα τσουνάμι, όπως κι ένας οξύς αλλά στιγμιαίος σωματικός πόνος, όπως κι ένα ιδιαίτερα επώδυνο ψυχικό βίωμα. Ο απόηχος και οι συνέπειές τους είναι που συνήθως διαρκούν περισσότερο.

Όλα αυτά μπορεί να έχουν μεγάλη ένταση αλλά μικρή σχετικά χρονική διάρκεια με το μέτρο του συμβατικού χρόνου, του χρόνου που έχουν τα ρολόγια.

Όμως, μια δυσάρεστη εμπειρία μπορεί να δίνει την αίσθηση στο «συναισθηματικό μας ρολόι», ότι διαρκεί πολύ ή ότι «θα είναι έτσι συνέχεια».
Γι΄αυτό ίσως καμιά φορά χρειάζεται να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου, ακόμα και στις πιο σκοτεινές ώρες, εκείνες τις ώρες που είναι λιγότερο πιστευτό, ότι δεν θα είναι έτσι «για πάντα».

Πεσιμισμός (και η έλλειψη πίστης)

«Υπήρξαν πολλές σκοτεινές στιγμές, κατά τις οποίες η πίστη μου στην ανθρωπότητα δοκιμάστηκε σημαντικά, αλλά δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να παραδοθεί στην απελπισία» Νέλσον Μαντέλα

Πριν λίγες μέρες δημoσιεύτηκε μια έρευνα της GPO που δείχνει πόσο υψηλή είναι η αίσθηση του πεσιμισμού αυτή τη περίοδο και παράλληλα πόσο αξιοσημείωτη είναι η συνέπεια των συμμετεχόντων στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Είναι ενδιαφέρον ότι οι περισσότερες ερωτήσεις εστίαζαν στο τι πιστεύουν οι συμμετέχοντες ότι θα συμβεί στο μέλλον. Στις απαντήσεις είναι φανερή η έλλειψη ελπίδας καθώς οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν αρνητικά παρά το ότι οι ίδιοι είναι συνεπείς π.χ. πληρώνοντας τους φόρους τους και παρά το γεγονός ότι οικονομικοί και άλλοι δείκτες της Ελλάδας φαίνεται να βελτιώνονται.

Αυτή η βαθύτατη απογοήτευση και αίσθηση ματαιότητας, αυτή η αντίφαση του να συμβάλλουν και να προσπαθούν, κάτω ακόμα και από αντίξοες συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα να θεωρούν ότι «τίποτα δεν θα αλλάξει» είναι ένα δύσκολο και σχεδόν αδιέξοδο συναίσθημα. Είναι ένα ανησυχητικό συλλογικό συναίσθημα ανημπόριας, που δεν πρέπει να καθόλου ν’ απαξιώνεται.

Σε συνθήκες κρίσης πολλοί άνθρωποι έχουν την τάση να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στα αρνητικά. Όταν, όμως, αυτό γίνεται σε μεγάλο βαθμό τότε φτάνουν στο άλλο άκρο του γενικευμένου πεσιμισμού, στη μη ρεαλιστική αντίληψη ότι όλα είναι αρνητικά, «όλα είναι και θα είναι χάλια», καθώς φαίνεται ότι αρκετοί άνθρωποι μπερδεύουν τον πεσιμισμό με το ρεαλισμό και αντιλήψεις όπως «δεν τα βλέπω χάλια, απλά είμαι ρεαλιστής»

Αυτό βεβαίως είναι απλά μια υπόθεση, και προφανώς όχι αυτό που μπορεί να συμβεί και στην πραγματικότητα.

Αν βγάλει κανείς τα γυαλιά της μιζέριας μπορεί, ίσως, να δει περισσότερες επιλογές που πιθανόν να έχει. Και αν μπορεί να δει και να δημιουργήσει επιλογές, ίσως, κερδίζει και ένα μέρος κατ’αρχάς της ψυχικής ελευθερίας του/της;









Φανατισμός (ή η δαιμονοποίηση της διαφορετικότητας)

"Φανατικός είναι αυτός που δεν μπορεί ν’ αλλάξει μυαλό και δεν θα αλλάξει και το θέμα." Winston Churchill

Ο φανατισμός και οι πιο ακραίες εκφράσεις του π.χ. μέσα από το ναζισμό, το φασισμό, κτλ φαίνεται να είναι μια τάση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αύξηση του ακροδεξιού κόμματος στην Αυστρία στις τελευταίες εθνικές εκλογές, άνοδος της ακροδεξιάς της Jean - Marie le Pen στη Γαλλία, μιας χώρας που ιστορικά έχει κάνει από τις πιο πρωτοπόρες αλλαγές και επαναστάσεις στη σύγχρονη δυτική ιστορία, άνοδος της ακροδεξιάς του Fini στην Ιταλία και μέσα από την ομάδα της Χρυσής Αυγής άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα.

Ότι πριν μόλις πέντε ή δέκα χρόνια φάνταζε αδιανόητο ή έστω απαράδεκτο λόγω της ζημιογόνας ιστορικής του διαδρομής, των ακραίων θέσεων και πράξεών του, σήμερα στο όνομα συχνά της έννοιας της δημοκρατίας βρίσκεται μέσα σε αρκετά ευρωπαϊκά κοινοβούλια και φαίνεται να έχει γίνει πιο οικείο και ανεκτό με κάποιο τρόπο.

Υπάρχει μια τάση ο ναζιστικός τρόπος σκέψης να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια ανεξάρτητα από το πεδίο ή/και τα πεδία που επιλέγει ή όχι να τοποθετεί κανείς τον εαυτό του (π.χ. πολιτικά, κοινωνικά, σεξουαλικά, οικονομικά κτλ). Ήδη ξαναέρχονται στην επιφάνεια έννοιες και ρεύματα όπως π.χ. ο οικο-φασισμός, η υπερβολική «ευαισθησία» με την οικολογία αλλά όχι με τις ανθρώπινες ζωές και σχέσεις, ένα ρεύμα που πρωτοέκανε την εμφάνισή του στη ναζιστική Γερμανία. Όμως, όταν κάτι είναι ήδη γνωστό ή/και γνώριμο ίσως και να υπάρχουν τώρα περισσότερες επιλογές στην αντιμετώπισή του;

Ο φανατισμός συνήθως αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο. Όμως, προτού γίνει κοινωνικό είναι και ατομικό. Στην ψυχολογία ο φανατισμός είναι συνήθως χαρακτηριστικό ενός ανώριμου ακόμα ψυχικά ατόμου. Είναι ο τρόπος που σκέφτονται συχνά τα παιδιά κυρίως γύρω στις μεσαίες τάξεις του Δημοτικού.

Συχνά τα παιδιά ως «οπαδοί», ασπάζονται π.χ. μία ιδέα, ένα παιχνίδι, μια ομάδα και θεωρούν ότι αυτή είναι η καλύτερη, η σωστότερη, η «μόνη». Τείνουν να την υπερασπίζονται και την υποστηρίζουν με πάθος και με κάθε τρόπο. Οτιδήποτε έξω από αυτήν θεωρείται ξένο, αρνητικό, απειλητικό, απορριπτέο.

Στην παιδική ηλικία αυτό είναι υγιές να συμβαίνει μέσα στα κατάλληλα πλαίσια ως ένα στάδιο της ψυχικής και κοινωνικής τους εξέλιξης (ωστόσο ένας καλός γονιός ή/και δάσκαλος γνωρίζει ότι είναι επίσης καλή ιδέα η διαπαιδαγώγηση για σεβασμό και ανοχή στη διαφορετικότητα να ξεκινήσει εξίσου από τότε).

Όταν, όμως, αυτός ο τρόπος σκέψης λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν και ενσαρκώνεται μέσα από τους ενήλικες, τότε μπορούν να προκύψουν έως και έντονα φαινόμενα φανατισμού και ρατσισμού, π.χ. φυλετικού, κοινωνικού, οικονομικού, ομοφοβίας, θρησκευτικού κτλ με τρόπο ζημιογόνο για τους ανθρώπους και την κοινωνία ευρύτερα.

Κάποιος που διακατέχεται από φανατισμό έχει πολύ αυστηρά ή/και υψηλά κριτήρια και παράλληλα ελάχιστη ανοχή σε άλλες προσεγγίσεις. Στην προσπάθειά του/της να εξηγήσει και να βρει κάποιο δικό του/της νόημα για μια ίσως περίπλοκη, δυσάρεστη ή ακόμα και παράδοξη κατάσταση οικειοποιείται κάποια συγκεκριμένη συχνά απλοϊκή προσέγγιση που φαίνεται να ικανοποιεί τα κριτήρια που έχει βάλει.

Ο συγγραφέας Neil Postman (1976) αναφέρει χαρακτηριστικά «το κλειδί για όλες τις φανατικές πεποιθήσεις είναι ότι είναι αυτο-επιβεβαιωτικές... Μερικές πεποιθήσεις είναι φανατικές όχι επειδή είναι« ψευδείς », αλλά επειδή υπερ-εκφράζονται με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να φανεί ποτέ ότι μπορεί να είναι και ψευδείς.» Εδώ εκτός από τη λέξη «ψευδείς» θα χρησιμοποιούσα τη λέξη αποσπασματικές - οι φανατικές αντιλήψεις παρουσιάζονται να «κατέχουν» ολόκληρη «την αλήθεια» ενώ παραγνωρίζεται το ότι μπορεί να υπάρχουν και «αλήθειες» και ότι απλά μπορεί να εκφράζουν μοναχά ένα τμήμα τους.

Εδώ η διαφορετικότητα θεωρείται «λάθος», απειλή, κάτι το «αφύσικο» που «πρέπει να καταπολεμηθεί» ως τέτοιο. Στην εποχή μας αυτό μπορεί να εκφράζεται με π.χ. το «λάθος χρώμα», «λάθος βάρος», «λάθος γένος». Η επιβολή με πολλούς, ακόμα και με ακραίους τρόπους, μπορεί να αυθαίρετα να θεωρηθεί ως «δικαίωμα».

Είναι προφανές, ότι με τέτοιες προσεγγίσεις, προσωπικές και διαπροσωπικές ελευθερίες συρρικνώνονται, ομάδες ανθρώπων και κοινωνίες αυτοπεριορίζονται και υποφέρουν από υπερσυντηρητισμό, κλειστές και φοβικές αντιλήψεις.

Δεν φαίνεται να ισχύει απαραίτητα το ότι ο φανατισμός είναι χαρακτηριστικό (όλων ή μόνο) των ανθρώπων που έχουν επιβιωτικές ανάγκες ή ζουν δύσκολες βιοποριστικές καταστάσεις. Ο φανατισμός ίσως μπορεί να ανθίσει ή να είναι ευκολότερο να έρθει στην επιφάνεια μέσα από τέτοιες συνθήκες.

Υπάρχουν φανατικές ομάδες, π.χ. ναζιστικές, εξτρεμιστικές ομάδες, ιδιαίτερα ρατσιστικές ομάδες τα μέλη των οποίων δεν έχουν κανένα σημαντικό βιοποριστικό πρόβλημα. Υπάρχουν ακόμα χώρες ολόκληρες στις οποίες η μισαλλοδοξία είναι ιδιαίτερα ανεχτή και ευνοούν την καλλιέργεια ρατσιστικών πεποιθήσεων παντός είδους, συμπαθούν τις ρατσιστικές προσεγγίσεις χωρίς να έχουν βασικά προβλήματα επιβίωσης. Παρομοίως άτομα και ομάδες ανθρώπων σε όλες τις χώρες του κόσμου. Ενώ από την άλλη υπάρχουν άνθρωποι με επιβιωτικά προβλήματα που όμως δεν επιδεικνύουν φανατισμό. Ωστόσο, οι βιοποριστικές δυσκολίες μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι για να δικαιολογήσουν ακραίες ή/και ρατσιστικές προσεγγίσεις.

Φαινόμενα όπως ο φανατισμός και ο κάθε είδους ρατσισμός φαίνεται να είναι περισσότερο επίπεδο και τρόπος σκέψης, που οι περισσότεροι οι άνθρωποι ίσως και να έχουν τη δυνατότητα να το εκφράσουν κατά βούληση, αν και εφ’ όσον το επιλέξουν;



Η αντίσταση στην αλλαγή

«Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του να αποφασίσεις να κάνεις κάτι και του να το κάνεις». Kegan

Οι αλλαγές δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Εμπεριέχουν ρίσκο, φόβο, αβεβαιότητα. Μια αξιόλογη κοινωνιολογική και πολιτισμική έρευνα δείχνει ότι η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους δείκτες αποφυγής της αβεβαιότητας από τις περισσότερες χώρες του κόσμου (έχει δείκτη 112 ενώ οι περισσότερες χώρες κινούνται κάτω από το 90). Από ερευνητική σκοπιά αυτή είναι μια ένδειξη αρκετά έντονης επιφύλαξης στις αλλαγές καθώς οι αλλαγές εμπεριέχουν το άγνωστο και την αβεβαιότητα από τη φύση τους. Όσο λιγότερη η ανοχή στην αβεβαιότητα τόσο το νέο ή το διαφορετικό φοβίζει ή ξενίζει κάποιες φορές περισσότερο από όσο ίσως χρειάζεται.

Θέλω εδώ, επίσης, ν’ αναφερθώ σε μία σχετικά πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ που έδειξε ότι όταν οι γιατροί πουν στους καρδιοπαθείς ασθενείς τους, ότι, αν δεν αλλάξουν κάποιες συνήθειες, αυξάνουν κατά πολύ τις πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα, μόνο ένας στους εφτά πραγματικά θα το κάνουν. Η έρευνα δείχνει ότι η επιθυμία και το κίνητρο δεν είναι αρκετά για να συντελεστεί μια αλλαγή. Ακόμα κι αν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου η δυνατότητα για αλλαγή παραμένει περιορισμένη (Kegan, 2009).

Τι μπορεί άραγε να κάνει μια (επιθυμητή) αλλαγή τόσο δύσκολη; Ποιο είναι αυτό το κενό μεταξύ των προθέσεων και των αλλαγών που είναι σε θέση να κάνει κάποιος/α;

Οι ερευνητές προτείνουν ότι ένας από τους παράγοντες που αναστέλλουν τις προσπάθειες για αλλαγή είναι όταν οι ατομικές με τις συλλογικές πεποιθήσεις συνδυαστούν. Δηλαδή, αν π.χ. θεωρείς ότι «η γη είναι επίπεδη», ή «δεν πρέπει ν’ αλλάξω για να διατηρήσω την παράδοση» με άλλα λόγια όταν (συχνά άκριτα) έχεις υιοθετήσει «πρέπει», αντιλήψεις και στάσεις που υποστηρίζονται και από άλλους γύρω σου, τότε ίσως έχει μόλις χτιστεί ένα καλό τείχος, ώστε να μη δοθεί ευκαιρία στην αλλαγή.

Αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν να γίνουν τα πάντα ή ότι όλα περνούν από το χέρι σου. Προφανώς αναφέρομαι σε θετικές, επιθυμητές και ακόμα σε δημιουργικές αλλαγές που μπορούν να συμβούν από πλευράς σου, εφ΄ όσον το επιλέξεις.

Ωστόσο, είναι απαραίτητο να είσαι σε σχέση και σε επαφή αρχικά με την εσωτερική σου διαδικασία. Ν’ αναγνωρίσεις εκείνες τις πεποιθήσεις που μπορεί ν’ αποτελούν εμπόδια και που έχουν στηθεί κατ’ αρχάς μέσα σου, αλλά είναι γνωστά και οικεία σαν χιλιοπατημένα μονοπάτια. Κι αυτό βέβαια δεν είναι μια εύκολη δουλειά. Αυτά τα «εμπόδια» ίσως είναι εκεί πολλά χρόνια και δεν είχαν πάντα κακό λόγο να υπάρχουν. Ίσως κάποια από αυτά δημιουργήθηκαν μέσα από την εξέλιξή σου για διάφορους λόγους, όπως π.χ. για τη διαχείριση του φόβου, του αρνητικού άγχους κτλ. Όμως, σήμερα μπορεί να αναστέλλουν την ανάπτυξή σου ως πληρέστερο άνθρωπο.

Στο παράδειγμα με τους καρδιοπαθείς, και οι εφτά ήθελαν πολύ να ζήσουν, αλλά οι περισσότεροι είχαν αντιλήψεις όπως π.χ. «αλλαγή σημαίνει ομολογία αδυναμίας» ή «αν πάρεις χάπι σημαίνει ότι γέρασες». Ωστόσο, μόνο ένας μπορούσε να συνδυάσει στην πράξη την πρόθεση με τη συμπεριφορά του για την επιθυμητή αλλαγή. Τόσο οι προθέσεις όσο και η συμπεριφορά του φαίνεται να ήταν σε ακολουθία με αυτό που επέλεξε και ήθελε να κάνει.

Ένα ερώτημα που προκύπτει ίσως να είναι το ποιά είναι η σχέση μεταξύ των πεποιθήσεών σου και της ζωής που ζεις και θέλεις να ζήσεις;

Η αριθμητική (και η απουσία οράματος)

«Ονειρεύομαι τις ζωγραφικές μου και ζωγραφίζω τα όνειρά μου». Van Gogh

Τα τελευταία χρόνια είναι σα να υπάρχει μεταξύ άλλων ένας εγκλωβισμός στην αριθμητική. Η τηλεόραση κοιμίζει και ξυπνάει τους τηλεθεατές με αριθμητικές πράξεις, καταστροφολογία και απανωτά πολιτικά σενάρια, θεωρίες και υποθέσεις. Πολλοί φαίνεται να σκέφτονται και να μιλούν μονοδιάστατα με οικονομικούς ή οικονομικίστικους όρους ακόμα και για πτυχές της ζωής, όπου μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι η καταλληλότερη, π.χ. για τα συναισθήματα, τις σχέσεις, και γενικά για το ψυχικό επίπεδο.

Η καθήλωση στην αριθμητική, η ενασχόληση συνεχώς με τα αρνητικά, τα στείρα «μην» και τα «δεν», η προσκόλληση στην «αντίληψη του αδιεξόδου», στο τυφλό «δεν γίνεται», «έτσι είν(μ)αι δεν αλλάζει(ω)» κτλ δεν φαίνεται να βοηθάει ιδιαίτερα στη δημιουργικότητα και στην ανάπτυξη αλλά μάλλον να τη σαμποτάρει.

Δεν είναι λίγες οι πηγές από αξιόλογους μελετητές, ψυχολόγους, θεραπευτές και φιλόσοφους (από το "δαιμόνιο" του Σωκράτη έως τον Μάσλοου και τον Χίλμαν) που υποστηρίζουν ότι κάθε άνθρωπος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον ένα ή στον άλλο βαθμό έχει ένα έμφυτο δυναμικό. Χαρακτηριστικά ο Μάσλοου αναφέρει "πρέπει να διδάξουμε τους ανθρώπους να μάθουν να επιλέγουν καλά. πρέπει να μάθουν να κάνουν στην πράξη καλές επιλογές π.χ. στο/στη σύντροφο και στην εργασία".

Πηγαίνοντας από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο μια κοινωνία που τα μέλη της αισθάνονται άνετα να εκφράσουν και να καλλιεργήσουν το δυναμικό τους στη δουλειά, στις σχέσεις γενικότερα στη ζωή τους είναι μια κοινωνία που μπορεί να δημιουργήσει και να πάρει στα χέρια της τα οράματά της.



«Χορός με τη σκιά μας» (ή η κρίση ως μάθημα)

Μπορεί μια κρίση να είναι και καλή;

Ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι συχνά ξεκινούν θεραπεία είναι μια κρίση. Αυτή μπορεί να είναι προσωπική, οικογενειακή ή ακόμα και κοινωνική ή επαγγελματική. Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που ομολογούν ότι η ζωή τους έχει αλλάξει μέσα από κρίσεις.

Μέσα από περιόδους κρίσεις μπορεί να μπεις σε ένα μονοπάτι αυτοανακάλυψης. Μπορεί να ξεκινήσει μια διαδικασία ανοίγματος και διεύρυνσης - άνοιγμα και διεύρυνση στα συναισθήματα, στα προσωπικά σου ζητήματα, σε όλα έως τώρα έχεις αποφύγει ή δεν ήξερες καλά-καλά ότι βρίσκονται εκεί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία πολλοί άνθρωποι ομολογούν ότι έχουν έρθει πιο κοντά στον «πραγματικό τους εαυτό».

Όπως μπορεί να συμβαίνει και σε ατομικό επίπεδο, έτσι και σε επίπεδο χωρών κάθε τόπος έχει τη σκιά του, τα θέματα που αρνείται ή είναι δυσάρεστο να δει αλλά και τα χαρίσματα που αποδιώχνει αντί να τα αποδέχεται, να τα αξιοποιεί και να τα απολαμβάνει.

Ως έθνος ο ελληνικός λαός ιστορικά έχει περάσει πολλές κρίσεις. Ωστόσο, ίσως αυτή η «κρίση» είναι μια καλή ευκαιρία να μάθει μεταξύ άλλων να διαχειρίζεται καλύτερα τις κρίσεις; Ως τώρα πολλές από τις ταλαιπωρίες που πέρασε ο ελληνικός λαός τον ανάγκασε να μείνει καθηλωμένος για πάρα πολλά χρόνια στα τραύματά του και τις συνέπειές τους. Ίσως τώρα είναι μια ευκαιρία να γίνουν αυτή τη φορά τα πράγματα ακόμα λίγο καλύτερα;

Η Ελλάδα φαίνεται σε συλλογικό επίπεδο να κουβαλάει ακόμα μέσα της κάποιες ενεργές πληγές της σύγχρονης δυτικής ιστορίας. Από την εποχή του Μεσοπολέμου, της Γερμανικής Κατοχής, του Εμφυλίου, της Δικτατορίας μέχρι και της πρόσφατης εποχής της Μεταπολίτευσης, η οποία φαίνεται να χαρακτηρίζεται μεταξύ πολλών θετικών και από φαινόμενα όπως π.χ. υψηλά ποσοστά διαφθοράς, έλλειψης διαφάνειας και αξιοκρατίας, κομματοκρατίας.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα φαίνεται ότι δεν σχηματίστηκαν ή/και δεν επικράτησαν σχεδόν ποτέ ουσιαστικές σχέσεις εμπιστοσύνης και σεβασμού, σχέσεις αξιοπιστίας και συνέπειας μεταξύ πολιτών και κράτους.

Η Ελλάδα στη σύγχρονη ιστορία της, ίσως, να μη βγήκε ποτέ συλλογικά και με σταθερό τρόπο από τη συνεχή αγωνία της υλικής ή/και ψυχικής της επιβίωσης.

Φαίνεται να «άγεται και να φέρεται», να υπομένει μια συνεχή ρευστότητα και αστάθεια, που και να ήθελε κανείς να ορθοποδήσει είναι δύσκολο μέσα σε τέτοιες συνθήκες να το κάνει. Όταν οι βασικοί κανόνες και οι δομές συνεχώς και απροσδόκητα αλλάζουν «κατά το δοκούν» (ή δεν αλλάζουν σχεδόν ποτέ), δύσκολα κάτι ανθίζει, όπως δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί κι ένα φυτό, αν το μεταφυτεύουμε συνεχώς και αυθαίρετα σε ακατάλληλο γι’ αυτό περιβάλλον.

Αν η Ελλάδα ήταν ένας άνθρωπος με την παραπάνω συλλογή εμπειριών ένας /μια θεραπευτής θα έδινε ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το πλούσιο ιστορικό. Στην θεραπεία είναι γνωστό ότι συχνά είναι ακριβώς μέσα στις πληγές που βρίσκεται και η δημιουργική δύναμη. Όμως, για να βγει στην επιφάνεια χρειάζεται πρώτα να μεταμορφωθεί, να μετουσιωθεί και αυτό είναι που συνήθως συμβαίνει και στη θεραπευτική διαδικασία.

Ίσως, λοιπόν, να είναι μια ευκαιρία μέσα από την εμπειρία της κρίσης, η Ελλάδα να μάθει, να γίνει ακόμα πιο μεστή βασισμένη στις βαθιές ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες αλλά φτιάχνοντας και ένα νέο όραμα; Να αρχίσει να κατανοεί ότι μπορεί να δημιουργηθεί κάτι καλύτερο και να προσβλέπει σε αυτό πέρα από την απλή επιβίωση, την έντονη αίσθηση ανασφάλειας ή την αναζήτηση υπερβολικής ασφάλειας; Να βρει το στίγμα της τόσο μέσα στην ίδια τη χώρα όσο και στον Κόσμο;

Εσύ σε τι είδους χώρα θέλεις να ζεις; Και για τώρα και στο μέλλον.



Πηγές / Βιβλιογραφία:

• Kegan, R. (2009). Immunity to Change: How to Overcome It and Unlock the Potential in Yourself and Your Organization. Harvard Business Press

• Kegan, R. (1983). The Evolving Self: Problem and Process in Human Development. Quiet Shout Books

• Postman, N. (1976). Fanaticism. Crazy Talk, Stupid Talk. 104–112.http://en.wikipedia.org/wiki/Ecofascism



• Bankoff, G., Frerks, G., Hilhorst, D.(2003). Mapping Vulnerability: Disasters, Development and People.

• Lebow, RN, Between Peace and War: The Nature of International Crisis.(1981). The Rancho Bernardo Hopkins University Press.

• Athensvoice.gr/διάχυτη-απαισιοδοξία

Άρτεμις Αντωνίου, BSc (Hons), MSc
Σύμβουλος Ψυχολόγος και Συνθετική Θεραπεύτρια
www.artemisantoniou.com
via

Pages