Όλα μας τα χρόνια «παλεύουμε»
για να κάνουμε τα θέλω μας
πραγματικότητα.
Κάθε μας θέλω ξεκινά από όνειρο και ύστερα αναζητούμε τον τρόπο να το υλοποιήσουμε. Όταν ένα θέλω μπορώ να το ονειρευτώ μπορώ και να το ζήσω έλεγε ο Γουολτ Ντίσνευ. Ναι έτσι είναι, γιατί όταν καταφέρω να το ονειρευτώ, το ζω, το βιώνω, το βλέπω, άρα βλέπω όλη την εικόνα. Όλη την εικόνα θα πει τα καλά του θέλω μου αλλά και τα αρνητικά του.
Οπότε με όλο το τοπίο αν συνεχίζει να είναι θέλω μου τότε ναι μπορώ να το ζήσω. Αλλιώς το μυαλό θα θέτει μονίμως εμπόδια και μονίμως άρνηση με αποτέλεσμα το θέλω μου είτε να μη γίνει ποτέ, είτε να γίνει και να μοιάζει με τραμπάλα, είναι να έχει απόλυτη αποτυχία. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν το ονειρεύτηκα, αλλά το φαντάστηκα.
Πώς γίνεται όμως κάποια θέλω μας να γίνονται πραγματικότητα και κάποια άλλα όχι;
Υπάρχουν άραγε διαφορές σε θέλω και θέλω; Πώς δημιουργούνται τα θέλω μας; Είναι θέλω μας; Ίσως είναι ίσως πάλι να μην είναι δικά μας θέλω.
Ένα θέλω που ξεκινάει από την καρδιά μας, μέσα από την ψυχή μας θα είναι σαν τον ποταμό που ρέει ασταμάτητα και αβίαστα. Ένα εσωτερικό όνειρο που πηγάζει από μέσα μας τότε είναι μέσα από το δικό μας «άστρο». Αν το ακούσουμε αυτό το όνειρο θα υλοποιηθεί.
Σε αυτό το όνειρο- θέλω, από εμάς δεν υπάρχει βιασύνη, αλλά καρτερικότητα, ηρεμία και δημιουργικότητα, δηλαδή αρμονική διαδρομή μέσα από την ψυχή μας. Όταν η ψυχή επιλέγει και εμείς την ακούμε τότε τα πράγματα είναι απλά, πολύ απλά. Τίποτε που βγαίνει από μέσα μας, τόσο πηγαίο δεν εμποδίζεται, ούτε έχει κόπωση, αλλά τη χαρά της ανάπτυξης. Έτσι αυτή η πηγή από την ψυχή μας, μας δίνει τα ανάλογα «φτερά» για να πετάξουμε. Η ζωή του ανθρώπου που ακολουθεί την πηγή αυτή μοιάζει με μελωδία και είναι.
Τι γίνεται όμως με τα υπόλοιπα θέλω μας γιατί δεν υλοποιούνται ή κι αν υλοποιούνται γιατί δεν έχουν διάρκεια ή επιτυχία;
Μα γιατί δεν είμαστε σίγουροι ότι είναι θέλω. Αν αναζητήσετε σε βάθος ένα σας θέλω που είτε δεν έχει γίνει είτε έγινε και δεν είχε επιτυχία θα δείτε ότι ήταν ένα θέλω που έκρυβε μέσα του ένα πρέπει. Όχι μπορεί να μην ήταν επιβολή από τον περίγυρο, γιατί αυτός είναι και ο πιο «εύκολος» στόχος για να τα βάλουμε μαζί του. Το πρέπει που εμείς το βαφτίσαμε θέλω ήταν από την δική μας ανάγκη για καταξίωση, για αναβάθμιση. Οπότε σε κάθε τέτοιο θέλω μας, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε πολλά που είτε δεν τα θέλουμε, δεν τα είχαμε φανταστεί, μας κούρασαν. Όταν για ένα μας θέλω λοιπόν που έγινε και απέτυχε ή δεν είναι όπως το φανταστήκαμε, κάπου πίσω του «κρύβει» τα πρέπει που έχουμε θέσει εμείς στους εαυτούς μας.
Κανείς δεν μας φταίει σε αυτόν το δρόμο που επιλέξαμε να βάλουμε εμείς τους εαυτούς μας. Η εικόνα μας «φταίει» που κάναμε και κάνουμε προσπάθεια να την δημιουργήσουμε. Αυτή η «εικόνα» μία μέρα θα μετατραπεί σε εφιάλτης, αφού θα νιώθουμε όλη μας τη ζωή βάσανο και μαρτύριο που θα θέλουμε να τελειώσει αυτό που εμείς επιλέξαμε να αρχίσουμε και αυτό δεν θα έχει τέλος. Μοιάζουν σαν να κολλάει η «βελόνα» στο ίδιο μέρος, η ζωή μετατρέπεται σε μαρτυρική ρουτίνα χωρίς τέλος.
Κανείς δεν μας φταίει σε αυτόν το δρόμο που επιλέξαμε να βάλουμε εμείς τους εαυτούς μας. Η εικόνα μας «φταίει» που κάναμε και κάνουμε προσπάθεια να την δημιουργήσουμε. Αυτή η «εικόνα» μία μέρα θα μετατραπεί σε εφιάλτης, αφού θα νιώθουμε όλη μας τη ζωή βάσανο και μαρτύριο που θα θέλουμε να τελειώσει αυτό που εμείς επιλέξαμε να αρχίσουμε και αυτό δεν θα έχει τέλος. Μοιάζουν σαν να κολλάει η «βελόνα» στο ίδιο μέρος, η ζωή μετατρέπεται σε μαρτυρική ρουτίνα χωρίς τέλος.
Πως γεννιέται ένα θέλω; Αυτό είναι που οφείλουμε να αναζητήσουμε. Πώς αναβαθμίστηκε ένας δρόμος σε θέλω μας; Ποιον προσπαθούμε να «κερδίσουμε» μέσα από αυτό; Ποια συμπεριφορά αποζητούμε από το «κοινό» μας; Πόσο θα χάσουμε τον εαυτό μας μέσα από αυτό το θέλω; Πόση προσποίηση θα χρειαστεί να κάνουμε; Πόσο θα πάμε πίσω τις αξίες μας, τα πιστεύω μας και το ήθος μας πίσω από αυτό το θέλω; Ερωτήσεις και απαντήσεις που μόνο εμείς μπορούμε να τις δώσουμε σε μας. Ίσως κάποιες φορές ούτε εμείς σε μας. Γιατί στα τόσα «σταμάτα» που είπαμε στην ψυχή μας και στην καρδιά μας, εκείνες δεν μπορούν να «σηκώσουν» ίσως πια το ανάστημά τους και να το ανορθώσουν στον τόσο μεγάλο τοίχο του εγώ μας.
Το θέλω μας όταν γίνεται λοιπόν για την εικόνα σίγουρα θα μας φέρει αντιμέτωπους με μπελάδες γιατί κάθε τι που είναι έξω από την φυσικότητα κάποια στιγμή δεν αντέχει και δημιουργεί σεισμικές δονήσεις. Αυτές έχουν αντίκτυπο στον περίγυρό μας, στην οικογένειά μας, στην δουλειά μας, στην ξεκούραση και διασκέδασή μας και τελικά στο σώμα μας.
Το θέλω μας όταν γίνεται λοιπόν για την εικόνα σίγουρα θα μας φέρει αντιμέτωπους με μπελάδες γιατί κάθε τι που είναι έξω από την φυσικότητα κάποια στιγμή δεν αντέχει και δημιουργεί σεισμικές δονήσεις. Αυτές έχουν αντίκτυπο στον περίγυρό μας, στην οικογένειά μας, στην δουλειά μας, στην ξεκούραση και διασκέδασή μας και τελικά στο σώμα μας.
Υπάρχουν όμως και τα θέλω της ψυχής που και εκείνα έχουν αρχή και τέλος. Όμως όταν το θέλω είναι της ψυχής, ο άνθρωπος απολαμβάνει με όλες του τις αισθήσεις όλο το ταξίδι, όλη την διαδρομή του θέλω αυτού. Νιώθει ευλογημένος μέσα από αυτό το ταξίδι. Οπότε όταν ολοκληρωθεί το ταξίδι- θέλω νιώθει ο άνθρωπος πληρότητα και ισορροπία. Αναζητά όλα όσα έμαθε από αυτό, τα τοποθετεί στην «βιβλιοθήκη» του μυαλού του και της καρδιάς του και οδηγείται πάλι από την ψυχή του στο επόμενο θέλω.
Δεν είναι κακό να παραδεχτούμε για κάτι ότι δεν ήταν θέλω μας, αλλά ότι αναγκαστήκαμε να το κάνουμε θέλω μας. Αυτό για να ειπωθεί θέλει πολύ κουράγιο και τόλμη. Άτολμος και δειλός είναι αυτός που δεν μιλά και συνεχίζει στον βωμό της εικόνας του να ισοπεδώνει τη ζωή που του δόθηκε και να την χάνει λεπτό το λεπτό μέσα από την υπερηφάνεια του.
Κάθε θέλω που γεννιέται από το μυαλό μας για την εικόνα μας, δημιουργεί την αίσθηση της ήττας, της θλίψης, του πόνου, αν δεν έχει την εξέλιξη που πιστεύουμε. Μας ρίχνει πολύ την αυτοεκτίμηση και ίσως μας αναγκάζει να βγούμε από την «μάχη» για τη ζωή από το φόβο μην γίνουμε «ρεζίλι». Η απομόνωση είναι αυτό που ζητάμε με φόβο την αποτυχία. Επειδή τα θέλω μας έπεσαν στο κενό, γκρεμίστηκαν, θεωρούμε ότι κάθε μας θέλω θα έχει παρόμοια κατάληξη. Έτσι γίνεται αν ζούμε για τους άλλους, αν ζούμε για να μας συμπαθούν, για να μας εκτιμούν. Με αποτέλεσμα να θέτουμε τους εαυτούς μας σε κίνδυνο να χάσουμε την επαφή μας με εμάς.
Δεν είναι κακό να παραδεχτούμε για κάτι ότι δεν ήταν θέλω μας, αλλά ότι αναγκαστήκαμε να το κάνουμε θέλω μας. Αυτό για να ειπωθεί θέλει πολύ κουράγιο και τόλμη. Άτολμος και δειλός είναι αυτός που δεν μιλά και συνεχίζει στον βωμό της εικόνας του να ισοπεδώνει τη ζωή που του δόθηκε και να την χάνει λεπτό το λεπτό μέσα από την υπερηφάνεια του.
Κάθε θέλω που γεννιέται από το μυαλό μας για την εικόνα μας, δημιουργεί την αίσθηση της ήττας, της θλίψης, του πόνου, αν δεν έχει την εξέλιξη που πιστεύουμε. Μας ρίχνει πολύ την αυτοεκτίμηση και ίσως μας αναγκάζει να βγούμε από την «μάχη» για τη ζωή από το φόβο μην γίνουμε «ρεζίλι». Η απομόνωση είναι αυτό που ζητάμε με φόβο την αποτυχία. Επειδή τα θέλω μας έπεσαν στο κενό, γκρεμίστηκαν, θεωρούμε ότι κάθε μας θέλω θα έχει παρόμοια κατάληξη. Έτσι γίνεται αν ζούμε για τους άλλους, αν ζούμε για να μας συμπαθούν, για να μας εκτιμούν. Με αποτέλεσμα να θέτουμε τους εαυτούς μας σε κίνδυνο να χάσουμε την επαφή μας με εμάς.
Ο εαυτός σου είναι αυτός που θα είναι μαζί σου μέχρι να κλείσεις τα μάτια σου. Αν δεν έχεις με εκείνον οικειότητα και την άνεση να τον ακούς δεν θα μπορέσεις ποτέ να έχεις ισορροπία με τίποτε στη ζωή. Κάθε σου όνειρο θα κινδυνεύει πριν ακόμη αρχίσει γιατί θα είναι πάντα για να πάρεις τον έπαινο.
Ο χτύπος της καρδιά σου είναι ο έπαινος. Η καρδιά σου είναι αυτή που μπορεί να σου πει τι θέλει, τι νιώθει, όχι το μυαλό. Το μυαλό δεν είναι πάντα καλός σύμβουλος, αλλά το αντίθετο.
Γκρέμισε τον τοίχο του εγώ και δώσε τον λόγο στην καρδιά σου. Σταμάτα να νοιάζεσαι για την εικόνα γιατί δεν είναι αυτό το ζητούμενο.