Ἡ ἀρχή τῆς ἀρετῆς
εἶναι ὁ φόβος του Θεού. Λέγεται ὃτι γεννιέται ἀπό τήν πίστη. Σπέρνεται
στήν καρδιά ὃταν ἀποχωριστεῖ ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν περισπασμό
καί τίς μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἒτσι θά μπορέσει ὁ ἂνθρωπος νά συγκεντρώσει
τίς σκέψεις του ἀπό τήν περιπλάνηση ἐδῶ κι ἐκεῖ στή μελέτη τῆς
μέλλουσας ἀποκατάστασης.
Τό πιό καλό
θεμέλιο τῆς ἀρετής δέν εἶναι ἂλλο παρά: α) Τό νά συγκρατήσει κανείς τόν
ἑαυτό του (αὐτοκυριαρχία) μέσω τῆς φυγῆς ἀπό τόν κοσμικό περισπασμό καί
β) Τό νά παραμείνει μέ ὑπακοή στό νόμο τοῦ φωτός, σ’εκεῖνα τά μονοπάτια
τά εὐθέα καί ἃγια τοῦ Θείου νόμου. Αὐτοῦ τοῦ νόμου τόν ὁποίο μέ τήν
φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Ψαλμωδός ὀνόμασε λύχνο.
Μόλις, καί μέ
μεγάλη δυσκολία, βρίσκεται ἓνας ἂνθρωπος πού μπορεῖ νά βαστάξει (χωρίς
ψυχική ζημία) τήν τιμήν. Ἲσως μάλιστα καί νά μήν ὑπάρχει τέτοιος
ἂνθρωπος, οὒτε ἀκόμη καί ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους πού ἒγιναν ἰσάγγελοι ὡς
πρός τόν τρόπον τῆς ζωῆς τους. (Αὑτό συμβαίνει γιατί ὁ καθένας πολύ
εὒκολα καί γρήγορα ἀποδέχεται αὐτήν τήν [κακή] ἀλλοίωση πού τοῦ προξενεῖ
ἡ τιμή).
Ἡ ἀρχή τοῦ δρόμου
τῆς ζωῆς εἶναι νά μελετᾶ συνεχῶς ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου τά λόγια τοῦ Θεοῦ
καί νά ζεῖ (ὁ ἂνθρωπος) μέ φτώχεια. Διότι ὃταν ὁ ἂνθρωπος ποτίζει
(τρέφει) τόν ἑαυτό του μέ τό ἓνα (δηλ. μέ τά Θεῖα Λόγια) αὐτό βοηθάει
στήν τελειότητα τοῦ ἂλλου (στό νά ζεῖ μέ πτωχεία). Δηλαδή τό νά ποτίζεις
τήν ψυχή σου μέ τήν μελέτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ σέ βοηθᾶ στό νά ἐπιτύχεις
τήν φτώχεια. Ἐνῶ ἐλευθερώνοντας τόν ἑαυτό σου ἀπό τίς κτήσεις βρίσκεις,
χωρίς ψυχική ζημία, διαθέσιμο χρόνο γιά νά πετύχεις τήν ἀδιάκοπη μελέτη
τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ. Ἡ βοήθεια καί ἀπό τά δύο γρήγορα ἀνεγείρει ὃλο τό
οἰκοδόμημα τῶν ἀρετῶν (κάνει τόν ἄνθρωπο ἐνάρετο).
Κανένας δέν
μπορεί νά πλησιάσει τό Θεό παρά ἐκεῖνος ὁ ἂνθρωπος πού ἀποχωρίστηκε ἀπό
τόν κόσμο. Ὁνομάζω ἀποχωρισμό ὂχι τήν ἀναχώρηση τήν σωματική ἀλλά τήν
ἀποξένωση ἀπό τίς κοσμικές ὑποθέσεις.
Αὐτή εἶναι ἡ
ἀρετή. Τό νά μήν ἀσχολεῖται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν κόσμο. Ἡ καρδιά
δέν μπορεῖ νά γαληνέψει καί νά εἶναι χωρίς φαντασίες ὃσο χρόνο οἱ
αισθήσεις εἶναι ἐνεργές. Ἒξω ἀπό τήν ἒρημο «καί τόν ἂγριο τόπο», τά
σωματικά πάθη δέν κοπάζουν οὒτε οἱ κακές σκέψεις σταματοῦν.
Μέχρις ὃτου ἡ
ψυχή μεθύσει μέ τήν πίστη στό Θεό, λαμβάνοντας μιά αἲσθηση τῆς δύναμης
τῆς πίστης, δέν μπορεῖ νά θεραπεύσει τήν ἀσθένεια τῶν αἰσθήσεων. Οὒτε
μπορεί δυναμικά νά καταπατήσει τήν ὁρατή ὓλη, πού εἶναι τό ἐμπόδιο γιά
τά ἐσωτερικά καί μή ἀντιληπτά ἀπό τίς αἰσθήσεις πράγματα.
Ἡ λογική δύναμη
εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλευθερίας. Καρπός καί τῶν δύο εἶναι ἡ παρεκτροπή
(δηλ. πρέπει νά συνεργαστεῖ ἡ λογική καί ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία γιά νά
ἁμαρτησει ὁ ἄνθρωπος). Χωρίς τήν πρώτη (λογική) δέν ὑπάρχει ἡ δεύτερη
(ἐλευθερία). Ὃπου ὃμως ἡ δεύτερη (ἐλευθερία) λείπει, ἐκεῖ ἡ τρίτη
(παρεκτροπη) εἶναι κρατημένη σάν μέ χαλινάρι .
Ὃταν ἡ Χάρη εἶναι
ἂφθονη στόν ἂνθρωπο, αὐτός εὒκολα περιφρονεῖ τόν φόβο τοῦ θανάτου ἐξ’
αἰτίας τοῦ πόθου του γιά τήν δικαιοσύνη (τήν σύνολη ἀρετή). Αὐτός
βρίσκει πολλούς λόγους γιά τήν ἀναγκαιότητα, τοῦ νά ὑποφέρει κανείς
δοκιμασίες χάριν τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Ὃλα τά πράγματα πού θεωροῦνται
βλαπτικά γιά τό σῶμα καί τά ὁποῖα ξαφνικά ἐπιτίθενται στη φύση του και
ἀκολούθως τό κάνουν νά ὑποφέρει, στά μάτια του φαίνονται σάν τίποτε, σέ
σύγκριση μέ αὐτά πού ἐλπίζονται (ἀπό τούς χριστιανούς) στήν μέλλουσα
ζωή. Εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίσουμε τήν ἀλήθεια ἂν δέν παραχωρηθεῖ νά
ἒλθουν ἐπάνω μας οἱ πειρασμοί. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου τόν πληροφορεῖ μέ
ἀκρίβεια γι’αὐτό. Ἀκόμα περισσότερο (τόν πληροφορεί) γιά τό γεγονός ὃτι ὁ
Θεός λαμβάνει πολύ μεγάλη πρόνοια γιά τούς ἀνθρώπους καί ὃτι δέν
ὑπάρχει καμμία ἀνθρώπινη ὓπαρξη, πού νά μήν εἶναι κάτω ἀπό τήν Πρόνοιά
Του. Αὐτό εἰδικά τό βλέπει νά (κατα)δεικνύεται τόσο καθαρά, σάν μέ
δάκτυλο, στήν περίπτωση ἐκείνων πού βγῆκαν σέ ἀναζήτησή Του καί
ὑπόμειναν θλίψεις γιά χάρη Του.
Ὃταν ὂμως ἡ Θεία
Χάρη ἐλαττωθεῖ πολύ στόν ἂνθρωπο τότε ὃλα τά ἀντίθετα, ἀπό ὃσα εἲπαμε
προηγουμένως, εἶναι κοντά (σ’ἓναν τέτοιο ἂνθρωπο). Γι’ αὐτόν ἡ γνώση
εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τήν πίστη, ἐφόσον βασίζεται στήν ἐξέταση μέ τή
λογική (βασίζεται στή λογική του). Ἡ πεποίθηση στό Θεό δέν εἶναι παροῦσα
σέ κάθε ἒργο του καί ἡ Θεία Πρόνοια γιά τόν ἂνθρωπο κατανοεῖται
διαφορετικά. Ἓνας τέτοιος ἂνθρωπος συνέχεια ἐνεδρεύεται σ΄ αὐτά τά
πράγματα ἀπό ἐκείνους πού «σέ μιά ἀσέληνη νύχτα ἐνεδρεύουν γιά νά
κατατοξεύσουν μέ τά βέλη τους τόν ἂνθρωπο».
Ἡ ἀρχή τῆς
ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ
δέν συγκατατίθεται νά κατοικήσει σέ μιά ψυχή πού περισπᾶται σέ ἐξωτερικά
πράγματα.
Ὑπηρετώντας τίς
αἰσθήσεις, ἡ καρδιά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἡδονή τοῦ Θεοῦ. Διότι, λένε,
οἱ ἐσωτερικές μας σκέψεις εἶναι δεμένες μέ τά αἰσθητήρια ὀργανα πού τίς
ὑπηρετοῦν.
Ὁ δισταγμός τῆς
καρδιᾶς εἰσάγει δειλία στήν ψυχή. Ἡ πίστη, ὃμως, ἀκόμα καί ὃταν τά μέλη
τοῦ σώματος κατακόπτονται, μπορεῖ νά δυναμώσει (ὥστε νά ὁδηγήσει στήν
νίκη) τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὃσο ἡ ἀγάπη γιά τή σάρκα κυριαρχεῖ μέσα
σου, ποτέ δέν μπορεῖς νά γίνεις γενναῖος καί ἀτρόμητος, ἐξ’ αἰτίας τῶν
πολλῶν ἀντίθετων πραγμάτων τά ὁποῖα παραμένουν κοντά (καί ἀντιτίθενται)
σ' Αὐτόν πού ἀγαπᾶς.
Ὁ ἂνθρωπος πού λαχταράει τήν τιμή δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς αἰτίες τῆς λύπης.
Δέν ὑπάρχει
ἂνθρωπος, πού νά μήν ἀλλοιώνεται στήν διάνοιά του ὡς πρός τό πρᾶγμα πού
βρίσκεται μπροστά του, ὃταν ἀλλάζουν οἱ (ἐξωτερικές) συνθῆκες.
Ἐάν ἡ ἐπιθυμία,
ὃπως λένε, εἶναι τό βλάστημα τῶν αἰσθήσεων, τότε ἂς σωπάσουν αὐτοί πού
διδάσκουν ὃτι μποροῦν νά φυλάξουν τήν διάνοιά τους εἰρηνική μέσα στούς
περισπασμούς.
Δέν εἶναι σώφρων
ἐκεῖνος, πού λέγει ὃτι σταματοῦν μέσα του οἱ αἰσχροί λογισμοί, πάνω
στήν πίεση καί τήν κρίση τῆς μάχης καί τοῦ ἀγώνα, ἀλλά ἐκεῖνος, μᾶλλον,
πού μέ τήν ἀκεραιότητα τῆς καρδιᾶς του κάνει τήν θεωρία (ἐσωτερική
ὅραση) τῆς διανοίας του τόσο ἁγνή, ὣστε νά μήν μπορεῖ νά ἀτενίσει μέ
ἀναίδεια στούς αἰσχρούς λογισμούς. Καί ὃταν τό κοίταγμα τῶν ματιῶν του
εἶναι συγκρατημένο, δίνοντας ἒτσι μαρτυρία γιά τήν ἁγιότητα τῆς
συνείδησης, τότε ἡ ντροπή εἶναι σάν ἓνα πέπλο, πού κρέμεται μπροστά ἀπό
τόν κρυφό χῶρο τῶν λογισμών του και ἡ ἁγνότητά του εἶναι σάν μία σώφρων
παρθένος, πού φυλάγεται πιστά γιά τόν Χριστό.
Τίποτε δέν εἶναι
τόσο ἱκανό γιά νά ἐξορίσει τίς προλήψεις (μνῆμες τῆς πρό Χριστοῦ ζωῆς)
τῆς ἀκολασίας ἀπό τήν ψυχή καί νά διώξει μακριά ἐκείνες τίς ἐνεργές
μνῆμες πού ἐξεγείρονται στήν σάρκα μας καί παράγουν μιά ταραχώδη φλόγα,
ὃσο τό νά βυθιστεῖ κανείς μέσα στή διάπυρη ἀγάπη γιά ἐκπαίδευση
(μαθητεία, διδασκαλία, καθοδήγηση) καί τό νά ἐρευνᾶ προσεκτικά μέσα στό
βάθος τῶν νοημάτων τῶν Θείων Γραφῶν.
Ὃταν οἱ λογισμοί
ἑνός ἀνθρώπου καταβυθιστοῦν μέσα στην ἡδονή τῆς καταδίωξης τῆς σοφίας,
πού εἶναι ἀποθησαυρισμένη στούς λόγους τῶν Γραφῶν, μέ τήν βοήθεια τῆς
(νοητικῆς) ἱκανότητας ἡ ὁποία (δια)φωτίζεται ἀπό Αὐτές (δηλ. τίς
Γραφές), τότε αὐτός ὁ ἂνθρωπος ἀφήνει πίσω του τόν κόσμο καί λησμονεῖ
κάθε τί σ’αὐτόν. Ἐξαλείφει ἀπό τήν ψυχή του ὃλες τίς μνῆμες πού
διαμορφώνουν εἰκόνες (σωματικές-ὑλικές) σωματοποίησης τοῦ κόσμου· συχνά
οὒτε κἂν θυμᾶται νά ἀσχοληθεῖ μέ τούς συνηθισμένους λογισμούς πού
ἐπισκέπτονται (ἔρχονται) τήν ἀνθρώπινη φύση (λόγῳ τῆς ἀνθρώπινης ὑλικῆς
μας φύσης). Ἡ ψυχή του παραμένει σέ ἒκσταση λόγω ἐκεῖνων τῶν νέων
ἀπροσδόκητων συναντήσεων (ἀπαντήσεων- καθοδηγητικῶν συμβουλῶν) πού
ἀναδύονται ἀπό τήν θάλασσα τῶν μυστηρίων τῶν Γραφῶν.
Καί πάλιν, ἐάν ἡ
διάνοια κολυμβᾶ στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας τῶν Θείων Γραφῶν καί οἱ
νοήσεις της δέν μποροῦν νά ἐμβαθύνουν στά μεγάλα βάθη, ἒτσι ὣστε να
συλλάβουν ὃλους τούς θησαυρούς (πού ὑπάρχουν) στό βυθό της, ὃμως ἀκόμη
καί μόνη της αὐτή ἡ πράξη μέ τήν δύναμη τῆς διάπυρης φλόγας της, ἐπαρκεῖ
γιά τήν διάνοια ἀπόλυτα ὣστε νά δέσει σφιχτά ὃλους τούς λογισμούς της
μέ ἓναν λογισμό θαυμασμοῦ καί νά ἐμποδίσει αὐτούς να σπεύσουν (νά
ἀσχοληθοῦν μέ τήν ὑλική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου) στή φύση τοῦ σώματος,
καθώς εἶπε κάποιος ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες. Καί αὐτό γίνεται γιατί ἡ
καρδιά εἶναι χαύνη καί δέν μπορεῖ νά βαστάσει τίς κακίες πού συναντᾶ
στούς ἐσωτερικούς καί ἐξωτερικούς πολέμους. Γνωρίζετε ὃτι ἓνας κακός
(σωματικός) λογισμός εἶναι καταπιεστικός. Ἐάν ἡ καρδιά δέν ἀπασχοληθεῖ
πλήρως μέ τήν μελέτη δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει τήν ταραχή τῆς ἐπίθεσης τοῦ
σώματος.
Ὃπως τό βάρος
τῶν σταθμῶν ἐμποδίζει τήν γρήγορη ταλάντωση μιᾶς ζυγαριᾶς σέ μιά ριπή
τοῦ ἀνέμου, ἒτσι καί ἡ ἐντροπή καί ὁ φόβος ἐμποδίζουν τήν ἐκτροπή τῆς
διάνοιας. Καί ὃσο λείπει ὁ φόβος καί ἡ ἐντροπή τόσο ὁ νοῦς ρεμβάζει καί
κατ’ἀναλογία τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ φόβου ταράσσεται ὁ ζυγός τῆς διανοίας
καί ταλαντώνεται. Λοιπόν ὃπως ἀκριβῶς οἱ πλάστιγγες τοὺ ζυγοῦ, ἐάν
βαρύνουν ἀπό ἓνα πολύ βαρύ σταθμίο δέν σαλεύονται εὒκολα, ὃταν ὁ ἂνεμος
πνέει, ἐτσι καί ἡ διάνοια ὃταν βαρύνει μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τήν
ἐντροπή, δέν ἀνατρέπεται εὒκολα ἀπό ἐκεῖνα τά πράγματα, τά ὁποῖα τήν
μετακινοῦν· ἐπίσης ὃσο λείπει ὁ φόβος ἀπό τήν διάνοια, τόσο αὐτή
κυριεύεται ἀπό τήν τροπή καί τήν ἀλλοίωση.
Γίνου σοφός
λοιπόν καί βάλε σάν θεμέλιο στό ταξίδι σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Σέ λίγες
μέρες θά σέ ὁδηγήσει μπροστά στήν πύλη τῆς Βασιλείας χωρίς κύκλους
(γυρίσματα περιττά) στό δρόμο.
[Μήν
περιεργάζεσαι μέ ὑπερβολή, ὃπως οἱ μαθητές, τίς λέξεις (τά λόγια, τίς
διδασκαλίες) τῶν δασκάλων, πού γράφτηκαν ἀπό τήν ἐμπειρία (τους), γιά
τήν ἀνόρθωση τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς σου καί τά ὁποῖα σέ βοηθοῦν μέ τίς
ὑψηλές διεισδύσεις τους νά ὑψωθεῖς (πνευματικά)]
Νά διακρίνεις
(ἐξιχνιάζεις) τό νόημα ὃλων τῶν παραγράφων πού συναντᾶς στα ἱερά
κείμενα, ἒτσι ὣστε νά βυθίζεσαι βαθειά μέσα σ’αὐτό καί νά κατανοεῖς τίς
βαθειές ἰδέες πού ὑπάρχουν στά γραπτά κείμενα τῶν φωτισμένων ἀνδρῶν.
‘Εκεῖνοι πού ἐξ
αἰτίας τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τους ὁδηγοῦνται ἀπό τή Θεία Χάρη στό φωτισμό,
πάντοτε αἰσθάνονται κάτι σάν νοητή ἀκτίνα νά τρέχει ἀνάμεσα στούς
γραμμένους στίχους. Αὐτή (ἡ ἀκτίνα τῆς Θείας Χάρης) δίνει τή δυνατότητα
στήν διάνοια νά ξεχωρίζει τίς λέξεις, πού λέγοναι ἁπλᾶ ἀπό ἐκεῖνες πού
ἒχουν μεγάλη σημασία γιά τόν φωτισμό τῆς ψυχῆς.
Ὃταν κάποιος
διαβάζει τούς στίχους πού περικλείουν σπουδαῖες ἒννοιες, ὡς κάτι κοινό
τότε κάνει καί τήν καρδιά του κοινή καί ἂδεια ἀπό αὐτήν τήν ἁγία δύναμη
πού δίνει στήν καρδιά ἐκείνη τήν γλυκύτατη γεύση ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό
τήν κατανόηση (τῶν Γραφῶν), καί ἡ ὁποία προκαλεῖ θαυμασμό στήν ψυχή.
Κάθε τί ἐπιθυμεῖ
νά τρέχει πρός τό ὃμοιό του. Καί ἡ ψυχή ἐκείνη πού ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο
Πνεῦμα, ὃταν ἀκούσει μία φράση, ἡ ὁποία ἒχει κρυμμένη μέσα της
πνευματική δύναμη, μέ θέρμη ἀνασύρει τό βαθύτερο περιεχόμενο τῆς φράσης
καί τό κάνει δικό της.
Δέν ξυπνάει
πνευματικά, τόν κάθε ἄνθρωπο, ἕνας πνευματικός λόγος πού ἔχει κρυμμένη
μέσα του μεγάλη πνευματική δύναμη, ἔτσι ὥστε νά τόν ὁδηγήσει στόν
θαυμασμό. Ὁ λόγος περί ἀρετῆς χρειάζεται μιά καρδιά πού δέν εἶναι
ἀπασχολημένη μέ τή γῆ καί τήν ἐνασχόληση μαζί της. [Δηλ. καί ὁ πιό
σοφός καί πνευματικός λόγος δέν βρίσκει ἀνταπόκριση σ' ἕναν ἄνθρωπο ὁ
ὁποῖος εἶναι κολλημένος στήν γῆ καί τίς ἀπολαύσεις της].
Τά πράγματα τῆς
ἀρετῆς, τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου ἡ διάνοια μοχθεῖ φροντίζοντας γιά
πρόσκαιρα πράγματα, δέν τόν ξυπνοῦν, ἔτσι ὥστε γεμάτος λαχτάρα νά τά
ποθήσει καί νά τά ἀναζητήσει.
Ἡ ἀπελευθέρωση
ἀπό τά ὑλικά πράγματα προηγεῖται τῆς σύνδεσης μέ τόν Θεό. Πολλές φορές
ὃμως, κατ’ οἰκονομία τῆς Χάρης, σέ μερικούς, τό τελευταῖο προηγεῖται τοῦ
πρώτου, ἒτσι ὣστε ἡ ἀγάπη γιά τό Θεό νά καλύψει (ὑπερνικήσει) τήν ἀγάπη
γιά τά ὑλικά πράγματα. [Δηλ. καλλιεργώντας τόν Θεῖο Ἔρωτα ξεπερνᾶμε τήν ἀγάπη πρός τά κτίσματα].
Ἡ τάξη πού συνηθίζει νά ἀκολουθεῖ ἡ (Θεία) Οἰκονομία εἶναι διαφορετική
ἀπό τήν τάξη τῆς ἀνθρώπινης κοινότητας. Ἐσύ πάντως φύλαξε τήν
συνηθισμένη τάξη. Ἐάν ἒρθει μέσα σου ἡ Θεία Χάρη πρώτη, αὐτό εἶναι δική
Της ὑπόθεση (δικό Της δῶρο). Ἐάν ὂχι, ἀνέβα στόν πνευματικό πύργο ἀπό τό
συνηθισμένο σέ ὃλους τούς ἀνθρώπους μονοπάτι, τό ὁποῖο βάδισαν ὁ ἓνας
μετά τόν ἂλλο.
Κάθε τί πού
ἐνεργεῖται (ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται) στή Θεία Θεωρία καί ἐκπληρώνεται
ἐξ αἰτίας μιᾶς ἀντίστοιχης ἐντολῆς (πού ὑπάρχει) γι' αὐτό, εἶναι ἐξ’
ὁλοκλήρου ἀόρατο ἀπό τά σωματικά μάτια. Κάθε τί πού γίνεται στήν πράξη
(ἐνεργεῖται ἐξωτερικά-ἔμπρακτα) εἶναι σύνθετο. Διότι ἡ μία ἐντολή πού
(δέν) εἶναι (ἄλλη παρά) ἡ πράξη, ἀπαιτεῖ καί τά δύο· καί τήν θεωρία καί
τήν πράξη, διότι εἴμαστε καί σωματικοί (ἔχουμε τό ὑλικό σῶμα) καί
ἀσώματοι (ἔχουμε τήν ἀσώματη ψυχή). Ἡ σύνθεση λοιπόν αὐτῶν τῶν δύο (τῆς
πράξης καί τῆς θεωρίας), αὐτό εἶναι τό πλῆρες. [Δηλ. μία ἀρετή γιά νά
εἶναι πλήρης καί τελεία, θά πρέπει νά γίνει σωστά τόσο μέ τήν ψυχή ὅσο
καί μέ τό σῶμα μας. Κάθε ἐξωτερική ἐνέργεια ὁφείλεται σέ κάποια
ἐσωτερική ἐνέργεια. Θά πρέπει καί ἡ ἐσωτερική ἐργασία (θεωρία) ἀλλά καί ἡ
ἐξωτερική ἐργασία (πράξη) νά εἶναι ὀρθή, σύμφωνη μέ τό Θεῖο Θέλημα].
{Γι’αὐτόν ἀκριβῶς
τόν λόγο ὁ φωτισμένος (ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα) νοῦς κατανοεῖ (τήν κάθε
ἐντολή) ὃπως παλαιότερα (τήν) διατύπωσε ὁ μακάριος Μωυσῆς, δηλαδή αὐτό
πού εἶναι (φαινομενικά) ἁπλό (ἡ ἐξωτερική πράξη), στήν πραγματικότητα
εἶναι διπλό (διότι κάθε ἐξωτερική πράξη πηγάζει ἀπό μία ἐσωτερική
πράξη-θεωρία)}.
Τά ἒργα (ἐνν.
τῆς μετανοίας) πού ἒχουν σάν στόχο τήν ἐπίτευξη τῆς καθαρότητας
(ἁγιότητας), δέν ἀπαλάσσουν τήν μνήμη ἀπό τήν αἴσθηση παλαιότερων
παραπτωμάτων, ἀλλά ἀπομακρύνουν τήν λύπη πού φέρνει ἡ ἀνάμνησή τους στήν
διάνοιά μας. Ἀπό δῶ καί στό ἑξῆς ὃταν ἡ μνήμη αὐτή (τῶν παλαιοτέρων
ἁμαρτημάτων) διαπερνᾶ τήν διάνοιἀ μας (κατά παραχώρηση Θεοῦ), τό κάνει
γιά τήν ὠφέλειά μας.
Ἡ ἀκόρεστη
ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς ἁρπάζει ὡς δικό της τό
μερίδιο τῆς ἐπιθυμίας γιά τά ὁρατά πράγματα σάν νά εἶναι δικό της ἄν καί
ἀνήκει στό ὁμόζυγο της στό σῶμα.
Τό μέτρο κοσμεῖ (ὀμορφαίνει) ὃλα τά πράγματα. Χωρίς μέτρο ἀκόμη καί τά πράγματα πού θεωροῦνται καλά γίνονται βλαπτικά.
Θέλεις νά
ἐπικοινωνήσεις μέ τόν Θεό στό νοῦ σου λαμβάνοντας μιά αἲσθηση ἐκείνης τῆ
ἡδονῆς ἡ ὁποία δέν εἶναι ὑποδουλωμένη στίς αἰσθήσεις; Ἑπιδίωξε τήν
ἐλεημοσύνη. Ὅταν κάτι, πού ταιριάζει ἀπόλυτα στόν Θεό, βρεθεῖ σε σένα,
τότε ἐκείνη ἡ Ἁγία Ὡραιότητα μέ τήν Ὁποία ἔγινες ὅμοιος, ἀπεικονίζεται
σέ σένα. Διότι ἡ περιεκτική ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης [ἡ ἐλεημοσύνη πού
ἀγκαλιάζει τά πάντα] ἀμέσως φέρνει τήν ψυχή σέ ἐπικοινωνία μέ τήν ἑνιαία
δόξα τῆς θεϊκῆς λαμπρότητας.
Ἡ πνευματική
ἓνωση εἶναι μιά συνεχής καί ἀσφράγιστη μνήμη ἡ ὁποία ἀδιάκοπα καίει στήν
καρδιά μέ θερμό πόθο. Ἡ καρδιά λαμβάνει τήν ἱκανότητα γι’αυτό τόν
δεσμό, ὂχι μεταφορικά οὒτε κατά φυσικό τρόπο ἀπό τήν ὑπομονή στίς
ἐντολές. Διότι ἐκεῖ (δηλ. στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν) βρίσκει ὑλικό γιά τήν
θεία θεωρία τῆς ψυχῆς ἒτσι ὢστε νά συγκρατηθεῖ σ’αὐτήν (τήν ἓνωση)
ὑποστατικά. Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ καρδιά ἒρχεται σέ κατάπληξη (καί
θαυμασμό) καθώς οἱ ὀφθαλμοί τῶν διπλῶν αἰσθήσεων κλείνουν, ἐκεῖνοι (οἱ
ὀφθαλμοί) τῆς σάρκας και ἐκεῖνοι τῆς ψυχῆς.
Δέν ὑπάρχει
ἂλλος δρόμος πρός τήν πνευματική ἀγάπη, ἡ ὁποία διαμορφώνει τήν ἀόρατη
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, παρά πρῶτα νά ἀρχίσει ὁ ἂνθρωπος νά δείχνει
συμπάθεια ἀνάλογη μέ τήν τελειότητα τοῦ (Θεοῦ) Πατέρα, ὃπως εἶπε ὁ
Κύριός μας. Διότι ἒδωσε ἐντολή, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι Τόν ὑπακούουν νά
βάλουν αὐτό σάν τό θεμέλιό τους .
Ἂλλο πρᾶγμα
εἶναι ὁ λόγος πού πηγάζει ἀπό τήν πράξη (τήν ἐμπειρία ἀπό τήν ἐξάσκηση
τῶν πρακτικῶν – σωματικῶν ἀρετῶν τῆς ὑπακοῆς, τῆς νηστείας, τῆς
ἀγρυπνείας, τῆς χαμαικοιτίας κ.λ.π.) καί ἂλλο πρᾶγμα ὁ καλός (ὡραῖος)
λόγος. Ἀκόμα καί χωρίς ἐμπειρία, ἡ σοφία εἶναι έξυπνη ὣστε νά ὀμορφαίνει
τούς λόγους της λέγοντας τήν ἀλήθεια χωρίς ὃμως νά τήν γνωρίζει
πραγματικά καί κάνοντας διακηρύξεις περί ἀρετῆς ἐνῶ ὁ ἂνθρωπος αὐτός
ποτέ δέν δοκιμάζει νά τήν ἐφαρμόσει στά ἒργα του. Ὁ λόγος πού πηγάζει
ἀπό τήν ὀρθή πράξη εἶναι ἓνα θησαυροφυλάκιο ἐλπίδας, ἀλλά ἡ σοφία πού
δέν βασίζεται στήν ὀρθή πράξη εἶναι μιά ἐναπόθεση ντροπῆς. Ὃπως ἀκριβῶς
ἓνας καλλιτέχνης ζωγραφίζει τό νερό στούς τοίχους καί δέν μπορεῖ νά
ἀνακουφίσει τή δίψα του μ’αυτό, ἢ ὃπως κάποιος πού ὀνειρεύεται ὂμορφα
ὂνειρα ἒτσι εἶναι καί ὁ λόγος πού δέν βασίζεται στήν ὀρθή πράξη.
Ὁ ἂνθρωπος πού
μιλάει ἀπό τήν ἐμπειρία τοὺ ἒργου του μεταδίδει ἀρετή στόν ἀκροατή του
ὃπως κάποιος πού διανέμει ἀπό τά χρήματα πού κέρδισε στό ἐμπόριό του.
Σάν νά εἶναι ἀπό τήν περιουσία του, σπέρνει τήν διδασκαλία του, στά
αὐτιά ἐκείνων πού τόν ἀκοῦνε. Ἓνας τέτοιος ἂνθρωπος ἀνοίγει μέ παρρησία
τό στόμα του στά πνευματικά του παιδιά ὃπως καί ὁ γέροντας Ἰακώβ εἶπε
στόν σώφρωνα Ἰωσήφ : «Νά σοῦ ἒδωσα ἓνα μερίδιο περισσότερο ἀπό τά
ἀδέλφια σου πού τό πῆρα ἀπό τούς Ἀμορραίους μέ τό σπαθί μου καί τό τόξο
μου»
Ἡ πρόσκαιρη αὐτή
ζωή εἶναι περιπόθητη σέ κάθε ἂνθρωπο πού ἒχει τρόπο ζωῆς μολυσμένο.
Ὃμοια ἀλλά κατά δεύτερο λόγο καί σ’αὐτόν πού εἶναι στερημένος ἀπό τήν
γνώση (ἀνόητος) . Καλά εἶπε κάποιος «Ὁ φόβος τοῦ θανάτου θλίβει τόν
ἂνθρωπο μέ τήν ἒνοχη συνείδηση.» Ὁ ἂνθρωπος ὃμως πού ἒχει καλή ἐσωτερική
μαρτυρία γιά τόν ἑαυτό του ποθεί τόν θάνατο σάν ζωή.
Μή θεωρεῖες ἀληθινά σοφό ἐκεῖνον πού ἐξ’ αίτίας τῆς προσωρινῆς ζωῆς ὑποδουλώνει τήν διάνοιά του στή δειλία καί τόν φόβο.
Ὃλα τά καλά καί
τά κακά πράγματα πού συμβαίνουν στήν σάρκα νά τά λογαριάζεις σάν ὂνειρα.
Διότι ὂχι μόνο μέ τό θάνατο θά ἐλευθερωθεῖς ἀπό αὐτά, ἀλλά συχνά πρίν
ἀπό τόν θάνατο ἀποχωροῦν καί σέ ἐγκαταλείπουν.
Ἀλλ’ ἐάν μερικά
ἀπό τά πράγματα πού σοῦ συμβαίνουν ἒχουν σχέση μέ τήν ψυχή σου, τότε νά
τά θεωρεῖς σάν τά ἀποκτήματά σου σ’αὐτόν τόν αἰῶνα. Αὐτά ἐπίσης θά
ἒλθουν μαζί σου στόν μέλλοντα αἰῶνα. Ἐάν εἶναι καλά, ἒχε εὐφροσύνη καί
εὐχαρίστησε τόν Θεό μέσα στή διάνοιά σου. Ἀλλ’ ἐάν εἶναι κακά λυπήσου
και στέναξε. Ὃσο ἀκόμα εἶσαι μέσα στό σῶμα προσπάθησε νά ἐλευθερωθείς
ἀπό αυτά.
Γιά κάθε καλό
πού ἐργάστηκες μέσα σου διανοητικά καί μυστικά νά εἶσαι βέβαιος ὃτι τό
βάπτισμα καί ἡ πίστη εἶναι οἱ μεσῖτες μέσω τῶν ὁποίων τό ἐλαβες. Διά
μέσου αὐτῶν κλήθηκες ἀπό τόν Κύριό Μας Ἰησοῦ Χριστό στά καλά Του ἒργα.
Σ’ Αὐτόν καί στόν Πατέρα καί στό Ἃγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμή, ἡ
εὐχαριστία καί ἡ προσκύνηση στούς αἰῶνες τῶν αἰῶνων Ἀμήν.
Αββα Ισαάκ του Σύρου
ἀσκητοῦ καί ἀναχωρητοῦ,
πού ἒγινε ἐπίσκοπος τῆς
φιλόχριστης πόλης Νινευῒ
Ασκητικοί Λόγοι
Αὐτοί οἱ λόγοι
ἑρμηνεύτηκαν
ἀπό τούς ὁσίους Πατέρες μας
αββά Πατρίκιο καί αββά Αβράμιο
τούς φιλόσοφους καί ἡσυχαστές
πού ἡσύχασαν στή Λαύρα
τοῦ ἁγίου πατέρα
μας Σάββα.
Λόγος α'
περί αποταγής και
μοναχικής πολιτείας