Μοῦ γράφεις
ὅτι ὅλη σου ἡ περιουσία πωλήθηκε σὲ τρίτους. Ὅταν βρέθηκες στὸ δρόμο
χωρὶς τίποτα καὶ κανέναν, κατευθύνθηκες πρὸς τὸ νεκροταφεῖο
ἀποφασισμένος νὰ αὐτοκτονήσεις. Δὲν εἶχες ἀμφιβολία οὔτε δεύτερη σκέψη
ἐπ' αὐτοῦ...
Ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία, ξάπλωσες πάνω στὸν τάφο τῶν γονιῶν σου καὶ ἀποκοιμήθηκες. Στὸν ὕπνο σου ἐμφανίστηκε ἡ μητέρα σου, ποὺ σὲ ἀπείλησε λέγοντάς σου ὅτι στὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ ὑπαρχουν πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐπαιτοῦσαν στὴν γῆ, ἀλλὰ οὔτε ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀφαίρεσαν μόνοι τους τὴ ζωὴ τους. Αὐτὸ τὸ ὄνειρο σ' ἔσωσε ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία. Ὄντως ἡ ἀγαπημένη σου μητέρα σὲ ἔσωσε κατὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἄρχισες νὰ ἐπαιτεῖς καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαιτεία νὰ ζεῖς. Καὶ ρωτᾶς ἂν μ' αὐτὸ καταπατᾶς τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ;
Θάρρος, ἄνθρωπε!
Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολή: Οὐ κλέψεις!
Ἀλλὰ δὲν ἔδωσε ἐντολή: Μὴν ἐπαιτεῖς! Ἡ ἐπαιτεία χωρὶς πραγματικὴ ἀνάγκη εἶναι κλοπή, ἀλλὰ στὴ δικὴ σου περίπτωση δὲν εἶναι κλοπή.
Ὁ στρατηγὸς καὶ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς στὰ γεράματα ἔμεινε χωρὶς περιουσία, χωρὶς φίλους καὶ τυφλός. Καθόταν τυφλὸς ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλή του θρόνου καὶ ἐπαιτοῦσε γιὰ λίγο ψωμί.
Σὰν χριστιανὸς δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτό του οὔτε καν νὰ σκεφτεῖ τὴν αὐτοκτονία.
Γιατί, ὅπως ἡ ζωὴ εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὸ θάνατο, ἔτσι καὶ εἶναι καλύτερα ζητιάνος παρὰ αὐτόχειρας.
Λὲς πὼς σὲ κυριεύει ντροπὴ καὶ πὼς ἡ θλίψη σου εἶναι βαθειά. Στέκεις τὰ βράδια ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο ποὺ κάποτε ἦταν δικό σου καὶ ζητᾶς ἐλεημοσύνη ἀπὸ ὅσους μπαίνουν καὶ βγαίνουν.
Θυμᾶσαι πὼς πρὶν λίγο καιρὸ ἤσουν τὸ ἀφεντικὸ τοῦ καφενείου καὶ πῶς τώρα δὲν τολμᾶς νὰ μπεῖς οὔτε σὰν πελάτης. Καὶ κοκκινίζουν τὰ μάτια σου ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ τὸν ὀδυρμό.
Ώ, καλέ μου ἄνθρωπε, παρηγορήσου! Οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μακριά σου.Γιατί κλαῖς γιὰ τὸ καφενεῖο; Δὲν ἔχεις ἀκούσει γιὰ ἕνα καφενεῖο στὴν ἄκρη τοῦ Βελιγραδίου ποῦ λέγεται "ὅποιου δὲν ἦταν, ὅπου δὲν θὰ εἶναι"; Πράγματι, ἦταν μεγάλος φιλόσοφος αὐτὸς ποὺ ἔγραψε αὐτὲς τὶς λέξεις. Ἀφοῦ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ καφενεῖα, ὅλα τὰ σπίτια, ὅλους τους πύργους καὶ ὅλα τὰ παλάτια τοῦ κόσμου.
Τί ἔχασες; Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν δικό σου ὅταν γεννήθηκες καὶ δὲν εἶναι οὔτε τώρα δικό σου.Ἤσουν τὸ ἀφεντικό, τώρα εἶσαι φτωχός. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπώλεια. Ἀπώλεια εἶναι ὅταν κάποιος ἄνθρωπος γίνεται κτῆνος.
Ἀλλὰ ἐσὺ ἤσουν ἄνθρωπος καὶ παρέμεινες ἄνθρωπος.Ὑπέγραψες κάποιες συναλλαγματικὲς σὲ κάποιους ἐπιφανεῖς πελάτες σου καὶ γι' αὐτὸ τὸ καφενεῖο σου ἔγινε καφενεῖο κάποιου ξένου.
Τώρα βλέπεις ἀπὸ τὸ παράθυρο πὼς ὅλοι ἐκεῖνοι γελοῦν στὸ καφενεῖο ὅπως καὶ πρίν, ἐνῶ ἐσὺ περιφέρεσαι στοὺς δρόμους μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ σκεπάζεις τὴν ντροπή.
Μὴ φοβᾶσαι, ὁ Θεὸς ἔχει δικαιοσύνη.
Ὅλοι αὐτοὶ θὰ ἀπολογηθοῦν γιὰ τὰ ἀδικήματά τους.
Ὅταν ὅμως αὐτοὶ ἀποπειραθοῦν νὰ αὐτοκτονήσουν, ποιὸς ξέρει ἂν ὁ δίκαιος Θεὸς θὰ ἐπιτρέψει στὴ μητέρα τους νὰ τοὺς παρουσιαστεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν κόσμο καὶ νὰ τοὺς ἀποτρέψει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔγκλημα;
Μὴν βλέπεις οὔτε στιγμὴ τὴν ἐπιτυχία τους. Ἀφοῦ δὲν γνωρίζεις τὸ τέλος τους. Ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας σοφός, ὁ Σόλων, εἶπε κάποτε: "Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε", δηλαδὴ ποτὲ μὴν ἀποκαλεῖς κάποιον εὐτυχισμένο πρὶν δεῖς τὸ τέλος του! Εἶναι δύσκολο νὰ εἶσαι ἐπαίτης;
Ἀλλὰ μήπως δὲν εἴμαστε ὅλοι ἐπαῖτες; Μήπως δὲν ἑξαρτώμεθα ὅλοι,
κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα, ἀπὸ τὸ ἔλεος Ἐκείνου ποῦ μᾶς δίνει ζωὴ νὰ ζοῦμε; Ἐσὺ καὶ τώρα ἔχεις σημαντικὴ ἀποστολὴ στὸν κόσμο: Στρέφεις τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων στὸ νὰ θυμοῦνται τὸν Θεὸ καὶ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ εἶναι ἐλεήμονες.
Ἀναγκασμένος, λοιπόν, νὰ ζεῖς στὴν σιωπὴ ἐμβάθυνε στὴν ψυχή σου καὶ συζήτα μέσω τῆς προσευχῆς μὲ τὸ Θεό.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἐπαίτη εἶναι πιὸ ἡρωικὴ ἀπὸ αὐτὴ τοῦ ἀφεντικοῦ.
"Ὅτι ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυσὸς καὶ ἄνθρωποι δεκτοὶ ἐν καμίνω ταπεινώσεως" (Σρ. 2,5)
Ἀλλὰ ἐσὺ ἤδη ἔδειξες ἠρωϊσμὸ μὲ τὸ νὰ νικήσεις τὴ μαύρη σκέψη τῆς αὐτοκτονίας. Αὐτὸ εἶναι νίκη πάνω στὸ πνεῦμα τῆς ἀπογοήτευσης.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ νίκη ὅλες οἱ ἄλλες γιὰ σένα θὰ εἶναι εὔκολες.
Ὁ Κύριος ἂς εἶναι δίπλα σου. Εἰρήνη καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο».
Ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία, ξάπλωσες πάνω στὸν τάφο τῶν γονιῶν σου καὶ ἀποκοιμήθηκες. Στὸν ὕπνο σου ἐμφανίστηκε ἡ μητέρα σου, ποὺ σὲ ἀπείλησε λέγοντάς σου ὅτι στὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ ὑπαρχουν πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐπαιτοῦσαν στὴν γῆ, ἀλλὰ οὔτε ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀφαίρεσαν μόνοι τους τὴ ζωὴ τους. Αὐτὸ τὸ ὄνειρο σ' ἔσωσε ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία. Ὄντως ἡ ἀγαπημένη σου μητέρα σὲ ἔσωσε κατὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἄρχισες νὰ ἐπαιτεῖς καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαιτεία νὰ ζεῖς. Καὶ ρωτᾶς ἂν μ' αὐτὸ καταπατᾶς τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ;
Θάρρος, ἄνθρωπε!
Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολή: Οὐ κλέψεις!
Ἀλλὰ δὲν ἔδωσε ἐντολή: Μὴν ἐπαιτεῖς! Ἡ ἐπαιτεία χωρὶς πραγματικὴ ἀνάγκη εἶναι κλοπή, ἀλλὰ στὴ δικὴ σου περίπτωση δὲν εἶναι κλοπή.
Ὁ στρατηγὸς καὶ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς στὰ γεράματα ἔμεινε χωρὶς περιουσία, χωρὶς φίλους καὶ τυφλός. Καθόταν τυφλὸς ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλή του θρόνου καὶ ἐπαιτοῦσε γιὰ λίγο ψωμί.
Σὰν χριστιανὸς δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτό του οὔτε καν νὰ σκεφτεῖ τὴν αὐτοκτονία.
Γιατί, ὅπως ἡ ζωὴ εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὸ θάνατο, ἔτσι καὶ εἶναι καλύτερα ζητιάνος παρὰ αὐτόχειρας.
Λὲς πὼς σὲ κυριεύει ντροπὴ καὶ πὼς ἡ θλίψη σου εἶναι βαθειά. Στέκεις τὰ βράδια ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο ποὺ κάποτε ἦταν δικό σου καὶ ζητᾶς ἐλεημοσύνη ἀπὸ ὅσους μπαίνουν καὶ βγαίνουν.
Θυμᾶσαι πὼς πρὶν λίγο καιρὸ ἤσουν τὸ ἀφεντικὸ τοῦ καφενείου καὶ πῶς τώρα δὲν τολμᾶς νὰ μπεῖς οὔτε σὰν πελάτης. Καὶ κοκκινίζουν τὰ μάτια σου ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ τὸν ὀδυρμό.
Ώ, καλέ μου ἄνθρωπε, παρηγορήσου! Οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μακριά σου.Γιατί κλαῖς γιὰ τὸ καφενεῖο; Δὲν ἔχεις ἀκούσει γιὰ ἕνα καφενεῖο στὴν ἄκρη τοῦ Βελιγραδίου ποῦ λέγεται "ὅποιου δὲν ἦταν, ὅπου δὲν θὰ εἶναι"; Πράγματι, ἦταν μεγάλος φιλόσοφος αὐτὸς ποὺ ἔγραψε αὐτὲς τὶς λέξεις. Ἀφοῦ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ καφενεῖα, ὅλα τὰ σπίτια, ὅλους τους πύργους καὶ ὅλα τὰ παλάτια τοῦ κόσμου.
Τί ἔχασες; Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν δικό σου ὅταν γεννήθηκες καὶ δὲν εἶναι οὔτε τώρα δικό σου.Ἤσουν τὸ ἀφεντικό, τώρα εἶσαι φτωχός. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπώλεια. Ἀπώλεια εἶναι ὅταν κάποιος ἄνθρωπος γίνεται κτῆνος.
Ἀλλὰ ἐσὺ ἤσουν ἄνθρωπος καὶ παρέμεινες ἄνθρωπος.Ὑπέγραψες κάποιες συναλλαγματικὲς σὲ κάποιους ἐπιφανεῖς πελάτες σου καὶ γι' αὐτὸ τὸ καφενεῖο σου ἔγινε καφενεῖο κάποιου ξένου.
Τώρα βλέπεις ἀπὸ τὸ παράθυρο πὼς ὅλοι ἐκεῖνοι γελοῦν στὸ καφενεῖο ὅπως καὶ πρίν, ἐνῶ ἐσὺ περιφέρεσαι στοὺς δρόμους μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ σκεπάζεις τὴν ντροπή.
Μὴ φοβᾶσαι, ὁ Θεὸς ἔχει δικαιοσύνη.
Ὅλοι αὐτοὶ θὰ ἀπολογηθοῦν γιὰ τὰ ἀδικήματά τους.
Ὅταν ὅμως αὐτοὶ ἀποπειραθοῦν νὰ αὐτοκτονήσουν, ποιὸς ξέρει ἂν ὁ δίκαιος Θεὸς θὰ ἐπιτρέψει στὴ μητέρα τους νὰ τοὺς παρουσιαστεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν κόσμο καὶ νὰ τοὺς ἀποτρέψει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔγκλημα;
Μὴν βλέπεις οὔτε στιγμὴ τὴν ἐπιτυχία τους. Ἀφοῦ δὲν γνωρίζεις τὸ τέλος τους. Ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας σοφός, ὁ Σόλων, εἶπε κάποτε: "Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε", δηλαδὴ ποτὲ μὴν ἀποκαλεῖς κάποιον εὐτυχισμένο πρὶν δεῖς τὸ τέλος του! Εἶναι δύσκολο νὰ εἶσαι ἐπαίτης;
Ἀλλὰ μήπως δὲν εἴμαστε ὅλοι ἐπαῖτες; Μήπως δὲν ἑξαρτώμεθα ὅλοι,
κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα, ἀπὸ τὸ ἔλεος Ἐκείνου ποῦ μᾶς δίνει ζωὴ νὰ ζοῦμε; Ἐσὺ καὶ τώρα ἔχεις σημαντικὴ ἀποστολὴ στὸν κόσμο: Στρέφεις τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων στὸ νὰ θυμοῦνται τὸν Θεὸ καὶ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ εἶναι ἐλεήμονες.
Ἀναγκασμένος, λοιπόν, νὰ ζεῖς στὴν σιωπὴ ἐμβάθυνε στὴν ψυχή σου καὶ συζήτα μέσω τῆς προσευχῆς μὲ τὸ Θεό.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἐπαίτη εἶναι πιὸ ἡρωικὴ ἀπὸ αὐτὴ τοῦ ἀφεντικοῦ.
"Ὅτι ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυσὸς καὶ ἄνθρωποι δεκτοὶ ἐν καμίνω ταπεινώσεως" (Σρ. 2,5)
Ἀλλὰ ἐσὺ ἤδη ἔδειξες ἠρωϊσμὸ μὲ τὸ νὰ νικήσεις τὴ μαύρη σκέψη τῆς αὐτοκτονίας. Αὐτὸ εἶναι νίκη πάνω στὸ πνεῦμα τῆς ἀπογοήτευσης.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ νίκη ὅλες οἱ ἄλλες γιὰ σένα θὰ εἶναι εὔκολες.
Ὁ Κύριος ἂς εἶναι δίπλα σου. Εἰρήνη καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο».
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο "Ἱεραποστολικὲς ἐπιστολὲς Ἃ'" ἐκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ)