Ακούοντας το λοιπόν έτσι, εσηκώθηκα ευθύς, και έτρεξα προς εκείνο το μέρος, που ακούονταν οι φωνές· και αγνάντια βλέπω άνθρωπον, που έκανεν ένα λάκκον. Εγώ βλέποντας έτσι εκρύφθηκα οπίσω εις ένα δένδρον διά να ιδώ το αποβησόμενον. Εκείνος αφού έκαμε τον λάκκον είδα που έβαλε μέσα ένα μέγα σακκί, και σκεπάζοντάς το με το χώμα έφυγεν.
Οπόταν δε είδα πώς εκείνος έφυγεν, έτρεξα εγώ και επήγα εκεί, και σκάπτοντάς τον ίδιον λάκκον έβγαλα εκείνο το σακκί· βγάνοντάς το βλέπω που ήτον μέσα μία ωραιοτάτη νέα, η οποία εφαίνετο πως να έδινε την υστερινήν αναπνοήν· τα φορέματά της, με όλον που ήταν γεμάτα από αίματα, δεν εμπόδισαν που να την φανερώνουν πώς ήτον από αίμα ευγενικόν. Σι σκληρόν χέρι εφώναξα όλος τεταραγμένος από σπλάγχνος, ποίος βάρβαρος ημπόρεσε να τελέση τέτοιον ανόμημα εις τούτην την ευγενικήν κυράν· ας ανοίξη η γη να καταπιή ένα τέτοιον φονέα. Η κυρά, που ελογίαζα πως να μην έχη πλέον αναπνοήν, ακούω να μου λέγη· Ψ Μουσουλμάνε, λάβε έλεος και σύντρεξέ με αν αγαπάς τον Πλάστην· βάλε μου μίαν σταλαγματιά νερό εις το στόμα μου, διά να μου παύση η θανατηφόρος μου δίψα που με ενοχλεί. Έτρεξα ευθύς και εγέμισα το φακκιόλι μου νερόν και της το έφερα· και αφού έπιεν άνοιξε τους οφθαλμούς της και κυττάζοντάς με μου είπε· Μουσουλμάνε, βλέπω που ο Προφήτης σε εξαπέστειλε διά να με συντρέξης· πάσχισε σε παρακαλώ το λοιπόν διά να σταματήση το αίμα από τες πληγές μου. Εγώ λογιάζω πως οι λαβωματιές μου να μη είναι θανατηφόρες· φύλαξε την ζωήν μου· και σου τάσσω ότι δεν ήθελες το μετανοήσει.
Τότε εγώ έσχισα εις κομμάτια το δέμα του φακκιολιού μου και ένα υποκάμισο που είχα, και αφού της έδεσα τες πληγές μού είπε. Σε παρακαλώ λάβε ακόμη την καλωσύνην και φέρε με εις την χώραν, που είνε εδώ σιμά, και εκεί βάλε με εις κανένα σπίτι διά να αναπαυθώ. Ψ ωραία κυρά μου, της αποκρίθηκα, εγώ είμαι ένας ξένος και δεν γνωρίζω κανένα εις αυτήν την χώραν και το περισσότερον, φέροντάς σε εκεί φοβούμαι να μην πάθω· διατί αν με ερωτήσουν, τις είνε αυτή η γυναίκα που φέρεις φορτωμένος έτσι καταπληγωμένην, τι απόκρισιν ημπορώ να δώσω; Αποκρίσου πως εγώ είμαι αδελφή σου, είπεν εκείνη και μην έχης άλλην χρείαν. Εγώ διά να κάμω τέλειον το καλόν υπήκουσα και την επήρα εις τες πλάτες μου, και την έφερα εις την χώραν, και βάνοντάς την εις ένα σπήτι που ευθύς ηύρα, επήγα και έκραξα ένα ιατρόν διά να την ιατρεύση· και μετά δύο ημέρας που αγροικήθη κομμάτι καλύτερα, έγραψε μίαν γραφήν και βάνοντάς μου την εις το χέρι, μου είπε· Σύρε τούτην την γραφήν εκεί που συνάζονται οι πραγματευτάδες· ζήτησε έναν που τον λεν Μαϊάρ, και δος του την εις το χέρι και έπαρε εκείνο που θα σου δώση. Έφερα την γραφήν ευθύς εις τον Μαϊάρ, ο οποίος, αφού την ανέγνωσε, την εφίλησε και την έβαλε εις το κεφάλι του. Έπειτα εβγάζει δύο σακκούλες φλωριά και μου τα έδωσε, και παίρνοντάς τα έφερα της κυράς· αυτή μου έδωκε την μίαν σακκούλαν, και μου είπε. Πήγαινε με αυτά να πάρης τα όσα μας κάνουν χρείαν, τόσον διά φαγητά, όσον και διά φορέματα εδικά σου και εδικά μου, και περιπλέον αγόρασε και κανένα σκλάβον διά να μας δουλεύη.
Δεν έλειψα που να κάμω καθώς αυτή μου επαράγγειλε, και εις δύο ημέρας ευρέθη το σπήτι μας στολισμένον από κάθε αναγκαίον, και απ' ό,τι μας έκανε χρείαν, και ούτως απερνούσαμεν εις αυτό το αναμεταξύ που ιατρεύονταν με πολλήν μας ανάπαυσιν· και ενομιζόμουν εις όλους διά αδελφός αυτής της κυράς, και κατά αλήθειαν εζούσαμεν ωσάν να είμεθα αληθώς αδέλφια, και με όλον που αυτή ήτον μία από τες ωραιότατες νέες, η φαντασία της Δαρδανές, που είχα πάντα εις την καρδιά μου και εις τον λογισμόν μου, με έκανε να με κρατή μακράν από το να λάβω διά αυτήν καμμιάς λογής κλίσιν· είχα αποφασίσει πολλές φορές διά να αναχωρήσω από αυτήν· μα εκείνη με τες παρακάλεσές της με έκανε να μην την παραιτήσω. Υπόμενε ακόμη, ω νέε, μου έλεγεν, ότι έχω ακόμη καμπόσην χρείαν από λόγου σου· θέλω σου διηγηθή ογλήγωρα ποία είμαι· και εγώ ύστερα από αυτό θέλω σου ανταμείψει μεγάλως την επιμέλειαν και την δούλευσιν, που μου έκαμες. Εγώ το περισσότερον διά να την ευχαριστήσω και όχι διά τες ανταμοιβές που μου έταζεν, έστεκα με αυτήν έως που να μου δώση το θέλημα να αναχωρήσω· οπόταν δε ελευθερώθη τελείως από την αρρώστια της και έστεκε καλά, με κράζει μίαν ημέραν και μου λέγει. Έπαρε τούτην την σακκούλαν με τα φλωριά, και σύρε εις την αγοράν να εύρης ένα πραγματευτήν που τον λέγουν Ναμαράν, και πες του πως θέλεις να αγοράσης μεταξωτά· αυτός θέλει σου δείξει διάφορα· διάλεξε από αυτά ένα κομμάτι, και πλήρωσέ το όσα σου ήθελε γυρέψει χωρίς να κάμης παζάρι· μίλησέ του με ευγένειαν και γλυκύτητα, και ωσάν αναχωρήσης από αυτόν, φέρε μου εδώ τα μεταξωτά. Εγώ επήγα καθώς αυτή με επρόσταξε, και ηύρα τον Ναμαράν που εκάθετο εις το εργαστήρι του. Αυτός ήτον ένας εύμορφος και ευγενής άνδρας, που έμεινα να τον θεωρώ· του εζήτησα και μου έβγαλε διάφορα κομμάτια μεταξωτά, και διαλέγοντας ένα από αυτά, του το επλήρωσα όσα μου εζήτησε· και έπειτα αποχαιρετώντάς τον με ευγένειαν, επήρα το μεταξωτόν και το έφερα της κυράς μου. Δύο ημέρες υστερότερον μου έδωσεν αυτή άλλη μία σακκούλα φλωριά, και μου είπε. Ξαναγύρισε εις τον Ναμαράν, και έπαρε άλλα τρία κομμάτια μεταξωτά, και δος του πάλιν όσα σου ζητήση. Εξαναπήγα το δεύτερον εις τον αυτόν Ναμαράν, ο οποίος με εδέχθη με πολλήν ευγένειαν, και αγροικώντας το ζήτημά μου, έφερε διάφορα κομμάτια μεταξωτά χρυσά πολλά ωραία. Εδιάλεξα τρία κομμάτια που μου άρεσαν, και χωρίς να του ζητήσω τιμήν του έρριξα την σακκούλαν με τα φλωριά και του είπα· πληρώσου διά αυτά και όσα μείνουν δος μου τα οπίσω. Έμεινε αυτός εκστατικός εις το να ιδή εις εμένα μίαν τέτοιαν γενναιότητα, και αφού επληρώθη και μου έδωσε τα λοιπά φλωριά οπίσω, μου είπεν. Αυθέντα, δεν ημπορείς να μου κάμης την χάριν να έλθης αύριον να γευθούμε μαζί; Μετά πάσης χαράς του απεκρίθηκα εγώ· δεν θέλω λείψει που να έλθω να λάβω αυτήν την τιμήν. Εχάρη ο Ναμαράς διά το τάξιμον που του έκαμα, και ύστερον αποχαιρετώντας τον εγύρισα με τα μεταξωτά τα χρυσά εις το σπήτι μου.
Εφανέρωσα της κυράς το κάλεσμα, που ο Ναμαράς μου έκαμεν, η οποία το έλαβεν εις τόσην χαράν που με έκαμε να μείνω βλέποντάς την να χαρή τόσον. Μη χάσης καιρόν, μόνον αύριον να υπάγης μου είπεν αυτή, και ενθυμήσου ότι ωσάν απογευθής να τον καλέσης και εσύ εδώ να γευματίση και άφησε εμένα την επιστασίαν, να κάμω την ετοιμασίαν. Εκατάλαβα εγώ πώς αυτή θα προμελετούσε κάποιόν τι· μα το τι επρομελετούσεν ήτον μακράν από τον στοχασμόν μου. Επήγα το λοιπόν την αύριον εις το σπίτι του Ναμαρά, ο οποίος μου έδειξεν ευγενικές περιποίησες. Και αφού απογευθήκαμε, τον επαρεκάλεσα να έλθη και αυτός την αύριον να γευματίση μετ' εμένα. Εδέχθη μετά πάσης χαράς το κάλεσμα, και δεν έλειψεν εις τον καιρόν του γεύματος να έλθη εις το σπήτι μου, καθώς μου έταξεν. Εκαθίσαμε το λοιπόν εις την τράπεζαν οι δυο μας μόνον, και επεράσαμεν όλην εκείνην την ημέραν ευφραινόμενοι, και πίνοντες διάφορα εκλεκτά κρασιά. Η κυρά δεν ηθέλησε καθόλου να φανερωθή έμπροσθέν μας· αλλά όσον εδύνατο έστεκε κρυφά· μα καθώς αυτή μου είχε παραγγείλη ότι με κάθε τρόπον να κάμω διά να κρατήσω τον Ναμαράν και την νύκτα εκεί, έτσι δεν έλειψα που να τον κρατήσω με πολλές παρακάλεσες. Ημείς ακολουθήσαμε να πίνωμεν έως τα μεσάνυκτα· και αφού ετελειώσαμεν τον έφερα εις ένα οντάν διά να αναπαυθή εκείνην την νύκτα, και εγώ επήγα εις άλλον διά να κάμω το όμοιον. Και τον καιρόν που εκοιμώμουν με ένα γλυκύτατον ύπνον, ιδού και έρχεται η κυρά μετά μεγάλης βίας και με εξύπνησε λέγοντας· σήκω, ω νέε, να ιδής τον φίλον σου κυλισμένον εις το άνομον αίμα του. Εγώ εις αυτά τα λόγια εσηκώθηκα όλως σκοτισμένος· και ακολούθησα την κυράν, που με έφερεν εις τον οντά του Ναμαρά. Σε αφίνω να στοχασθής τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, οπόταν είδα εκείνον τον άθλιον φονευμένον και κυλισμένον εις το αίμα του.
Αχ, άνομη και επίβουλη, γεμάτος από θυμόν εφώναξα, τι είνε τούτο που έκαμες; έλαβες τόσην τόλμην να κατόρθωσες ένα κάμωμα τόσον σκληρόν και θηριώδες; αν, εσύ είχες τέτοιαν γνώμην, διατί να μεταχειρισθής εμένα τον ευεργέτην σου μέσον του θηριώδους θυμού σου, και να με κάμης να σου τον φέρω ο ίδιος διά να τον θανατώσης; Νέε ξένε, με αντίκοψε, μη σου κακοφαίνεται που διά μέσου σου εξεδικήθηκα τούτον τον παράνομον Ναμαράν· τούτος είνε ένας επίβουλος· εσύ δεν θέλεις με ονειδίσει οπόταν μάθης την παρανομίαν του· επειδή και αυτός είνε ο αίτιος της συμφοράς μου, την οποίαν ιδού που θέλω σου την διηγηθή διά ανάπαυσίν σου.
Εγώ είμαι, ακολούθησεν αυτή, θυγατέρα του βασιλέως τούτης της χώρας· μίαν ημέραν που επήγαινα εις τα λουτρά είδον αυτόν τον Ναμαράν εις το εργαστήρι του, και ευθύς έλαβα μεγάλον έρωτα δι' αυτόν, και από εκείνην την ώραν έχασα κάθε μου ησυχίαν και ανάπαυσιν, επειδή η φαντασία μου δεν έλειψε πάντα από αυτόν και τόσον άναψεν η καρδιά μου από τον έρωτα που δεν επέρασε πολύς καιρός και έπεσα άρρωστη εις το κρεββάτι. Ο πατέρας μου έστειλε και έφερε τους πλέον εμπείρους ιατρούς διά να με ιατρεύσουν, μα κανείς δεν εδυνήθη να γνωρίση το πάθος μου. Η βάγια μου που ήτον μία πολύ επιτήδεια γυναίκα, εγνώρισε το πάθος μου πως ήτον από αγάπην, και με εύμορφον τρόπον με έκαμε και της είπα την πάσαν αλήθειαν. Αυτή μου έταξεν ότι θα κάμη κάθε τρόπον διά να πληρώση την επιθυμίαν μου, καθώς και το έκαμε, που μίαν ημέραν μου τον έφερεν ενδεδυμένον γυναικίστικα χωρίς να τον γνωρίση κανείς. Εγώ ωσάν τον είδα ευθύς ελευθερώθηκα από την ασθένειάν μου, και έξω από την ευχαρίστησιν που έλαβα να τον ιδώ και αυτόν να μείνη γεμάτος από ευχαρίστησιν διά ένα τέτοιο ευτυχισμένον του συναπάντημα· και αφού τον εκράτησα μερικές ημέρες κλεισμένον εις ένα μου οντάν, η βάγια μου πάλιν τον έβγαλεν από το σαράγι μου με την ίδιαν ευκολίαν που τον είχεν εμπάσει, και ούτως οπόταν ήθελα έκανα και μου τον έφερνεν η βάγια μου με αυτόν τον τρόπον, και εχαιρόμασθε μαζί διά πολύν καιρόν.
Μίαν ημέραν μου ήλθεν επιθυμία, να πηγαίνω και εγώ να εύρω τον Ναμαράν εις το σπήτι του, ελπίζοντας πώς θα ήθελε το λάβει εις μεγάλην χαράν και βγαίνοντας μπουλωμένη από το σαράγι μου χωρίς να με καταλάβη κανένας έφθασα εις το σπήτι του Ναμαράν και κτυπώντας την πόρταν διά να μου ανοίξουν, βλέπω και έρχεται ένας σκλάβος και με ερωτά τίνα γυρεύω· εγώ του είπα πως έχω να ομιλήσω του αφεντός σου ένα λόγον. Ο σκλάβος μου απεκρίθη πως ο αφέντης μου διά την ώραν δεν ημπορεί να σου δώση ακρόασιν, με το να είναι αντάμα με μίαν νέαν κόρην που ξεφαντώνουν. Εγώ να ακούσω πως ξεφαντώνει με άλλην γυναίκα αγροίκησα του λόγου μου γεμάτην από μίαν ζηλοτυπίαν, που με έβγαλε έξω από τον εαυτό μου, και έγινα κατά πολλά μανιώδης· εμπαίνω με βίαν εις το σπήτι του, και φθάνοντας εις τον χοντζερέ του βλέπω τον Ναμαράν καθήμενον εις μίαν τράπεζαν μαζή με μίαν ευμορφοτάτην κόρην, με την οποίαν έπιναν και ετραγουδούσαν τραγούδια της αγάπης και ηδονικά. Δεν ημπόρεσα εις τούτην την θεωρίαν να κρατήσω τον θυμόν μου· τρέχω με ορμήν επάνω εις εκείνην την κόρην και της έδωσα πολλές μαχαιριές, και αν δεν ήτον ογλήγωρη διά να φύγη, την εθανάτωνα. Δεν επλήρωσα τον θυμόν μου μοναχά με αυτήν, αλλά έτρεξα προς τον άπιστον και επίβουλον Ναμαράν διά να ξεδικηθώ και με αυτόν.
Βλέποντάς με αυτός έτσι θυμωμένην, έρχεται και πίπτει εις τους πόδας μου ζητώντάς μου συμπάθειαν διά το σφάλμα του ομνύοντάς μου πως εις το εξής να μη μου κάμη κανένα παραμικρόν άδικον και επιβουλήν και με αυτά και άλλα γλυκά λόγια με εκατάπεισε διά να τον συμπαθήσω, και να ξαναγαπηθούμεν και διά σημείον της ειρήνης μας με υποχρέωσε να πίω με αυτόν· και τόσον έκαμε που με εμέθυσε. Και αφού με είδεν εις αυτήν την κατάστασιν ο προδότης και επίβουλος, μου έδωσε πολλές μαχαιριές με ένα πουνιάλι, που επιταυτού είχε, και μένοντας από αυτές χωρίς καμμίαν αίσθησιν, και νομίζοντάς με αποθαμμένη με έβαλεν εις ένα σάκκον, και μοναχός του διά νυκτός με έφερε εις εκείνον τον τόπον που με ηύρες. Και εις το αναμεταξύ που αυτός μου ετοίμαζε τον λάκκον, εγώ ήλθα ολίγον εις τες αίσθησές μου και άρχισα να οδύρωμαι και να του ζητώ να μου αφήση την ζωήν μα αυτός ο βάρβαρος, αντίς να λάβη σπλάγχνος εις τα παράπονά μου, ηθέλησε διά περισσοτέραν παιδείαν μου να με θάψη και ζωντανήν· και η τύχη μου εξαπέστειλεν εσένα διά να με ελευθερώσης. Διά εκείνο δε που απαρθενεύει διά τον Μαϊάρ, ακολούθησεν η κυρά τον άλλον πραγματευτήν, εις τον οποίον επήγες την γραφήν από όνομά μου, αυτός είναι πραγματευτής του σαραγιού. Εγώ του έδωσα να καταλάβη πώς είχα χρείαν από δηνάρια, και του εφανέρωσα τα συμβεβηκότα μου, παρακαλώντάς τον να τα κρατήση μυστικά έως που να κάμω την εκδίκησιν. Ετούτη, ω φίλε μου, είνε η ιστορία μου· δεν ηθέλησα να σου την διηγηθώ εμπροσθήτερα, φοβουμένη να μη λάβης αντίρρησιν εις το να μου φέρης εδώ τον εχθρόν μου· δεν το πιστεύω που να μη μου δώσης δίκαιον διά την δικαίαν μου εκδίκησιν και με όλον που εσύ φαίνεται να είσαι έχθρός των σκληροκαρδίων, πρέπει να με επαινέσης εις την ανδρείαν, που έλαβα διά να θυσιάσω εκείνον τον σκληροκάρδιον και επίβουλον· αύριον το ταχύ, ακολούθησεν αυτή, θέλωμεν υπάγει αντάμα εις το σαράγι· ο πατέρας μου ο βασιλεύς πολλά τρυφερά με αγαπά· θέλω του εξομολογηθή το σφάλμα μου, και ελπίζω πως θέλει μου το συγχωρήσει, και εσένα σου τάζω πως θέλει σου κάμει μεγάλα δώρα, και σου δώση και πολλές αξίες διά την περιποίησιν που μου έκαμες.
Μη γένοιτο αυτό, βασίλισσά μου, της απεκρίθηκα, εγώ δεν ζητώ ούτε δώρα, ούτε άλλο κανένα πράγμα διά τα όσα έκαμα διά λόγου σου και διά να σου φυλάξω την ζωήν, και εις κανένα δεν μετανοώ· μα σου ομολογώ, πώς είμαι πολλά περίλυπος που με μεταχειρίσθης διά όργανον της επιβολής σου, και διά μέσου μου ετελείωσες την εκδίκησίν σου. Έπρεπε καλύτερον να με είχες προστάξει διά να ξεδικήσω με άλλον τρόπον, παρά με τέτοιαν προδοσίαν· επειδή και εγώ δεν ήθελα λείψει να θυσιάσω την ζωήν μου διά λόγου σου διά να σε ευχαριστήσω· διότι τέλος πάντων εγώ, με όλον που στοχάζομαι ότι του Ναμαράν με κάθε δίκαιον του έπρεπεν ο θάνατος, δεν έλειψε που να μου μείνη εις την καρδίαν μία θλίψις μεγαλωτάτη διά την προδοσίαν, που ανευθύνως έκαμα και τον έφερα εις τον θάνατον. Και έτσι λέγοντας ευθύς απαραίτησα την κυράν και μεμφόμενος τα ταξίματά της εβγήκα από εκείνην την χώραν πριν ξημερώση· και περιπατώντας μερικές ώρες έφθασα ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, που επήγαιναν διά το Μπαγδάτι, και ανταμωμένος με αυτό ακολούθησα τον δρόμον μου ως εκεί.
Παραμύθια της Χαλιμας, τομ. Β’
via