Το μυαλό μας είναι ένα σφουγγάρι.
Η καρδιά μας είναι ένας ποταμός. Δεν είναι περίεργο που οι πιο πολλοί από μας διαλέγουν ν' απορροφούν παρά να ρέουν.
Στ' αλήθεια, μιλάμε μόνο στους εαυτούς μας, αλλά καμμιά φορά μιλάμε αρκετά δυνατά έτσι που να μας ακούνε οι άλλοι.
΄Οταν η Ζωή δεν βρίσκει έναν τραγουδιστή να τραγουδήσει την καρδιά της φτιάχνει ένα φιλόσοφο για να πει τις σκέψεις της.
«Ιησούς, ο Γιός του Ανθρώπου»
ΙΑΚΩΒΟΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ |
|
Ας γεννάει συνέχεια
τον εαυτό της η άγνοια, ωσότου κουραστεί απ' τα γεννήματά της. Ο
τυφλός ας οδηγεί τον τυφλό ως την παγίδα. Κι ο νεκρός ας θάβει το
νεκρό, ώσπου η γη να πνιγεί απ' το δικό της τον πικρό καρπό. Το
βασίλειό μου δεν είναι στη γη. Η Βασιλεία μου θα είναι εκεί που δύο ή
τρεις από σας θα ανταμώνεστε με αγάπη και με θαυμασμό για την ομορφιά
της ζωής και με καλή χαρά και με τη θύμησή μου.
|
«Ιησούς, ο Γιός του Ανθρώπου»
ΔΑΒΙΔ, ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΥ |
||||||
Δεν
ήξερα τη σημασία των ομιλιών ή των παραβολών Του, μέχρις ότου έφυγε από
ανάμεσά μας. ΄Οχι, δεν καταλάβαινα, μέχρις ότου τα λόγια Του πήραν
ζωντανές μορφές μπροστά στα μάτια μου και μεταβλήθηκαν σε σώματα που
περπατάνε στην πορεία της δικιάς μου μέρας. Και να σου πω αυτό : Μια νύχτα που καθόμουνα στο σπίτι μου συλλογισμένος και σκεφτόμουνα τα λόγια Του και τις πράξεις Του που ίσως να έγραφα σε βιβλίο, μπήκαν τρεις κλέφτες στο σπίτι μου. Κι αν και ήξερα ότι ήρθαν να μου κλέψουν τα πράγματά μου, σκέφτηκα προσεχτικά για να τους ορμήξω με το σπαθί ή κι ακόμη να πω : «Τι κάνετε εδώ;» Αλλά, τελικά, συνέχισα να γράφω τις αναμνήσεις μου από το Δάσκαλο. Κι όταν οι κλέφτες έφυγαν, τότε θυμήθηκα αυτό που είχε πει : «Αυτός που θα πάρει το πανωφόρι σου, ας πάρει και το άλλο σου πανωφόρι». Και κατάλαβα. Καθώς καθόμουνα καταγράφοντας τα λόγια Του, κανείς δεν μπόρεσε να με σταματήσει, ακόμα κι αν πήραν όλα μου όσα είχα. Γιατί, αν και φύλαγα τα υπάρχοντά μου και τον εαυτό μου, ξέρω πού είχα το μεγαλύτερο θησαυρό. |
«Ιησούς, ο Γιός του Ανθρώπου»
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ |
||||||||||||||
Για μια ακόμα φορά μιλώ γι' Αυτόν. Ο Θεός μού 'δωσε τη φωνή και τα πύρινα χείλη, αν κι όχι το λόγο. Είμαι ανάξιος για τα τέλεια λόγια, μα καλώ την καρδιά μου στα χείλη μου. Ο Ιησούς μ' αγαπούσε και δεν ήξερα γιατί. Κι εγώ Τον αγαπούσα, γιατί πήγαινε το πνεύμα μου σε ύψη πέρα απ' το ανάστημά μου και σε βάθη πέρα απ' το βάθος μου. Η αγάπη είν' ένα ιερό μυστήριο. Σε κείνους π' αγαπάνε, παραμένει ανείπωτο για πάντα. Μα για κείνους που δεν αγαπούν, μπορεί να μην είναι τίποτ' άλλο από κρύο αστείο. Ο Ιησούς μας κάλεσε, εμένα και τον αδελφό μου, όταν δουλεύαμε στο χωράφι. ΄Ημουνα νέος τότε και μόνο η φωνή της αυγής είχε επισκεφτεί τ' αυτιά μου. Μα η φωνή Του κι η σάλπιγγα της φωνής Του ήταν το τέλος της δουλειάς μου κι η αρχή του πάθους μου. Και δεν υπήρχε τίποτ' άλλο για μένα, τότε, από το να περπατώ στον ήλιο και να λατρεύω την ομορφιά της ώρας. Θα μπορούσες να φανταστείς ένα μεγαλείο πολύ ευγενικό για να 'ναι μεγαλειώδες; Και μια ομορφιά πολύ ακτινοβόλα για να φαίνεται όμορφη; Θα μπορούσες ν' ακούσεις στα όνειρά σου μια φωνή δειλή για την έκστασή της; Με κάλεσε κι εγώ Τον ακολούθησα. Εκείνο το βράδυ, γύρισα πίσω στου πατέρα μου το σπίτι για να πάρω κι έναν άλλο μου μανδύα. Κι είπα στη μητέρα μου : «Ο Ιησούς της Ναζαρέτ θα μ' έχει στην ομάδα Του. Κι αυτή μου είπε : «Πήγαινε στο δρόμο Του, γιε μου, όπως κι ο αδελφός σου». Και πήγα μαζί Του. Τ' άρωμά Του με καλούσε και με πρόσταζε, αλλά μόνο για να με λυτρώνει. Η αγάπη είναι μια απλόχερη οικοδέσποινα στους καλεσμένους της, παρ' όλο που στους ακάλεστους το σπίτι της είναι οφθαλμαπάτη και κοροϊδία. Τώρα, με θες να σου εξηγήσω τα θαύματα του Ιησού; Είμαστε εμείς όλοι το θαυματουργό νεύμα της στιγμής. Ο Κύριος και Δάσκαλός μας ήτανε το κέντρο εκείνης της στιγμής. ΄Ομως δεν ήθελε να γίνονται γνωστές οι πράξεις Του. Τον έχω ακούσει να λέει στον κουτσό : «Σήκω και πήγαινε σπίτι σου, μα μην πεις στον ιερέα ότι εγώ σ' έχω θεραπεύσει». Η σκέψη του Ιησού δεν ήτανε στον ανάπηρο. ΄Ηταν πιο πολύ στον δυνατό και στον ακέραιο. Η σκέψη Του αναζητούσε και κρατούσε άλλες σκέψεις και τ' ολοκληρωμένο πνεύμα Του επισκεφτόταν άλλα πνεύματα. Κάνοντας έτσι, το πνεύμα Του άλλαζε αυτές τις σκέψεις κι αυτά τα πνεύματα. Φαινόταν σαν θαύμα, αλλά με τον Κύριο και Δάσκαλό μας ήταν απλώς σαν ν' αναπνέαμε τον καθημερινό μας αέρα. Τώρα, ας μιλήσω γι' άλλα πράγματα. Μια μέρα που Αυτός κι εγώ περπατάγαμε σ' ένα λιβάδι, πεινάγαμε κι οι δυό και φτάσαμε σε μια αγριομηλιά. Υπήρχανε μόνο δύο μήλα που κρέμονταν στον κλώνο. ΄Επιασε τον κορμό του δέντρου με το χέρι Του, τον κούνησε και τα δύο μήλα έπεσαν κάτω. Τα σήκωσε και τα δύο κι έδωσε ένα σε μένα. Τ' άλλο το κράτησε στο χέρι Του. Στην πείνα μου, έφαγα το μήλο και το 'φαγα και γρήγορα. Μετά, Τον κοίταξα κι είδα ότι ακόμα κρατούσε τ' άλλο μήλο στο χέρι Του. Μου το 'δωσε λέγοντας : «Πάει κι αυτό». Είδα το μήλο και, στην αναίσχυντη πείνα μου, το 'φαγα. Κι όπως συνεχίσαμε να περπατάμε, κοίταξα το πρόσωπό Του. Μα πώς να σου πω τι είδα; Μια νύχτα που τα κεριά της καίγανε στο άπειρο, ένα όνειρο πέρα απ' το φτάσιμό μας, ένα μεσημέρι που όλοι οι βοσκοί ηρεμούνε κι είναι ευτυχισμένοι που τα κοπάδια τους βόσκουν, ένα απόβραδο και μια γαλήνη και μια επιστροφή στο σπίτι. Μετά, ένας ύπνος και ένα όνειρο. ΄Ολα αυτά τα πράγματα είδα στο πρόσωπό Του. Μου είχε δώσει και τα δυό μήλα. ΄Ηξερα ότι ήταν πεινασμένος σαν κι εμένα. Μα τώρα ξέρω ότι, δίνοντάς μου τα, ήταν ευχαριστημένος. Αυτός ο ίδιος έτρωγε άλλα φρούτα από έν' άλλο δέντρο. Θα σου 'λεγα πιο πολλά γι' Αυτόν, μα πώς να το κάνω; ΄Οταν η αγάπη γίνεται απέραντη, η αγάπη γίνεται ανείπωτη. Κι όταν η μνήμη είναι παραφορτωμένη, αναζητάει τα σιωπηλά βάθη. |
||||||||||||||
«Ιησούς, ο Γιός του Ανθρώπου»
ΘΩΜΑΣ |
|||||||||
Ο
παππούς μου, που ήταν δικηγόρος, μου είχε πει κάποτε : «Να κοιτάμε την
αλήθεια, αλλά μόνο όταν η αλήθεια γίνεται φανερή σε μας». ΄Οταν ο Ιησούς με κάλεσε, Τον πρόσεξα γιατί το πρόσταγμά Του ήταν πιο δυνατό από τη θέλησή μου. ΄Ομως, κράτησα το στόμα μου κλειστό. ΄Οταν μιλούσε κι οι άλλοι ξεσηκώνονταν σαν κλαδιά στον αέρα, εγώ άκουγα ακίνητος. Κι όμως, Τον αγαπούσα. Πριν τρία χρόνια μας άφησε, μια παρέα σκόρπια να τραγουδάει τ' όνομά Του και να 'ναι οι μάρτυρές Του προς τα έθνη. Κείνο τον καιρό με λέγανε ο Θωμάς ο ΄Απιστος. Η σκιά του παππού μου ήταν ακόμα πάνω μου και πάντα είχα υπόψη μου την αλήθεια που έχει γίνει φανερή. Θα έβαζα το χέρι μου ακόμα και στη δικιά μου πληγή, για να νιώσω το αίμα, πριν να πιστέψω τον πόνο μου. ΄Ενας άνθρωπος που αγαπάει με την καρδιά του κι όμως κρατάει μι' αμφιβολία στο μυαλό του, δεν είναι παρά σκλάβος σε μια τριήρη, που κοιμάται στο κουπί του κι ονειρεύεται την ελευθερία του μέχρις ότου τον ξυπνάει το μαστίγιο του αφέντη. Εγώ ο ίδιος ήμουνα αυτός ο σκλάβος κι ονειρευόμουνα ελευθερία, αλλά ο ύπνος του παππού μου ήτανε πάνω μου. Η σάρκα μου χρειαζότανε το μαστίγιο της δικιάς μου μέρας. Ακόμα και στην παρουσία του Ναζωραίου, είχα κλείσει τα μάτια μου για να βλέπω τα χέρια μου δεμένα στο κουπί. Η Αμφιβολία είναι ένας πόνος πολύ μοναχικός, για να ξέρει πως η πίστη είναι δίδυμη αδελφή της. Η Αμφιβολία είν' ένα έκθετο παιδί δυστυχισμένο και χαμένο και, παρ' όλο που η μητέρα του που το γέννησε, το βρίσκει και τ' αγκαλιάζει, αυτό τραβιέται με προφύλαξη και με φόβο. Γιατί η Αμφιβολία δε γνωρίζει την αλήθεια, μέχρις ότου οι πληγές της γιατρευτούνε και κλείσουν. Αμφέβαλλα για τον Ιησού, ώσπου Αυτός έκανε τον εαυτό Του φανερό σε μένα κι έσπρωξε το ίδιο μου το δάχτυλο στις βαθιές Του πληγές. Τότε, πραγματικά πίστεψα και μετά απ' αυτό, απαλλάχτηκα από το χθες μου και από τα χθες των προπατόρων μου. Οι νεκροί μέσα μου θάψανε τους νεκρούς τους. Κι ο ζωντανός θα ζει για το Χριστό Βασιλιά, ακόμα και γι' αυτόν που ήταν ο Γιος του Ανθρώπου. Χθες μου είπανε πως πρέπει να πάω και να διαδώσω τ' όνομά Του ανάμεσα στους Πέρσες και στους Ινδουϊστές. Θα πάω. Κι απ' αυτή τη μέρα ως την τελευταία μου, την αυγή και το βράδυ, θα βλέπω τον Κύριό μου ανυψωμένο σε μεγαλοπρέπεια και θα Τον ακούω να μιλά. |
«Ιησούς, ο Γιός του Ανθρώπου»
ΜΑΡΙΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ |
||||||||
Για
μια ακόμα φορά το λέω, ότι με το θάνατο ο Ιησούς νίκησε το θάνατο κι
ανέβηκε πάνω απ' τον τάφο, σαν πνεύμα και σαν δύναμη. Περπάτησε στη
μοναξιά μας κι επισκέφτηκε τους κήπους του πάθους μας. Δε βρίσκεται εκεί, σε κείνο το λαξευμένο βράχο, πίσω από την πέτρα. Εμείς που Τον αγαπούμε, Τον είδαμε μ' αυτά τα μάτια μας, που Εκείνος τα έκανε να βλέπουν. Και Τον αγγίξαμε μ' αυτά τα χέρια μας, που Εκείνος τα έμαθε ν' αγγίζουν. Σε ξέρω εσένα, που δεν Τον πιστεύεις. ΄Ημουνα κι εγώ μια από σας και σεις είσαστε οι πολλοί. Μα ο αριθμός σας θα σβηστεί. Πρέπει να σπάσεις την άρπα σου και τη λύρα σου για να 'βρεις τη μουσική εκεί μέσα; Πρέπει να ρίξεις ένα δέντρο για να μπορέσεις να πιστέψεις ότι έχει απάνω φρούτα; Μισείς τον Ιησού, γιατί κάποιος απ' τη Βόρεια Χώρα είπε ότι ήταν ο Γιος του Θεού. Κι όμως, εσύ δε χωνεύεις έναν άλλο, επειδή ο καθένας σας θεωρεί τον εαυτό του πολύ σπουδαίο για να 'ναι ο αδελφός του διπλανού του. Τον μισείς, γιατί κάποιος είπε ότι γεννήθηκε από μια παρθένα κι όχι από σπόρο άντρα. Κι όμως, δεν ξέρεις τις μητέρες που φτάνουν αγνές ως το μνήμα ούτε τους άντρες που κατεβαίνουν στον τάφο πνιγμένοι από τη δικιά τους δίψα. Δεν ξέρεις ότι η γη σμίγει με τον ήλιο και ότι η γη είναι που μας στέλνει στο βουνό και στην έρημο. Υπάρχει ένα χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα σε κείνους που πιστεύουνε και σε κείνους που δεν πιστεύουν. Μα, όταν τα χρόνια θα έχουν γεφυρώσει αυτό το χάσμα, θα ξέρεις ότι Αυτός που έζησε μέσα μας είναι αθάνατος, ότι Αυτός ήταν Γιος Θεού όπως κι εμείς είμαστε παιδιά Θεού. ΄Οτι γεννήθηκε από παρθένα όπως κι εμείς γεννηθήκαμε απ' την ανύπαντρη γη. Φαίνεται παράξενο που η γη δε χαρίζει στους άπιστους ρίζες για να βυζάξουνε το στήθος της ούτε φτερά για να βρεθούν ψηλά, να μεθύσουν και να γεμίσουν με τις δροσιές του κόσμου της. Μα εγώ ξέρω ό,τι ξέρω κι αυτό 'ναι αρκετό.
«Ιησούς, ο Γιός του Ανθρώπου», εκδ. Μπουκουμάνη
|
Από το Θεατρικό έργο "Ο Λάζαρος και η Αγαπημένη του"
Ο Λάζαρος και η Αγαπημένη του |
||||||||||||||
ΜΑΡΙΑ :
(...) Τώρα είμαστε εδώ, σ' αυτόν τον κήπο, μι' απόσταση ανάσας από την
Ιερουσαλήμ. Είμαστε εδώ. Και ξέρεις καλά, αδερφέ μου, πως ο Κύριός μας
θα ήθελε να είσαι μαζί μας μ' αυτό το ξύπνημα, να ονειρεύεσαι τη ζωή
και την αγάπη. Και να σ' έχει έναν φλογερό οπαδό, μια ζωντανή μαρτυρία
της δόξας Του. (...) ΛΑΖΑΡΟΣ : Δεν υπάρχει όνειρο εδώ και δεν υπάρχει ξύπνημα. Εσύ κι εγώ κι αυτός ο κήπος δεν είναι παρά μονάχα φαντασίωση, σκιά του πραγματικού. Το ξύπνημα είναι κει που ήμουνα με την αγαπημένη μου και με την πραγματικότητα.(...) (...) ΛΑΖΑΡΟΣ : ΄Ημουνα ένα ποτάμι κι αναζητούσα τη θάλασσα εκεί που μένει η αγαπημένη μου, κι όταν έφτασα στη θάλασσα, οδηγήθηκα στους λόφους για να τρέχω πάλι ανάμεσα στα βράχια. ΄Ημουνα ένα τραγούδι φυλακισμένο μες στη σιωπή επιθυμώντας την καρδιά της αγαπημένης μου κι όταν οι άνεμοι τ' ουρανού με λευτέρωσαν και με προφέρανε μες σε κείνο το πράσινο δάσος, ξανααιχμαλωτίστηκα από μια φωνή και γύρισα πάλι στη σιωπή. ΄Ημουνα μια ρίζα μες στη σκοτεινή γη και έγινα ένα λουλούδι και μετά ένα άρωμα μες στο άπειρο που ανέβαινε να τυλίξει την αγαπημένη μου και μ' έπιασε και μ' έκοψε ένα χέρι κι έγινα μια ρίζα πάλι, μια ρίζα μες στη σκοτεινή γη. ΜΑΡΙΑ : Α, παράξενο, πολύ παράξενο! Κι όμως, αδερφέ μου, είναι καλό να είσαι ένα ποτάμι που τρέχει κι είναι καλό να είσαι μια ρίζα μες στη σκοτεινή γη. Ο Κύριος τα ήξερε όλα αυτά και σε κάλεσε πίσω κοντά μας για να μπορέσουμε να μάθουμε πως δεν υπάρχει κανένα πέπλο ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Δεν καταλαβαίνεις πως είσαι ζωντανή μαρτυρία για την αθανασία; Δεν μπορείς να το νιώσεις πως μια λέξη που ειπώθηκε μ' αγάπη, φέρνει να σμίξουνε στοιχεία σκορπισμένα από κάποια ψευδαίσθηση που τη λεν θάνατο; Πίστεψε και έχε την πίστη, γιατί μονάχα στην πίστη, που είναι βαθύτερή μας γνώση, μπορείς να βρεις παρηγοριά. (...) ΛΑΖΑΡΟΣ : ΄Ημασταν, η αγαπημένη μου κι εγώ, μες στο άπειρο και ήμασταν άπειρο. ΄Ημασταν μες στο φως κι ήμασταν φως. Και περιπλανιόμασταν σαν αρχαίο πνεύμα που κινιόταν πάνω στην όψη των νερών. Κι ήταν για πάντα η πρώτη μέρα. ΄Ημασταν η ίδια η αγάπη που ζει μες στην καρδιά της διάφανης σιωπής. Τότε, μια φωνή σαν κεραυνός, μια φωνή σαν αμέτρητες λόγχες να τρυπούσαν τον αιθέρα, κραύγασε λέγοντας : «Λάζαρε, έλα έξω!». Κι η φωνή αντήχησε και ξαναντήχησε μες στ' άπειρο κι εγώ, σαν από παλίρροια πλημμύρας, έγινα άμπωτη. ΄Ενα σπίτι διαλυμένο, ένα ρούχο σχισμένο, μια νιότη αξόδευτη, ένας πύργος που σωριάστηκε κι απ' τις σπασμένες πέτρες του φτιάχτηκε ένα ορόσημο. Μια φωνή κραύγασε : «Λάζαρε, έλα έξω!». Και κατέβηκα από την έπαυλη τ' ουρανού σε έναν τάφο μες σε τάφο, σ' αυτό το σώμα μες σε μια σπηλιά κλεισμένο. (...) ΛΑΖΑΡΟΣ : Είναι τόσο διαφορετικά όλα κει πέρα στην κοιλάδα! Εκεί δεν υπάρχει βάρος και δεν υπάρχει μέτρο. Εκεί είσαι με την αγαπημένη σου. (Σιωπή). Ω, αγαπημένη μου! Αγαπημένο μου άρωμα, μέσα στ' άπειρο! Φτερά που ήσασταν απλωμένα για μένα! (...) (...) ΛΑΖΑΡΟΣ : Να περιμένει κανείς, να περιμένει κάθε εποχή να ξεπερνάει μιαν άλλη. Κι ύστερα, να περιμένει την εποχή να ξεπεραστεί από μιαν άλλη. Να βλέπεις όλα τα πράγματα να τελειώνουν πριν έρθει το δικό σου τέλος - το τέλος σου που είναι η αρχή σου. Να ακούς όλες τις φωνές και να ξέρεις ότι διαλύονται σε σιωπή, όλες εκτός από τη φωνή της καρδιάς σου που θα κράζει ακόμα και στον ύπνο. ΤΡΕΛΛΟΣ : ΄Ασπρο πουλί που πέταξες για το νοτιά, εκεί που ο ήλιος αγαπάει τα πάντα, τι σε κράτησε στον αέρα και ποιος πίσω σ' έφερε; Ο φίλος σου ήταν, ο Ιησούς της Ναζαρέτ! Σ' έφερε πίσω, από οίκτο για τα άφτερα που δεν μπορούν να προχωρήσουνε πέρα. Ω, άσπρο πουλί, κάνει κρύο εδώ και παγώνεις κι ο βοριάς γελάει στα πούπουλά σου. ΛΑΖΑΡΟΣ : Θέλετε να 'στε μες σε σπίτι και κάτω από μια στέγη. Θέλετε να 'στε μες σε τέσσερις τοίχους, με πόρτα και παραθύρι. Θέλετε να 'στε εδώ και μένετε χωρίς όραμα. Ο νους σας είναι εδώ κι εμένα το πνεύμα μου είν' εκεί. ΄Ολος ο εαυτός σας είναι στη γη. ΄Ολος ο εαυτός μου είναι στ' άπειρο. Σέρνεστε μες στα σπίτια κι εγώ πέταξα πέρα, πάνω απ' τη βουνοκορφή. Είστε όλοι σκλάβοι ο ένας στον άλλο και δε λατρεύετε άλλους από τους εαυτούς σας. Κοιμάστε και δεν ονειρεύεστε. Ξυπνάτε, μα δε βαδίζετε ανάμεσα σε λόφους. Και χθες είχα βαρεθεί εσάς και τις ζωές σας και γύρευα τον άλλο κόσμο που εσείς τον λέτε θάνατο, κι αν είχα πεθάνει, ήταν γιατί το ποθούσα. Τώρα, στέκομαι εδώ ετούτη τη στιγμή επαναστατώντας ενάντια σ' αυτό που λέτε ζωή. ΜΑΡΘΑ : (με αυστηρό τόνο). Λες τη θλίψη μας οίκτο που έχουμε για τον εαυτό μας. Αλλά κι ο θρήνος σου τι είναι άλλο από οίκτο για τον εαυτό σου; Ησύχασε, και τη ζωή δέξου την που σού 'δωσε ο Κύριος. ΛΑΖΑΡΟΣ : Δε μου έδωσε εμένα ζωή, σε σας έδωσε τη ζωή μου. Στέρησε τη ζωή μου απ' την αγαπημένη μου και την έδωσε σ' εσάς. ΄Ενα θαύμα για να ανοίξει τα μάτια σας και τ' αυτιά σας. Με θυσίασε, όπως ακριβώς θυσίασε και τον Εαυτό Του. (Μιλώντας προς τον ουρανό). Πατέρα, συγχώρα τους. Δεν ξέρουνε τι κάνουν. ΜΑΡΙΑ : (με δέος). Κι Εκείνος είπε ακριβώς τα ίδια λόγια όταν βρισκόταν πάνω στο σταυρό. ΛΑΖΑΡΟΣ : Ναι, είπε αυτά τα λόγια για μένα όπως και γι' Αυτόν, όπως και για όλους τους άγνωστους, που κατάλαβαν αλλά δεν τους κατάλαβαν. Δεν είπε αυτά τα λόγια όταν τα δάκρυά σας τον παρακάλεσαν για τη ζωή μου; ΄Ηταν η δική σας επιθυμία κι όχι η θέλησή Του που έκανε το πνεύμα Του να σταθεί στη σφραγισμένη πόρτα και να πείσει την αιωνιότητα να με παραδώσει σε σας. ΄Ηταν εκείνη η πανάρχαια λαχτάρα για ένα γιο κι έναν αδελφό, αυτό που μ' έφερε πίσω.
Από το θεατρικό έργο
«Ο Λάζαρος και η Αγαπημένη του», εκδ. Μπουκουμάνη |
||||||||||||||