Ούρσουλα - Point of view

Εν τάχει

Ούρσουλα





H Ούρσουλα γεννήθηκε σ’ έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από το δικό μας. Πριν από 45.000 χρόνια έκανε πολύ περισσότερο κρύο απ’ ότι σήμερα, και τις επόμενες χιλιετίες, όσο πλησίαζε η Μεγάλη Εποχή των Παγετώνων, ο κόσμος πάγωνε όλο και περισσότερο. Η Ούρσουλα γεννήθηκε σε μια μικρή σπηλιά στους πρόποδες του Παρνασσού, κοντά στην περιοχή που πολύ αργότερα έμελλε να γίνει γνωστή για το ξακουστό μαντείο των Δελφών.

Το άνοιγμα της σπηλιάς έβλεπε σ’ έναν απέραντο κάμπο καμιά τριακοσαριά μέτρα πιο χαμηλά· η θάλασσα απλωνόταν τριάντα χιλιόμετρα νότια. Σήμερα αυτός ο κάμπος είναι ένας σκουροπράσινος ελαιώνας* εκείνη την εποχή ήταν ένα τοπίο με σκόρπια δέντρα και λιβάδια. Η ακτή βρισκόταν κάμποσα χιλιόμετρα πιο μακριά από τη σπηλιά απ' ό,τι σήμερα. Αυτό ήταν συνέπεια της χαμηλότερης θαλάσσιας στάθμης, την εποχή που τεράστιες ποσότητες νερού ήταν εγκλωβισμένες στους πάγους και στο χιόνι των πόλεων, ενώ πελώριοι παγετώνες κάλυπταν τις κοιλάδες ανάμεσα στις οροσειρές. Η θερμοκρασία έπεφτε και θα εξακολουθούσε να πέφτει κατά τα επόμενα 25.000 χρόνια, αποτέλεσμα του τακτικού κλιματικού κύκλου που επικρατούσε τουλάχιστον τα τελευταία 400.000 χρόνια.




Η Ούρσουλα βέβαια δεν είχε καθόλου επίγνωση όλων αυτών των μακροπρόθεσμων αλλαγών - όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από μας στην καθημερινή μας ζωή. Λυτό που είχε σημασία για κείνη και την εικοσιπενταμελή ομάδα της ήταν το εδώ και τώρα. II Ούρσουλα ήταν το δεύτερο παιδί της μητέρας της. Το πρώτο, ένα αγόρι, το είχε καταβροχθίσει μια λεοπάρδαλη όταν ήταν μόλις δύο χρονών, μια σκοτεινή νύχτα σ’ έναν προσωρινό καταυλισμό. Τραγικό αλλά όχι ασυνήθιστο συμβάν στον κόσμο της Ούρσουλας. Πολλά παιδιά, μα κάπου κάπου και ενήλικες, γίνονταν τροφή για τα λιοντάρια, τις λεοπαρδάλεις και τις ύαινες. Παρότι η απόκλεια του μοναδικού της παιδιού ήταν ένα θλιβερό και σοβαρό χτύπημα για τη μητέρα της Ούρσουλας, σήμαινε ωστόσο ότι τουλάχιστον μπορούσε να ξαναμείνει έγκυος. Όσο θήλαζε το γιο της, η εμμηνόρροια είχε διακοπεί, δεν παρήγαγε ωάρια και συνεπώς δεν μπορούσε να συλλάβει. Αυτή η χρονική απόσταση ανάμεσα στις διαδοχικές εγκυμοσύνες συνιστούσε μια εξελικτική προσαρμογή. Μόνο όταν ένα παιδί ήταν σε θέση να περπατήσει και ν’ ακολουθήσει την ομάδα στις εποχικές της μεταναστεύσεις, μπορούσε η μητέρα του να συλλάβει ξανά. Κι αυτό συνήθως έπαιρνε τρία-τέσσερα χρόνια. Έτσι λοιπόν, ένα χρόνο μετά την απώλεια του γιου της, η γυναίκα γέννησε την Ούρσουλα.




Ήταν Μάρτιος, οι μέρες μεγάλωναν και η ομάδα είχε εγκαταλείψει τα παράλια όπου είχε περάσει το χειμώνα. Ήταν ωραία εποχή· η μητέρα της Ούρσουλας πάντα περίμενε την άνοιξη. Το χειμώνα, η ζωή στην υγρή παραλία ήταν άθλια. Δεν υπήρχαν σπηλιές, κι έτσι ήταν υποχρεωμένη να βολεύεται σε πρόχειρα καταφύγια φτιαγμένα με ξύλα και δέρματα ζώων. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο σαν σπίτι και η ζωή ήταν δύσκολη και στενάχωρη, για να μην πούμε τίποτα χειρότερο. Όμως το χειμώνα ήταν αναγκασμένοι να κατεβαίνουν απ' τα βουνά: έκανε πολύ κρύο εκεί πάνω, κι άλλωστε όλα τα Θηράματα απ’ τα οποία εξαρτιόταν η επιβίωσή τους κατηφόριζαν κι αυτά στα πεδινά. Ζώα υπήρχαν άφθονα, όμως ήταν δύσκολο να τα πιάσεις. Πιο πολύ απ’ όλα της άρεσε το κρέας του βίσωνα, κι αυτή την εποχή του χρόνου συγκεντρώνονταν στην πεδιάδα κοπάδια ολόκληρα. Όμως ήταν σχεδόν αδύνατο να τους κυνηγήσεις με τα πόδια και μάλιστα σε ανοιχτό πεδίο. Ήταν δύσκολη κι επικίνδυνη δουλειά. Ήταν ζώα επιφυλακτικά, πεινασμένα κι αυτά και πολύ δύστροπα. Την περασμένη χρονιά δυο νεαροί άντρες είχαν ποδοπατηθεί από ένα κοπάδι. Από τότε, οι υπόλοιποι αποφάσισαν ότι ήταν ασύμφορο να κυνηγάνε βίσωνες το χειμώνα. Η απώλεια δύο κυνηγών ήταν σημαντικό πλήγμα για τη μικρή ομάδα, γιατί σήμαινε ότι τώρα είχαν να ταΐσουν περισσότερα στόματα, τις χήρες και τα ορφανά. Κι αφού αρχή της επιβίωσης για την ομάδα ήταν η συνεργασία, δεν επρόκειτο να τους εγκαταλείψουν στη μοίρα τους.

Αφού το κυνήγι του βίσωνα αποκλειόταν για το χειμώνα, η μόνη τους τροφή προερχόταν είτε από πτώματα ζώων είτε από τις ενέδρες που έστηναν σε ελάφια, πιο ψηλά στις δασωμένες βουνοπλαγιές. Το ψάξιμο για ψοφίμια δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε χωρίς κινδύνους για τους κυνηγούς. Περπατούσαν χιλιόμετρα ολόκληρα κοιτάζοντας προσεκτικά να δουν σημάδια κάποιου σκοτωμένου ζώου που είχε πέσει θύμα λιονταριού ή λεοπάρδαλης. Αν ο ουρανός ήταν καθαρός, τότε ίσως στέκονταν τυχεροί κι εντόπιζαν τα όρνια που στροβιλίζονταν πάνω από το κουφάρι. Όμως συνήθως, όταν έφταναν επιτόπου βρίσκονταν αντιμέτωποι μ’ ένα κοπάδι ύαινες που τσακώνονταν ξεσκίζοντας το πτώμα του ζώου. Χρειάζονταν τουλάχιστον πέντε άντρες για να τα βγάλουν πέρα με τις πεινασμένες ύαινες. Κάνοντας όσο το δυνατό περισσότερο θόρυβο, ορμούσαν πάνω στο κουφάρι και σκόρπιζαν τις ύαινες πριν εκείνες καλοκαταλάβουν τι συμβαίνει. Ύστερα, δύο άντρες αναλάμβαναν να τεμαχίσουν όσο κρέας είχε περισσέψει, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να κρατήσουν μακριά τις ύαινες που ούρλιαζαν και δεν έπαυαν να επιτίθενται στο ψοφίμι και στους κυνηγούς. Έριχναν πέτρες στ’ άγρια ζώα κι έβγαζαν κραυγές για να τα τρομάξουν ώσπου οι «χασάπηδες» ν’ αποτελειώσουν τη δουλειά τους και να πάρουν το κρέας, μαζί με τα πλούσια σε μεδούλι παΐδια. Ύστερα το έβαζαν στα πόδια, εξακολουθώντας να πετά-νε πέτρες και να ουρλιάζουν μέχρι ν’ απομακρυνθούν. Για να ξεγελάσουν τις ύαινες, άφηναν πίσω τους λίγο κρέας, ενώ όσο είχαν μαζέψει το τύλιγαν σ’ ένα τομάρι. Έτσι οι ύαινες δεν τους έπαιρναν στο κατόπι κι επέστρεφαν στο ψοφίμι. Ήταν μια άθλια, εξευτελιστική δουλειά. Οι ύαινες ήταν απαίσιες, σάλιο έσταζε από τα φριχτά τους στόματα κι έβγαζαν τρομακτικές κραυγές. Ήταν ένας κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτος τρόπος επιβίωσης κι όλοι τους δεν έβλεπαν την ώρα να εγκαταλείψουν την υγρή πεδιάδα και να ξανανέβουν στα βουνά, όπου τουλάχιστον μπορούσαν να κυνηγάνε.




Μόλις εμφανίζονταν στον ουρανό τα πρώτα αποδημητικά που είχαν ξεχειμωνιάσει στην Αφρική, η ομάδα μάζευε τα πράγματά της και ξεκινούσε για τα βουνά. Ήθελαν να φτάσουν στα βοσκοτόπια του Παρνασσού πριν από τους βίσωνες· έτσι θα είχαν την ευκαιρία να τους στήσουν ενέδρες, καθώς τα ζώα θα διέσχιζαν τη στενή χαράδρα κάτω από το σπήλαιο. Όμως ούτε αυτό ήταν απλό. Όταν τους άντρες τούς ποδοπατούσαν οι βίσωνες στην ανοιχτή πεδιάδα, φανταστείτε πόσο πιο επικίνδυνο μπορούσε να γίνει το κοπάδι μέσα σ' ένα φαράγγι που στο πιο στενό του σημείο δεν ξεπερνούσε τα δέκα μέτρα. Ως συνήθως, υπήρχαν διαφωνίες για το πώς θα κυνηγούσαν. Κάθε φορά τα ίδια. Κάποιοι επέμεναν να αποκλείσουν το φαράγγι και να αναγκάσουν τα ζώα που θα προπορεύονταν ν’ ακολουθήσουν ένα πλαϊνό μονοπάτι, όπου θα μπορούσαν να τα πετροβολήσουν και να τα σκοτώσουν. Μ’ αυτή την τακτική, το πρόβλημα ήταν ότι μερικοί βίσωνες, που σίγουρα αντιλαμβάνονταν την παγίδα, είχαν την κακή συνήθεια όταν τους στρίμωχναν να γυρνάνε και να ορμάνε ακάθεκτοι. Σε ορισμένους άντρες δεν άρεσε καθόλου η προοπτική να βρεθούν αντιμέτωποι μ’ ένα αφηνιασμένο ζώο που ζύγιζε έναν τόνο και είχε και μυτερά κέρατα. Όταν το ζώο αυτό γύριζε κάθιδρο και ξεφυσώντας πίσω στο υπόλοιπο κοπάδι, έσπερνε τον πανικό σε όλους τους βίσωνες που εφορμούσαν στο φαράγγι με φοβερή ταχύτητα. Οι υποστηρικτές μιας λιγότερο τολμηρής μεθόδου επισήμαναν τους κινδύνους αυτής της άμεσης επίθεσης και πρότειναν να περιμένουν να περάσει ο κύριος όγκος του κοπαδιού και τότε να ριχτούν στα ζώα που θα είχαν ξεμείνει. Δεν ήταν και τόσο παλικαρίσια τακτική, συνήθως όμως ήταν αποτελεσματική. Οι βίσωνες που ακολουθούσαν τελευταίοι ήταν τα πιο γέρικα ζώα του κοπαδιού, ωστόσο το κρέας τους ήταν πιο νόστιμο από τα ψοφίμια που διεκδικούσαν οι άνθρωποί μας από τις ύαινες. 




Όσο κρατούσε αυτή η αντιδικία, η μητέρα της Ούρσουλας αποσύρθηκε στο ανοιξιάτικο καταφύγιο μες στη σπηλιά. Αν και δεν ήταν ασυνήθιστο να γεννιούνται παιδιά στη διάρκεια των μετακινήσεων της ομάδας, ο τοκετός ήταν πολύ πιο άνετος σ’ έναν καταυλισμό. Η σπηλιά ήταν στεγνή και ζεσταινόταν καθώς ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό. Η μητέρα της Ούρσουλας ήταν πολύ χαρούμενη που έφτασε εκεί πριν γεννήσει. Από τη μυρωδιά στο βάθος της σπηλιάς ήταν φανερό πως είχε ξεχειμωνιάσει εκεί κάποια αρκούδα. Αυτά τα πελώρια κι επίφοβα πλάσματα, μεγαλύτερα κι από τις τεράστιες γκρίζες αρκούδες της Αλάσκας, ήταν μεγάλη απειλή για την ομάδα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν επιτεθεί σε κυνηγούς, και να σκοτώσεις μια αρκούδα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Ωστόσο αυτή η συγκεκριμένη αρκούδα είχε εγκαταλείψει τη φωλιά της χειμέριας νάρκης της εδώ και αρκετό καιρό και δεν υπήρχε φόβος να επιστρέφει πριν από το φθινόπωρο.

Ο Ούρσουλα γεννήθηκε χωρίς επιπλοκές· στη μητέρα της παραστάθηκε η μεγαλύτερη αδερφή της, που έκοψε τον ομφάλιο λώρο μ’ ένα αιχμηρό λεπίδι από πυριτόλιθο κι ύστερα τον έδεσε γερά. Όπως όλα τα μωρά πριν και μετά απ’ αυτή, η Ούρσουλα ανακοίνωσε την άφιξή της με μια γοερή κραυγή καθώς ρουφούσε για πρώτη φορά τον αέρα μες στα πνευμόνια της. Μέσα σε δευτερόλεπτα, το οξυγόνο απορροφήθηκε απ’ το αίμα και τροφοδότησε τον εγκέφαλο και τους μυς της, αναπληρώνοντας το μητρικό πλακούντα. Σχεδόν αμέσως η Ούρσουλα άρχισε να θηλάζει, να πίνει το φυσικό και θρεπτικό μητρικό γάλα. Σ’ αυτό το γάλα υπήρχαν τα αντισώματα που θα χρειαζόταν για να καταπολεμήσει τις διάφορες λοιμώξεις ώσπου ν’ αρχίσει να λειτουργεί το δικό της ανοσοποιητικό σύστημα. Αν, όπως συνέβαινε κάποιες φορές, ο τοκετός είχε πάει άσχημα και η μητέρα της είχε πεθάνει, αυτό σήμαινε βέβαιο θάνατο και για το βρέφος, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ακόμη ζωικό γάλα που θα μπορούσε να το κρατήσει στη ζωή.

Η Ούρσουλα πέρασε μόνο λίγες μέρες στη σπηλιά, γιατί η μητέρα της έπρεπε να συνεισφέρει ξανά στη βασική απασχόληση της ομάδας - την εύρεση τροφής για την επιβίωση. Ο ανοιξιάτικος καταυλισμός είχε ήδη στηθεί προσεκτικά, υπήρχε μάλιστα κι ένα παρατηρητήριο πάνω από τις δασωμένες πλαγιές, κοντά στο φαράγγι απ’ όπου θα περνούσαν υποχρεωτικά οι βίσωνες για να φτάσουν στα καλοκαιρινά τους βοσκοτόπια στους λόφους. Λυτό το σημείο το είχε εντοπίσει λίγα μόλις χρόνια πριν μια ομάδα κυνηγών που εξερευνούσε την περιοχή προς τ’ ανατολικά. Το πέρασμα το είχαν ήδη καταλάβει όχι κάποιοι από άλλη ομάδα, αλλά κάτι άνθρωποι εντελώς διαφορετικού είδους, οι Νεάντερνταλ. Οι κυνηγοί κράτησαν μια ασφαλή απόσταση. Οι Νεάντερνταλ ήταν πολύ γεροδεμένα πλάσματα, κοντόχοντροι και φτιαγμένοι ν’ αντέχουν στο κρύο· ωστόσο δεν έδειξαν ιδιαίτερη επιθετικότητα απέναντι στους νεοφερμένους.




Όταν επέστρεψαν τον επόμενο χρόνο, ο καταυλισμός τους ήταν έρημος. Θαρρείς και οι Νεάντερνταλ, παρότι θ’ αποτελούσαν ισάξιο αντίπαλο για τους κυνηγούς αν μπλέκονταν σε μάχη, διαισθάνθηκαν την ανωτερότητα των νεοφερμένων και φοβήθηκαν, προτίμησαν να εγκαταλείψουν την πλεονεκτική θέση τους και να υποχωρήσουν πιο ψηλά στο βουνό παρά να ρισκάρουν να έρθουν σε αντιπαράθεση. Στη συλλογική μυθολογία της ομάδας των κυνηγούν κυκλοφορούσαν πολλές ιστορίες για τους Νεάντερνταλ, ιστορίες που επαναλαμβάνονταν γύρω από τις φωτιές των χειμωνιάτικων καταυλισμών. Στις μέρες τους δεν τους συναντούσαν συχνά, όμως στο παρελθόν η παρουσία τους ήταν πιο συχνή. Σε όλες σχεδόν τις παλιές, εγκαταλειμμένες σπηλιές η ομάδα ανακάλυπτε τους βαρείς χειροπελέκεις που ήταν τα βασικά εργαλεία των Νεάντερνταλ. Για τους συντρόφους της Ούρσουλας, αυτά τα εργαλεία ήταν χοντροκομμένα· εκείνοι κατεργάζονταν τις ίδιες πέτρες με τους Νεάντερνταλ, αλλά πολύ καλύτερα. Για παράδειγμα, έκοβαν λεπτές φέτες πυριτόλιθου και τις ακόνιζαν απολεπίζοντας την κόψη τους. Όλοι οι άντρες έπρεπε να ξέρουν να κατασκευάζουν τα λίθινα μαχαίρια και τα ξυστήρια τους, όπως ήταν φυσικό όμως κάποιοι τα κατάφερναν καλύτερα - είτε επειδή διάλεγαν καλύτερες πέτρες είτε επειδή ήταν πιο επιδέξιοι στο ακόνισμα. Οι Νεάντερνταλ, όπως φαίνεται από τα λίθινα εργαλεία που άφησαν πίσω τους στις σπηλιές, δεν κατείχαν αυτή την τεχνική.

Ήταν παράξενα πλάσματα, και γι’ αυτό οι σύντροφοι της Ούρσουλας τους απέφευγαν, όπως άλλωστε τους απέφευγαν κι εκείνοι. Ήξεραν βέβαια να κυνηγούν - υπήρχαν παντού ένα σωρό αποδείξεις. Οι σπηλιές τους ήταν γεμάτες κόκαλα από άλογα και βίσωνες, ενώ σ’ ένα σημείο, λίγο πιο βόρεια, υπήρχε μια χαράδρα γεμάτη κόκαλα άγριων ζώων, που, καθώς φαίνεται, οι Νεάντερνταλ τα στρίμωξαν στην άκρη, τα γκρέμισαν απ’ τα βράχια κι ύστερα τα τεμάχισαν επιτόπου. Πού και πού οι κυνηγοί συναντούσαν στα δάση ή σε μακρινές πλαγιές μικρές ομάδες Νεάντερνταλ. Ήταν πολύ δειλοί και προτιμούσαν να κρυφτούν μες στα δέντρα παρά να αντιμετωπίσουν τους κυνηγούς. Αλλά και οι κυνηγοί δεν έκαναν ποτέ επίθεση στους Νεάντερνταλ. Μερικοί έμπαιναν στον πειρασμό να τους κυνηγήσουν σαν θηράματα, όμως υπήρχε μεγάλη αποστροφή, κάτι σαν ταμπού, για το κυνήγι όντων που ήταν τόσο ανθρώπινα. 





Την εποχή που γεννήθηκε η Ούρσουλα, σπάνια έβλεπες Νεάντερνταλ. Οι πρόγονοί της είχαν μετακινηθεί πολύ αργά, με το πέρασμα των γενεών, από την Εγγύς Ανατολή μέσω Τουρκίας. Είχαν διασχίσει το Βόσπορο, που χώριζε την τεράστια λίμνη στο βορρά (τη σημερινή Μαύρη Θάλασσα) από το Αιγαίο στο νότο. Στο παρελθόν, όποτε το κλίμα γινόταν πιο ψυχρό, οι νεοφερμένοι αποτραβιούνταν πίσω στη Μέση Ανατολή και οι Νεάντερνταλ ανακτούσαν τις χαμένες περιοχές τους. Όμως αυτή τη φορά η Ούρσουλα και οι σύντροφοί της είχαν διεισδύσει πολύ πιο βαθιά στην Ευρώπη απ’ ότι οι πρόγονοί τους. Κι αντίθετα μ’ εκείνους τους μακρινούς προγόνους, αυτή τη φορά δεν γύρισαν πίσω όταν το κλίμα έγινε πιο ψυχρό.

Η Ούρσουλα και οι σύντροφοί της είχαν αρκετά διαφορετικό παρουσιαστικό από τους Νεάντερνταλ. Ήταν λιγάκι. μόνο πιο ψηλοί, όμως το σώμα τους ήταν πολύ πιο λεπτό, πράγμα που φανέρωνε την προσαρμογή τους στα θερμότερα κλίματα της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, όπου ήταν απαραίτητη η ικανότητα να αποβάλλεις τη θερμότητα κι όχι να τη διατηρείς. Πάνω από 250.000 χρόνια προσαρμογής είχαν κάνει το σώμα των Νεάντερνταλ κοντόχοντρο και γεροδεμένο, έτσι ώστε να μειώνεται η απώλεια θερμότητας. Αλλά και το πρόσωπό τους ήταν διαφορετικό, το μέτωπο με κλίση προς τα πίσω, χωρίς μεγάλο πιγούνι και με πολύ έντονα υπερόφρυα τόξα. Κι ενώ η Ούρσουλα και οι σύντροφοί της είχαν μικρές και λεπτοκαμωμένες μύτες, η μύτη των Νεάντερνταλ ήταν πολύ μεγάλη και πεταχτή, λες κι ήταν φτιαγμένη για να ζεσταίνει τον κρύο αέρα προτού φτάσει στους πνεύμονες.

Αυτά τα φυσικά χαρακτηριστικά δεν αρκούσαν από μόνα τους για να εξηγήσουν γιατί οι Νεάντερνταλ άρχισαν να αποσύρονται καθώς η ομάδα της Ούρσουλας και άλλοι εξελιγμένοι άνθρωποι άρχισαν σιγά σιγά να διεισδύουν στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Η σταδιακή εξαφάνιση των Νεάντερνταλ θα κρατούσε δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια ακόμη, ώσπου να πεθάνει κι ο τελευταίος της φυλής στη Νότια Ισπανία. Δεν έγιναν σφοδρές μάχες, δεν υπήρξε καταπίεση των Νεάντερνταλ που να συγκρίνεται με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία των πρόσφατων αιώνων. Κι αυτό επειδή την εποχή της Ούρσουλας απουσίαζε παντελώς κάθε είδος πολιτικής οργάνωσης, που ήταν απαραίτητη για την άσκηση παρόμοιας εξουσίας. Δεν υπήρχαν κράτη με εδαφικές βλέψεις ούτε είχαν όπλα στη διάθεσή τους* υπήρχαν μονάχα ομάδες ανθρώπων που ζούσαν όπως κι επιβίωναν με δυσκολία. Ούτε η επιδεξιότητά τους στην κατεργασία του πυριτόλιθου ήταν αυτή που έκανε τη διαφορά. Αυτό που έκανε το λαό της Ούρσουλας ικανότερο για επιβίωση ήταν το υψηλότερο επίπεδο επικοινωνίας και κοινωνικής οργάνωσης.

Η Ούρσουλα πέρασε τον πρώτο χρόνο με τη μητέρα της, που την κουβαλούσε μαζί της στην καθημερινή αναζήτηση τροφής. Το δάσος κοντά στον καταυλισμό ήταν από τα πιο πρόσφορα μέρη. Η άνοιξη δεν ήταν και τόσο αποδοτική εποχή, επειδή τα δέντρα δεν είχαν ακόμη καρποφορήσει * έτσι η ομάδα βασιζόταν στους άντρες, που έπρεπε να σκοτώσουν τουλάχιστον μερικά ελάφια ή κανένα βίσωνα. Η Ούρσουλα, μόλις ήταν σε θέση να περπατήσει, άρχισε να βοηθάει τη μητέρα της στο δάσος. Στα ρυάκια μπορούσες να μαζέψεις βατράχια, στους θάμνους αυγά πουλιών, υπήρχαν ρίζες και βολβοί, που τα έβγαζαν μ’ ένα ξύλο ή μ’ ένα κέρατο ελαφιού. Όμως το φθινόπωρο ήταν η καλύτερη εποχή στο δάσος: τότε μάζευαν κάστανα και βαλανίδια, βατόμουρα και μανιτάρια. Η ομάδα μετακινούνταν από το ένα μέρος στο άλλο καθώς άλλαζαν οι εποχές. Το καλοκαίρι το περνούσαν στο βουνό, κυνηγώντας λαγούς και ελάφια, το φθινόπωρο στα δάση με τις βαλανιδιές, οπότε στρατοπέδευαν στο φαράγγι κι έστηναν ενέδρες στα κοπάδια που γύριζαν απ’ τα βοσκοτόπια. Ύστερα, το χειμώνα, κατηφόριζαν πάλι στα πεδινά, πριν ξαναμετακομίσουν στον ανοιξιάτικο καταυλισμό. Κι αυτή η διαδικασία επαναλαμβανόταν χρόνο με το χρόνο. Μερικές χρονιές ήταν καλές, το κυνήγι άφθονο, οπότε επιβίωναν περισσότερα παιδιά. Άλλες ήταν χειρότερες, με αποτέλεσμα τα παιδιά και τα πιο ηλικιωμένα άτομα να πεθαίνουν από την πείνα στη διάρκεια του μακριού χειμώνα. H ζωή ήταν πάρα πολύ σκληρή και η επιβίωση εξαρτιόταν από το πόσο γερός αλλά και πόσο τυχερός ήταν κανείς.




Η Ούρσουλα ήταν από τους τυχερούς και κατάφερε να επιβιώσει. H μητέρα της πέθανε σε ηλικία είκοσι εννέα ετών, όταν η Ούρσουλα ήταν δώδεκα. Η μητέρα είχε χάσει κιόλας κάμποσα δόντια και είχε πέσει κι είχε σπάσει το πόδι της. Η πληγή μολύνθηκε και η γυναίκα πέθανε από σηψαιμία μετά από έξι εβδομάδες. Ο σχετικά πρόωρος θάνατός της δεν είχε μεγάλες επιπτώσεις στη ζωή της Ούρσουλας. Η μικρή είχε πια μεγαλώσει και την υιοθέτησε αμέσως μια θεία της, αδερφή της μητέρας της, που έτσι απέκτησε άλλο ένα ζευγάρι χέρια να τη βοηθάνε στις καθημερινές δουλειές, αρκετά εξαντλητικές εδώ που τα λέμε, αφού είχε ν’ αναθρέψει δυο μικρά παιδιά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η μελαχρινή Ούρσουλα, με την ομορφιά της και με το σώμα της που ωρίμαζε, τράβηξε την προσοχή των νεαρών ανδρών της ομάδας. Προσπαθούσαν να την εντυπωσιάσουν παραβγαίνοντας στο τρέξιμο και παλεύοντας μεταξύ τους. Κάποιος της έκανε δώρο ένα κολιέ φτιαγμένο με κομμάτια από στιλβωμένο κέρατο ζαρκαδιού και δεμένα μεταξύ τους με αλογότριχες. Κάποιος άλλος της χάρισε ένα όμορφο μαχαίρι από πυριτόλιθο, σκαλισμένο τόσο περίτεχνα, που έκανε μόνο για διακοσμητικό. Κι ένας τρίτος την επισκεπτόταν κάθε φορά που γύριζε απ’ το κυνήγι και της έλεγε να διαλέξει πρώτη ότι ήθελε απ’ αυτά που είχε πιάσει εκείνη την ημέρα. Συναγωνίζονταν μεταξύ τους, ο καθένας με τον τρόπο του, για να εντυπωσιάσουν την Ούρσουλα και να την πείσουν ότι θα ήταν καλοί κουβαλητές και θα μπορούσαν να τη συντηρήσουν κι εκείνη και τα παιδιά της αργότερα. Αναγκασμένη να επιλέξει κάποιον από τους υποψήφιους μνηστήρες, η Ούρσουλα διάλεξε το νεαρό που της είχε χαρίσει τα στολίδια, παρά τις πιεστικές προτροπές της θείας της -που είχε καλομάθει να μοιράζεται μαζί της τα καλύτερα κοψίδια απ’ τα θηράματα- να πάρει τον κυνηγό. 





Την επόμενη άνοιξη, στα δεκαπέντε της, η Ούρσουλα γέννησε την πρώτη της κόρη. Όπως είχε κάνει και η μητέρα της, η Ούρσουλα θήλαζε το μωρό και το κουβαλούσε στην πλάτη της ενώ μάζευε χόρτα στο δάσος. Μετά από τέσσερα χρόνια γέννησε ένα ακόμη κοριτσάκι. Και οι δυο της κόρες αποδείχτηκαν υγιείς και γεροί οργανισμοί, και η Ούρσουλα έζησε αρκετά χρόνια για να δει και τις δυο τους να της χαρίζουν εγγονές. Πέθανε λίγα χρόνια αργότερα σε προχωρημένη ηλικία, τριάντα επτά χρονών. Καθώς έχανε τα δόντια της, αδυνάτιζε όλο και περισσότερο, επειδή δεν μπορούσε να μασήσει το σκληρό κρέας που ήταν το κύριο φαγητό της ομάδας της. Όταν η ομάδα ξεκίνησε γι’ ακόμη μια φορά από τους λόφους για το χειμερινό καταυλισμό, η Ούρσουλα ήξερε ότι δεν θα τα κατάφερνε στο ταξίδι και ζήτησε από τους δικούς της να την αφήσουν να πεθάνει στη σπηλιά όπου είχαν γεννηθεί η ίδια και τα παιδιά της. Η οικογένειά της δεν ήθελε να την εγκαταλείψει, ωστόσο ήξεραν πολύ καλά ότι δεν γινόταν να την κουβαλήσουν στη μακριά πορεία μέχρι τα παράλια. Την τακτοποίησαν λοιπόν όσο καλύτερα μπορούσαν και την τύλιξαν μ’ ένα αρκουδοτόμαρο για να είναι ζεστή. Οι κόρες της, δακρυσμένες, της έδωσαν ένα τελευταίο φιλί κι ακολούθησαν την υπόλοιπη ομάδα που κατηφόριζε ήδη στο φαράγγι. Καθώς η Ούρσουλα κείτονταν στην είσοδο της σπηλιάς αγναντεύοντας την απέραντη πεδιάδα, κατά τη θάλασσα, νόμιζε πως διέκρινε πέρα μακριά, σαν κουκκίδες, τους ανθρώπους της φυλής της. Ή ίσως και να το φαντάστηκε καθώς αποκοιμιόταν. Το πρωί η Ούρσουλα ήταν νεκρή. Μόνο το αρκουδοτόμαρο, κουρελιασμένο κι αιματοβαμμένο, έμεινε να θυμίζει το γρήγορο και βίαιο τέλος της: η αρκούδα είχε επιστρέψει στο λημέρι της.

Η Ούρσουλα βέβαια δεν είχε ιδέα πως οι κόρες της, μέσ’ από τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, θα έφταναν να έχουν απογόνους με άρρηκτη μητροπλευρική συγγένεια ως τις μέρες μας. Δεν είχε ιδέα ότι έμελλε να είναι μια φυλετική μητέρα, η μόνη γυναίκα της εποχής της που θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Κάθε μέλος της φυλής της συνδέεται με μια ευθεία και αδιάσπαστη γραμμή με την ίδια την Ούρσουλα. Η φυλή της ήταν οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι που κατάφεραν να αποικήσουν με επιτυχία την Ευρώπη. Μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την ήπειρο, υποχρεώνοντας τους Νεάντερνταλ σε εξαφάνιση. Σήμερα, γύρω στο 11 % των σύγχρονων Ευρωπαίων είναι απευθείας μητροπλευρικοί απόγονοι της Ούρσουλας. Βρίσκονται διάσπαρτοι σ’ ολόκληρη την ήπειρο, όμως ο κύριος όγκος της φυλής είναι συγκεντρωμένος στη Δυτική Βρετανία και τη Σκανδιναβία. Ο Άνθρωπος του Τσένταρ είναι ίσως το πιο διάσημο από τα παλιά μέλη της.




~ Από το βιβλίο Bryan Sykes - Οι Επτά κόρες της Εύας Η γενετική καταγωγή των Ευρωπαίων Η περιπέτεια του ανθρώπου
via

Pages